Το Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς (ΠΙΟΠ) παρουσιάζει τη δίγλωσση φωτογραφική έκδοση με τίτλο «Χίος. Τόπος Εντός» του φωτογράφου-ανθρωπολόγου, Στρατή Βογιατζή.

Ads

Η νέα έκδοση του ΠΙΟΠ εμπλουτίζει τις βιβλιογραφικές συμβολές του Ιδρύματος για το νησί της Χίου, αναδεικνύοντας τα ζωντανά στοιχεία του χιώτικου πολιτιστικού τοπίου, της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς και των σημερινών κατοίκων της. Ο Στρατής Βογιατζής περιηγήθηκε και ερεύνησε φωτογραφικά τον γενέθλιο τόπο του με πιο συνολική και ώριμη ματιά, επιχειρώντας να «διαβάσει» και να αποτυπώσει ό,τι ενυπάρχει στο τοπίο, στα αρχιτεκτονήματα, στον εσωτερικό χώρο των οικιών, στην παρουσία των ανθρώπων. Το φωτογραφικό οδοιπορικό του αναζητεί την ουσία της χιώτικης γης, τον καθημερινό βίο και την εργασία των ανθρώπων της, τις ομορφιές, τις ιδιαιτερότητες αλλά και τις αντιθέσεις του τόπου. Το παλιό και το νέο, το λιτό και το επιτηδευμένο, τους ορεινούς όγκους και την ανοιχτή θάλασσα, τις μεσαιωνικές κατοικίες και τα αρχοντικά του Κάμπου, το αγροτικό και το αστικό χιώτικο σπίτι, όλα στοιχεία ενός αέναου και διαχρονικού διαλόγου.

image

image

Ads

image

Συγχρόνως, ο Βογιατζής με το κείμενό του «Το πνεύμα του Τόπου» επιχειρεί να εκθέσει την περιήγησή του μέσω πραγματικών και διανοητικών διαδρομών, παρακολουθώντας τις εναλλαγές του τοπίου και του φωτός στη διάρκεια των τεσσάρων εποχών του χρόνου, καθώς επίσης τις εργασίες και τα συναισθήματα των πορτρέτων του. Τον τόμο εμπλουτίζουν κείμενα του Μανώλη Βουρνού, αρχιτέκτονα ΕΜΠ, του Δημήτρη Τσούχλη, δρ Περιβαλλοντολογίας, της Στέλλας Τσιροπινά, φιλολόγου-δρ Θεατρολογίας, και του Ηρακλή Παπαϊωάννου, επιμελητή MOMus-ΜΦΘ, που ο καθένας από το επιστημονικό του πεδίο «σχολιάζει» τις οικείες φωτογραφίες. 

Χίος. Τόπος Εντός / Chios. The Land Within
Στρατής Βογιατζής / Stratis Vogiatzis
Αθήνα 2020, σ. 256, εικ. 150
ISBN 978-960-244-214-2
€ 47,00

Πολιτιστικό Ίδρυμα Ομίλου Πειραιώς
Αγγέλου Γέροντα 6, Πλάκα
Τ.: 210 3256922 | www.piop.gr

Ένα κρίσιμο γιώτα

Η φωτογραφία έχει χρησιμοποιηθεί ιστορικά στην αναπαράσταση τόπων, κυρίως χάρη στην περιγραφική της δεινότητα. Στην αναπαράσταση αυτή κυριαρχούν συνήθως τα εμβληματικά τοπόσημα και μνημεία, οι αστικές ή φυσικές τοποθεσίες ιδιαίτερου κάλλους. Στην Ελλάδα η τοπογραφικού χαρακτήρα απεικόνιση υστέρησε σημαντικά τον 19ο αιώνα, με την εξαίρεση των, αθηναϊκών κυρίως, αρχαιοτήτων. Το διάστημα 1870-1920, βέβαια, υλοποιήθηκαν μελέτες όπως οι χωρογραφίες (φυσική και πολιτική περιγραφή περιοχών έκτασης νομού ή περιφέρειας) και οι τοπογραφίες (αντίστοιχη περιγραφή περιοχών σε μέγεθος δήμου), στο πλαίσιο μιας προεπιστημονικής φάσης της λαογραφίας. Ήταν η περίοδος κατά την οποία εξελισσόταν ο σχηματισμός των εθνών-κρατών, και συνεπώς ανέκυπτε η ανάγκη διάπλασης ενιαίας εθνικής συνείδησης. Η ευρεία διάδοση της φωτογραφίας κατά τον 20ό αιώνα καθιέρωσε και μια «εθνική εικόνα» βασισμένη στην Ιστορία και την τουριστική γραφικότητα, αποστρέφοντας το βλέμμα συχνά από την παλλόμενη πραγματικότητα. Έτσι, χάρη κυρίως στον πληθωρισμό της φωτογραφικής εικόνας, προστέθηκε και στην εγχώρια σκηνή το κρίσιμο γιώτα στη λέξη τόπος, άνοιξε το παράθυρο στη θέαση του τοπίου.

