Το πρωί της 24ης Ιουλίου του 1974, με τις ευλογίες του αστικού πολιτικού κόσμου κι αφού ο λαός έστειλε στον αγύριστο τη χούντα, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ορκίστηκε πρωθυπουργός. Ήταν η έναρξη της Μεταπολίτευσης. Πενήντα χρόνια μετά, στις 24 Ιουλίου, η επέτειος είναι ένα κοσμικό γεγονός, οι πολιτικοί γιορτάζουν τη δημοκρατία στη δεξίωση της Προέδρου της Δημοκρατίας και οι δημοσιογράφοι σχολιάζουν τις εμφανίσεις τους. Η σημασία και η αλήθεια της Μεταπολίτευσης όμως βρίσκεται εκεί έξω…

Ads

Ο ∆ιονύσης Ελευθεράτος δημοσιογράφος, ερευνητής και συγγραφέας, στο εξαιρετικό, νέο του βιβλίο, Μεταπολίτευση: Ένα βολικό «τέρας», που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Τόπος, ακτινογραφεί τις σηµαντικότερες πολιτικές -κοινωνικές συγκρούσεις της Μεταπολίτευσης, διαπιστώνει πώς επηρέασε ο ριζοσπαστισµός της τις ιδέες και την ψυχαγωγία, παρακολουθεί τις κυκλοφορίες των εφηµερίδων παράλληλα µε τις πολιτικές εξελίξεις, καθρεφτίζει το κλίµα της εποχής στο ποδόσφαιρο, το µπάσκετ, τη ροκ µουσική, το σινεµά, ενώ εστιάζει και σε µερικά κλασικά «κατηγορητήρια», σε βάρος της Μεταπολίτευσης, για την οικονοµία και τα εργασιακά.

Μεγάλη κουβέντα αλλά χρήσιμη…

Διονύσης Ελευθεράτος

Πενήντα χρόνια Μεταπολίτευση. Έκλεισε ποτέ αυτός ο ιστορικός κύκλος; Υπάρχουν διαφωνίες ως προς αυτό…

Ads

Ναι, προ πολλού. Για αυτό δεν θα έλεγα ότι συμπληρώνεται φέτος μισός αιώνας Μεταπολίτευσης, αλλά μισός αιώνας από τη χαραυγή της Μεταπολίτευσης. Πότε ακριβώς έκλεισε ο μεταπολιτευτικός κύκλος, αυτό είναι ακόμη αντικείμενο συζητήσεων. Φυσιολογικό βρίσκω, πάντως, να υπάρχουν διαφωνίες ως προς αυτό. Οι «συντεταγμένες» που όριζαν τη μεταπολιτευτική περίοδο ήταν πολλές και οι αλλαγές στα χαρακτηριστικά αυτού του κύκλου δεν γίνονταν κατά τις ίδιες χρονικές στιγμές, σε όλα τα επίπεδα. Δεν συντελούνταν ταυτόχρονα και ισόποσα, αφενός στον τομέα των πολιτικών που εφάρμοζαν οι κυβερνήσεις και αφετέρου στο τερέν των ιδεών, των κοινωνικών δράσεων και διεκδικήσεων. Με όλη τούτη την πολυπλοκότητα κριτηρίων, θεωρώ λογικό να υπάρχουν διχογνωμίες για το πότε ουσιαστικά έκλεισε αυτός ο κύκλος.

Στον πρόλογο του βιβλίου παραθέτεις τις βασικές εκδοχές για το κλείσιμο αυτού του κύκλου και τα αντίστοιχα σκεπτικά. Εσύ, όμως, ποια «ψηφίζεις»;

Προσωπικά «ψηφίζω» το 1990… Αν οι κυβερνήσεις Τζαννετάκη και Ζολώτα ενίσχυσαν την εντύπωση πως τελειώναμε με τις ιδεολογικές διαχωριστικές γραμμές – και μάλιστα λίγο προτού κηρύξει ο Φράνσις Φουκουγιάμα το τέλος της ίδιας της Ιστορίας-, η κατοπινή κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη μας οδήγησε, ουσιαστικά, σε ένα νέο κύκλο. Από την περίοδο 1990 – 1993 ζούμε μία «αντι- μεταπολιτευτική» περίοδο. Ίσως με μικρά διαλείμματα και με αυξομειώσεις στους ρυθμούς, αλλά αυτή βιώνουμε, με πυρήνα το οικονομικό και εργασιακό πεδίο.

Μολονότι δεν έλειψαν επί μέρους αντιστάσεις ή και ακυρώσεις ορισμένων σχεδίων της πολιτικής εξουσίας, από το 1990 – 1993 η «Αγορά» άρχισε να παραγκωνίζει συστηματικά τις κοινωνικές ανάγκες. Στοιχειώδεις δομές κοινωνικού κράτους άρχισαν να καταργούνται ως «αγκυλώσεις». Ήταν και είναι μία διαδικασία που θα μπορούσε να θεωρηθεί και ως ρεβάνς για όσα κέρδισε η κοινωνική πλειονότητα στη Μεταπολίτευση. Τούτη η διαδικασία απέκτησε μεγαλύτερη ταχύτητα και βιαιότητα στα χρόνια των μνημονίων, αλλά, επιμένω, το αφετηριακό της ορόσημο καλό είναι να αναζητηθεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Στην οικονομία, την εργασία, τα δικαστικά και νομοθετικά ήθη.

1990 ΜΗΤΣΟΤΑΚΗΣ-ΦΛΩΡΑΚΗΣ ΑΡΧΕΙΟ: EUROKINISSI

Ακόμη και η φρασεολογία είχε τη σημασία της… Ένα παράδειγμα: Με σημερινούς λεκτικούς όρους, θα λέγαμε ότι ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης επιδιδόταν σε άγριο «τρολάρισμα», προσβλητικό για τη νοημοσύνη των εργαζόμενων, όταν δήλωνε – σχετικά με την εισοδηματική πολιτική- εκείνο το αξέχαστο «0 + 0 = 14%». Αν είχε εκστομίσει κάτι τέτοιο ένας πρωθυπουργός ή υπουργός το 1975, το 1980 ή το 1985, σκιτσογράφοι και κειμενογράφοι επιθεωρήσεων θα του είχαν… κρεμάσει κουδούνια, ηχηρότερα κι από εκείνα που επεφύλαξαν το 1976 στον τότε υπουργό Εργασίας Κώστα Λάσκαρη, για τη βαρύγδουπη ατάκα του πως θα απαγόρευε την πάλη των τάξεων. Από το 1990 -1991 η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν άρχισε να γίνεται μόνο δεκτική στα νεοφιλελεύθερα δόγματα, αλλά και ανεκτική στις συνακόλουθες παραδοξολογίες ή και τερατολογίες.

