Μόλις η παρά λίγο εντεκάδα, όπως τους είχε ονομάσει εκείνο το καλοκαίρι ο Γιάννης, καθώς δύο ακόμη φίλοι, σπουδαστές των ΤΕΙ, δεν κατάφεραν – όπως είχε κάνει ο ίδιος, ο πατέρας του και ο Δημήτρης – να πείσουν τους ιδιοκτήτες των εστιατορίων που δούλευαν, να κλείσουν το μαγαζί για την Εθνική, πήρε τις προκαθορισμένες θέσεις της, ακούστηκε η σφυρίχτρα του διαιτητή. 

Ads

Τερματοφύλακας ήταν η Σόνια (ο Νικοπολίδης τους) που μαζί με τους δύο κεντρικούς αμυντικούς, το Φίλη (ο Δέλλας τους) και το Βαγγέλη (ο Καψής τους) ήταν το κεντρικό τρίο της παρέας. Αριστερά και δεξιά τους αντίστοιχα αλλά λίγο πιο προωθημένοι,  σε άμυνα και κέντρο (λόγω έλλειψης παικτών, που έλεγε και το προπονητικό δίδυμο, Σόνιας και Φίλη- ο θηλυκός κι ο αρσενικός Ρεχάγκελ τους) ο Νικόλας (ο Σεϊταρίδης τους) κι ο Αλέξης (ο Κατσουράνης τους), στο κέντρο, αλλά στην πραγματικότητα στα πλάγια, καθώς ο σχηματισμός της παρέας απέναντι στην 25’’αρα Sony που είχαν αγοράσει ρεφενέ, άνοιγε γύρω από το ξύλινο τραπέζι σε σχήμα αντεστραμμένου ισοσκελούς τραπεζίου, ο Λαέρτης (που έμοιαζε και ήταν ο Ζαγοράκης τους) και ο Σπύρος (ο Καραγκούνης τους, και λόγω σωματικής ομοιότητας) και τελευταίοι οι δυο προωθημένοι Χαριστέας και  Βρύζας: Ο ψηλόλιγνος Δημήτρης (που μετά από τόσα γκολ στο Euro του ‘μείνε το «Άγγελος») με την κεφαλιά φαρμάκι και ο Γιάννης.

Το ματς ήταν αμφίρροπο, όπως έλεγε και ο εκφωνητής, αλλά στην πραγματικότητα οι -γηπεδούχοι- Πορτογάλοι, όσο περνούσε η ώρα, κέρδιζαν έδαφος και γίνονταν όλο και πιο επιθετικοί. Εμείς, με το γνωστό μας αμυντικό στιλ παίζαμε για μια ακόμη φορά το -επικίνδυνο- παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, που τόσο καλά είχαμε μάθει εκείνο το καλοκαίρι.

Η παρέα του τρίτου ρετιρέ των Εξαρχείων μαζί με άλλους δεκαπέντε και βάλε εκατομμύρια σ’ όλο τον κόσμο οπαδούς της εθνικής, καθόταν σ’ αναμμένα κάρβουνα. Όσο οι Πορτογάλοι αύξαναν την πίεση τόσο τα μέλη της δεν βολευόντουσαν καλά στις πάνινες -μπλε και λευκό- καρέκλες του μπαλκονιού, τόσο το ξύσιμο του κεφαλιού, του προσώπου και άλλων τμημάτων του σώματος πήγαινε σύννεφο. Μέχρι που, σε μια χαμένη ευκαιρία του Φίγκο, ο εκδηλωτικός και ανυπόμονος Δημήτρης σηκώθηκε σε μια στιγμή ξαφνικά (τόσο ξαφνικά που κάποιοι νόμισαν ότι βάλαμε γκολ) από τη θέση του στην κάτω δεξιά πλευρά του τραπεζίου και η φωνή του είχε μεγάλη ένταση, «Δεν αντέχω άλλο, σε λίγο θα γίνει χειρότερο κι απ’ αυτό με τους Τσέχους».

