Η συγγραφέας Γιώτα Αγγελοπούλου μετά την επιτυχημένη πορεία των βιβλίων της «Το Νησί Πέρα από την Ακτή» και «Επανάσταση 1821 – Γένους Θηλυκού» από τις Εκδόσεις Αγγελάκη, επιστρέφει με το μυθιστόρημα «Καλή αντάμωση, Σμύρνη μου»: μια ιστορία αγάπης βασισμένη σε αληθινά γεγονότα που εξελίσσεται γύρω στα 1850 στη Σμύρνη και σημαδεύει τη ζωή των ηρώων της.

Ads

image

Πώς ήταν η ζωή στη Σμύρνη μετά το τέλος της Επανάστασης του ‘21 και μέχρι το τέλος του 1860; Ποια ήταν η φυσιογνωμία της πόλης; Πώς ζούσαν οι Έλληνες, ποια ήταν η θέση της γυναίκας στην ελληνική κοινότητα;

Σε αυτές και σε άλλες ερωτήσεις δίνει απάντηση η συγγραφέας…

Ads

«Η θέση της γυναίκας στην Ελληνική κοινότητα της Σμύρνης ήταν γενικά υποδεέστερη από αυτή των ανδρών και δεν ήταν η ίδια σε όλα τα κοινωνικά στρώματα. Οι πλουσιότερες οικογένειες είχαν πιο φιλελεύθερες στάσεις απέναντι στην εκπαίδευση και την συμμετοχή των γυναικών στα κοινωνικά και πολιτιστικά δρώμενα με αποτέλεσμα οι γυναίκες σε αυτές τις οικογένειες να είχαν μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων και επιλογών στη ζωή τους.

«Εδώ στη Σμύρνη, μου έχουν πει, πως τα κορίτσια παντρεύονται στα δεκαπέντε. Στα τριάντα, λένε, πως είναι αρκετά μεγάλες και στα σαράντα ηλικιωμένες», διαβάζουμε στο βιβλίο.

Πράγματι, ο γάμος ήταν μια σημαντική πτυχή της ελληνικής κοινωνίας στη Σμύρνη και τον θεωρούσαν για την γυναίκα ως μέσο οικονομικής εξασφάλισης, αλλά και ως μέσο εκπλήρωσης και σκοπού. Γενικά, οι Ελληνίδες της Σμύρνης έπρεπε να παντρεύονται σε πολύ νεαρή ηλικία και μέσα στην κοινωνική τους τάξη. Οι γάμοι κανονίζονταν κυρίως από τις οικογένειες της νύφης και του γαμπρού και μόνο κάποιες φορές υπήρχε σχετική συνεισφορά από το ίδιο το ζευγάρι. Μετά τον γάμο, λόγω της κυρίαρχης πατριαρχικής νοοτροπίας της εποχής, οι γυναίκες ασχολούνταν αποκλειστικά με τα οικιακά και την ανατροφή των παιδιών. Το διαζύγιο ήταν σπάνιο και δύσκολο να επιτευχθεί και οι γυναίκες που χώριζαν, συχνά στιγματίζονταν από την τοπική κοινωνία. Επιπλέον, είχαν περιορισμένα δικαιώματα σε ό,τι σχετιζόταν με την περιουσία και την κληρονομιά, γεγονός που μπορούσε να τις αφήσει ευάλωτες σε περίπτωση διαζυγίου ή θανάτου του συζύγου τους.

Σε ένα άλλο σημείο του βιβλίου λέει: «Περίμενα ότι η Μυρτώ Σμυρλή θα ερχόταν στον χορό… Ναι, ήταν να έρθει, αλλά ο πατέρας της δεν την άφησε να βγει…»

image

Τα κορίτσια στη Σμύρνη έπρεπε να τηρούν αυστηρά πρότυπα σεμνότητας και οι κοινωνικές έξοδοι ήταν συχνά περιορισμένες και ελεγχόμενες. Γενικά, η κοινωνική ζωή των Ελληνίδων επικεντρωνόταν κυρίως γύρω από την οικογένεια, την εκκλησία και κάποιες πολιτιστικές εκδηλώσεις. Επιτρεπόταν να συναναστρέφονται με άλλες γυναίκες στον κοινωνικό κύκλο τους, να ανταλλάσσουν επισκέψεις η μια στο σπίτι της άλλης ή να πηγαίνουν σε γάμους ή άλλες γιορτές. Υπήρχαν σημαντικοί περιορισμοί να συμμετέχουν στη δημόσια ζωή και δεν ήταν λίγες οι φορές που ήταν απρεπές να βρίσκονται σε ανδροκρατούμενους χώρους, όπως τα καφενεία.

