«Οι στίχοι σου είναι πρώτα πρώτα της καρδιάς…. αλλά ιδίως για μένα είναι παρηγορητικοί γιατί αντανακλούν κάπως τον δικό μου κόσμο τον πιο φορτισμένο ψυχικά και πιο οδυνηρό» τού έγραφε ο ποιητής Μίλτος Σαχτούρης. «Γνήσια και ωραία τα ποιήματα σας» έγραφε ο Εγγονόπουλος. «Πήρα άπαντα τα ευρισκόμενα πάθη σου, άγχη και όνειρα και τα διάβασα μονορούφι» ο Μένης Κουμανταρέας.

Ads

Ο Γιάννης Ευσταθιάδης ήταν νέος ποιητής και λάμβανε επιστολές με λόγια θαυμασμού επίσης από τον Τσιρόπουλο, την Βακαλό, τον Ταχτσή, τον Πεντζίκη, τη Δημουλά, τον Χριστιανόπουλο και πολλούς άλλους. Με κάποιους λογοτέχνες κράτησε μάλιστα στενή φιλική σχέση όπως με την Κική Δημουλά και τον Βασίλη Βασιλικό. Ήταν εξάλλου ο Γιάννης Ρίτσος η αφορμή να εκδώσει την πρώτη ποιητική του συλλογή όπως θα πει στη συνέντευξη που ακολουθεί. Τιμήθηκε το 2012 με το Κρατικό βραβείο Διηγήματος και με το βραβείο Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών για τα μουσικά και λογοτεχνικά του δοκίμια, ωστόσο κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο πυρήνας του έργου του είναι η «Κιβωτός» (Εκδόσεις Ύψιλον 1998) που περιλαμβάνει κάποια από τα σπουδαιότερα ποιήματα της σύγχρονης λογοτεχνίας.

Τον συνάντησα στο γραφείο του στον Γέρακα με σκοπό να μιλήσουμε για αυτόν τον πολύ παραγωγικό μισό αιώνα κατά τον οποίο κινείται ανάμεσα στη λογοτεχνία, τη διαφήμιση, τη δημοσιογραφία, τη Γαστρονομία (είναι ο άνθρωπος πίσω από τον Απίκιο και τον Δαίμονα του Μαγειρείου), τη μουσική την οποία έχει «σκάψει» ως μουσικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα αλλά και ως δοκιμιογράφος.

Τι συνδέει όλες αυτές τις πλευρές του; «Η μνήμη και η γλώσσα» θα απαντήσει αφού έχει αφήσει γενναιόδωρα το βλέμμα μου να περιδιαβεί το προσωπικό του αρχείο που περιλαμβάνει από ανέκδοτα ποιήματα και γράμματα της παιδικής του φίλης και στιχουργού Μαριανίνας Κριεζή έως φωτογραφίες της παιδικής του ηλικίας. Με αφορμή τη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα και στιχουργήματα (1975-2021)» (εκδ. Μελάνι) ο Γιάννης Ευσταθιάδης μίλησε στο tvxs με την ίδια τρυφερότητα που διαπερνά όλο το έργο του. Έφυγα με ένα cd με στίχους του μελοποιημένους απο τον Γιώργο Ρωμανό με ερμηνευτές τον Γερμανό, την Δήμου την Σαβίνα Γιαννάτου κι άλλους σημαντικούς τραγουδιστές, δείγμα πως το ανέκδοτο αρχείο του είναι ανεξάντλητο.

Ads

Από τα λίγα που γνωρίζω για το περιβάλλον που μεγαλώσατε, δεν ήταν οι γονείς σας που σας μύησαν στη λογοτεχνία…

Οι γονείς μου δεν είχαν καμία σχέση με το βιβλίο. Στο σπίτι υπήρχε μόνο η εγκυκλοπαίδεια του Ηλίου. Δεν υπήρχε ούτε πικ απ, ούτε καν γραμμόφωνο. Ένα παλιό ραδιόφωνο το οποίο πότε πότε άνοιγε και έπαιζε μόνο ελληνικά τραγούδια.

Ο πατέρας σας πιλοποιός, είναι μια τέχνη κι αυτή…

Σίγουρα το καπέλο και δη το γυναικείο είναι μια μορφή τέχνης, όπως και το ένδυμα άλλωστε, και ο πατέρας μου την ασκούσε καλά – πήγαινε μάλιστα δυο φορές τον χρόνο στο Παρίσι για ενημέρωση στις νέες τάσεις.

