Προδημοσίευση από το βιβλίο του Απόστολου Διαμαντή, Η Ελληνική Επανάσταση του 1821. Η ηγεσία, τα γεγονότα, η ιστοριογραφία, εκδ. Σταμούλη, Θεσσαλονίκη 2024.

Ads

Εκείνη την εποχή η Τρίπολη, η οποία «αν και εκαυχάτο δι΄εν ή δύο ευρύχωρα παλάτια, ήτο μία άσχημος και ρυπαρά πόλις» κατά τον Gordon, είχε πληθυσμό περίπου 15000 κατοίκων, εκ των οποίων περίπου 7000 Τούρκοι και 1000 Εβραίοι. Σύμφωνα με άλλες εκδοχές ο πληθυσμός της πόλης έφτανε λίγο πριν την πολιορκία στις 25 με 30.000 – αριθμός μάλλον υπερβολικός – καθώς είχαν προστεθεί και τα τουρκικά στρατεύματα, περίπου 3-4000, αλλά και μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κλείστηκαν στην πόλη να προστατευθούν μετά την έναρξη της επανάστασης [Θωμά Γόρδωνος, Ιστορία…ο.π., τ. Α΄, σ.339. Πρβλ. Βασίλη Σφυρόερα, Επισκόπηση Οικονομική και Δημογραφική του Τουρκοκρατούμενου Ελληνικού Χώρου (1669-1821), Αθήνα 1979, σ. 47, ο οποίος ανεβάζει τον μουσουλμανικό πληθυσμό στο ¼ του συνολικού, δηλαδή περίπου 6 με 7 χιλιάδες.].

Οι ένοπλοι επαναστάτες είχαν πλέον και επαρκή πολεμοφόδια, τα οποία προμηθεύονταν από τους μπαρουτόμυλους της Δημητσάνας που είχαν δημιουργήσει εκεί οι αδελφοί Σπηλιωτόπουλοι, γνωστοί έμποροι της περιοχής, οι οποίοι παρήγαγαν περί τις 300 οκάδες μπαρούτι ημερησίως, αλλά και από τους μπαρουτόμυλους των αδελφών Πετραλιά στη Δίβρη [ Ι. Φιλήμονος, ΔΙΕΕ…ο.π., τ. Γ΄, σ. ιη. Για τους Σπηλιωτόπουλους βλ. Μ. Οικονόμου, Ιστορικά…ο.π. σσ. 136-140. Αντωνίου Επ.Σπηλιωτόπουλου, Αι υπηρεσίαι προς την πατρίδα της οικογενείας Σπηλωτοπούλου, Αθήναι 1997. Πρβλ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας στη Δημητσάνα», Ιστορικά, 16 (1992), σσ. 3-22. Απ. Διαμαντή, «Οἰκονομικές καί κοινωνικές νοοτροπίες στίς παραμονές τῆς ἐπανάστασης: Ἡ ἀλληλογραφία τῶν ἀδελφῶν Σπηλιωτόπουλου», στο συλλ. Η ζωή των υποδούλων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, Πρακτικά Συνεδρίου, Αρχονταρίκι, Αθήνα 2014, σσ. 293-301. ]. Ειδικοί τεχνίτες κατεργάζονταν τον μόλυβδο, ενώ τον επισιτισμό είχε αναλάβει η εφορία της Καρύταινας, την οποία είχε οργανώσει ο προεστός της περιοχής Κανέλλος Δεληγιάννης.

Η νίκη στο Βαλτέτσι κατέδειξε τι μπορούσε να πετύχει ο επαναστατικός στρατός, ο οποίος υπό την καθοδήγηση του Κολοκοτρώνη, του Μαυρομιχάλη, του Γιατράκου, του Νικηταρά, του επισκόπου Βρεσθένης και των άλλων, δεν ήταν πλέον άτακτος και ακέφαλος, αλλά λειτουργούσε με σθένος και στρατηγικό σχέδιο.