«Η Μυρτώ είχε μεγαλώσει με τις Αδελφές του Ελέους αφού το σχολείο της ήταν ένα από τα πιο γνωστά ιδιωτικά παρθεναγωγεία στη Σμύρνη…»

Η Μυρτώ του βιβλίου ήταν από τις τυχερές της εποχής εκείνης, αφού είχε μαθητεύσει στο γαλλικό παρθεναγωγείο “Πρόνοια” που το διεύθυναν και δίδασκαν οι Αδελφές του Ελέους. Κατά κανόνα, η εκπαίδευση για τα κορίτσια δεν ήταν προτεραιότητα της οικογένειας και έτσι τα περισσότερα δεν πήγαιναν σχολείο.

Ορισμένες οικογένειες με οικονομικό και κοινωνικό υπόβαθρο παρείχαν εκπαίδευση στις κόρες τους στα σχολεία θηλέων που υπήρχαν τότε στη Σμύρνη και όπου κυρίως μάθαιναν ανάγνωση, γραφή, αριθμητική και θρησκευτικά. Ωστόσο, παρά τις περιορισμένες ευκαιρίες για επίσημη εκπαίδευση, οι Ελληνίδες στη Σμύρνη ήταν γνωστές για την παιδεία και την αγάπη τους για τη λογοτεχνία. Υπήρχαν γυναικείοι σύλλογοι, δημοφιλείς εκείνη την περίοδο, που παρείχαν ευκαιρίες σε γυναίκες να συγκεντρώνονται και να συζητούν για λογοτεχνία και τρέχοντα γεγονότα.

Οι γυναίκες που ήταν μορφωμένες είχαν υψηλή εκτίμηση στην κοινωνία και συχνά έπαιζαν σημαντικό ρόλο ως δασκάλες. Κάποιες μάλιστα είχαν ιδρύσει και σχολεία, παρέχοντας εκπαίδευση σε κορίτσια και νεαρές γυναίκες. Η ενασχόληση των γυναικών με την πολιτιστική ζωή της Σμύρνης δεν περιοριζόταν μόνο στις λογοτεχνικές αναζητήσεις. Διαδραμάτισαν επίσης σημαντικό ρόλο σε φιλανθρωπικές και φιλόπτωχες οργανώσεις που παρείχαν στήριξη σε φτωχούς και άρρωστους.

«Η μητέρα της ήταν αγία γυναίκα. Δυστυχώς, την έχασα νωρίς. Η Μυρτώ μου τότε ήταν πολύ μικρή. Αλλά της μοιάζει πολύ. Έχει την εξυπνάδα της και τα ίδια χαρακτηριστικά με εκείνη,» λέει ο πατέρας της ηρωίδας του βιβλίου.
Οι Ελληνίδες μητέρες στη Σμύρνη έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ανατροφή των παιδιών τους και στη μετάδοση πολιτιστικών αξιών και παραδόσεων. Ήταν υπεύθυνες να παρέχουν στα παιδιά φροντίδα, αγάπη και προσοχή, να τους διδάσκουν πρακτικές δεξιότητες και να τους μεταδίδουν τις γνώσεις τους για τον ελληνικό πολιτισμό ενσταλάζοντάς τους με αυτό τον τρόπο αίσθηση περηφάνειας για την κληρονομιά τους.

«Ξύπνησέ με νωρίς, Καλυψώ, γιατί θέλω να πάω στην εκκλησία,» είπε η Μυρτώ στην παραμάνα της.

Εκτός από την ανατροφή των δικών τους παιδιών, πολλές γυναίκες στη Σμύρνη δούλευαν και ως νταντάδες για παιδιά εύπορων οικογενειών. Αυτό ήταν ένα συνηθισμένο επάγγελμα για γυναίκες που δεν μπορούσαν να συντηρηθούν με άλλα μέσα και παρείχε σημαντική πηγή εισοδήματος για πολλές οικογένειες που πάλευαν να παράσχουν στα παιδιά τους βασικές ανάγκες, όπως τροφή, ρούχα και στέγη.

Επίσης, αρκετές Ελληνίδες στη Σμύρνη εργάζονταν ως μοδίστρες, κεντήστρες και υφάντριες και πουλούσαν τα προϊόντα τους στις τοπικές αγορές. Κάποιες άλλες βοηθούσαν τους συζύγους τους στις οικογενειακές επιχειρήσεις που διατηρούσαν, καθώς τότε θεωρούνταν ακατάλληλο για τις γυναίκες να συμμετέχουν σε δικές τους επιχειρηματικές δραστηριότητες».