Όμως ο πατέρας μου σκοτώθηκε σε ατύχημα στα 52 του χρόνια, όταν εγώ ήμουν μόλις 9 ετών. Έτσι δεν έχω πολλές αναμνήσεις από εκείνον. Έχω μόνο επιθυμίες. Απραγματοποίητες…

Πως στρέφεται ένας νέος άνθρωπος στη λογοτεχνία όταν δεν υπάρχει το ερέθισμα στην οικογένεια;

Κάποιος φίλος του πατέρα μου μού χάρισε την τρίτομη ποιητική ανθολογία του Μιχάλη Περάνθη, ήταν τότε μια κλασική έκδοση και την έχω ακόμα. Σε αυτές τις σελίδες πέρασα ώρες, μέρες, μήνες, χρόνια. Ήταν κάτι που με μάγεψε. Αυτό έγινε όταν ήμουν 8 ετών, πριν πεθάνει ο πατέρας μου. Δεν υπήρχε μέρα που να μην περιπλανηθώ σε αυτές τις σελίδες. Φυσική συνέπεια 10 ετών έγραψα το πρώτο μου ποίημα.

Πάνω σε ποιο θέμα και με ποια αφορμή;

Το θέμα συνέπιπτε με τον τίτλο. «Το ασημί άστρο των Χριστουγέννων». Σας το δίνω δακτυλογραφημένο από εμένα τότε.

Το πρώτο μου αυτό ποίημα ήταν έμμετρο. Μολονότι το πνεύμα είναι ηθικοπλαστικό, η τεχνική του για ένα παιδί 10 ετών ήταν πολύ καλή. Και αυτό μου κράτησε το ενδιαφέρον. Έχω γράψει πολλά ποιήματα αλλά κυρίως στιχουργήματα έμμετρα. Ίσως ήταν η νεανική συνήθεια.

Τι σας μάγεψε στην ποίηση; Ο ρυθμός; Η μικρή φόρμα; Η αφαίρεση; Τι είχε η ποίηση που δεν είχε η λογοτεχνία που γνωρίζατε;

Δεν γνώριζα τίποτα άλλο, έτσι γνώρισα τη λογοτεχνία. Και αυτή η ανθολογία ξεκινάει από την Άλωση, προχωρεί στο δημοτικό τραγούδι και πάει από τον 18ο στον 20ο αιώνα. Άρα γνώρισα όλη τη μετάλλαξη της ποίησης. Το έμμετρο, τον δεκαπεντασύλλαβο, τον ελεύθερο στίχο, τον ρομαντισμό, τον συμβολισμό, τον υπερρεαλισμό κ.λπ.

Η μητέρα σας τον καταλάβαινε αυτόν τον κόσμο;

Όχι τόσο. Αλλά καταλάβαινε εμένα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα. Ως τον θάνατο του πατέρα μου ζούσαμε σε ένα αστικό σπίτι με καλό επίπεδο ζωής. Μετά τον θάνατό του, η μητέρα μου κράτησε το κατάστημα του για δύο χρόνια, μετά το έκλεισε και έγινε υπάλληλος στη Νεοστρώμ.

Το καπέλο έπαψε να είναι μόδα, γιατί αναπτύχθηκαν τα πρώτα μικρά κομμωτήρια. Έτσι, οι μπούκλες των μαλλιών κατέβαλαν το καστόρι και το βελούδο. Περάσαμε περιόδους μεγάλης φτώχειας. Θυμάμαι όταν βγήκε το πρώτο βιβλίο, η μητέρα μου είχε μισθό 1.200 δραχμές. Αυτό το βιβλίο στοίχισε 7.000 δραχμές. Όταν είπα σοκαρισμένος το νούμερο εκείνη είπε «όχι, αφού το θες θα το βγάλουμε». Μπορεί να μην καταλάβαινε λοιπόν την ποίηση, όμως καταλάβαινε εμένα.

Το περιβάλλον που μεγαλώνατε, στο κέντρο στη σχολή Χιλλ στο παρθεναγωγείο, πώς συνδιαμόρφωσε τον χαρακτήρα σας; Το ότι πήγατε σε σχολείο με κορίτσια πως σας επηρέασε;

Ήταν η πρώτη χρονιά που το Παρθεναγωγείο δέχθηκε και αγόρια αλλά ο κόσμος δεν ήταν εξοικειωμένος με την ιδέα. Έτσι στην τάξη υπήρχαν ένα-δύο αγόρια και 25 κορίτσια.

Έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να ζήσω ωραίο κλίμα, ωραίες ανθρώπινες σχέσεις αλλά και να εκτιμήσω την ευφυία και την ομορφιά των γυναικών. Έχω ακόμα σχέση και συχνή επικοινωνία με πολλές από τις συμμαθήτριές μου…

Και στο Γυμνάσιο;

Στο Γυμνάσιο πήγα όλα τα χρόνια στο Λεόντειο Λύκειο. Εξαιρετικές εμπειρίες, καταπληκτικοί καθηγητές!

Όταν δεκαπενταετής, όχι πλοίαρχος αλλά ποιητής, εξέδωσα το πρώτο μου βιβλίο με επιβράβευσαν με ένα λογοτεχνικό βραβείο και χρήματα που έβαλαν οι καθηγητές της τάξης μου.

Όλα τα χρόνια είχα δύο καταπληκτικούς φιλολόγους καθηγητές. Τον Αντώνη και τον Γιάννη Καρατζά. Στην πρώτη Γυμνασίου ο Αντώνης μας είχε βάλει θυμάμαι έκθεση με θέμα τον αλκοολισμό. Εγώ αντί να γράψω έκθεση έγραψα ένα διήγημα. Μου σημείωσε από κάτω με κόκκινο μελάνι το απίστευτο «Εύγε! Διάβαζε πολύ Ελληνική Λογοτεχνία και θα γίνεις μια μέρα ένας μεγάλος τεχνίτης του Ελληνικού Λόγου».

Βγάλατε το πρώτο σας ποιητικό βιβλίο 15 ετών. Δεν είναι συνηθισμένο για ένα νέο παιδί. Ήθελε θάρρος η απόφαση;

Ναι, τις «Έξη χιλιάδες μέρες». Το θεώρησα φυσική ενέργεια. Αλλά είχε παίξει ρόλο το ότι διάβασε τα ποιήματα μου ο Γιάννης Ρίτσος και με ενεθάρρυνε.

Πως προέκυψε;

Πήγαινα στον Κέδρο και ήταν τότε εκεί η Νανά Καλλιανέση. Πήγαινα δυο φορές την εβδομάδα. μια μέρα μου λέει: «αύριο θα έρθει εδώ ο Ρίτσος δεν φέρνεις τα ποιήματα σου να του τα δώσεις;» Έτσι κι έγινε. Τα πήρε με χαρά. Μετά τον συνάντησα και μου είπε «τα διάβασα όλα, ήταν πολύ καλά και νομίζω μπορείς να τα εκδώσεις».

Και γιατί τα αποκηρύξατε μετά;

Δεν αποκήρυξα μόνο αυτό το πρώτο, αλλά και άλλα δύο, που εξέδωσα 17 και 21 ετών. Ήταν όλα πειραματικά με πολλές επιρροές. Και το κυριότερο αισθανόμουν ότι μέσα απ’ αυτά δεν ήμουν εγώ! Πολύ έντονο συναίσθημα.

Πότε το νιώσατε;

Από το 1970 και μετά που άρχισα να γράφω με έναν προσωπικό τρόπο και βγήκε τότε το πρώτο επίσημο βιβλίο μου, τα «Ασπρόμαυρα» το 1975. Έκτοτε έχω εκδώσει 6 βιβλία ποίησης και 3 με στιχουργήματα. Όλα περιλαμβάνονται στην πρόσφατη συγκεντρωτική έκδοση «Ποιήματα & Στιχουργήματα». Τα στιχουργήματα είναι ποιήματα αλλά με παιχνίδι λέξεων, συνηχήσεων και ομοιοκαταληξιών. Προσπαθώ να ομοιοκαταληκτούν, όχι μόνο στη λήγουσα αλλά στην παραλήγουσα και ακόμα καλύτερα στην προπαραλήγουσα.

Παράδειγμα:

Λέξεις σκληρές, σε σχήμα ξίφους

τρώγουν το κέλυφος του ύφους

ή

Βραδινά ία εσείς

ερημία και ίασις

ή

Μεσ’ στην καρδιά μου το φωνήεν

α

βρυχάται νύχτα σαν την ύαιν-

α

Είστε στη γενιά του ’70 αλλά είχατε πει ότι λόγω των πρώτων εκδόσεων θα μπορούσατε να είστε και σε εκείνη του ’60.

