Η Ειρήνη Μαρία Τσουκάλη αφηγείται στο Tvxs την εμπεiρία της συγγραφής -Από την ιδέα μέχρι το τυπογραφείο- του βιβλίου της «Έχω likes, άρα υπάρχω» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς.

Ads

«Τον Καραγκιόζη…», ακούστηκε να λέει κάποιος από το καφενείο κι εγώ, που εκείνη την ώρα περνούσα απ’ έξω, ένιωσα κάτι μέσα μου να διαμαρτύρεται. Είχα ξανακούσει τον χαρακτηρισμό χιλιάδες φορές, αλλά μόνο τότε συνειδητοποίησα πού είχαμε φτάσει. Τόση απαξίωση. Τόση εμπάθεια. Μα τι μας έκανε πια αυτός ο ρακένδυτος τεμπελχανάς και φορτώσαμε στην κυρτωμένη του ράχη όλες τις κατηγορίες του κόσμου; Εκείνος, λαθρεπιβάτης από τα μικρά μου χρόνια, στάθηκε έξαλλος μπροστά μου. «Είναι άδικο!», φώναξε. Κι αυτό, όπως και τόσα άλλα, σκέφτηκα. Και τι μπορούσα να κάνω; Προσπάθησα να σκαλίσω την αγανάκτησή του στο χαρτί. Να του σκαρώσω μια ιστορία που να μπορεί να τη χωρέσει, να συγχωρεθεί με λίγα λόγια.

Κι εκεί που νόμιζα πως είχα ξεμπερδέψει, βρήκα μπροστά στην πόρτα μου δεκάδες άλλους αλαφροΐσκιωτους τύπους να διαμαρτύρονται, καθένας για τον δικό του πόνο. Και τώρα; Πώς κουμαντάρεις τόσους ήρωες -θηρία μερικοί. Πώς να τους αρνηθείς πέντε γραμμές, μία σελίδα, μια ιστορία, βρε αδερφέ; Σήκωσα τα μανίκια και άρχισα να γεμίζω τις λευκές σελίδες. Όταν έδωσα μιλιά και στον τελευταίο, σώπασαν. Αυτό ήταν, σκέφτηκα και παραμέρισα τα χαρτιά. Σίγουρη πως τους είχα ξεγελάσει για τα καλά. Αλλά οι ιστορίες συσπειρώθηκαν. Έγιναν κάτι χειρότερο από σωματείο. Έγιναν ένα βιβλίο που με απειλούσε πως, αν δεν το έπαιρνα στα σοβαρά, θα με στοίχειωνε. Δεν το πίστεψα.

Κύλησε ο καιρός και κοιμόμουν ήσυχη. Ώσπου, οι σελίδες άρχισαν να διεκδικούν κάτι απ’ τον ύπνο μου, λίγη από την έρημη ησυχία μου, μια στάλα μελάνι από το ρημάδι το στυλό που χουζούρευε. Με εκδικήθηκαν. Βήματα ακούγονταν, κυκλώνοντας τις σκέψεις μου κι ένας κούκος μου έκοβε το αίμα κάθε τόσο, σημαίνοντας πως ήταν ώρα. Ώρα για τι; Κι άλλοι παραπονούμενοι, με τις ιστορίες τους στον ώμο, ζητούσαν το δίκιο τους. Κι άλλες σελίδες κι άλλο μελάνι κι εκείνος ο κόμπος στο λαιμό, μην τύχει και τακιμιάσουν1 με τα άλλα γραμμένα χαρτιά και βάλλουν πράγματα με το μυαλό τους. Έτσι και έγινε. Δεν πρόλαβα καλά καλά να τα καταχωνιάσω κι είχανε γίνει ήδη μια γροθιά με τα υπόλοιπα. Ένα βιβλίο. Το πάθημα, μάθημα. Όλα κι όλα. Αυτή τη φορά θα έδινα λίγη σημασία.

Ads

Έγραψα, έσβησα ξανά και ξανά και αυτό δώσ’ του κι έπαιρνε θάρρος, όσο εγώ έχανα το δικό μου. Ομολογώ πως, όταν μου ανακοίνωσε ότι είναι έτοιμο, το κλείδωσα σε ένα συρτάρι για να μάθει τρόπους. Εκείνο, όμως, δεν έπαψε να μουρμουρίζει τα βράδια, να κλαίει τα πρωινά και να μασάει βαριές κουβέντες τα απογεύματα. Του έδωσα άλλη μια ευκαιρία, το ξαναέγραψα, το ξαναέσβησα, το φόρτωσα με μερικά ακόμα διηγήματα και το ανακούφισα από κάποια άλλα -ποιο βαριά. Το ζάλισα, το παίδεψα, του άλλαξα τα φώτα, το σιδέρωσα όπου μου έμοιαζε ασουλούπωτο και τίναξα μερικές λέξεις (για να μην είναι στην τρίχα και το περάσουν για επιτηδευμένο). Επαναστάτησε. Του υποσχέθηκα ότι θα το άφηνα επιτέλους ελεύθερο, αλλά συνέχιζα να το κρατάω απ’ το χέρι, μην τύχει και μπει σε μπελάδες.