Μιας και μιλάς για τερατολογίες, γιατί χαρακτηρίζεις τη Μεταπολίτευση… βολικό «τέρας»;

Δικός μου χαρακτηρισμός είναι μόνο το «βολικό». Το «τέρας» όπως είδες μπαίνει σε εισαγωγικά, καθώς η πατρότητα του όρου ανήκει σε άλλους. Πολλοί έχουν αναθεματίσει με παραπλήσια λόγια τη Μεταπολίτευση, αλλά εν προκειμένω είχα στο νου μου μια δήλωση, την οποία έκανε τον Δεκέμβριο του 2008 ο τότε υφυπουργός Εθνικής Άμυνας και νυν πρόεδρος της Βουλής, Κώστας Τασούλας. Είχε αποδώσει τις νεανικές διαδηλώσεις που ακολούθησαν τη δολοφονία του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου στο «τερατώδες καταπίστευμα της Μεταπολίτευσης», την οποία μάλιστα παρομοίωσε με έναν Μινώταυρο που έψαχνε αφορμές να… κατασπαράξει.

Στην περίπτωση εκείνη, ο «Μινώταυρος» έβγαζε από τα ρουθούνια του και διέσπειρε την ιδέα ότι «σε καθεστώς δημοκρατικό επιτρέπεται η αντίσταση, ενώ δεν επιτρέπεται, δεν νοείται αντίσταση». Ναι, αυτό ακριβώς είχε πει ο κατοπινός πρόεδρος της Βουλής… Η ατάκα περί του Μινώταυρου έδωσε και στον Σολούπ την ιδέα να φιλοτεχνήσει το εξώφυλλο του βιβλίου με έναν Κωνσταντίνο Καραμανλή σε ρόλο αναβάτη, σε ροντέο της «Άγριας Δύσης».

Όσο για το «βολικό», αυτό είναι πολλαπλό… Η αναγωγή της Μεταπολίτευσης σε «τέρας» παρέχει πλασματικές αλλά… συμφέρουσες «συστημικές» εξηγήσεις. Υποτίθεται πως η Μεταπολίτευση, εξ αιτίας του ριζοσπαστισμού που αναπτύχθηκε τότε στην κοινωνία, παραδόθηκε στο «λαϊκισμό» κι αυτός ευθύνεται για όλα τα στραβά και τα ανάποδα… Αυτός πχ υποτίθεται ότι έφερε την αποβιομηχάνιση. Αυτός, όχι οι στραβοτιμονιές της βιομηχανικής αφρόκρεμας στη φουρτούνα των δυο διεθνών πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του 1970 – ιδίως της δεύτερης, του 1979. Αυτός, όχι οι συνέπειες του γεγονότος ότι με την ένταξη στην ΕΟΚ καταργήθηκαν τα μέτρα προστασίας της εγχώριας παραγωγής. Αυτός υποτίθεται ότι μας οδήγησε στην κρίση χρέους του 2009 – 2010 κι όχι τα αδιέξοδα του παραγωγικού μοντέλου που είχε προ πολλού δομηθεί στη χώρα, κατ’ επιλογή των πολιτικών και οικονομικών ελίτ.

Είναι φοβερό, αλλά έγινε προσπάθεια να ενοχοποιηθεί η… Μεταπολίτευση ακόμη και για την τραγωδία των Τεμπών, μια υπόθεση που κατέδειξε πόσο ολέθριος και εγκληματικός μπορεί να γίνει ο δήθεν «διαχειριστικός εξορθολογισμός»… Το λέω έχοντας στο νου μου μια σχετική ανάρτηση της κυρίας Μιράντας Ξαφά. Παρεμπιπτόντως, κάνω μια υπόθεση, μια μεταφορά σκηνικού: Τι θα γινόταν στα μεταπολιτευτικά χρονικά, εάν κάποια σωματεία εργαζομένων είχαν προειδοποιήσει για ανάλογους κινδύνους, έτσι, σαφώς και επισήμως; Λαμβάνοντας υπόψη τι συνέβαινε εκείνη την εποχή, είμαι βέβαιος ότι έπειτα από δυο ή τρία 24ωρα κυβερνητικής σιγής και απραξίας θα γίνονταν μαζικότατες κινητοποιήσεις, που πιθανότατα θα καθιστούσαν εξαιρετικά δύσκολη την παράταση της «παχυδερμίας».

Ποιοι, τελικά, αφορίζουν τη Μεταπολίτευση και γιατί τη θεωρούν επιζήμια περίοδο;

Την αφορίζουν όσοι, πρώτον, θεωρούν ως κακό «κληροδότημα» τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, ειδικά της πρώιμης περιόδου της και, δεύτερον, ψάχνουν «φύλλα συκής» για να καλύψουν- όπως προανέφερα- ευθύνες, ενοχές και αποτελέσματα επιλογών της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας.

Εδώ, φυσικά, παρατηρούμε αρκετά οξύμωρα… Το μεγαλύτερο ίσως είναι ότι… πυροβολούν κατά ριπάς τη Μεταπολίτευση δημοσιολόγοι και πολιτικοί σαν τον Κώστα Τασούλα και τον Ανδρέα Λοβέρδο που ανήκουν – ή μέχρι πρότινος ανήκαν- στα δυο κόμματα, τα οποία γεννήθηκαν το φθινόπωρο του 1974. Τα ίδια κόμματα που κυβέρνησαν καθ’ όλη τη διάρκεια του κύκλου αυτού ή, έστω, στο συντριπτικά μεγαλύτερο τμήμα του – εξαρτάται από το πότε θεωρεί κανείς ότι έκλεισε. Το φαινομενικό μυστήριο εξηγείται: Δεν κάνουν χαρακίρι, πυροβολούν τον μεταπολιτευτικό «λαϊκισμό», όπως ελαφρά τη καρδία βαφτίζουν όλα τα παράγωγα του μεταπολιτευτικού κοινωνικού ριζοσπαστισμού. Για τους εαυτούς τους το πολύ – πολύ επιφυλάσσουν την αυτοκριτική ότι δεν μπόρεσαν να τιθασεύσουν εγκαίρως τον «λαϊκισμό».

