«Μόνη πατρίδα, η παιδική μας ηλικία» φωνάζει αγαπημένο σύνθημα, αναβιώνοντας το στίχο του ποιητή: «Κατάγομαι από τα παιδικά μου χρόνια / όπως από μια χώρα» (Γ. Σαραντάρης). Καμία άλλη παραβίαση, όπως αυτή της γενετήσιας ελευθερίας, δεν έχει τη δύναμη να καταστήσει την παιδική ηλικία την πιο αφιλόξενη πατρίδα, εκριζώνοντάς την με τον πιο επώδυνο τρόπο. Η κακοποίηση εμπεριέχει την αποδόμηση της ιερής ανηλικότητας, την ακύρωση και την άρνησή της.

Ads

Εντυπωσιάζει μάλιστα το γεγονός ότι αυτό το είδος παραβίασης μελετάται και προσεγγίζεται περισσότερο ως φαινόμενο και λιγότερο ως βίωμα. Η απώλεια, η προδοσία, η υποταγή, η ενοχή, η μυστικότητα, οδηγούν σε ενδοψυχική απορρύθμιση και διατάραξη. Η σεξουαλική παραβίαση στα πρώιμα χρόνια συνεφέλκει όλες τις διαστάσεις της ζωής του θύματος, το οποίο συνήθως επιλέγει τη σιωπή, ύστατη καταφυγή από τα δεινά του τραύματος, από το έσχατο συναίσθημα του πόνου. Η όποια προσπάθεια αποκάλυψης της κακοποίησης  χτυπά σε φλέβες βαθιές, γι’ αυτό και η εξόρυξη του μυστικού απαιτεί περίτεχνους και επιδέξιους σκαπανείς.

Τα ανήλικα θύματα σεξουαλικής κακοποίησης καλούνται περισσότερες από μια φορές να περιγράψουν τα δεινά της παραβίασης που υπέστησαν σε επαγγελματίες των υπηρεσιών της ψυχικής υγείας και του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης. Προανάκριση, κύρια ανάκριση, ακροαματική διαδικασία, πραγματογνωμοσύνη, ιατροδικαστική εξέταση, κ.ά., συνθέτουν ένα καφκικό σκηνικό με πρωταγωνιστή τον ανυποψίαστο για όσα λαμβάνουν χώρα ανήλικο. Πρόκειται για μια εξαιρετικά δυσχερή και συνάμα επώδυνη διαδικασία κατά τη διάρκεια της οποίας τα παιδιά ενθαρρύνονται να μιλήσουν για την πιο τραυματική εμπειρία της ζωής τους σε άτομα που δε γνωρίζουν καθόλου. Oι επαγγελματίες ανάλογα με την προσέγγιση που θα ακολουθήσουν ενδέχεται να επηρεάσουν, να παραπλανήσουν, να υπονομεύσουν, να καθοδηγήσουν, να πληγώσουν.  

Πλήθος ερευνητών υπογραμμίζουν τα αρνητικά αποτελέσματα που μπορεί να συνεπάγεται η υιοθέτηση υποβλητικών και αναξιόπιστων μεθόδων όπως για παράδειγμα η χρήση καθοδηγητικών ερωτήσεων, η επανάληψη συνεντεύξεων με μεγάλη συχνότητα σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα από διαφορετικά και με ελάχιστη ειδική εκπαίδευση άτομα. H κακή χρήση των τεχνικών και των μεθοδολογικών εργαλείων μπορεί να οδηγήσει στην εκμαίευση αναληθών ισχυρισμών, την παραφθορά της μνήμης, τη δημιουργία υπέρμετρου άγχους στο θύμα και την οικογένειά του, τη μείωση της αξιοπιστίας της κατάθεσης του ανήλικου κατά την προδικασία και την ακροαματική διαδικασία, τη μείωση πιθανότητας καταδίκης του δράστη, την άσκοπη επανάληψη ψυχοφθόρων και πολυδάπανων διαδικασιών, κ.ά. Κυρίως όμως θα οδηγήσει στον επανατραυματισμό του θύματος. Τα ίδια τα παιδιά ομολογούν ότι δε θα είχαν αποκαλύψει ποτέ τη σεξουαλική τους παραβίαση εάν γνώριζαν τι θα ακολουθούσε.

