Δέκα βετεράνοι ηθοποιοί του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου, όλοι εν ζωή πλην ενός (Κ. Βουτσάς),  «εξομολογήθηκαν» στον Αντώνη Μποσκοΐτη, τον μάστορα των συνεντεύξεων και ντοκιμαντερίστα, τις αρετές αλλά και τις αμαρτίες τους, τις εμπειρίες και τα αισθήματά τους.

Ads

Ο Κώστας Βουτσάς, η Νόρα Βαλσάμη, η Μέλπω Ζαρόκωστα, η Χλόη Λιάσκου, η Ξένια Καλογεροπούλου, ο Γιώργος Κωνσταντίνου, η Μαρία Κωνσταντάρου, η Δέσποινα Στυλιανοπούλου, η Άννα Φόνσου, η Μαίρη Χρονοπούλου, όχι με νοσταλγική, αλλά μάλλον με ψυχαναλυτική διάθεση, ανοίγουν την καρδιά τους και ξετυλίγουν τις πιο βαθιές σκέψεις τους.

Οι συνεντεύξεις πάρθηκαν την τελευταία δεκαετία και φιλοξενήθηκαν στα διάφορα μέσα, με τα οποία συνεργαζόταν ο συγγραφέας ως αρθρογράφος. Τώρα, έγιναν βιβλίο με τίτλο «Οι 10» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Άπαρσις.

Με αφορμή το βιβλίο μιλήσαμε με τον Αντώνη Μποσκοΐτη.

Ads

Τι σε ελκύει, τι σε προκαλεί σε ένα πρόσωπο για να το πλησιάσεις και να του πάρεις συνέντευξη;

Πάνω απ’ όλα η μεγάλη ιστορία στο χώρο του, νομίζω. Είναι κι ένας λόγος που τουλάχιστον στις αρχές δεν με έστελναν από τα μέσα, που δούλευα, να παίρνω συνεντεύξεις από νέα πρόσωπα. Απ’ τη μια, το καταλάβαινα, αφού, όπως έχει αποδειχτεί, οι καλλιτέχνες με μεγάλη πορεία, ανοίγονταν πιο εύκολα στις συνεντεύξεις μας. Επειδή όμως αξίζει να δίνεται κι ένα βήμα στους νέους, έφτιαξα μια στήλη στο koutipandoras.gr για να μπορώ να κάνω μίνι συνεντεύξεις – πορτραίτα νέων καλλιτεχνών, ηθοποιών, τραγουδιστών, συνθετών, λογοτεχνών κλπ. Κι εκεί προσπάθησα να μη βγαίνει κάτι επιφανειακό, συνειδητοποίησα όμως πως δυσκολεύει ακόμη και μένα τον ίδιο να κάνω εκ βαθέων συνεντεύξεις με ανθρώπους που βρίσκονται στο ξεκίνημα τους. Άλλωστε, μόνο ως συνεντεύξεις «γνωριμίας» τους με το κοινό θα μπορούσαν να σταθούν.

Υπάρχει κάποιο νήμα που συνδέει αυτά τα πρόσωπα;

Αν ρωτάς γενικά, όχι, δεν υπάρχει κανένα νήμα, αφού μπορεί τη μια μέρα να συνομιλούσα με τον αείμνηστο Μίκη Θεοδωράκη και την επόμενη με τον «Πλανητάρχη» Τάσο Μπουγά, μια αμφιλεγόμενη cult περσόνα. Αν, πάλι, ρωτάς για το συγκεκριμένο βιβλίο, αυτό είναι concept και αφορά σε δέκα πρόσωπα του παλιού λαϊκού κινηματογράφου, που τείνουν να γίνουν μυθικά μέσα στα χρόνια.

Οι συνεντεύξεις σου γίνονται εξιστορήσεις και καταλήγουν πάντα σε εξομολογήσεις ή σε συμπυκνωμένες ψυχοθεραπείες, να το πούμε πιο επιστημονικά. Μάλιστα, αισθάνομαι ότι πλέον σε αναζητούν όσοι θέλουν να εξομολογηθούν, να τα πουν. «Πέφτω μέσα»;