Κάποτε ήταν μόνον η ακροδεξιά εκείνη που διακήρυττε το μίσος της για Μεταπολίτευση – και πολύ λογικά. Κάποτε, πολύ παλιά… Φυσικά υπάρχουν διαβαθμίσεις ως προς τη «δημοκρατική» πολεμική εναντίον της Μεταπολίτευσης. Στις πιο επιθετικές της στιγμές, όπως ήταν πχ η – κατ’ εμέ… αλησμόνητη – δήλωση Τασούλα, η Μεταπολίτευση δεν στηλιτεύεται μόνο για «υπερβολικές παραχωρήσεις» που αφορούσαν το βιοτικό επίπεδο, αλλά και για «υπέρμετρες» ελευθερίες. Κατηγορείται, δηλαδή, η Μεταπολίτευση και για το σμπαράλιασμα που υπέστη η αντίληψη ότι οι πολίτες που ψηφίζουν μια φορά κάθε τρία – τέσσερα χρόνια οφείλουν να είναι «στρατιωτάκια ακούνητα, αμίλητα κι αγέλαστα», για να θυμηθούμε το παλιό παιδικό παιχνίδι. Ε, εδώ έχουμε μια άμεση προσέγγιση και στις πιο σκληροπυρηνικές ακροδεξιές αντιλήψεις.

Η πεμπτουσία του προβλήματος βρίσκεται σε αυτό ακριβώς που παρατήρησες: Δεν πρόκειται για κριτικές αποτιμήσεις πλευρών της Μεταπολίτευσης, με τις οποίες θα μπορούσε κάποιος να συμφωνήσει ή να διαφωνήσει. Πρόκειται, ουσιαστικά, για τη συνολική απόρριψη του μεταπολιτευτικού κύκλου ως κατά βάση επιζήμιου. Άντε, με την υποσημείωση ότι το 1974 έγινε κι ένα καλό, η επάνοδος του κοινοβουλευτισμού – για να δικαιολογούνται και οι δεξιώσεις στο προεδρικό Μέγαρο, την 24η Ιουλίου, κάθε έτους…

Αν όμως η Μεταπολίτευση κρίνεται συνολικά ως αρνητικός ιστορικός κύκλος, τότε καθαγιάζεται – έστω και εξ αντανακλάσεως – ο προγενέστερος. Εκείνος που περιέκλειε το κράτος των διακρίσεων σε βάρος των «μη εθνικοφρόνων», τη «δημοκρατία» τύπου εκλογών 1961, την αποστασία, τη χούντα. Υπό αυτήν την έννοια, το μένος εναντίον της Μεταπολίτευσης έχει λειτουργήσει και ως αυτοτελής πηγή ιδεολογικής ενίσχυσης της ακροδεξιάς.

Στον αντίποδα, ποιοι ευλογούν τη Μεταπολίτευση; Τί κέρδισε η κοινωνία, ο λαός;

Ευλογίες και εξιδανικεύσεις δεν παρατηρώ στα πέριξ, ούτε νομίζω ότι θα χρειάζονταν. Είδα όμως κάτι ενδιαφέρον στα ευρήματα των δυο πρόσφατων ερευνών που διενεργήθηκαν, από τη Metron Analysis και από το Ινστιτούτο Eteron, για τα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση. Είδα ότι σε ποσοστά 62% και 65.2% οι ερωτηθέντες έκριναν θετικά την περίοδο που άρχισε με τη Μεταπολίτευση. Στην πρώτη περίπτωση, μάλιστα, το 62% απάντησε ότι θεωρεί τη Μεταπολίτευση ως την καλύτερη περίοδο στη νεότερη ελληνική ιστορία.

Οι ερωτηθέντες, επίσης, έκριναν ως τη δεκαετία με τις περισσότερες αλλαγές σε θετική κατεύθυνση την περίοδο 1981-1990 και ως τη δεκαετία των περισσότερων αρνητικών μέτρων αυτή του 2011- 2020, δηλαδή τα χρόνια των μνημονίων. Σε ό,τι αφορούσε τους πρωθυπουργούς, προτιμήθηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου και κατόπιν ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Στην έρευνα του Eteron, που «έβαλε» στην ψηφοφορία συνολικά εννέα πρωθυπουργούς, οι Παπανδρέου και Καραμανλής συγκέντρωσαν αθροιστικά δέκα εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω και από τους επτά υπόλοιπους. Όλα αυτά τα ευρήματα χαρακτηρίστηκαν στα ΜΜΕ «νοσταλγία» και «αναπόληση», ειδικά της ΠΑΣΟΚικής οκταετίας 1981 – 1989. Νομίζω όμως ότι δείχνουν κάτι παραπάνω…

1974. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΠΡΩΤΟΣΕΛΙΔΟ. EUROKINISSI

Τι, δηλαδή; Και γιατί τα θεωρείς τόσο ενδιαφέροντα;

Διότι υποθέτω ότι αν είχαν τεθεί οι ίδιες ερωτήσεις πριν από 15 χρόνια οι απαντήσεις θα ήταν διαφορετικές. Όταν υπαχθήκαμε στα μνημόνια, βομβαρδιστήκαμε με το κλισέ ότι μας είχε καταστρέψει η μεταπολιτευτική ρότα. Κάτι η υποτιθέμενη «σοσιαλμανία» του Καραμανλή με τις εθνικοποιήσεις – κρατικοποιήσεις του 1976, κάτι η περαιτέρω διεύρυνση του δημόσιου τομέα επί ΠΑΣΟΚ, κάτι μερικά… ψιλά ακόμη, να’ τες οι εύκολες «εξηγήσεις» για τη χρεοκοπία. Εικάζω λοιπόν ότι οι απαντήσεις στις έρευνες του 2024 αντανακλούν μια τάση επανεξέτασης των πραγμάτων, έστω και σε πολύ αδρές γραμμές. Από τη μία πλευρά, επενεργούν οι πικρές διαπιστώσεις για το πού μας οδήγησε η… «ευλογία» της «δημοσιονομικής προσαρμογής» του 2010 και εντεύθεν. Από την άλλη, λογικό είναι να γίνονται και δεύτερες σκέψεις, σχετικές με τον ευρύτερο ιστορικό κύκλο.

