Συνομιλήσαμε με τον συγγραφέα και θεατρικό σκηνοθέτη Κοραή Δαμάτη, με αφορμή την επανέκδοση του μυθιστορήματός του «Το σπίτι μόνο» από τις εκδόσεις Βακχικόν.

Ads

Τι είναι εκείνο που σας ωθεί να γράφετε;

Η ανάγκη μου να μιλήσω για πράγματα που δεν μπορώ ή δεν θέλω, να εκφράσω με τον προφορικό λόγο.

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι για εσάς να καταφέρετε να εκφράσετε τη σκέψη σας πάνω στο χαρτί;

Ads

Και εύκολο και δύσκολο. Εύκολο γιατί η πρώτη γραφή ενός θέματος, μιας σκηνής, μια σύγκρουσης, ενός γεγονότος… βγαίνει αβίαστα. Δύσκολο γιατί μετά θέλει πολύ δουλειά για να φτάσει στην τελική του μορφή…ο ρυθμός του, η αφαίρεση, οι λέξεις, η κατανόηση… ένα σωρό…

Ποιες είναι οι επιρροές σας;

Τα διαβάσματά μου μέχρι σήμερα. Όχι μόνο τα θεατρικά, αλλά περισσότερο η λογοτεχνία που έχω διαβάσει. Σαν ασθματικό παιδί κλεισμένο μες στο σπίτι, το διάβασμα άρχισε από νωρίς. Βλέπετε δεν υπήρχε τότε τηλεόραση, τάμπλετ και ό,τι άλλο…

Ποια θεματολογία κρατεί τον κυρίαρχο ρόλο στα έργα σας;

Η παντοδύναμη ανεξάρτητη Φύση και το ημιτελές ον της ανθρώπινης φυλής και τα κατορθώματά του.

Πείτε μας λίγα λόγια για το βιβλίο σας.

«Το Σπίτι Μόνο» μιλάει για την διαδρομή του Παύλου, του κεντρικού ήρωα, από τότε που γεννήθηκε μέχρι τώρα, μια πορεία περίπου εξήντα πέντε χρόνων. Ο Παύλος γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια. Πατρίδα των γονιών του και των παππούδων του. Εκεί άκουσε τους πρώτους ήχους από εκατό γλώσσες, είδε φυλές ανθρώπων και διαφορετικές θρησκείες. Μεγάλωσε ζώντας και μαθαίνοντας τις μουσικές, τις ψαλμωδίες από της χριστιανικές, της κοπτικές εκκλησίες, αλλά και το κοράνι από τον ιμάμη στα τζαμιά. Ήθη και έθιμα διαφορετικών πολιτισμών. Έκανε φίλους φανερούς και κρυφούς. Και μια μέρα, εντελώς απροειδοποίητα έγινε μετανάστης, -εκείνος ένοιωσε πρόσφυγας. Ακολούθησαν χρόνια αμηχανίας, φόβου και προσεχτικού βηματισμού στον καινούργιο τόπο, στην καινούργια χώρα. Και από τότε, από κείνη την βίαιη αλλαγή, το μεγάλο πρόβλημα για τον μικρό Παύλο ήτανε ο χρόνος. Τον τυραννούσε ο χρόνος. Πίστευε ότι έφευγε πολύ γρήγορα, ότι δεν θα προλάβαινε να ζήσει αυτά που ονειρευόταν, ότι κάτι θα γινόταν πάλι, κάτι αναπάντεχο, και τα πράγματα θα σταματούσαν. Έκανε προσπάθειες να συμφιλιωθεί με το καινούργιο. Άρχισε να αγαπάει την καινούργια χώρα, την Ελλάδα του ’60, και τους ανθρώπους της. Την θεώρησε πραγματική πατρίδα του, την άλλη, την Αλεξάνδρεια, μια τυχαία στιγμή. Και πέρασαν τα χρόνια και έφτασε κοντά στη μέση ηλικία και ένοιωσε ότι έπρεπε να επιστρέψει στην πρώτη κοιτίδα, ναι, εκείνη ήταν τελικά η πατρίδα του. Κι ύστερα πέρασαν κι άλλα χρόνια και κατάλαβε ότι τελικά δεν είχε πατρίδα, ότι δεν ανήκε πουθενά.

Συγγραφέας γεννιέσαι ή γίνεσαι;

Δεν ξέρω… Μπορεί να προϋπάρχει μια έφεση ίσως… Μπορεί για κάποιους να είναι ο μόνος τρόπος να εκφράσουν τα πιστεύω τους, τις σκέψεις και τις αγωνίες τους, να επικοινωνήσουν με τους γύρω τους, να έρθουν σε μια ισορροπία χαρίζοντας πολλές φορές λυτρωτικά αναγνώσματα στον κόσμο.

Αν μπορούσατε να αλλάξετε κάτι στον τομέα της λογοτεχνίας τι θα ήταν αυτό;

Μια αίσθηση παρωχημένου. Υπάρχουνε, βέβαια, εξαιρετικές ενδείξεις από τις νεότερες γενιές συγγραφέων, όπως συνεχίζουν να παράγουν θαυμαστά έργα και κάποιοι από τις παλαιότερες γενιές. Υπάρχει όμως και ένας μεγάλος αριθμός συγγραφέων που επαναλαμβάνουν παρωχημένα κοιτάγματα, όπως και όλοι εκείνοι που ανόητες πολύλογες ασυναρτησίες τις πλασάρουν ως καινούργιο, μοντέρνο, μεταμοντέρνο… και να ‘χαμε να λέγαμε. Το έχω πει και θα το ξαναπώ: στην τέχνη δεν επιβάλλεται το καινούργιο, προκύπτει κι αναστατώνει τα δεδομένα σε βάθος.

Έχετε επόμενα συγγραφικά σχέδια;

Αυτόν τον καιρό γράφω κάτι που δεν ξέρω ακόμα πού θα καταλήξει.