Ισχύει εν μέρει, αυτό που λες. Για να’μαι ειλικρινής, δεν είμαι ένας δημοσιογράφος προβεβλημένος από τα ΜΜΕ και τις εκπομπές, «μεγαλοδημοσιογράφος» να σ’ το πω αλλιώς. Οι πιο πολλοί καλλιτέχνες, όπως καταλαβαίνεις, αρέσκονται να συνομιλούν με γνωστούς καθιερωμένους δημοσιογράφους, ειδικά της τηλεόρασης. Απ’ την άλλη, όμως, θεωρώ σημαντικό πως όταν η Αρλέτα είχε βγει αλώβητη από την πρώτη σοβαρότατη περιπέτεια με την υγεία της, εμένα είχε ζητήσει για να μιλήσει δημόσια για την κατάσταση της και όσα είχε περάσει. Αυτό έχει κάπως χτιστεί, αλλά απαιτεί πολλά χρόνια κι εγώ θα έλεγα ότι βρίσκομαι ακόμη στη μέση αυτού. Δεν έχω παράπονο, αφού κι άλλοι ήδη με ζητάνε για συνεντεύξεις, είτε οι ίδιοι στο τηλέφωνο, είτε μέσω των μάνατζερ τους.

Πως καταφέρνεις και ξεκλειδώνεις τα μυστικά συρτάρια τους; Αυτός ήταν ο στόχος σου εξαρχής;

Στο πρώτο σκέλος, ειλικρινά, δεν ξέρω τι να απαντήσω. Ποτέ δεν πάω με χαρτί με ερωτήσεις, μάλλον τους κερδίζω με την αμεσότητα μου και με πέντε – δέκα πράγματα που ξέρω γι’ αυτούς. Πιστεύω πως παίζει μεγάλο ρόλο ότι δεν τους συναντώ κοιτώντας τους στα μάτια σαν να’ναι ιερά τοτέμ, αλλά και ότι είμαι έτοιμος ανά πάσα στιγμή να διαφωνήσω ανοιχτά μαζί τους πάνω σε μία δημόσια συζήτηση. Όταν ζητάς μια άποψη, οφείλεις κι εσύ πρωτίστως να’χεις διαμορφωμένη άποψη, είτε ταυτίζεται, είτε όχι με τη δική τους. Ο στόχος μου, πάντως, αυτός είναι, το ξεκλείδωμα και οι πιο μύχιες σκέψεις τους, συνθήκη που σε άλλους εκπληρώνεται και σ’ άλλους όχι για διάφορους λόγους.

Πετυχαίνεις να είναι από καρδιάς όσα σου λένε. Σε αυτούς τους 10 ηθοποιούς που ο καθένας έγραψε τη δική του ιστορία στον πολιτισμό μας, είδες φως; Ακουσες μπόλικες χαρές ή πίκρες;

Και πολύ φως είδα, αλλά και μεγάλη πίκρα. Είναι και σε τι φάση βρίσκεται ο καθένας τους. Η Μαίρη Χρονοπούλου, π.χ., αν και σχεδόν τυφλή και με πολλά κινητικά προβλήματα, μου μίλησε σαν να είναι κυριολεκτικά η χαρά της ζωής. Με τίμησε απίστευτα η δημόσια δήλωση της πως μετά από την συνέντευξη μας, στα τέλη του 2020, ολόκληρο το 2021, μέχρι αυτή τη στιγμή δηλαδή, το πέρασε και το περνάει με πολλές επόμενες συνεντεύξεις και εξώφυλλα σε έντυπα Αθήνας και Θεσσαλονίκης. Αντίθετα, στη συνομιλία με τη Νόρα Βαλσάμη, είχα να κάνω με μία γυναίκα που ζει απομονωμένη στη Σύρο και με μια τρομερή μελαγχολία στα λεγόμενα της. Σίγουρα όσα μου είπαν και οι δυο τους ήταν από καρδιάς. Άνθρωποι είναι κι οι τέως «σταρ» με όλες τις χαρές και τις πίκρες τους. Ευτύχημα που σε μία συνέντευξη τους αποφασίζουν να «ξεγυμνωθούν», ενδεχομένως όπως ποτέ δεν το’χαν ξανακάνει.

Ο καθένας από αυτούς είναι ένας μύθος που κρύβει έναν άνθρωπο σαν όλους τους άλλους ή το αντίθετο;

Ακριβώς αυτό. Όλοι είμαστε/ είναι άνθρωποι με τα πάνω και τα κάτω μας, τα λάθη και τα σωστά μας, τους απολογισμούς μπροστά στον καθρέφτη ή την λεγόμενη ταβανοθεραπεία. Άπαξ και επιλέγουν να εξομολογηθούν – εκτεθούν εκτενώς δημόσια, είναι πάνω απ’ όλα γιατί το θέλουν και γιατί προφανώς εμπνέω την εμπιστοσύνη τους. Ίσως εκτιμούν που δεν τους συναντώ και κρατάω χαρτί για να τους ρωτήσω όσα τους ρωτάω. Κάνουμε κουβέντα που μας πηγαίνει στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα, όπως μου’χε πει και ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στη μοναδική συνέντευξη – Μπεν Χουρ που μου είχε παραχωρήσει το 2013.

