O Θράσος Καμινάκης, είναι μια περίπτωση πολυσχιδούς δημιουργού, που δύσκολα περιγράφει κανείς με λόγια.  Όπως κάθε ανήσυχο πνεύμα δοκίμασε τις δυνατότητες του σε διάφορα πεδία και σε όλα με φόρα καθώς στριμώχνεται στα όρια που καλούμαστε να πειθαρχήσουμε. Αχόρταγος, απείθαρχος, μια στον αφρό μια στον βυθό και πολύ στο πάθος. Μετά όμως έπαιρνε τους καρπούς του κόπου του και τους σκόρπιζε τυχοδιωκτικά, καρφωνόταν με πάθος σε νέους στόχους και… «εμπρός για νέες ήττες για νέες συντριβές» που λέει και το τραγούδι των Τρυπών.

Ads

Γράφει στίχους, διηγήματα, ποίηση, έργα για το θέατρο τραγούδια για θεατρικές παραστάσεις σε μουσική Δήμητρας Γαλάνη,  Mode Plagal, Κώστα Χατζόπουλου, Νίκου Κολλάρου. Αγαπάει τη μικρή φόρμα αλλά αντέχει και στη μεγάλη. Σπούδασε Νομικά, Εγκληματολογία στο Παρίσι γιατί «Μέσα μας, το κακό ισοδυναμεί με την αφήγησή του», μετά Ιδρυματολογία και  Ιστορική Νοσολογία, μετά Κινηματογράφο με δασκάλους σημαντικούς θεωρητικούς και κινηματογραφιστές όπως ο Marc Ferro, ο Eric Romer . Στο τέλος δημιούργησε τη δική του εστία, το Μικρό Πολυτεχνείο, ένα εργαστήρι τεχνών και όχι μόνο στο Θησείο, ένας χώρος – σκηνικό, με την προσωπική του σφραγίδα παντού, ακόμα και στη διακόσμηση που την αλλάζει με τη συχνότητα που άλλοι αλλάζουν τρένα για να πάνε στη δουλειά τους.

«Πότε θα δημοσιεύσεις τα γραπτά σου;» τον ρωτάω επίμονα τα τελευταία αρκετά χρόνια. «Πρέπει κάποια στιγμή» μου απαντούσε αόριστα κάπου μεταξύ Μικρών και Μεγάλων Κυκλάδων που αγκυροβολεί κατά καιρούς, κι είχα τον φόβο ότι θα αναβάλλει για πάντα.

Τελικά πήρα στα χέρια μου το βιβλίο του που παρουσίασαν με συγκινητικά λόγια η Λίνα Νικολακοπούλου και ο Φώτης Βλαστός στην Ταινιοθήκη. «Τρία δεκαοκτώ» ο τίτλος από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Από τη μια άκρη της γης στην άλλη, ήρωες δεμένοι μεταξύ τους με τα δεσμά μιας δύσκολης ενηλικίωσης. Μοιάζουν όλοι τους μέλη μιας τεράστιας δυσλειτουργικής οικογένειας. Ζουν σε σπίτια ή σε ιδρύματα που απειλούνται από τα ίδια τους τα δομικά υλικά. Ριγμένοι στον κόσμο, βυθομετρούν τον εαυτό τους μπροστά σε κρίσιμες προσωπικές αποφάσεις ή κοινωνικές αλλαγές.

Ads

Το βιβλίο έδωσε την αφορμή για τη συνέντευξη που ακολουθεί.

Πότε άρχισες να γράφεις; Θυμάσαι κάτι από τα πρώτα σου γραπτά;   

Τον έμμετρο λόγο τον έχω από τα πέντε μου. Σκάρωνα σουξεδάκια. Ότι σου είναι εύκολο όμως δεν το ξεσυνερίζεσαι. Ή και το υποτιμάς. Το πρώτο μου θεατρικό το τελείωσα στα δεκατρία μου.  «Το κτήμα τους» ο τίτλος. Αυστηρώς ακατάλληλο έλεγα. Και για το πρώτο διήγημα το ίδιο είπα στα δεκαοκτώ μου. Το έστειλα στο διαγωνισμό «ΒΡΑΒΕΙΑ ΣΕ ΝΕΟΥΣ» στα «ΝΕΑ» και πήρα το πρώτο βραβείο. Ότι επιτύχαινα, μου τελείωνε. Πάμε γι’ άλλα, το κάναμε κι αυτό. Είχα μάθει να σπάω τα ρεκόρ μου, αλλά είχα και μια αλαζονεία και ήμουν κι ευκολοβάρετος. Με τα χρόνια καταλάβαινα πως τα ρεκόρ είναι λάθος τρόπος να κοιτάς το ανθρώπινο. Ποτέ δεν δέχτηκα πως το χάρισμα το τιμάς. Μέχρι που έφαγα τα μούτρα μου κι ενηλικιώθηκα. Πολύ μετά τα δεκαοκτώ μου εννοώ. 