Η διαφορά τόπου και τοπίου ανάγεται ουσιαστικά στη διάκριση ανάμεσα στην έννοια του συμμέτοχου (insider) και του εξωτερικού παρατηρητή (outsider). Στο πλαίσιο αυτό, ο συμμέτοχος δεν διακρίνει τον εαυτό του από τον τόπο, καθώς όλα για αυτόν γίνονται αντιληπτά ως αδιαίρετα μέρη ενός κύκλου ζωής που βιώνεται συλλογικά. Έτσι, δεν απομακρύνεται σωματικά και πνευματικά από τον τόπο αρκετά ώστε να τον αντιληφθεί ως τοπίο, ως εικόνα που δημιουργείται με τη μεσολάβηση αισθητικών συμβάσεων. Το τοπίο, αντίστοιχα, αποσπάται από ένα βιολογικό, ιστορικό, κοινωνικό γίγνεσθαι που βρίσκεται σε εξέλιξη. Στον τόπο είναι συνήθως κανείς δρώσα οντότητα· απέναντι στο τοπίο υιοθετεί την περισσότερο παθητική ιδιότητα του θεατή. Ποια ιδιότητα διατηρεί ο Στρατής Βογιατζής αποδεχόμενος την ανάθεση φωτογράφισης της γενέθλιας Χίου; Μάλλον κινείται αδιευκρίνιστα ανάμεσα στις δυο, καθώς έχει μεν διαρραγεί ο δεσμός συμμετοχής του στην κοινότητα, αλλά συγχρόνως διαθέτει αναφορές σε αυτήν.

Οι εικόνες του λευκώματος οριοθετούνται, με βάση μια (αχρείαστα, ίσως) τυπική κατηγοριοποίηση, σε τέσσερις ενότητες: αρχιτεκτονική, εσωτερική και εξωτερική, πορτρέτα, τοπία. Στη δημόσια πλευρά της αρχιτεκτονικής, εκτός από κάποιες γενικές χωροταξικές λήψεις, επιλέγεται η βύθιση στον λαβύρινθο παραδοσιακών κοινοτήτων με στενά δρομάκια, μικρά σκαλιά, απρόσμενα σταυροδρόμια, σπίτια τα οποία διεκδικούν αργά αλλά άφοβα οι κισσοί. Τα χρώματα τείνουν να ξεθωριάζουν. Οι ώχρες, όμως, τα λουλακί και τα κόκκινα, υπενθυμίζουν τον Άρη Κωνσταντινίδη και την άποψή του για μια υποδόρια χρωματική συνέχεια με την αρχαιότητα.

Οι εσωτερικές απόψεις, αντίστοιχα, μυούν τον θεατή σε κατοικίες αρχοντικές και ταπεινές, σε μικρομάγαζα και εργαστήρια, όπου το φως γλιστρά από ανοίγματα και χορεύει τοίχο-τοίχο, ενώ οι αναρτημένες φωτογραφίες, σε συχνά κενά δωμάτια, επιθεωρούν βλοσυρά τον ξαφνικό εισβολέα. Η αυστηρή γεωμετρία περικλείει εδώ συχνά τη βουβή ερημία. Οι άνθρωποι ποζάρουν σε κατοικίες, σε χώρους εργασίας, στον ανοιχτό χώρο· τόσο αυτοί που επέλεξαν τη Χίο όσο και εκείνοι που επιλέχθηκαν από αυτήν. Εμφανίζονται μάλιστα (απαράλλαχτα, σχεδόν) μόνοι, σαν αυτή η συνθήκη να είναι φυσική, αναπόδραστη, σε μικρόκοσμους που τους ελευθερώνουν ή ίσως τους δεσμεύουν. Η αναπαράσταση του τοπίου πάλι είναι πολύτροπη: άλλοτε προβάλλει καλλιεργημένο και άλλοτε άγριο, ανθισμένο ή καμένο, απόκρημνο ή επίπεδο. Διακρίνονται ομίχλες και διάσελα, ακτές μαυροχάλικες και φορτωμένοι πορτοκαλεώνες, τοπία με θωριά αρχαϊκή που υπονοούν την επιστροφή στη συλλογική μήτρα, παρότι κι εκεί ακόμα ένα μονοπάτι μπορεί να χαράζει σαν ξυραφιά το παρθένο τοπίο.
Πώς επιστρέφει κάποιος στον γενέθλιο τόπο έπειτα από απουσία χρόνων, έπειτα από πολλαπλές διαμεσολαβήσεις μαθητειών, μακρινών ταξιδιών, καίριων βιωμάτων; Επιστρέφει για να συναντήσει ή για να γνωρίσει κάτι από την αρχή; Ο χρόνος κυλά, τα πράγματα μετατοπίζονται, ο Ηράκλειτος γίνεται αναπόφευκτος: τίποτα δεν μένει ίδιο ώστε να επιστρέφει κανείς σε αυτό αμέριμνα. Υπάρχει, βέβαια, η μνήμη· ασαφής και συγκεχυμένη ή βαθιά και επίμονη, καθορίζει τον ορίζοντα των προσδοκιών, συνδέει σαν νοητική γέφυρα το παρελθόν με το παρόν, που τείνει να επιβάλλεται με τρόπο ρητό.