Μια μέρα μού ανακοίνωσε πως βρήκε στέγη. Φαινόταν αποφασισμένο. Το άφησα. Το κοίταζα με αγωνία καθώς περνούσε στην απέναντι πλευρά του δρόμου. Θα βρισκόταν πια σε άλλα χέρια και άλλοι θα υπέφεραν τις ιδιοτροπίες του. Περίμενα για τη στιγμή που θα ξανασυναντηθούμε κι αναρωτιόμουν, αν μέχρι τότε θα με θυμάται ή αν θα μου μοιάζει ξένο.

Μόλις έμαθα πως έφτασε νωρίτερα, αιφνιδιάστηκα. Πέρασα το κατώφλι του εκδοτικού διστακτικά. Τι μας περίμενε; Άραζε πάνω σε κάποιο ράφι. Το αναγνώρισα αμέσως κι εκείνο, που πρώτο με είχε μυριστεί, βγήκε από το χουζούρι του κουνώντας τ’ αυτιά.

Τώρα, το χαζεύω. Τρέχει εδώ κι εκεί ευχαριστημένο, φορώντας το καλό του εξώφυλλο και τις καθαρές του σελίδες. Τού αναγνωρίζω πως είχε δίκιο και το ευχαριστώ. Τόσο αυτό το έμψυχο χαρτί, όσο και τον Χρήστο Τσαντή (από τις εκδόσεις Ραδάμανθυς) που το εμπιστεύτηκε και είμαστε πλέον συνένοχοι σε τούτη την αποκοτιά.

Λίγα λόγια για το βιβλίο

Στο βιβλίο αυτό θα βρείτε 33 διηγήματα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: Αν πάσχετε από οποιαδήποτε μορφή σοβαροφάνειας, μην προχωρήσετε στην ανάγνωσή τους. Το παρόν βιβλίο δεν διαθέτει κανένα ίχνος σοβαρότητας και δεν θα σας σεβαστεί καθόλου.

Τι κοινό μπορεί να έχει ο καραγκιόζης με τον κόμη δράκουλα, ή ένας ταπεινός ψυχολόγος με μια απλή κότα;

Τι χρειάζεται για να είναι κανείς σήμερα υπερήρωας;

Υπάρχουν αόρατοι άνθρωποι ανάμεσά μας;

Διηγήματα βγαλμένα από τη ζωή, αλλά γραμμένα με μαγικό μελάνι. Παραμορφωμένα και έτοιμα στο πιάτο σας, για να τα απολαύσετε καυτά.

Είναι πραγματικοί ήρωες σε μια φανταστικοί καθημερινότητα ή φανταστικοί ήρωες σε μια πραγματική καθημερινότητα;

Είναι εντός κι εκτός πραγματικότητας, αληθινοί και ταυτόχρονα μυθοπλαστικοί ως εκεί που δεν πάει.

Παρακαλώ προσδεθείτε. Οι αναταράξεις αναμένεται να είναι σφοδρές. Είτε γελάσουμε, είτε κλάψουμε, ένα είναι σίγουρο: Θα το περάσουμε μαζί!

«Σαν χρονογραφήματα ξεδιπλώνονται οι τόσο μικρές, αλλά και τόσο μεστές σε νοήματα ιστορίες. Ένα βιβλίο γεμάτο με διηγήσεις, που άλλοτε σαν παραμύθια μας ταξιδεύουν στη χώρα της αυτογνωσίας και της ονειροφαντασίας, και άλλοτε μας «προσγειώνουν» σε στιγμές της σκληρής καθημερινότητας. Με σαρκασμό και σατιρική διάθεση, η συγγραφέας προσεγγίζει θέματα που «καίνε» και καταφέρνει με τη γραφή της να ευαισθητοποιήσει και να προβληματίσει», Χρήστος Τσαντής.

Η συγγραφέας του βιβλίου

Μεγάλωσα στην Κω και οι ρίζες της καταγωγής μου εκτείνονται σε Νίσυρο και Κάλυμνο, με τα ίχνη τους να χάνονται κάπου στα παράλια της Μικράς Ασίας. Σπούδασα Ανακαίνιση και Αποκατάσταση Κτιρίων στο ΑΤΕΙ Πατρών. Σήμερα εργάζομαι ως διαπιστευμένη διαμεσολαβήτρια. Κοιτάζοντας, λοιπόν, τον φάρο στο παλιό λιμάνι των Χανίων, ξέρω μονάχα πως θέλω να συνεχίσω να ταξιδεύω, να μοιράζομαι τη ζωή μου με όλους τους αγαπημένους μου ανθρώπους, να δίνω χάδια στην Μυρτώ και την Αύρα, να αισθάνομαι στα πέλματά μου τη δροσερή άμμο πλάι στη φλυαρία της θάλασσας τα καλοκαιρινά βράδια και μέχρι να μεγαλώσω, να έχω γίνει συγγραφέας. Ως τώρα, έχουν πάρει σάρκα και οστά μερικοί «απελευθερωμένοι ασβοί» και μια «μετανοημένη μάγισσα». Έχω ακόμα πολλά βιβλία να γράψω.