Ναι θα μπορούσα, ηλικιακά ανήκω στη γενιά του ’70. Και έτσι νιώθω.

Τι ακολούθησε μετά το σχολείο;

Πήγα στη Νομική Αθηνών, εκεί που – όπως έλεγα σαρκαστικά – πηγαίνουν όλοι εκείνοι που δεν ξέρουν τι θέλουν να κάνουν. Φοίτησα και τα τέσσερα χρόνια. Έφτασα στο πτυχίο αλλά δεν το πήρα ποτέ, γιατί τότε είχα αρχίσει να δουλεύω στη διαφήμιση, οπότε είμαι τελειόφοιτος όχι απόφοιτος. Δεν μου χρειάστηκε βέβαια το πτυχίο.

Ο κόσμος της διαφήμισης σάς άνοιξε δρόμους;

Βεβαίως. Δούλεψα ως κειμενογράφος. Πήρα όλα τα θετικά της διαφημιστικής κειμενογραφίας, τον άμεσο λόγο, τη λακωνικότητα, το παιχνίδι με τις λέξεις, τους σφιχτούς ρυθμούς που είναι χρήσιμα για τον συγγραφέα. Και η ποίηση μου αλλά και τα πεζά μου έχουν μικρή φόρμα. Με εξαίρεση τις 3 νουβέλες μου. Πάντα όμως υποστηρίζω ότι δεν πρέπει ποτέ ο συγγραφέας να βάζει διαφήμιση στη λογοτεχνία του ούτε λογοτεχνία στη διαφήμιση.

Είναι σχέση ζωής, είστε σε δύο παράλληλους κόσμους και κάποια στιγμή παύετε να γράφετε ποίηση και επανέρχεστε 20 χρόνια μετά.

Ναι γιατί η «Κιβωτός» που βγήκε το 1998, βγήκε λίγους μήνες μετά τον θάνατο του μικρού μου γιου. Τα δύο τελευταία ποιήματα, είναι αφιερωμένα σε αυτόν. Το ένα γράφτηκε 15 μέρες πριν αρρωστήσει και τελειώνει «…μην περιμένεις γιο μου να σε αποκαλώ γιατί καλά το ξέρεις είσαι ο πατέρας μου και κάθε μέρα με ξαναγεννάς».

Χριστούγεννα του 1997 πέθανε ο μικρός και γράφτηκε η «Κιβωτός» που κλείνει το βιβλίο, ο αποχαιρετισμός. Αισθάνθηκα ότι δεν έχω τίποτα άλλο να πω. Ίσως αυθαίρετο συναίσθημα, αλλά αληθινό.

Όμως στην πραγματικότητα δεν σταματήσατε να μιλάτε, αλλά επιλέξατε άλλη φόρμα, άλλη γλώσσα. Την πεζογραφία.

Ναι, μπήκα σε ένα άλλο δωμάτιο.

Μήπως η ποίηση είναι πιο επώδυνο δωμάτιο;

Δεν το είχα σκεφτεί αλλά μάλλον δεν θα διαφωνούσα. Πιο επώδυνο και πιο σκοτεινό.

Έχει πιο μεγάλη απόσταση η πεζογραφία;

Η ποίηση πάει πιο κοντά στη μουσική η πεζογραφία στη ζωγραφική.

Πως επιστρέψατε στην ποίηση μετά από 20 χρόνια;

Αισθάνθηκα ότι ήταν η ώρα να ξαναγυρίσω. Το ένιωσα.

Άλλαξε κάτι στη γραφή σας στο μεσοδιάστημα;

Δεν νομίζω να άλλαξε κάτι ουσιαστικά. Υπάρχει κάτι που πάει να πατήσει αλλού, αλλά κρατά και τους δεσμούς που έχει με το ύφος, την ατμόσφαιρα, τα συναισθήματα.