Υποθέτω, δηλαδή, ότι ένα τμήμα της κοινής γνώμης διαπιστώνει πως επί 35 χρόνια βαδίζουμε σε μια «αντι- μεταπολιτευτική» λεωφόρο και με ταχύτητες μεγάλες, από το 2010 -2011. Σήμερα, έχουν ιδιωτικοποιηθεί σχεδόν τα πάντα. Κοντεύει να εξαλειφθεί η έννοια του δημόσιου αγαθού. Όσο περισσότερο υποχωρεί ο «κρατισμός »,΄ τόσο καλπάζει η κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα. Εργασιακά δικαιώματα χάθηκαν μαζί με θεμελιώδεις κανόνες στην αγορά εργασίας. Το στάτους της απασχόλησης έγινε βασίλειο της αυθαιρεσίας που ονομάστηκε ευελιξία – τώρα, μάλιστα, επιστρέφει η εξαήμερη εργασία, κάτι που τις τελευταίες ημέρες σχολίασαν με έκπληξη ξένα ΜΜΕ. Εν ολίγοις, γίναμε δακτυλοδεικτούμενοι…. Διανύουμε ένα δρόμο διαρκώς επιδεινούμενο.

Ε, αν αυτός ο δρόμος οδηγούσε σε πραγματική κοινωνική ευημερία, έστω και με κάποια καθυστέρηση, έστω και με προσωρινές ωδίνες, θα το είχε ήδη κάνει. Σήμερα, όμως, η ελληνική κοινωνία φιγουράρει ανάμεσα στις τρεις – τέσσερις φτωχότερες, όχι στην παλιά ΕΟΚ των «10» ή των «15», αλλά στην ΕΕ των «27». Ε, δεν μπορεί να μας φταίει κανένα μεταπολιτευτικό κληροδότημα γι’ αυτό. Ούτε για τη θηριώδη ακρίβεια, ούτε για το γεγονός ότι η φοιτητική στέγη απαιτεί το 70% του μέσου μισθού, ούτε για τη διάλυση του ΕΣΥ, ούτε για τον κρύο ιδρώτα που αυλακώνει τα μέτωπα αμέτρητων ανθρώπων όταν πρόκειται ν’ αντικρύσουν το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος, ούτε, ούτε, ούτε…

Τελικά τι κέρδισε η κοινωνία στη Μεταπολίτευση; Ήταν ένα καλό παράδειγμα; Ένα άλμα προς τα εμπρός της κοινωνικής εξέλιξης;

Αναμφίβολα. Οι επίμονες και δυναμικές διεκδικήσεις έφεραν βελτιώσεις στη ζωή των ανθρώπων- από τα εισοδήματα ως το «ισοζύγιο» εργάσιμου και ελεύθερου χρόνου. Ας σκεφθούμε, μόνο, σε πόσο δυσχερέστερη θέση θα ήταν η ελληνική κοινωνία, εάν είχαν λείψει αυτές οι «ανάσες».

Είχαμε όμως και τις θετικές τομές στην Υγεία, την Παιδεία, το Οικογενειακό Δίκαιο. Και, σε ό,τι αφορούσε τους κώδικες αξιών που ισχυροποιήθηκαν στην ελληνική κοινωνία, είχαμε πολλά σημαντικά. Τις αναζητήσεις για νέους ορίζοντες στις ιδέες και τη σκέψη. Την τόνωση της συλλογικότητας και της αλληλεγγύης. Τη γέννηση και ανάδυση κινημάτων για το περιβάλλον, για τη θέση της γυναίκας στην κοινωνία, κ.α. Και φυσικά, τη διάθεση για διαρκή, αυστηρό έλεγχο στις κινήσεις της κεντρικής εξουσίας. Για πρώτη φορά στα μεταπολεμικά χρονικά η εξουσία ένιωθε τόσο καυτή στον αυχένα της την ανάσα των εξουσιαζόμενων, ακόμη και σε θέματα διαχείρισης.

Και αυτό είχε αποτελέσματα; Έκανε τη κεντρική εξουσία περισσότερο προσεκτική, ας πούμε σε ζητήματα διαχείρισης δημόσιου χρήματος;

Ναι, τουλάχιστον για όσο χρονικό διάστημα η κοινωνική ελεγκτική διάθεση παρέμενε σταθερή και έντονη. Ας αναρωτηθούμε κάτι: Ποια ήταν τα πρώτα μεταπολιτευτικά σκάνδαλα, από εκείνα που το μέγεθός τους τα καθιστούσε σοβαρά πολιτικά ζητήματα; Οι απαντήσεις μας στέλνουν στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Υπόθεση Μαυράκη, γιουγκοσλαβικό καλαμπόκι, Κοσκωτάς. Φυσικά ανέκαθεν υπήρχε – από καταβολής νεοελληνικού κράτους – και η αθέατη, η «χαμηλότερης έντασης» διαφθορά, αλλά το ύψος που έχουν οι κορυφές των παγόβουνων προδίδει αρκετά για τον όγκο, ο οποίος κρύβεται κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ε, λοιπόν, μια ολόκληρη δεκαετία χωρίς σκάνδαλα «πρώτης γραμμής» ήταν κάτι το εξαιρετικά σπάνιο, αν όχι πρωτοφανές, όχι μόνο για τα μεταπολεμικά χρονικά, αλλά από την εποχή του Μεσοπόλεμου.

Ένας από τους βασικούς λόγους γι’ αυτό ήταν, πιστεύω, η λαϊκή ελεγκτική διάθεση που καθιστούσε τους πάντες προσεκτικούς. Στις τελευταίες δεκαετίες, βεβαίως, έχει στενέψει πολύ ο κύκλος των παρατράγουδων που χαρακτηρίζονται σκάνδαλα, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα- και μεγάλο.