Γιατί γράφεις;

Τώρα πια γιατί το γράψιμο μου κάνει την καλύτερη παρέα. Και γιατί σταμάτησα να ζω επινοώντας τον εαυτό μου, άρα μπορώ να το κάνω με καθαρή διέγερση. Με επινοώ πια στο χαρτί, όχι στην ζωή.

Γιατί δεν ακολούθησες τη γραφή αλλά την εγκληματολογία στη συνέχεια;

Μέσα μας, το κακό ισοδυναμεί με την αφήγησή του. Η ίδια συμφορά βιώνεται διαφορετικά από τον καθένα μας, ανάλογα με το πώς την αφηγείται στον εαυτό του. Στην Νομική δεν συναντήθηκα μόνο με το (ηθικό και φυσικό) κακό, αλλά και με την αναπαράστασή του. Το εγκληματολογικό μου μέλλον θα μπορούσε να έχει αληθινό σασπένς. Και τόλμησα.

Τι συνέβη στο Παρίσι;

Είδα πολύ σινεμά και μου ‘ρθανε τα πάνω κάτω. Από την Εγκληματολογία, πέρασα στην Ιδρυματολογία και στην Ιστορική Νοσολογία. Έκανα και διδακτορικό, και ίσως επειδή το όφειλα στον πατέρα μου, η μελέτη μου για την Καραντίνα τον 18ο  και 19ο αιώνα, μεταφράστηκε πριν πέντε χρόνια, για να το χαρεί ο μπαμπάς μου, πριν να είναι αργά, να έχει να λέει πως δεν πήγαν στράφι τόσες σπουδές.

Μετά επειδή ο κινηματογράφος  ήτανε απωθημένο μου, πέρασα σε μια σχολή σκηνοθεσίας, αλλά χώθηκα για τα καλά στα σενάρια. Από τον Mark Ferro ως τον Eric Rohmer άρχισα να μεταμορφώνομαι σε έναν άλλον, που μπορούσε πια να αφηγείται χωρίς να παριστάνει τον πρωταθλητή, αλλά τον εργάτη. Η συνάντηση μου τον Φώτη Βλαστό με έκανε να λέω πως η ζωή μου χωρίζεται σε Προ και Μετά Φώτη. Όταν ο Φώτης έφυγε από το Παρίσι, μετρούσα μήνες για να επιστρέψω κι εγώ.

Τότε κατάλαβα τι σημαίνει να αδειάζει το μέσα σου, όταν δεν έχεις μαζί σου ότι σε νοηματοδοτεί και εμπιστεύτηκα λίγο πιο πολύ το ένστικτό μου. Η επιστροφή στην Ελλάδα μετά από έξι χρόνια σήμανε και το τέλος μιας παρατεταμένης εφηβείας.

Οι ήρωες σου ζορίζονται με την ενηλικίωση και κουβαλούν το βάρος μιας διαφορετικής απώλειας ο καθένας. Τελικά είναι η απώλεια περισσότερο αυτό που τους συνδέει ή η ανάγκη για μια έστω μικρή υπέρβαση;

Οι υπερβάσεις είναι μοίρα για όποιον χάνει. Δεν μπορείς να μείνεις μέσα στην απώλεια για πολύ. Χάνεσαι κι εσύ.

«Η πίστη κερδίζεται με πολλές απώλειες;» γράφεις,  δεν είναι αντιφατικό; Δεν είναι το θαύμα τελικά αυτό που ισχυροποιεί την πίστη;

Το θαύμα έρχεται αν πας στο ραντεβού μαζί του πριν εμφανιστεί. Αν το περιμένεις. Η πίστη είναι απλά επιλογή. Αν τη διαλέξεις, μπορεί μετά να εξηγηθεί πιο έγκυρα, αυτό που έγινες.

Οι ήρωες σου επίσης ψάχνουν το θάρρος να ζήσουν ή ακόμα και να αποδεχτούν έναν αφανισμό. Τι είναι θάρρος για σένα; Πες μου μια πράξη θάρρους.

Θάρρος είναι να παραδεχτείς το «λίγο» σου και να μετριάσεις το «πολύ» σου. Θάρρος είναι να κλαις και να γελάς με την επίφαση που κουβαλάς. Θάρρος είναι να πιστεύεις. Και να μοιράζεσαι.

Ποια είναι η μεγαλύτερη σου αγωνία;

Η ανυπαρξία. Αυτονόητα δηλαδή.

Σε τροφοδοτεί περισσότερο η δίψα για ζωή ή οι φόβοι και οι αγωνίες σου;

Η πείνα με τροφοδότησε. Η δίψα με καθυστέρησε. Οι φόβοι και οι αγωνίες είναι αφορμές για να κάνω το σωστό. Έχουν μια χρησιμότητα που δεν την διαπραγματεύομαι.

Το Μικρό Πολυτεχνείο ανοίγει δρόμους σε νέους δημιουργούς. Πως θα χαρακτήριζες τη σχέση σου με αυτό σου το δημιούργημα;

Ερωτική. 

image