Έχετε πει ότι προκύπτουν από επίμονη εργασία τα έργα σας πάνω σε μία ιδέα. Πως προκύπτει η ιδέα και είναι απαραίτητο για εσάς να έχετε μια συναισθηματική απόσταση ή γράφετε και όσο «καίει» μια εμπειρία μέσα σας, σε οδύνη ή χαρά;

Τα έχω κάνει και τα δύο. Ανάλογα με το πως ερχόταν το πράγμα και έδενε στη ζωή μου. Τον μελοδραματισμό τον απεχθάνομαι. Και η ποίηση και η πεζογραφία μου βασίζεται πολύ στη μνήμη και καθόλου στη νοσταλγία. Η νοσταλγία έχει μελόδραμα. Η μνήμη έχει αμεσότητα και λιτότητα.

Ωστόσο το συναίσθημα δεν λείπει από τη μνήμη.

Ναι αλλά αισθήματα εκφρασμένα με τρόπο λιτό, άμεσο, σοβαρό. Αντλώ και από το παρελθόν και από το παρόν αλλά και απ’ το μέλλον μου υλικό.

Πότε γνωρίζετε ότι ολοκληρώθηκε κάτι;

Νομίζω το γνωρίζω εκ των προτέρων. Υπάρχει μια προετοιμασία που γίνεται πριν αρχίσω καν να γράφω. Μια δοκιμή της δομής του κειμένου ή του ποιήματος. Και μέσα σε αυτή τη δομή μπαίνουν και μένουν τα συναισθήματα. Γράφω μέσα μου χωρίς μολύβι, το ετοιμάζω. Γι’ αυτό και γενικά κάνω πολύ λίγες αλλαγές και διορθώσεις.

Στην ποίηση σας ο χρόνος δεν είναι πάντα ευθύγραμμος. Ποια είναι η σχέση σας με τον χρόνο και πως επηρεάζει τη γραφή σας;

Ο χρόνος είναι στοιχείο και της μνήμης – προς τα πίσω αλλά και της επινόησης, βλέποντας μπροστά. Είτε έτσι, είτε αλλιώς είναι βασικό στοιχείο της γραφής μου. Ο προσωπικός χρόνος όσο μεγαλώνω με απασχολεί λιγότερο.

Έχω καλή σχέση μαζί του. Ρεαλιστική. Ένα μονόστιχο ποίημά μου λέει: «Είμαι ζήτημα χρόνου» και σ’ ένα πεζό μου έχω γράψει «Δεν περνάει ο καιρός. Εμείς περνάμε». Θα περάσει κι’ αυτό!

Υπάρχει μια ανάγκη που σας καθοδηγεί στην ποίηση σας;

Ναι. Αλλά βέβαια ο χρόνος παίζει κι εδώ τον δικό του ρόλο. Ας πούμε τώρα, τα τελευταία χρόνια δεν έχω καθόλου την ανάγκη να γράψω ούτε έναν στίχο. Ίσως γιατί αλλάζουν και τα ενδιαφέροντα μου. Τελευταία γράφω πολλά μουσικά κείμενα και μάλιστα ετοιμάζω ένα νέο βιβλίο που θα βγει από τις εκδόσεις Μελάνι.

Ένα άλλο πεδίο ενδιαφέροντος σας είναι η γαστρονομία. Θα περίμενε κανείς να γράψετε δοκίμια γύρω από τη λογοτεχνία αλλά αγαπάτε τη γαστρονομία και τη μουσική.

Γιατί πιστεύω ότι και στους χώρους αυτούς αναδεικνύεται και η γλώσσα. Το θέμα είναι όχι μόνο τι θα πεις αλλά και πως θα το πεις. Ειδικά στη γαστρονομία με ενδιαφέρει όχι τόσο η γλώσσα της γεύσης όσο η γεύση της γλώσσας.

Ωστόσο η γαστρονομία έχει σχέση και με μια πρωταρχική ανάγκη μας που μας συνδέει με τη μνήμη των παιδικών μας χρόνων.

Ναι βέβαια από τον πρώτο θηλασμό έως την ημέρα του θανάτου. Γιατί αν πεθάνει κανείς απότομα θα έχει φάει στο σπίτι, αν είναι στο νοσοκομείο θα έχει σωληνάκι στο στόμα.

Ο κόσμος των αισθήσεων, της ακοής (μουσική) της γεύσης… Μπαίνετε σε βάθος μελετώντας αυτές τις αισθήσεις.