Ποιες ήταν οι κορυφαίες συγκρούσεις και ποιες οι καθοριστικές συναινέσεις;

Ξέρεις, φιλοδοξούσα αρχικά να σταχυολογήσω, στο βιβλίο, συγκρούσεις με το μοτίβο του «από το Άλφα ως το Ωμέγα», αλλά τελικά ήταν τόσες οι σημαντικές, ώστε αναγκάστηκα να παραμείνω στο… Άλφα. Είχαμε τη μάχη για το βάθος και την έκταση της αποχουντοποίησης. Την ιδεολογική – πολιτική σύγκρουση για τον «αριστεροχουντισμό», δηλαδή την καραμανλική εκδοχή της θεωρίας των «δύο άκρων». Τις συγκρούσεις που σχετίζονταν με το απεργιακό κίνημα, αλλά και με πρακτικές κρατικού αυταρχισμού, οι οποίες άρχισαν να προσλαμβάνουν συστηματικά και νομοθετική ισχύ νωρίς, από το 1976. Και την υπόθεση της κρατικοποίησης του Ομίλου Ανδρεάδη, ως πυρήνα μιας άλλης σύγκρουσης. – ελεγχόμενης και οριοθετημένης μεν, αλλά πολύ ενδιαφέρουσας. Εκείνης ανάμεσα στην «αλα Ντε Γκολ» αστική, διαχειριστική αντίληψη της κυβέρνησης Καραμανλή αφενός και αφετέρου μια απίστευτα ασύδοτη, κοντόφθαλμη, ετσιθελική και κακομαθημένη ελίτ βιομηχάνων, που είχε εξοργίσει ακόμη και τον διευθυντή – εκδότη του «Οικονομικού Ταχυδρόμου», Γιάννη Μαρίνο.

Χάρη στην επίδραση του ριζοσπαστισμού και των επίμονων κοινωνικών διεκδικήσεων, τελικά συνάφθηκαν άτυπα «κοινωνικά συμβόλαια» που απείχαν αρκετά από όσα ήταν αρχικά διατεθειμένη να δεχθεί η πολιτική εξουσία. Υπό αυτήν την έννοια, οι «συναινέσεις» συχνά προέκυπταν μέσα από σκληρές αναμετρήσεις. Και δεν ήταν πάντα τελεσίδικες. Λόγου χάρη, το οικονομικό «σταθεροποιητικό πρόγραμμα» του 1985 τερμάτισε, προσωρινά αλλά απότομα, το εν γένει αρμονικό «μόντους βιβέντι» της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ με τις κοινωνικές δυνάμεις που τη στήριζαν. Αξιοπρόσεκτο είναι ότι, κατά το ίδιο έτος, το κλίμα που επικρατούσε στην κοινωνία παρέμενε αρκετά μαχητικό, ώστε να ακυρώσει και μία συναίνεση «πολιτικών κορυφών». Μιλώ για την άρση της απόφασης του Α. Παπανδρέου να στηρίξει το ΠΑΣΟΚ τον Κων. Καραμανλή για την προεδρία της δημοκρατίας.

ΣΥΝΑΥΛΙΑ ΜΙΚΡΟΥΤΣΙΚΟΣ – ΠΑΠΑΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟY. EUROKINISSI

Η επιρροή στον πολιτισμό και τις τέχνες; Ειδικά το ελληνικό τραγούδι νομίζω πως ήτανε ο καθρέφτης της, συμφωνείς;

Ήταν καταλυτική η επιρροή του μεταπολιτευτικού κλίματος σε όλες τις μορφές τέχνης. Τη διαπίστωνε κανείς τόσο στο τι είχε «πέραση», όσο και στο πώς επηρέαζε η γενική ατμόσφαιρα εγχώριες δημιουργίες, πχ σενάρια ταινιών. Στο ελληνικό τραγούδι, που αναφέρεις, η επίδραση αυτή ήταν τεράστια και πολλαπλή. Από τους στίχους του Βίρβου στο «Της γερακίνας γιός» του Τσιτσάνη, τραγουδιού του 1975 που έγινε η «Συννεφιασμένη Κυριακή» των νεότερων γενεών, μέχρι το Δελτίον Ταυτότητος» του Κηλαηδόνη. Από τα «Δέκα χρόνια κομμάτια» του Σαββόπουλου εκείνης της εποχής, έως τις δημιουργίες του Θάνου Μικρούτσικου, που ασφαλώς δικαιούται τον τίτλο του κατ’ εξοχήν τροβαδούρου της Μεταπολίτευσης, αφού τότε εμφανίστηκε στη δισκογραφία. Από τη δημοτικότητα που είχαν δουλειές των Λοϊζου, Μαρκόπουλου, Μούτση, Λεοντή και άλλων σημαντικών συνθετών έως την απήχηση, την οποία έβρισκε τότε ένα είδος που συχνά λειτουργούσε ως … κεφάτο «συμπλήρωμα» του λεγόμενου «καθαρόαιμου» πολιτικού τραγουδιού. Ήταν οι σατιρικές δουλειές των, Ανδρεάδη, Λογοθέτη, Λεττονού, κ.α που σάρκαζαν μικροαστικές συνήθειες και στερεότυπα.

Από την πτώση της χούντας και για μια «γεμάτη» τετραετία, το «καθαρό» πολιτικό τραγούδι γνώρισε κατακλυσμιαία ανάπτυξη και δημοτικότητα. Αργότερα οι μεν παραγωγές του «αραίωσαν», οι δε πολιτικές νύξεις γίνονταν με τρόπους λιγότερο ευθείς και συχνά μέσω καταγραφής προσωπικών βιωμάτων.