Θα μας πεις δυο στιγμιότυπα από τις συνεντεύξεις που σε αναστάτωσαν πιο έντονα;

Στο βιβλίο «Οι 10», είχα συνέντευξη με μιαν επίσης γνωστή και δημοφιλή ηθοποιό του παλιού κινηματογράφου. Ενώ, λοιπόν, η γυναίκα αυτή θεωρείται gay icon, στη συνέντευξη μας έβγαλε ένα απίστευτο ομοφοβικό – τρανσφοβικό πρόσωπο. Ήταν και ο λόγος που αποφάσισα να μην τη συμπεριλάβω στο βιβλίο. Πέραν αυτού, στα σίγουρα με είχε αναστατώσει στα όρια του σοκ, η συνέντευξη που’χα πάρει από τη Marianne Faithfull. Είχα τραβηχτεί μέχρι το Παρίσι και συνάντησα μία γυναίκα με εξ αρχής τρομερά αρνητική διάθεση και σνομπ. Δεν της χαρίστηκα. Παραλίγο, για να’μαι ειλικρινής, να μας πέταγε έξω απ’ το σπίτι της με τον Έλληνα φίλο μεταφραστή που είχε έρθει από το Λονδίνο ειδικά για τη συνέντευξη. Άλλο βέβαια αν η εν λόγω συνέντευξη «έσκισε», ακριβώς επειδή ήταν πάνω σ’ ένα τεντωμένο σχοινί. Χαριτολογώντας, να σου πω ότι με το που τελειώσαμε και βγήκαμε έξω απ’ το σπίτι της Faithfull, μου τηλεφώνησε όλως τυχαίως η Μαρία Φαραντούρη. «Μαράκι και ξερό ψωμί» λέγαμε και ξαναλέγαμε γελώντας με τον Γιάννη, τον μεταφραστή, έχοντας πάρει την ψυχρολουσία από τη «μέγαιρα» Faithfull.

Αν όλες αυτές οι συνεντεύξεις/ αφηγήσεις/εξομολογήσεις ήταν έργο…ως σκηνοθέτης τι θα ήθελες να μας πεις με αυτό;

Μα ακριβώς γι’ αυτό κάνω συνεντεύξεις, επειδή πια δεν είναι εύκολο να κάνω τα ντοκιμαντέρ μου. Στα οποία ντοκιμαντέρ, πρέπει να σου πω, ότι μου έχει χρεωθεί ως θετικό στοιχείο η φιλμική οικονομία. Αυτό έχει να κάνει με τη γνώση της τεχνικής μίας συνέντευξης. Μη νομίζεις πως έχω απέναντι μου έναν καλλιτέχνη, όσο σημαντικός κι αν είναι, αφήνοντας την κάμερα να καταγράφει τα πάντα. Φροντίζω από πριν να ξέρω τι θα πάρω απ’ τον καθέναν, δίχως ο ένας να επαναλαμβάνει τον άλλον. Μέσω των ντοκιμαντέρ, συνειδητοποίησα πόσο απαραίτητη είναι η τεχνική ή η τέχνη, αν θες, της συνέντευξης. Κι αν υποτεθεί πως κάνω ντοκιμαντέρ από το 2002, μάλλον δια μέσου αυτών έφτασα σήμερα να θεωρούμαι καλός interviewer στην έντυπη και ηλεκτρονική δημοσιογραφία.

Σε συγκινεί περισσότερο να κοιτάς στο παρελθόν από ό,τι στο μέλλον; Βρίσκεις περισσότερο ενδιαφέρον να καταγράψεις ιστορίες από το χθες από το να αναδείξεις ιστορίες του σήμερα;