Ads

Aν και υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για τις συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης των ανηλίκων, ελάχιστες έρευνες έχουν ασχοληθεί με τον κίνδυνο δευτερογενούς θυματοποίησης όταν το παιδί θύμα καταθέτει ως μάρτυρας. Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως μόλις τις τελευταίες δεκαετίες το ενδιαφέρον των ειδικών φαίνεται να ελκύουν οι δυσμενείς συνέπειες της εμπλοκής των ανηλίκων (είτε ως θυμάτων, είτε ως θυτών) στο Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης.

Η έρευνα σε διεθνές επίπεδο φαίνεται να εστιάζει το ενδιαφέρον της περισσότερο στη γνωστική λειτουργία της μνήμης των παιδιών και στον τρόπο με τον οποίο μπορεί να επηρεαστεί, παρά στα «δεινά» που συνεπάγεται η συμμετοχή τους στην όλη διαδικασία. Ακόμα και σήμερα αμφισβητείται η αξιοπιστία της μαρτυρικής κατάθεσης όταν προέρχεται από ανήλικο. Τα παιδιά μάρτυρες αντιμετωπίζονται συχνά σε σχέση με τους ενήλικες με μεγαλύτερη δυσπιστία καθώς σύμφωνα με τις παραδοσιακές αντιλήψεις, δεν έχουν την ίδια παρατηρητική και μνημονική ικανότητα, είναι πιο ευάλωτα στις καθοδηγητικές ερωτήσεις και παρουσιάζουν δυσκολίες τόσο στο να διακρίνουν την πραγματικότητα από τη φαντασία  όσο και την αλήθεια από το ψέμα. Έτσι ακόμα και σήμερα πολλοί επαγγελματίες αμφισβητούν την αξιοπιστία του παιδιού θύματος, υποστηρίζοντας στην καλύτερη περίπτωση ότι πρόκειται για έναν ακόμα μάρτυρα, και στη χειρότερη ότι πρόκειται για μάρτυρα «δεύτερης κατηγορίας».

Ωστόσο η μελέτη της διεθνούς βιβλιογραφίας αποδεικνύει περίτρανανα ότι είναι η έκθεση των παιδιών σε διαδικασίες επώδυνες που ευθύνεται για την ευαλωτότητά τους και όχι η ηλικιακή τους ανωριμότητα. Έτσι η ιδιότητα της ανηλικότητας υποχωρεί έναντι εκείνης του μάρτυρα, με αποτέλεσμα ο ανήλικος να εξετάζεται ως ενήλικας μιας που η όλη διαδικασία είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες των ενηλίκων. Οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης έχει επινοηθεί από τους μεγάλους για τους μεγάλους. Η παραμέτρος της ανηλικότητας αγνοείται με επιδεικτικό σχεδόν τρόπο με  αποτέλεσμα τη σύνθλιψή της όταν αυτή εμπλέκεται στα γρανάζια του ποινικού μηχανισμού.

Πώς θα καταστεί δυνατή η ελαχιστοποίηση του τραύματος που προκαλείται στο παιδί κατά την ποινική διαδικασία; Πώς θα εκμαιευτεί η αλήθεια; Τι είναι η δικανική εξέταση; Ποιες οι βασικές αρχές που τη διέπουν; Ποια τα χαρακτηριστικά ενός καλού συνεντευκτή;

Σε πολλές ευνομούμενες πολιτείες έχουν συνταχθεί ήδη από τη δεκαετία του ’80 κώδικες δεοντολογίας και πρωτόκολλα εξέτασης κακοποιημένων ανηλίκων, έχουν εκπαιδευτεί χιλιάδες επαγγελματίες στη χρήση ειδικών εργαλείων και έχουν υιοθετηθεί πρακτικές μείωσης των δεινών που συνεπάγεται η συμμετοχή του ανήλικου στις σχετικές διαδικασίες.