Από το 1975, όμως, οι νέοι έκαναν τη γνωριμία τους και με το ρεμπέτικο, που μαζί με τα αντάρτικα αποτέλεσαν το «παρελθοντικό δίδυμο», το οποίο συνόδευσε το πολιτικό τραγούδι στη ραγδαία εκτίναξή του. Είχε άμεση σχέση με το κλίμα της μεταπολιτευτικής εποχής ο ενθουσιασμός για το ρεμπέτικο, αυτός που θα οδηγούσε αργότερα – από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 – στην άνθιση των ρεμπετάδικων. Η αγάπη προς το ρεμπέτικο αντανακλούσε τόσο τη διάθεση για «ξαναδιάβασμα» του παρελθόντος, σε όλες τις πτυχές του, όσο και την εκτίμηση προς τους κώδικες αντισυμβατικής συμπεριφοράς. Φυσικά δεν έλειπαν οι ομηρικές συζητήσεις και οι διαφωνίες για το προοδευτικό ή μη στίγμα του ρεμπέτικου, κατ’ αναλογία εκείνων που… μαίνονταν για το άλλο «Ρο», το ροκ. Αλλά Μεταπολίτευση χωρίς τέτοιους καυγάδες δεν γινόταν. Δεν νοούνταν, καν…

Σκαλίζοντας σε βάθος όλη αυτήν την περίοδο, ποιες ιστορίες ή αποκαλύψεις σε συγκλόνισαν, σου «άνοιξαν τα μάτια»;

Αν διαβαθμίσω τα στοιχεία που με εντυπωσίασαν περισσότερο, θα βγει «στην κορυφή» το φάσμα που αφορά την ισχύ του «βαθέος κράτους» της «εθνικοφροσύνης» και την προσπάθεια του πρώιμου μεταπολιτευτικού καθεστώτος να περιορίσει δραστικά την «κάθαρση». Αποχουντοποίηση την αποκαλούσε ο κόσμος, τον όρο «κάθαρση» προτιμούσαν οι κυβερνητικοί.

Ίσως η πιο χαρακτηριστική υπόθεση να είναι εκείνη του Γεωργίου Πολιτάκη. Τον Ιανουάριο του 1978, ως διοικητής της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων εξέδωσε ημερήσια διαταγή που βάσει άγραφων κανόνων κρίθηκε ως υπερβολικά… αντιχουντική. Μέσα στον μήνα αποστρατεύθηκε! Ο υποστράτηγος που τον αντικατέστησε είχε υπηρετήσει επί δικτατορίας στο 2ο Επιτελικό Γραφείο του Β΄ Σώματος Στρατού και, σύμφωνα με ρεπορτάζ γνωστού κεντροδεξιού πολιτικού περιοδικού, διατηρούσε ακόμη στενές επαφές με χουντικούς που ακόμη υπηρετούσαν στις Ένοπλες Δυνάμεις. Ορισμένοι, μάλιστα, σε υψηλά πόστα. .

Ας αναφερθεί ακόμη ότι το 1981, μόλις το ΠΑΣΟΚ ανήλθε στην εξουσία, «βρήκε» διαβόητους βασανιστές να υπηρετούν κανονικά στα Σώματα Ασφαλείας. «Διαμάντια» όπως οι Λουκόπουλος, Παύλου, αλλά και ο Κραββαρίτης, διάσημος εκτός των άλλων και από το βιβλίο – μαρτυρία «Ανθρωποφύλακες», του Περικλή Κοροβέση.

Τα περισσότερα από τα στοιχεία που παρατίθενται στο βιβλίο, είτε προέκυψαν από δική μου πρωτογενή έρευνα είτε από βιβλιογραφία, επιβεβαίωσαν όσα σε αδρές γραμμές θυμόμουν ή βοήθησαν στην ακτινογράφηση πολλών πλευρών, τις οποίες δεν γνώριζα. Κάποια εμπίπτουν στην κατηγορία που αναφέρεις, όχι με την έννοια πως με … έριξαν από τα σύννεφα, αλλά δείχνοντάς μου ότι ορισμένες καταστάσεις και φαινόμενα ήταν πιο xτυπητά απ’ όσο θα υπέθετε κανείς.

Σε αυτήν την κατηγορία εντάσσω πολλά ευρήματα της μελέτης που έκανα πάνω στους επίσημους ισολογισμούς εκείνων των βιομηχανιών, οι οποίες συζητιούνταν για τις απεργίες και τις εργατικές διεκδικήσεις. Διότι «κραυγάζουν» για το πόσο αδηφάγα υπήρξε η συγκεκριμένη επιχειρηματική ελίτ.

EUROKINISSI

Τι να πούμε τώρα; Ότι η απεργία των 110 ημερών στη ΛΑΡΚΟ έγινε επειδή ο Μποδοσάκης δεν δεχόταν να δώσει αυξήσεις 20%, σε μία εποχή, κατά την οποία τα καθαρά κέρδη της εταιρείας ανά εργαζόμενο είχαν φθάσει τις 275 χιλιάδες δραχμές; Ότι τον Φεβρουάριο του 1977 χρειάστηκε να απεργήσουν για να κερδίσουν το επίδομα «ανθυγιεινής» οι εργάτες στα Διυλιστήρια Θεσσαλονίκης, δηλαδή μιας εταιρείας που στην περίοδο 1973 – 1978 είδε τα καθαρά της κέρδη ανά εργαζόμενο να φθάνουν – μιλώ για ετήσιο μέσο όρο- στο ασύλληπτο ποσό των 956 χιλιάδων δραχμών; Όπως έδειξε η μελέτη του Τάσου Γιαννίτση για τη βιομηχανία, το 1978 οι κάθε είδους κρατικές επιδοτήσεις έφθασαν να αντιστοιχούν στο 75,3% των καθαρών κερδών του βιομηχανικού τομέα! Κι όμως, οι περισσότεροι βιομήχανοι διαμαρτύρονταν για δήθεν εχθρική στάση της κυβέρνησης Καραμανλή εναντίον τους…

Πες μου δυο – τρία πρόσωπα που άφησαν ισχυρό αποτύπωμα στο προσκήνιο και άλλα αντίστοιχα στο παρασκήνιο.

Μιλώντας για την κεντρική πολιτική σκηνή, προφανώς οι Καραμανλής και Παπανδρέου έχουν τον πρώτο λόγο. Αλλά επειδή η Μεταπολίτευση δεν μπορεί να νοηθεί δίχως τον ριζοσπαστισμό της που διαχεόταν παντού, υπήρξαν πολλοί που άφησαν ισχυρό αποτύπωμα σε επί μέρους τομείς. Στις τέχνες, στις διεκδικήσεις, παντού. Δύσκολο να βρεις έναν για κάθε χώρο. Αν πχ θελήσουμε να προσωποποιήσουμε το κίνημα για την αποχουντοποίηση, θα ξεχωρίσουμε τον δάσκαλο Γιάννη Βαγενά, του οποίου η απεργία πείνας είχε καταλυτική επίδραση στη συγκεκριμένη μάχη, στα σχολεία.