Ναι, σωστή διατύπωση της ερώτησης σου. Σου είπα και στην αρχή, μ’ ενδιαφέρουν πρωτίστως οι άνθρωποι με έργο και ιστορία. Κατά ένα τρόπο θέλω να διασώσω πρόσωπα, καταστάσεις και αφηγήσεις, που σε λίγα χρόνια από τώρα θα μοιάζουν προϊστορία. Μ’ ενδιαφέρει, όμως, και το σήμερα, πώς το βιώνουν οι άνθρωποι αυτοί, αν έχουν ελπίδες ή αν μπορούν ακόμη να κάνουν όνειρα. Ωστόσο, σπανίως μ’ ενδιαφέρει να πάρω τη γνώμη τους για πράγματα και καταστάσεις της τρέχουσας επικαιρότητας, πόσο δε μάλλον για κάτι καινούργιο καλλιτεχνικό που ετοιμάζουν. Γενικά δεν το’χω με τις συνεντεύξεις επικαιρότητας, αλλά είναι απόλυτα συνειδητή επιλογή μου. Το κάνω μόνο αν μου ζητηθεί απ’ τον εκάστοτε αρχισυντάκτη μου.

Μουσικοί, δημιουργοί, τραγουδιστές, ηθοποιοί σε αυτό το βιβλίο. Ο κήπος σου έχει μόνο καλλιτέχνες. Εχεις σκεφτεί να τον μεγαλώσεις;

Δεν είναι μόνο όλοι αυτοί που λες. Απλά είναι πιο ενδιαφέροντα, ως δημόσια πρόσωπα, οπότε μοιραία τα μέσα θέλουν τη δημοσίευση τους. Πριν αρκετά χρόνια, ας πούμε, είχα πάρει συνέντευξη από έναν Αλβανό λαχειοπώλη που ήταν στη χώρα του ο σημαντικότερος μεταφραστής των Ελλήνων ποιητών. Ο τύπος πούλαγε λαχεία καταταλαιπωρημένος και βρεθήκαμε ξαφνικά να μιλάμε για τον Βάρναλη, τη Δημουλά και την Κατερίνα Γώγου. Φυσικά σ΄αυτόν δεν θα μπορούσα να μην πάρω συνέντευξη. Μου έχει τύχει ακόμη να πάρω συνέντευξη από έναν φούρναρη που τον παράτησαν ξαφνικά οι πάντες κι έπρεπε να σηκώνεται μόνος του απ’ τις 4 τη μαύρη νύχτα για να ζυμώνει και να φουρνίζει. Η φιλοσοφημένη σκέψη του ανθρώπου αυτού, είναι κάτι που δεν ξεχνάω.

Πες μου τρεις συνεντεύξεις, που να τις θεωρείς πολύ δυνατές.

Με τον συγγραφέα Γιώργο Μανιώτη. Θυμάμαι την Όλγα Μπακομάρου να μου τηλεφωνεί και να μου λέει πως εκείνη δεν θα μπορούσε να πάρει μια τόσο ωραία συνέντευξη. Σκέψου τώρα τη χαρά μου ν’ ακούω τέτοια λόγια απ’ την μητέρα των συνεντεύξεων στην Ελλάδα. Επίσης με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και τον Τζίμη Πανούση. Και οι τρεις αυτές συνεντεύξεις εντάχθηκαν στο πρώτο βιβλίο μου από τον «Μετρονόμο».

Σε στηρίζουν οι μεγαλύτεροι Έλληνες interviewers – προκάτοχοι σου. Σε αγχώνει αυτό; Κινδύνεψες να μπεις σε μια φάση αλαζονείας;

Ειλικρινά, καθόλου. Καμία αλαζονεία. Χαίρομαι να διαβάζω ωραίες συνεντεύξεις στα διάφορα sites από νέα παιδιά και δεν διστάζω, αν πετύχω κάτι καλό, να το προβάλλω και από τον «τοίχο» μου στο facebook. Η αλήθεια είναι, όμως, πως με τη συνθήκη «στέλνω ερωτήσεις με email», η συνέντευξη ως λειτούργημα υποβαθμίστηκε και σπανιότατα θα δεις κάτι πραγματικά ενδιαφέρον. Τα καλά λόγια ανθρώπων σαν της Ακρίτα, της Μπακομάρου ή του Λάλα, με τον οποίο αυτόν τον καιρό δουλεύουμε στενά για την επανέκδοση του free press «FAG», μόνο χαρά με γεμίζουν και κανένα άγχος, αφού ξέρω πως αυτή τη δουλειά κάνω ούτως ή άλλως και πως την έχω φτάσει σ’ ένα επιθυμητό – για μένα και για τους αναγνώστες μου – επίπεδο. Οι συνεντεύξεις είναι σαν το φαΐ μου, κυριολεκτικά, με τροφοδοτούν και είναι η επανεκκίνηση μου κάθε φορά για τα δημόσια πράγματα και για την ίδια τη ζωή τελικά.

image