Ο Βογιατζής μοιάζει τελικά να αναζητά το πνεύμα του τόπου, όπως αυτό διαμορφώνεται από τη σύνθεση φύσης, πολιτισμού και Ιστορίας. Η Χίος προσφέρεται για κάτι τέτοιο, καθώς η γεωμορφολογία, η παράδοση και η Ιστορία του νησιού το καθιστούν ζωτική μικρογραφία της χώρας. Στην περιήγησή του αυτή ο Βογιατζής αποφεύγει επιμελώς το σήμερα. Από τις φωτογραφίες του απουσιάζουν τα αυτοκίνητα, η λαμπρή τουριστική πρόσοψη, η ρέουσα καθημερινότητα, οι ουλές της κρίσης, οι οδυνηρές, απροστάτευτες διελεύσεις του πελάγους.

Η ισχυρή πλειοψηφία των εικόνων μοιάζει να αγκιστρώνεται σε ένα αδιευκρίνιστο χθες. Παρακάμπτει ό,τι ίσως πληγώνει το μάτι, ό,τι είναι αγοραία σύγχρονο, η οξειδωτική διάβρωση από την, ενίοτε αμφιλεγόμενη, πρόοδο. Κρατά, αντίστοιχα, ό,τι μοιάζει διαχρονικό, αντιπροσωπευτικό, μακριά από εφήμερους συρμούς. Η περιπλάνηση αυτή κρύβει τότε μια λανθάνουσα νοσταλγία που στερεώνει τον χρόνο (πρακτική στην οποία ειδικεύεται η φωτογραφία), σε μια συνθήκη δυνητικά ιδεατή, της οποίας οι μοναχικοί άνθρωποι προβάλλουν ως φύλακες. Όταν ο ενεστώτας απογοητεύει, ο αόριστος ξέρει να αμύνεται, με εικόνες οι οποίες διαθέτουν τη φαινομενική γαλήνη που υποβάλλεται από την απουσία δράσης και γεγονότων, ή την αόριστα Αρκαδική αντίληψη μιας φύσης που ο άνθρωπος την καλλιεργεί ισορροπημένα, εξημερώνοντας προσεκτικά την πληθωρική της γονιμότητα. Το έργο δείχνει να φέρει  ανάγλυφα την ανθρωπολογική μάλλον παρά την καλλιτεχνική σκευή του φωτογράφου. Έτσι, καθώς ο Βογιατζής συναντά την πραγματικότητα με την κλινική και βολικά ελλειπτική τομή της φωτογραφίας, ανασαίνει καλύτερα η βαθύτερη ανάγκη του για εσωτερική αναψηλάφηση. Ανοίγει έτσι, εικονικά μόνο, μια μυστική κερκόπορτα προς την ουτοπία. Ο John Brinckerhoff Jackson θεωρούσε ένα τοπίο όμορφο όταν έχει υπάρξει, ή μπορεί να υπάρξει, ως σκηνή μιας σημαντικής εμπειρίας στην πορεία προς την αυτο-επίγνωση. Μήπως ο Βογιατζής, κόντρα στη νεωτερική πανοπλία της φωτογραφίας, ζητά χαμηλόφωνα να σβήσει το γιώτα;

Ηρακλής Παπαϊωάννου
Επιμελητής MOMus ― ΜΦΘ