Θα επιλέξω τον Ευάγγελο Αβέρωφ ως πρόσωπο με σημαντική δραστηριότητα, τόσο στο προσκήνιο, όσο και στο παρασκήνιο. Μην με ρωτήσεις «πώς» και «γιατί;», στο βιβλίο δίνονται, νομίζω, οι απαντήσεις. Στις παρυφές προσκήνιου – παρασκήνιου υπήρξε και ενδιαφέρουσα δράση στελεχών της ακροδεξιάς, ορισμένα εκ των οποίων μάλιστα, όπως οι Ν. Μιχαλολιάκος και Κ. Πλεύρης, μας απασχόλησαν ως τα τελευταία χρόνια. Ενδιαφέρον παρουσίαζαν και οι μεταξύ τους καυγάδες.

ΜΕΛΙΝΑ ΜΕΡΚΟΥΡΗ-ΑΝΔΡΕΑΣ ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ 1974.ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΑΡΧΕΙΟΥ EUROKINISSI

Κάποια από τα πιο δημοφιλή στερεότυπα που ταυτίστηκαν με τη Μεταπολίτευση;

Αν εννοείς τα αφοριστικά στερεότυπα, είναι πολλά αυτά που κινούνται στον εργασιακό – οικονομικό άξονα. Σε επτά από αυτά αφιερώνω το πέμπτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου. Για την αποβιομηχάνιση που ήδη ανέφερα, για τα στερεότυπο πως η Μεταπολίτευση μας έκανε να ζούμε πάνω από τις δυνάμεις μας και την παραγωγικότητά μας, κλπ, κλπ.

Μπορούμε να καταλάβουμε τη διάδοση τέτοιων κλισέ, λαμβάνοντας υπόψη ότι η σαθρότητά τους φαίνεται μόνο κατόπιν στάθμισης ειδικών δεδομένων. Είναι, όμως, χαρακτηριστικό ότι επιβιώνουν στερεότυπα, που θα κατέρρεαν με ένα απλό… μέτρημα. «Στη Μεταπολίτευση μας κυβέρνησε η γενιά του Πολυτεχνείου», σου λένε… Μια γενιά που δεν είχε κανέναν «εκπρόσωπο» σε κυβερνητικό σχήμα μέχρι το 1982. Που «έπιασε» για πρώτη φορά διψήφιο ποσοστό σε κυβέρνηση επί πρωθυπουργίας Κων. Μητσοτάκη, το 1990. Που συνολικά, από το 1974 ως και την κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου αντιστοιχούσε στο 15,4% των μελών όλων των κυβερνήσεων.

Κι έπειτα, τι ακριβώς ενοχοποιούν όσοι, έχοντας ως προφανή στόχο να «βγάλουν χολή» για την εξέγερση του ’73, μιλούν για τη γενιά του Πολυτεχνείου, λες και είναι αυτή ενιαία, αδιαίρετη και ομοούσια. Ενοχοποιούν ένα ηλικιακό φάσμα; Σκέτη ανοησία. Ενοχοποιούν το πνεύμα του Πολυτεχνείου και της Μεταπολίτευσης, με το σκεπτικό ότι η γενιά «μολύνθηκε» από τις ιδέες εκείνες; Επίσης σκέτη ανοησία. Δηλαδή ο Αντώνης Σαμαράς που ανήκει στη συγκεκριμένη ηλικιακή κατηγορία εφήρμοσε ιδέες …μεταπολιτευτικού ριζοσπαστισμού;

ΝΔ και ΠΑΣΟΚ: Τα «παιδιά» της Μεταπολίτευσης….άκμασαν και παρακμάζουν μαζί της;

Θεωρητικά, η ακμή τους έφθασε στο ζενίθ της στην πρώτη πενταετία του 21ου αιώνα. Στις εκλογές του 2000 αθροιστικά συγκέντρωσαν το 87,6% και σε εκείνες του 2004 το 85,9%. Η «ισχυρή Ελλάδα» δεν είχε αποδειχθεί ακόμη χίμαιρα – κάθε άλλο. Ο οικονομικός κύκλος ήταν ανοδικός, τα δυο μεγάλα κόμματα είχαν συγκλίνει για τα καλά σε μία πολιτική – διαχειριστική ρότα υπό συνθήκες «κανονικότητας». Στην πραγματικότητα, οι δεσμοί τους με την κοινωνική βάση τους είχαν αρχίσει να χαλαρώνουν μετά από το 1985 – 1990, αλλά τα «ήρεμα νερά» της συγκεκριμένης εποχής δεν άφηναν να φανεί το ξέφτισμα αυτής της σχέσης. Το έδειξε όμως η μεγάλη μετακίνηση ψηφοφόρων απ’ ευθείας από τη ΝΔ στο ΠΑΣΟΚ το 2009. Μετά ήρθαν τα μνημόνια… Και από τα συνολικά ποσοστά άνω το 85%, του 2004 και 2009, ξέπεσαν στο αθροιστικό 52,5% στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και στο 41,1% στις τελευταίες ευρωεκλογές. Όπου, δυστυχώς, φάνηκε ότι από τη φθορά τους επωφελείται κυρίως η ακροδεξιά, στην οποία προσανατολίστηκε το 20% όσων… καταδέχθηκαν να ψηφίσουν.

Πώς φτάσαμε από τη γενιά του Πολυτεχνείου στην άνοδο της ακροδεξιάς;

Πάνω κάτω, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη… Παραπλήσια ερωτήματα έχουν θέση σχεδόν παντού. Πώς έφθασε να κυβερνάται από τη Μελόνι η Ιταλία, χώρα των ισχυρών εργατικών κινημάτων και ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που στη δεκαετία του 1970 ήταν το μεγαλύτερο στη Δυτική Ευρώπη; Πώς έφθασε μια Λεπέν στο προαύλιο της εξουσίας στη Γαλλία, τη χώρα του Διαφωτισμού και του Μάη του 1968; Και πώς στην Πορτογαλία, τη χώρα της Επανάσταση Των Γαρυφάλλων του 1974, έφθασε η ακροδεξιά στο 18%; Τα παλιά ορόσημα δεν εγγυώνται κάτι, πουθενά.

