Έχουν περάσει περισσότερα από 50 χρόνια από την πρώτη ποιητική συλλογή του Τόλη Νικηφόρου, και ακόμα ο ποιητής συνεχίζει το δημιουργικό δρόμο πού ξεκίνησε το 1966. Η «φλόγα απ’ τη στάχτη» (Μανδραγόρας, 2017) εντάσσεται κατά τη γνώμη μας στην τρίτη περίοδο της ποιητικής του πορείας, αυτή που ονομάσαμε ελεγειακό απολογισμό μαζί με τις συλλογές «μια κιμωλία στον μαυροπίνακα» (2012) και «σκοτεινά παράθυρα» (2014).

Ads

Η  ποιητική του παραμένει εικονιστική (στο δρόμο για το πουθενά, ως τον υπόνομο) ενώ το καναβάτσο του είναι γεμάτο χρώματα  (και ξαφνικά η ζωή, ονειροφαντασία θνητού, αρμονίη αφανής φανερής κρείττων, ευχαριστώ, γιατί το φως) και σημαντική παρουσία του φυσικού στοιχείου. Μία διαρκής κίνηση  διακρίνει  το ποιητικό του κάδρο (μήπως, εξόριστη θλίψη, ξαναγυρίζει στο μυστήριό του, ποιος τώρα, ανοιξιάτικο σπουργίτι, χαμογελάει βουρκωμένος ο ουρανός, και ξαφνικά η ζωή, ονειροφαντασία θνητού) πλάι σε εικόνες οσφρητικές (αρμονίη αφανής φανερής κρείττων, μήπως) και ακουστικές (εξόριστη θλίψη, άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου, ποιος τώρα).

Ενώ όμως ο Νικηφόρου διατηρεί την χαρακτηριστική εικαστική στιχουργική του, τούτη η τελευταία συλλογή διακρίνεται από ένα πλήθος εσωτερικών -κι όχι μόνο- αντιθέσεων (γιατί το φως, άγρια φυτά στην έρημο  του κόσμου, εξόριστη θλίψη, μήπως, χαμογελάει βουρκωμένος ο ουρανός, εσπερινή απολογία θνητού). Κλειστοί ή στενοί και ανοιχτοί χώροι συνυπάρχουν στη ίδια συλλογή, σκοτάδι και φως ή συχνά το πρώτο φως της μέρας ή ένα σπινθήρισμα αγκαλιάζονται σε μία διαρκή εικαστική μάχη αισιοδοξίας/ελπίδας και πεσιμισμού/απογοήτευσης.

Εξάλλου, το φως στην ποιητική του Νικηφόρου κατέχει σημαντική θέση, όπως λέει ο ίδιος (γιορτάζω, γιατί το φως) είναι μία ακτίνα μπροστά στο τίποτα, μία λύτρωση από τα τραύματα ενός πλάσματος του βυθού (ο ίδιος ο ποιητής). Είναι το αντιθετικό ζεύγος προς το σκοτάδι που δηλώνει την ίδια τη ζωή, τη νίκη έναντι του χαμού και της φθοράς.  Μέσα σε ένα στιχουργικό ιστό νυχτερινών ή σκοτεινών χώρων και σκοταδιού (αρμονίη αφανής φανερής κρείττων, άγρια φυτά στην έρημο του κόσμου, μήπως, απορημένα όλα), το φως προσφέρει μία νότα αισιοδοξίας (συλλέκτης τραυμάτων, γιατί το φως, ένα πρώτο φως, γιορτάζω, ευχαριστώ, εσπερινή απολογία θνητού, ολάνθιστη, ονειροφαντασία θνητού).

Ads

«Η αισιοδοξία όμως αυτή προκύπτει ως μια προσπάθεια αντίστασης του ποιητή απέναντι στα προβλήματα που ταλανίζουν τόσο τον ίδιο όσο και την κοινωνία. Είναι η αντίδρασή του απέναντι στο χαμό αγαπημένων προσώπων, τη μοναξιά και το άγχος. Στην ουσία πρόκειται για μία αγωνιστική στάση απέναντι στις μεταβολές της ζωής που αναζητά το φως στις σκοτεινές της εποχές και μία διαφορετική οπτική για την ίδια την τέχνη σε μία προσπάθεια εξοστρακισμού της μαυρίλας και του φόβου για το θάνατο. Και τούτη η αισιοδοξία τροφοδότησε την εκφραστική διέξοδο στην ποιητική του Νικηφόρου».

Έτσι με επίκεντρο τον λυρισμό του φωτός ο ποιητής ταξιδεύει στο παρελθόν, αναπολώντας (στον ουρανό της μνήμης μου,  χαμογέλασέ μου,  ανοιξιάτικο σπουργίτι, μία άτυχη ζαριά) στιγμές μοναξιάς ή έρωτα (ο εσωτερικός εχθρός 2, εσπερινή απολογία θνητού, χαμογέλασέ μου), οδηγώντας σε έναν μονολογικό απομνημονευματικό απολογισμό. Βέβαια, τούτο δεν τον εμποδίζει  να μιλήσει για την ποίηση (ξαναγυρίζει στο μυστήριό του,  η διψασμένη άβυσσος, ονειροφαντασία θνητού) ή να στοχαστεί  πάνω σε αφηρημένες έννοιες (σκιές από το τίποτα,  γιορτάζω,  στάση ζωής).

Ταυτόχρονα, όμως, ο ποιητής στοχάζεται για το παρόν με ευαισθησία εκφράζοντας την κοινωνική του αγωνία. Με επίκεντρο το αυτοαναφορικό υποκείμενο η ποιητική του αποκτά μία συλλογική διάσταση. Μόλο που το ποιητικό εγώ κυριαρχεί, δεν εγκλωβίζεται στις ατραπούς του ατομοκεντρισμού. Και μολονότι έχουν περάσει δεκαετίες από την εποχή των «άταφων» ή των «αναρχικών», ως ευαίσθητο αντιληπτικό όργανο της κοινωνίας ο Σαλονικιός ποιητής εκφράζει τις αγωνίες του για τους απόκληρους (κάποτε κάτι στον δρόμο για το πουθενά, ως τον υπόνομο, ονειροφαντασία θνητού, το άγριο θηρίο της μοναξιάς, ξαναγυρίζει στο μυστήριό του, η διψασμένη άβυσσος, στάση ζωής).

Έτσι όμως αφήνει σπέρματα μιας στροφής προς τη δημιουργία ενός κύκλου με την αρχική του πορεία  στην ποίηση. Μοιάζει σα  να θέλει να πλησιάσει τη νεανική ποίηση -κοινωνικής αναζήτησης- εκ νέου μέσα στις σημερινές κοινωνικές συνθήκες, εκφράζοντας την αγωνία του για το κοινωνικό παρόν, πολύ μακριά όμως από την ουτοπία που ο ίδιος κυνηγούσε στις πρώτες συλλογές του. Έτσι, μέσα από την ωριμότητα της ηλικίας, τις απογοητεύσεις και τις χαρές που αυτή φέρνει ο Νικηφόρου μοιάζει με την εσωτερική δύναμη που διακρίνει τον ίδιο και την στιχουργική του να θέλει να επικοινωνήσει με το κοινό, εξομολογούμενος προσωπικά βιώματα και όσα παρατηρεί και σήμερα γύρω του.

τοβιβλίο