Ads

Οι εξελίξεις αυτές σκόρπισαν τον τρόμο στους Τούρκους εγκλείστους της Τριπολιτσάς, οι οποίοι πενθούσαν πλέον εκατοντάδες νεκρούς. «Μέγας εγένετο ο θρήνος και ο κοπετός των εν Τριπόλει τουρκικών οικογενειών…η οιμωγή των ανδρών και η ολολυγή των γυναικών καθ΄άπασαν ήχουν την πόλιν επί ημέρας»[ Ι. Φιλήμονος, ΔΙΕΕ…οπ. σ. 276.]. Ταυτόχρονα όμως ο κεχαγιάμπεης έγινε ακόμη σκληρότερος με τους εγκλείστους Ελληνες προεστούς και επισκόπους, οι οποίοι είχαν προ πολλού φυλακιστεί μέσα στην Τρίπολη και ζούσαν υπό άθλιες συνθήκες.
Μέσα στην Τρίπολη, εκτός των φυλακισμένων Ελλήνων προεστών και επισκόπων, οι οποίοι χρησίμευαν στους Τούρκους ως όμηροι σε περίπτωση διαπραγμάτευσης με τους Ελληνες πολιορκητές, βρίσκονταν και ελληνικός πληθυσμός, που ζούσε σε άθλια κατάσταση. Όπως αναφέρει ο γάλλος περιηγητής Πούκβιλ, ο οποίος είχε επισκεφθεί την Τρίπολη, λίγα χρόνια πριν την επανάσταση, «οι κακόμοιροι έλληνες, εξοστρακισμένοι στα σοκάκια γύρω από τα τείχη, κατοικούν σε κάτι πανάθλιες μονόχωρες τρώγλες, που έχουν απολεπισμένα κεραμίδια, ανάμεσα στα οποία βρίσκει διέξοδο ο καπνός της εστίας, τοποθετημένης στο κέντρο του χώρου»[ Francois Charles Hugues Laurent Pouqueville, Voyage dans la Grece, Firmin Didot, Παρίσι 1820, τ.1., σ. 350.].

Μέσα σε λίγες μέρες η πόλη και η κάτοικοί της βρέθηκαν σε άθλια κατάσταση, καθώς είχαν στερηθεί όχι μόνον πολεμοφόδια, αλλά και τρόφιμα. Μέσα σ΄όλα αυτά επήλθε και επιδημία τύφου, η οποία άρχισε να θερίζει κυριολεκτικά τον πληθυσμό της Τρίπολης. Μετά από αυτές τις εξελίξεις οι Οθωμανοί αξιωματούχοι της Τρίπολης κατάλαβαν πως δεν είχαν άλλη επιλογή από την συνθηκολόγηση και την παράδοση της πόλης στον Κολοκοτρώνη. Και έμενε μόνον προς διευθέτηση η συμφωνία για τους όρους αυτής της παράδοσης.

Ο Κολοκοτρώνης στο μεταξύ άρχισε τις επαφές του με τους Αλβανούς μισθοφόρους που υπεράσπιζαν την Τρίπολη, ώστε να διασφαλίσει την έξοδό τους, με τον οπλισμό και τα υπάρχοντά τους, σε αντάλλαγμα της παράδοσης της πόλης. Οι συνεννοήσεις με τους Αλβανούς δεν είχαν αρχικά αποτέλεσμα, ενώ μέσα στην Τρίπολη, με την υποκίνηση των αγάδων, 3 χιλιάδες περίπου γυναίκες βγήκαν στους δρόμους της πόλης, συγκεντρώθηκαν μπροστά στο διοικητήριο και με κραυγές και θρήνους απαιτούσαν την συνθηκολόγηση και την παράδοση της πόλης, ώστε να σωθούν οι κάτοικοι από την πείνα και τον τύφο. Επρόκειτο για μια συνήθη σκηνοθεσία, η οποία θα δικαιολογούσε την απόφαση της οθωμανικής διοίκησης για την παράδοση.

Ο Κολοκοτρώνης κατάφερε να συμφωνήσει με τους Αλβανούς υπερασπιστές της Τρίπολης, διασφαλίζοντας την έξοδό τους. Στα απομνημονεύματά του αναφέρει χαρακτηριστικά: «Εγώ τους είπα. εάν θέλετε να βαρέσετε τους αρβανίταις, σκοτώσετε εμένα πρώτα, ειμή και είμαι ζωντανός όποιος πρωτορίξει εκείνονε σκοτώνω πρώτα. Και εμβήκα μπροστά με τους σωματοφύλακάς μου. Εγώ έμεινα πιστός εις τον λόγον της τιμής μου»[ Θ. Κολοκοτρώνη, ο.π. σ. 80].

Οι Αλβανοί παραδόθηκαν και βγήκαν από την Τρίπολη μετά τη συμφωνία με τον Κολοκοτρώνη. «Ήταν ένα θέαμα αρκετά συγκινητικό αυτών των γενναίων στρατιωτών, αδυνατισμένων από τις στερήσεις, αλλά με το μάτι ακόμα περήφανο, καθώς περνούσαν αργά ανάμεσα από τους Έλληνες…που έριχναν αδηφάγα βλέμματα στα λαμπερά τους όπλα και τις πλούσιες στολές τους»[ Ol. Voutier, Mémoires…o.π., σσ. 85-86.]. Οι Αλβανοί, με τη βοήθεια του Κολοκοτρώνη κατάφεραν να διαφύγουν από την Τρίπολη, πέρασαν στον Κορινθιακό και από εκεί στην Στερεά.