Κάθε χώρα έχει ασφαλώς τις δικές της ιδιαιτερότητες, αλλά υπάρχουν και οι κοινοί παρονομαστές. Όπως αναλυτικά εξηγεί στο τελευταίο του βιβλίο «Το γκρίζο κύμα» ο συνάδελφος Πέτρος Παπακωνσταντίνου, η ακροδεξιά δεν θα είχε φθάσει παγκοσμίως εδώ που έφθασε, χωρίς τη συνενοχή του «ακραίου κέντρου». Νομίζω ότι είναι δυο οι μεγάλες, οι βασικές χορηγίες του «ακραίου κέντρου» προς την ακροδεξιά. Πρώτη, ότι οι πολιτικές του προκαλούν τεράστια κοινωνική δυσφορία, την οποία αξιοποιεί η ακροδεξιά, ειδικά όταν εμφανίζει κάποιου είδους «αντι-συστημικό» προσωπείο. Δεύτερη, ότι έχει νομιμοποιήσει ακροδεξιές αντιλήψεις σε αρκετά θέματα και επί πλέον κατά καιρούς νομιμοποιεί και «ξεπλένει» απ’ ευθείας ακροδεξιά κόμματα, όταν χρειάζεται τη στήριξή τους.

Όλα αυτά παρατηρούνται διεθνώς, αλλά και εδώ, στην Ελλάδα. Εδώ, όπου κάποτε ο ΛΑ.Ο.Σ, το κόμμα των «καθαρών Ελλήνων», αναγορεύθηκε σε «υπεύθυνη δύναμη» και εντάχθηκε σε κυβερνητικό σχήμα, ώστε να διευρυνθεί η βάση στήριξης του πρώτου μνημονίου. Εδώ, όπου το 2012 ακούσαμε τον Αντώνη Σαμαρά να μιλά για τους πρόσφυγες και τους μετανάστες κι αναρωτηθήκαμε τι διαφορετικό θα έλεγε ο Νίκος Μιχαλολιάκος. Εδώ, όπου ακούστηκαν τα περί «σοβαρής Χρυσής Αυγής». Και πολλά ακόμη.

Εξυπακούεται ότι οι τεράστιες ευθύνες του «ακραίου κέντρου» για την άνοδο της ακροδεξιάς, διεθνώς, δεν αίρουν τις διαπιστώσεις για την αδυναμία της Αριστεράς να δώσει διέξοδο και ελπίδα στα κοινωνικά στρώματα που πλήττονται από πολλαπλές κρίσεις. Κι είναι αδυναμία πασιφανής, προς το παρόν, παρά τις περί του αντιθέτου ενδείξεις και προσωρινές αναλαμπές στα πρώτα χρόνια, μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008. Η έλλειψη ελπίδας για κάτι άλλο φανερά θρέφει την ακροδεξιά.

EUROKINISSI

Κάπου εδώ, όμως, συναντάμε και την παράμετρο του χρόνου που κυλά… Υπάρχουν πλέον νέοι άνθρωποι που έχουν ζήσει μόνον υπό συνθήκες κρίσης. Δεν πρόλαβαν να δουν κράτος πρόνοιας, ούτε μεγάλες νικηφόρες μάχες συνδικάτων. Δεν γεύτηκαν τα οφέλη κατακτήσεων. Δεν είδαν να βελτιώνεται η ζωή τους χάρη σε δράσεις συμβατές προς τις αξίες και τους στόχους κάποιας Αριστεράς. Κατά συνέπεια, η ακροδεξιά μπορεί κάλλιστα να φαντάζει στα μάτια τους ως κάτι που δεν δοκιμάστηκε ή τουλάχιστον ως η πέτρα που, αν μεγαλώσει, θα ταράξει για τα καλά τα βαλτωμένα νερά – και «ποιος ξέρει, ίσως κάτι καλό προκύψει»… Βεβαίως το τι ακριβώς κάνει η ακροδεξιά εκεί όπου κυβερνά – πχ Ιταλία – ή συμμετέχει σε διακυβέρνηση, είναι άλλο θέμα. που ίσως συζητηθεί πολύ στο εγγύς μέλλον.

Της Μεταπολίτευσης χαμένη ή κερδισμένη γενιά; Καημένη ή καμένη;

Ακόμη και η έννοια «γενιά της Μεταπολίτευσης» χρειάζεται κάποιες διευκρινίσεις. Δεν έχει ακριβώς τις ίδιες παραστάσεις κάποιος που λόγω ηλικίας δεν θυμάται τη χούντα, για να πάω κι εγώ στους στίχους του Πορτοκάλογλου, με έναν που γεννήθηκε πχ το 1960 ή 1962. Για να είμαι ειλικρινής, δεν έχω μεγάλη συμπάθεια στους μονολεκτικούς χαρακτηρισμούς, όταν μιλάμε για γενιές. Εμπεριέχουν το στοιχείο της απλούστευσης και παραβλέπουν τη διαφορετικότητα που χαρακτηρίζει, σε πολλά, ανθρώπους των ίδιων γενεών. Συνολικά, η γενιά που βρισκόταν πχ σε φοιτητική ηλικία στη δεκαετία του 1980 κέρδισε αρκετά, αλλά κατόπιν άρχισε να βιώνει και όσα αρνητικά απέρρεαν από τη δρομολόγησης της «μεταρρυθμιστικής αντι- μεταπολίτευσης».

Από εκεί και πέρα, ναι, έχουμε να κάνουμε με τη συνήθεια του… στραβομουτσουνιάσματος σχεδόν για κάθε γενιά. Η γενιά του Πολυτεχνείου καβάλησε καλάμι και «στρογγυλοκάθισε σε θώκους», η γενιά της Μεταπολίτευσης ήταν βολεμένη και πολιτικολογούσε με την άνεση που της έδιναν «τα λεφτά του μπαμπά»… Αναρωτιέμαι μήπως θα ενοχοποιηθεί για κάτι και η γενιά που τώρα ξέρει ότι θα ζήσει χειρότερα από τους πατεράδες και τους παππούδες της, εκτός αν βρει τρόπο να εργαστεί στο εξωτερικό. Το «κάψιμο» αυτής της γενιάς και των κατοπινών είναι που πρέπει ν’ αποτραπεί. Το πώς και με ποιους, είναι μεγάλη και κρίσιμη υπόθεση.