Και στη μουσική και στη γαστρονομία, αισθάνομαι ότι έχω να πω πράγματα που έχουν σχέση με έντονα βιώματα. Αλίμονο αν η μουσική δεν έχει σχέση με τη μνήμη και πόσο μάλλον η γαστρονομία. Άρα οι γενικές μου θέσεις περνάνε σε κάθε είδος γραφής.

Είμαστε οι μνήμες μας με έναν τρόπο;

Ναι είμαστε και μάλιστα με πολλούς τρόπους.

Στη σύγχρονη ποίηση υπάρχει έντονο το στοιχείο του μελοδραματισμού;

Δεν θα το έλεγα. Οι ποιητές που αγαπώ δεν έχουν τέτοια τάση.

Έχετε σχέση με ομότεχνους σας μου λέγατε νωρίτερα.

Με τη Δημουλά η αλληλογραφία μας είναι ένας τόμος ολόκληρος. Το ίδιο σχεδόν με τον Βασίλη Βασιλικό. Έχω γενικώς εξαιρετικές σχέσεις με όλους.

Η ποιητική παράδοση στην Ελλάδα είναι ακόμα διάχυτη;

Νομίζω ναι. Είναι πραγματικά σημαντική τέχνη στη χώρα μας.

Σας έχει απασχολήσει η ποίηση στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης;

Η ποίηση πάντα, η τεχνητή νοημοσύνη καθόλου. Εγώ είμαι υπέρ της τεχνικής νοημοσύνης και ακόμη περισσότερο της καλλιτεχνικής νοημοσύνης.

Γράφετε με μια λάμπα κι έναν μαρκαδόρο

Ναι γιατί μου δημιουργεί μια πολύ ωραία ατμόσφαιρα, που λειτουργεί ερεθιστικά στη γραφή. Τώρα αν έγραφα θα τα έσβηνα όλα (όχι τα γραπτά, τα φώτα). Θα άφηνα μόνο ένα φως να πέφτει στο χαρτί και στο χέρι μου. Αυτό ξεκίνησε γιατί βράδυ είχα χρόνο για να γράφω. Και τώρα ακόμα κι αν έχω να γράψω κάτι πρωί, κλείνω τις κουρτίνες, κατεβάζω τα στόρια, ανάβω λάμπα. Φτιάχνω τεχνητό βράδυ.

Οι επιστολές των μεγάλων ποιητών που λάβατε αλλά και το βραβείο πως λειτούργησαν;

Τα βραβεία είναι σημαντικά πιο πολύ για μένα παρά για τα βιβλία μου. Δεν μ’ έκαναν ποτέ ευπώλητο και παρά τα βραβεία ήμουν «απώλητος», αλλά ένιωθα «απόλυτος». Το ίδιο σημαίνει και για μένα οι επιστολές από ανθρώπους που θαυμάζω.

Αισθάνομαι όσο σας ακούω ότι αισθάνεστε μια πληρότητα.

Ναι, γιατί έχω ζήσει όλα τα μεγάλα βιώματα, τις σημαντικές εμπειρίες: έρωτες, φιλίες, θανάτους, απώλειες, κέρδη, ζημίες, επιτυχίες, αποτυχίες και βέβαια μια πληρότητα σε όλο το έργο μου.

Είναι σύμμαχος αυτή η πληρότητα στη γραφή;

Ναι σαφώς. Γι’ αυτό είπα ότι το πέρασμα του χρόνου δεν με φοβίζει. Ίσως αυτή η πληρότητα να είναι και απάντηση στο ερώτημά σας για το χρόνο.

Υπάρχει κάτι που σας φοβίζει παρόλα αυτά;

Μεγάλα πράγματα δεν με φοβίζουν. Με φοβίζουν τα μικρά. Όπως για παράδειγμα ένας θόρυβος που προέρχεται από μια πηγή μέσα στο σπίτι, μια διακοπή ηλεκτρικού, μία καταιγίδα με πολύ νερό.

Το συλλογικό γίγνεσθαι πόσο σας απασχολεί; Οι πόλεμοι η τοξικότητα, η πολιτική;

Όλα είναι σημαντικά αλλά όσο περνά ο χρόνος με απασχολούν λιγότερο. Ο πιο διάσημος διαφημιστής στην ιστορία, ο David Ogilvy ήταν υπερήλικος όταν του έθεσαν ερωτήματα για το μέλλον: «Πρέπει να σας πω ότι έχω ένα πολύ περιορισμένο ενδιαφέρον για το μέλλον», απάντησε.