Κατά την 23η Σεπτεμβρίου 1821, ημέρα Παρασκευή, στις 9 περίπου το πρωϊ, ο Μανώλης Δούνιας ή Ντούνιας από τον Πραστό, μαζί με άλλους 50 δικούς του, στην τάπια της Πόρτας τ΄ Αναπλιού, κατάφεραν να σκαρφαλώσουν στα τείχη με σκοινιά, δήθεν για αγοράσουν όπλα, από Αλβανούς φρουρούς που είχαν παραμείνει στην πόλη με τους οποίους είχαν φιλίες και γνώριζαν τη γλώσσα τους. «Κάτω στην είσοδο είχαν κρυφτεί κάμποσοι τσακωνιάτες και περίμεναν. Ο Ντούνιας με τους συντρόφους του πιάσαν τους Αλβανούς, τραβήξαν απάνου τους άλλους Τσακωνιάτες με σκοινιά, άνοιξαν την πόρτα του κάστρου και γύρισαν τα κανόνια της Τάπιας κατά το Τούρκικο Σαράγι. Σε λίγο η άλωση της Ντροπολιτσάς είχε συντελεσθεί»[ Θόδωρου Κατριβάνου, «Μανώλης Ντούνιας ο πορθητής της Ντροπολιτσάς», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Α΄(1957), σσ. 238-240.].

Ακολούθησαν αμέσως ένοπλοι γορτύνιοι και κυνουρείς, ανοίχτηκαν οι πύλες της Τριπολιτσάς και από όλα τα σημεία εισόδου άρχισε η εισόρμηση των επαναστατικών δυνάμεων. Στο μεταξύ στην αλωθείσα Τρίπολη, η άμυνα ήταν ασθενής και δεν κράτησε περισσότερο από 2 ώρες. Σκληρές οδομαχίες έγιναν από τις 11 το πρωί μέχρι περίπου τις 2 το μεσημέρι, από τις οποίες σκοτώθηκαν περίπου 300 Έλληνες. Νωρίς το απόγευμα συνελήφθη ο προεστός Σωτηράκης Κουγιάς, ο οποίος ήταν συνεργάτης των Τούρκων και είχε πιθανόν βοηθήσει στην σύλληψη των Ελλήνων προεστών και επισκόπων που εξοντώθηκαν στις τουρκικές φυλακές της Τρίπολης. Ο Κουγιάς βρήκε μαρτυρικό θάνατο, ακρωτηριάστηκε αρχικά από τον θηριώδη Γιάννη Δαγρέ που «του έκοψε τα αυτιά και του τα εδωσε να τα φάει» και εν συνεχεία τον αποκεφάλισε [ Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ. 85.].

Ακολούθησε αργά τη νύχτα πυρπόληση του σεραγιού, θανατώθηκαν περίπου 300 Αλβανοί που δεν θέλησαν να συνθηκολογήσουν, ενώ το πρωί του Σαββάτου συνεχίστηκαν οι οδομαχίες και ακολούθησε άγρια σφαγή του τουρκικού πληθυσμού. Οι μόνοι που σώθηκαν ήταν οι οθωμανοί αξιωματούχοι και η οικογένεια του Χουρσίτ, οι οποίοι προστατεύτηκαν από τους Ελληνες επικεφαλείς και κυρίως από τους Μαυρομιχαλαίους, που ανέλαβαν τη φρούρησή τους. Χαρακτηριστική ήταν η ανατριχιαστική φράση του Κολοκοτρώνη: «Το άλογό μου από τα τείχη έως τα σαράγια δεν επάτησε γη»[Θ. Κολοκοτρώνη, ο.π, σ. 82.].

Οι σφαγές του τουρκικού πληθυσμού συνεχίστηκαν και την Κυριακή και ο συνολικός αριθμός των νεκρών δεν είναι γνωστός, αλλά σύμφωνα με την μαρτυρία του Κανέλλου Δεληγιάννη ήταν σίγουρα πάνω από 5 χιλιάδες και πιθανόν να έφτασε τελικώς στις 10 χιλιάδες, ανάμεσα στους οποίους 50 περίπου εβραϊκές οικογένειες, λιγοστοί Ελληνες και Αλβανοί και οι υπόλοιποι Τούρκοι[ Συνοπτικό χρονικό των σφαγών βλ. Νίκου Ροτζώκου / ΔιονύσηΤζάκη, «Η πολιορκία της Τριπολιτσάς», Ε-Ιστορικά, 204 (2003), σσ. 32-43.].