Σε αντίθεση με τις επιταγές της νομοθεσίας και τα ευρήματα της διεθνούς βιβλιογραφίας, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει μια πλούσια δεξαμενή γνώσης, η χώρα μας δεν έχει συντάξει ένα πρωτόκολλο εξέτασης ανηλίκων θυμάτων κακοποίησης. Δυστυχώς οι προβλέψεις του Ν. 3625/ 2007 έμειναν γράμμα κενό. Η έκδοση του προεδρικού διατάγματος για τον τρόπο εξέτασης των ανηλίκων θυμάτων καθυστερεί σημαντικά, ενώ η λειτουργική αποτελεσματικότητα του νομοθετήματος προσκρούει στην έλλειψη κατάλληλων δομών, στην αδυναμία συντονισμού κοινωνικών υπηρεσιών και στην ανεπάρκεια έμψυχου εξειδικευμένου προσωπικού. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα των παραπάνω: η έλλειψη ενός πρωτόκολλου για τη δικανική εξέταση των κακοποιημένων παιδιών, η ανυπαρξία εξειδικευμένης εκπαίδευσης των επαγγελματιών, ο κάκιστος χειρισμός των σχετικών υποθέσεων, η παρεμπόδιση της ανεύρεσης της ουσιαστικής αλήθειας, οι πολλαπλές παραβιάσεις των παιδικών δικαιωμάτων, η αναπόφευκτη δευτερογενής θυματοποίηση και η ενίσχυση του ψυχικού τραύματος του θύματος.

Μόνο η δημοσιότητα κάποιων σχετικών περιστατικών και ο ατυχής τους χειρισμός ανακινεί στιγμιαία  το ενδιαφέρον με διακηρυκτικού τύπου τοποθετήσεις και υποτυπώδη ευχολόγια. Οι απογοητευτικές αυτές διαπιστώσεις συνδέονται αναμφίβολα με τις αναχρονιστικές αντιλήψεις και τις αγκυλωμένες νοοτροπίες  μιας συντηρητικής κοινωνίας που αμφισβητεί την αξιοπιστία των καταθέσεων των παιδιών.

Δεν μπορεί παρά να υπογραμμιστεί ότι η ανάγκη προστασίας της  ανηλικότητας και η υπερίσχυσή της έναντι οιασδήποτε άλλης ιδιότητας του παιδιού (θύματος, θύτη, μάρτυρα κ.λ.π), προβάλλει στην έννομη τάξη μας τόσο επιτακτικά όσο ποτέ άλλοτε. Διαφορετικά, .η φωνή  των παιδιών κινδυνεύει να πνιγεί από τους ενήλικες (δράστες, γονείς, επαγγελματίες κλπ) που τα περιστοιχίζουν, στο όνομα πάντα της προστασίας των δικαιωμάτων τους.

Η προστασία της τραυματισμένης  ανηλικότητας .σε κρίσιμες μάλιστα εποχές αποδόμησης των δικαιωμάτων δεν είναι εφικτή με θεωρητικές προσεγγίσεις και στείρες επιστημονικές προτροπές. Κατ’ επέκταση το βιβλίο αυτό δεν επιδιώκει την εκμάθηση τεχνικών και την παροχή συμβουλών. Η γνώση άλλωστε δεν εργαλειοποιείται και δεν εντοιχίζεται, όπως ακριβώς και η  δικαιοκρατική κουλτούρα, δεν εντέλλεται μηχανιστικά με διατάξεις νόμου, πανηγυρικές διακηρύξεις και εορτασμούς παγκοσμίων ημερών. «Θέλει αρετή και τόλμη» η καταβύθιση στα σκοτάδια της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης και για το λόγο αυτό προϋποθέτει εκτός από  τη σοφία του μυαλού και τη σοφία της καρδιάς.  

Υπό το πρίσμα αυτό το βιβλίο επιχειρεί πολύ απλά αντί «να συνεχίζει να καταριέται το σκοτάδι, ν’ ανάψει ένα κερί».

image

* Απόσπασμα από το βιβλίο Τα παιδία καταθέτει της Όλγας Θεμελή για τη δικανική εξέταση ανηλίκων μαρτύρων, θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Η σεξουαλική κακοποίηση των ανηλίκων (ενδο-οικογενειακή, εξω-οικογενειακή, ή στις περιπτώσεις που ο ανήλικος δεν είναι θύμα αλλά μάρτυρας τέλεσης εγκλήματος κατά της γενετήσιας ελευθερίας) είναι αφανής, πολύ “ήσυχη” και συχνά παραμένει ένα ισόβιο μυστικό, ως ύστατη καταφυγή του θύματος από τα δεινά του τραύματος, από το έσχατο συναίσθημα του πόνου.