Ads

Δεν είχε δίκιο. Δύο λεπτά αργότερα (στο 57΄) ο ίδιος ο Δημήτρης-Άγγελος μετά από επέλαση από τα δεξιά και καταπληκτική σέντρα του Νικόλα – Γιούρκα, με καρφωτή κεφαλιά λύτρωνε και τα δεκαπέντε, και βάλε, εκατομμύρια των οπαδών της εθνικής, 48’ νωρίτερα απ’ ότι είχε κάνει με το κεφάλι, τον ώμο, την ψυχή του ο Φίλης – Τραϊανός στο ματς με τους Τσέχους, δικαιώνοντας την εξπέρ Σόνια («Αφού κερδίσαμε τους Τσέχους θα κωλώσουμε στους Πορτογάλους») και, κυρίως, βάζοντας «φωτιά στα τόπια».

Το τι έγινε από εκεί και πέρα, δεν περιγράφεται. Την άλλη μέρα, όταν μετά το μεθύσι της νίκης ο Φίλης και ο Γιάννης έκαναν έναν πρόχειρο απολογισμό των απωλειών (δύο καρέκλες, μια γλάστρα, δύο ποτήρια κι ένα πιάτο σπασμένα – πότε έγιναν όλα αυτά και δεν το πήραν χαμπάρι;-, η μέση του πατέρα και οι φωνές πατέρα και γιου αχρηστευμένες, οι μυς των ποδιών τους από τον ποδαρόδρομο στους πέριξ της Ομόνοιας δρόμους καταπονημένοι) αποφάσισαν να ζητήσουν ρεπό από τη δουλειά. Οι φωνές όμως του αφεντικού, «Δεν θα κάνω εγώ μπορντέλο το μαγαζί μου για την εθνική», τους μετέπεισαν.  Τελικά, θέλοντας και μη πήγαν και οι δυο για δουλειά εκείνο το -επόμενο του θριάμβου-  βράδυ.

* Απόσπασμα από το διήγημα «Άγγελος» που περιλαμβάνεται στο βιβλίο του Χρίστου Βούζα «Ιστορίες με κακό τέλος» (σελ. 112, εκδόσεις Φαρφουλάς)

Τι είναι οι Ιστορίες με Κακό Τέλος

Εφτά παλιές υποθέσεις που καταχωνιάστηκαν βαθιά για να προστατευτούν από το κακό τους το τέλος. Εφτά καλοφυλαγμένα μυστικά που τόσα χρόνια έμειναν επτασφράγιστα, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Εφτά ιστορίες που ως σήμερα ζούσαν λαθραία, με την ψευδαίσθηση ότι έτσι θα ξεχαστούν και θα νικήσουν το τέλος τους, δηλαδή το χρόνο. Εφτά πρωταγωνιστές που νόμιζαν, οι αφελείς, ότι θα ξόρκιζαν το κακό σώζοντας μ’ αυτό τον τρόπο τις αγαπημένες τους ιστορίες και τους εαυτούς τους.

image

Κι ένας συγγραφέας που κατάλαβε μετά από χρόνια πως ό,τι αγαπάμε, όσο κι αν κάνουμε πως το λησμονάμε, επιστρέφει. Κι ας γνωρίζει ότι το τέλος του μόνο καλό δεν μπορεί να είναι…

Το βιβλίο περιλαμβάνει τα διηγήματα: «Τo τραίνο» ● «Το νησί» ● «Άγγελος» ● «Η σπηλιά» ● «H πόρτα» ● «Φωτογραφία» ● «Καπετάν Νικόλας».

Λίγα λόγια για τον Χρίστο Βούζα

Ο Χρίστος Βούζας γεννήθηκε στην Αθήνα το 1967. Αποφοίτησε από την ΑΣΟΕΕ  και έχοντας κατάλληλες βάσεις από τις σπουδές του αποφάσισε να ασχοληθεί με την εξοικονόμηση λέξεων. Εργάστηκε ως δημοσιογράφος σε όλο το φάσμα των ΜΜΕ (μεταξύ άλλων, Αθηνόραμα, ΣΚΑΪ, STAR, Flash96, Καθημερινή, Νέα Μεσημβρινή, Αδέσμευτος Τύπος, City Press, Αξία), ενώ από το 2008 ίδρυσε και διευθύνει τη βραβευμένη από το Ίδρυμα Μπότση ιστοσελίδα aftodioikisi.gr.

image

Τις ελεύθερες ώρες του, όταν δεν διαβάζει ή ταξιδεύει, πλάθει ιστορίες παίζοντας με τις λέξεις. Οι Ιστορίες με Κακό Τέλος είναι το πρώτο του βιβλίο.