Το τρένο των νεφών”, το χρωστούσα στον ήρωα του προηγούμενου βιβλίου μου “Οδυσσέας και Μπλουζ”, ο οποίος  προσπαθούσε εναγωνίως να το τελειώσει.. Θυμάμαι, πόσο είχα βασανιστεί για να βρω τι είδους κείμενο θα έγραφε εκείνος ο ιδιόρρυθμος συγγραφέας, και πώς μια μέρα αναδύθηκε –από το πουθενά- “Το τρένο των νεφών”. Ένα τρένο υπαρκτό, που διασχίζει τις Άνδεις, και που παλαιότερα έφτανε από την Αργεντινή στη Χιλή, εξυπηρετώντας κυρίως τα ορυχεία αυτών των χωρών.» η συγγραφέας Ευγενία Φακίνου, μιλά στην Κρυσταλία Πατούλη για τη δημιουργική πορεία -από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- της συγγραφής του νέου βιβλίου της που κυκλοφόρησε πρόσφατα.

Ads

 
        Είχα γοητευτεί από το θέμα: Ένα τρένο-φάντασμα, που αφού φύγει από το σταθμό, βγαίνει από τις ράγες του, χώνεται στα νέφη και χάνεται. Ένα τρένο, που οι ντόπιοι ισχυρίζονται ότι ταξιδεύει ακυβέρνητο, χωρίς μηχανοδηγό, πως δε σταματάει πουθενά, και πως όταν φτάσει στο τέρμα του, που είναι και το τέλος του κόσμου, οι επιβάτες έχουν χάσει τα νιάτα τους. Μπαίνουν νέοι και κατεβαίνουν γέροι μ’ άσπρα μαλλιά και φαφούτικα στόματα. Λένε ακόμα, ότι εκεί μέσα συμβαίνουν σημεία και τέρατα, πως όποιος μπήκε, εκτός από τα νιάτα του, έχασε και την ψυχή του, επειδή το οδηγούν κακά πνεύματα από άλλες εποχές, τότε που πίστευαν τους παλιούς θεούς, που έπιναν αίμα παιδιών και παρθένων. Λένε ακόμα, πως το σπρώχνει ο ίδιος ο διάβολος, που χώνει την ουρά παντού.
 
      Ένα αγόρι, ο Κανένας, αν και είναι μόνο δέκα χρονών, δεν τα πιστεύει όλ’ αυτά και ανεβαίνει στο τρένο αναζητώντας τον άγνωστο πατέρα του Οδυσσέα. Στο τρένο θα συναντήσει χρυσοθήρες και Ινδιάνους που αφηγούνται θαυμαστές ιστορίες, βασιλιάδες και κονκισταδόρες, την Εβίτα Περόν και τον Ωνάση, δοσίλογους κι εγκληματίες πολέμου, τον στρατηγό Μπολίβαρ και τον Τσε Γκεβάρα, αλλά και τον τυφλό ποιητή που γεννήθηκε σ’ εφτά πόλεις. Μια οδύσσεια, δηλαδή, του Κανένα ή του Καθένα.
 
      Γνώριζα, λοιπόν,το θέμα, αλλά αισθανόμουν αμηχανία και  δέος στην ιδέα ότι θα καταπιανόμουν με κάτι παρόμοιο. Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ στη Λατινική Αμερική, ούτε έχω γράψει άλλοτε για τόπο έξω από την Ελλάδα. Ξανάρχισα να διαβάζω βιβλία της λατινοαμερικάνικης λογοτεχνίας, από τον Ερνέστο Σάμπατο  και τον Χουάν Ρούλφο έως τον Σεπούλβεδα και τον Λιόσα., για να μπω στο πνεύμα, ν’ αντλήσω πληροφορίες, να «μυρίσω» τους τόπους, «ν’ αγγίξω» τους ανθρώπους. Γοητεύτηκα και παγιδεύτηκα, με την καλή έννοια. Επειδή η Λατινική Αμερική είναι ένα τεράστιο εργοστάσιο ονείρων. Επίσης κατάλαβα ότι οι ιστορίες των λαών έχουν κοινά γνωρίσματα, οι μυθολογίες μοιάζουν, οι Άνδεις πλησιάζουν τον Όλυμπο, και οι λογοτεχνίες συνομιλούν.
 
      Χρησιμοποίησα μικρά αποσπάσματα από είκοσι οκτώ εμβληματικά βιβλία και ήρωες αυτών των βιβλίων σε μια άλλη στιγμή της ζωής τους. Τα «ξένα» κείμενα είναι γραμμένα με πλάγια γράμματα και η αποκρυπτογράφηση γίνεται στο τέλος του βιβλίου, γιατί δεν ήθελα να διακόπτεται η ανάγνωση από υποσημειώσεις. Ένα  «παιχνίδι» διακειμενικότητας, που το έχω κάνει πολλές φορές αλλά τώρα, νομίζω, το έφτασα στα όριά του.
 
        Δούλεψα σε συμπυκνωμένο χρόνο, από τις δύο τη νύχτα μέχρι τις δέκα το πρωί, με μεγάλη ένταση και πάθος, σαν να μην ήμουνα εδώ, σαν να μην ήμουνα εγώ. Το γραφείο μου είχε γεμίσει με χιλιάδες σημειώσεις και χαρτάκια («μαύρο πουλί» στον Σεπούλβεδα, «λιτανεία παιδιών» στον Φουέντες, «ναυαγός» στον Μάρκες, «κεφάλι στο ποτάμι» στο Σάμπατο κλπ.), σημειώσεις, παραπομπές, αλλαγές από πρωτοπρόσωπη    σε τριτοπρόσωπη αφήγηση, που όμως κατέληξαν – έτσι, πιστεύω, τουλάχιστον- σ’ ένα ενδιαφέρον και ρέον κείμενο.
 
       Χάρηκα το γράψιμο, ήταν μια ωραία, προκλητική δουλειά, για μένα ένα στοίχημα, ένα ρίσκο, ένα άλμα στο κενό, που όμως δε δίστασα να κάνω.
 
Ευγενία Φακίνου

image

Το βιβλίο “Το τρένο των νεφών” κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη.

Ads

(φωτογραφία πορτραίτου: Δημήτρης Κοιλαλούς)