Η όποια προσπάθεια της αποκάλυψης της κακοποίησης χτυπά σε φλέβες βαθιές, γι’ αυτό και η εξόρυξη του μυστικού απαιτεί περίτεχνους και επιδέξιους σκαπανείς. Τα ανήλικα θύματα, με αποδομημένη την ιερή ανηλικότητά τους, καλούνται περισσότερες από μία φορές να περιγράψουν τα δεινά της παραβίασης που υπέστησαν σε επαγγελματίες των υπηρεσιών της ψυχικής υγείας και του Συστήματος της Ποινικής Δικαιοσύνης: προανάκριση, κύρια ανάκριση, ακροαματική διαδικασία, πραγματογνωμοσύνη, ιατροδικαστική εξέταση. Τα παιδιά ενθαρρύνονται να μιλήσουν για την πιο τραυματική εμπειρία της ζωής τους σε άτομα που δεν γνωρίζουν καθόλου, και σε επαγγελματίες οι οποίοι, ανάλογα με την προσέγγιση που θα ακολουθήσουν, ενδέχεται να τα επηρεάσουν, να τα παραπλανήσουν, να τα υπονομεύσουν, να τα πληγώσουν και εντέλει να τα επαναθυματοποιήσουν.

Η Όλγα Χ. Θεμελή, Εγκληματολόγος με ειδίκευση στο γνωστικό αντικείμενο της Εγκληματολογικής Ψυχολογίας, συγγραφέας του βιβλίου Τα παιδία καταθέτει, έρχεται να καλύψει ένα κενό στην ελληνική βιβλιογραφία, που αναμφίβολα θα δραστηριοποιήσει το Σύστημα Ποινικής Δικαιοσύνης της έννομης τάξης μας στην λήψη μέτρων για την προστασία της ανηλικότητας.

Γραμμένο απλά, χωρίς, ωστόσο, να χάνει την επιστημονικότητά του, το βιβλίο καθίσταται ένας εύχρηστος οδηγός, προκειμένου εκμαιευτούν αξιόπιστες και έγκυρες καταθέσεις από ανήλικα θύματα ή μάρτυρες γενετήσιας παραβίασης δίχως να επανατραυματίζονται. Στόχος είναι η μείωση του αριθμού των καταθέσεων, η αποφυγή της παρουσίας των παιδιών στο δικαστήριο, η αύξηση της η αξιοπιστίας των καταθέσεων τους και ο περιορισμός του κινδύνου της δευτερογενούς θυματοποίησής τους με παράλληλο σεβασμό της αξιοπρέπειάς τους. Με πρωτοτυπία, η συγγραφέας καλύπτει και τη δυσεπίτευκτη δοκιμασία για την ανακάλυψη του ψευδόμενου ή ειλικρινούς ανηλίκου.

Φυλλομετρώντας τα 7 κεφάλαια του βιβλίου, τα οποία καλύπτουν όλο το φάσμα των ζητημάτων που ανακύπτουν σχετικά με τις καταθέσεις παιδιών, ο ειδικός –ανακριτής, εισαγγελέας, παιδοψυχολόγος, παιδοψυχίατρος, αλλά και ο μη ειδικευμένος ψυχίατρος ή ψυχολόγος– ανακαλύπτει ότι οι πρακτικές συμβουλές με τη μορφή «Οδηγίας» ή πρωτοκόλλου συνοδεύονται από ερευνητικά και στατιστικά στοιχεία και από εποπτικό υλικό που τεκμηριώνουν τις προτεινόμενες μεθόδους, λ.χ., για τον σχεδιασμό και την προετοιμασία της δικανικής εξέτασης. Τα παραθέματα, εξάλλου, με κατευθυντήριες αρχές για συνεντεύξεις ακόμη και με ανηλίκους με πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, αναδεικνύουν οξύτατα προβλήματα της σημερινής πολυπολιτισμικής ελληνικής κοινωνίας, ενώ δεν παραλείπονται οι προσεγγίσεις ειδικών θεμάτων δικαστικής ψυχολογίας, όπως αυτό της υποβολιμότητας.