Η σφαγή των Τούρκων της Τρίπολης προκάλεσε αποτροπιασμό στο ευρωπαϊκό φιλελληνικό κίνημα και ταυτόχρονα «αποτέλεσε ένα ακόμη επεισόδιο στην αντιπαράθεση του Υψηλάντη με τους προκρίτους…παρά την επιθυμία και τις σχετικές οδηγίες του απεσταλμένου της Φιλικής Εταιρίας, τα ελληνικά σώματα προκάλεσαν γενικευμένες βιαιοπραγίες»[ Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2020, σ.58.].

Έτσι τελείωσε η οθωμανική κυριαρχία στο Μωριά και έτσι ακριβώς θεμελιώθηκε η νίκη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 και η έδρα των Τούρκων έπεσε στα χέρια των επαναστατημένων Ελλήνων, ενώ ο τουρκικός πληθυσμός της Τρίπολης είχε οικτρή τύχη, καθώς βρέθηκε να πληρώνει με το αίμα του την εκδίκηση για τους 4 περίπου αιώνες τυραννίας.

Βιβλιογραφία

  1.  Θωμά Γόρδωνος, Ιστορία…ο.π., τ. Α΄, σ.339. Πρβλ. Βασίλη Σφυρόερα, Επισκόπηση Οικονομική και Δημογραφική του Τουρκοκρατούμενου Ελληνικού Χώρου (1669-1821), Αθήνα 1979, σ. 47, ο οποίος ανεβάζει τον μουσουλμανικό πληθυσμό στο ¼ του συνολικού, δηλαδή περίπου 6 με 7 χιλιάδες.
  2.  Ι. Φιλήμονος, ΔΙΕΕ…ο.π., τ. Γ΄, σ. ιη. Για τους Σπηλιωτόπουλους βλ. Μ. Οικονόμου, Ιστορικά…ο.π. σσ. 136-140. Αντωνίου Επ.Σπηλιωτόπουλου, Αι υπηρεσίαι προς την πατρίδα της οικογενείας Σπηλωτοπούλου, Αθήναι 1997. Πρβλ. Βασίλη Παναγιωτόπουλου, «Οι απαρχές της πυριτιδοποιίας στη Δημητσάνα», Ιστορικά, 16 (1992), σσ. 3-22. Απ. Διαμαντή, «Οἰκονομικές καί κοινωνικές νοοτροπίες στίς παραμονές τῆς ἐπανάστασης: Ἡ ἀλληλογραφία τῶν ἀδελφῶν Σπηλιωτόπουλου», στο συλλ. Η ζωή των υποδούλων Ελλήνων επί Τουρκοκρατίας, Πρακτικά Συνεδρίου, Αρχονταρίκι, Αθήνα 2014, σσ. 293-301.
  3.  Ι. Φιλήμονος, ΔΙΕΕ…οπ. σ. 276.
  4.  Francois Charles Hugues Laurent Pouqueville, Voyage dans la Grece, Firmin Didot, Παρίσι 1820, τ.1., σ. 350.
  5.  Θ. Κολοκοτρώνη, ο.π. σ. 80
  6.  Ol. Voutier, Mémoires…o.π., σσ. 85-86.
  7.  Θόδωρου Κατριβάνου, «Μανώλης Ντούνιας ο πορθητής της Ντροπολιτσάς», Πελοποννησιακή Πρωτοχρονιά, Α΄(1957), σσ. 238-240.
  8.  Κωστή Παπαγιώργη, Κανέλλος Δεληγιάννης, Καστανιώτης, Αθήνα 2001, σ. 85.
  9. Θ. Κολοκοτρώνη, ο.π, σ. 82.
  10.  Συνοπτικό χρονικό των σφαγών βλ. Νίκου Ροτζώκου / ΔιονύσηΤζάκη,  «Η πολιορκία της Τριπολιτσάς», Ε-Ιστορικά, 204 (2003), σσ. 32-43.
  11.  Ιάκωβος Δ. Μιχαηλίδης, Θεόδωρος Κολοκοτρώνης. Ο στρατιωτικός ηγέτης της Ελληνικής Επανάστασης, Μεταίχμιο, Αθήνα 2020, σ.58.