Η καθηγήτρια Εγκληματολογίας της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Καλλιόπη Σπινέλλη, εξαίροντας την προσπάθεια της συγγραφέως, χαρακτηρίζει το βιβλίο ως «Εύληπτο εγχειρίδιο συνεντεύξεων και ανακρίσεων ανηλίκων», διευρύνοντας δε τους ορίζοντές του, το προτείνει «ανεπιφύλακτα σε όλους εκείνους τους επαγγελματίες που επικοινωνούν είτε με παιδιά-θύματα γενικά –και όχι μόνο με παιδιά με εμπειρίες σεξουαλικής κακοποίησης–, είτε με παιδιά που υπήρξαν αυτόπτες ή αυτήκοες μάρτυρες διαφόρων αξιοποίνων πράξεων, είτε ακόμη και με παιδιά που, λόγω ωριμότητας, το δικαστήριο ζητεί τη γνώμη τους σε διαδικασία αφαίρεσης αρμοδιοτήτων από τους φυσικούς γονείς».

Ο Γιώργος Νικολαΐδης Ψυχίατρος, Διευθυντής Δ/νσης Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας του κέντρου για τη μελέτη και πρόληψη της καποποίησης-παραμέλησης των παιδιών του Ινστιτούτου Υγείας του Παιδιού, γράφει, ανάμεσα στα άλλα, στο προλογικό του σημείωμα: «…η προσπάθεια της Όλγας Θεμελή να επιχειρήσει να εκδώσει σε αυτή την συγκυρία ένα σύγγραμμα τόσο εστιασμένο στην δικανική κατάθεση των ανηλίκων με βάση την πλέον σύγχρονη επιστημονική γραμματεία στο ζήτημα, αποτελεί ομολογουμένως κίνηση αντίθετα στο ρεύμα, αντίθετα στην αυθόρμητη κίνηση των πραγμάτων. Και ταυτοχρόνως, αποτελεί μια απόπειρα οικοδόμησης ενός διαλόγου ποιότητας για τις εφαρμοζόμενες παρεμβάσεις παιδικής προστασίας στην χώρα μας, την ίδια στιγμή που η κοινωνία μοιάζει να δυσκολεύεται να δείξει την πρόνοιά της για τα πλέον ευάλωτα μέλη της ακόμα και σε πολύ στοιχειώδη, επιβιωτικά προβλήματα. Αυτή όμως η αντίθεση του εγχειρήματος της Θεμελή με την πραγματικότητα ως έχει σήμερα, είναι ακριβώς και η ύψιστη αξία του: ότι, δηλαδή, σε καιρούς χαλεπούς, αναλαμβάνει να θέσει ένα πρόβλημα με τρόπο εποικοδομητικό αλλά και γενναίο, που επεκτείνεται πέραν του σήμερα ορατού και θέτει στόχους αριστείας στη βάση του προβλήματος και των βέλτιστων διαθέσιμων σήμερα λύσεων και όχι της κατάστασης και των επί του παρόντος περιορισμών της….»

Η ίδια η Θεμελή θέτει όλη την επιστημοσύνη και την ευαισθησία της στην υπηρεσία της προστασίας της ανηλικότητας –πρώτιστο μέλημα μιας ευνομούμενης πολιτείας–, στον σεβασμό των δικαιωμάτων των παιδιών και στην αποφυγή του κινδύνου της δευτερογενούς θυματοποίησής τους, υπενθυμίζοντας σε όλους εμάς τον στίχο του ποιητή: «Μόνη πατρίδα, η παιδική μας ηλικία», και την ευθύνη μας να μην είναι η πατρίδα αυτή η πιο αφιλόξενη.
 
* Η Όλγα Χ. Θεμελή σπούδασε Νομικά στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Ψυχολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Ολοκλήρωσε τις μεταπτυχιακές και διδακτορικές σπουδές της στην εγκληματολογία, στη Νομική Σχολή Αθηνών και εργάστηκε ως ερευνήτρια στον τομέα κλινικής ψυχολογίας στο Vrije Universiteit Amsterdam και στον διεθνή μη κυβερνητικό οργανισμό Defence for Children International – ΝL. Από το 2002 διδάσκει Εγκληματολογία και Εγκληματολογική Ψυχολογία στο Τμήμα Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Σήμερα είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Εγκληματολογικής Ψυχολογίας. Αν και τα κύρια επιστημονικά ενδιαφέροντά της εστιάζονται σε θέματα που αφορούν στα «δεινά του εγκλεισμού» και στην ευάλωτη ομάδα των κρατουμένων, τα τελευταία χρόνια, δεδομένης της πενταετούς εμπειρίας της ως Ειδικού Επιστήμονα στο Συνήγορο του Παιδιού, ασχολείται ερευνητικά με τα παιδιά, την κατ’ εξοχήν ευπαθή κοινωνική ομάδα.