Τι ρόλο έπαιξαν τελικά οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα την περίοδο 1940-1947; Σε αυτό το ερώτημα απαντά η ενδελεχής έρευνα του ιστορικού Κωνσταντίνου Καψάσκη που περιλαμβάνεται στο βιβλίο «Οι βρετανικές μυστικές υπηρεσίες στην Ελλάδα 1940-1947» (εκδόσεις Αλεξάνδρεια) το οποίο παρουσιάζεται σήμερα 18/6 στις 19.30 στο Ινστιτούτο ΈΤΕΡΟΝ.

Ads

Ο ιστορικός αντλεί στοιχεία κυρίως από βρετανικές και αμερικάνικες πηγές αφού η πρόσβαση σε ελληνικά αρχεία είναι έως ακατόρθωτη, χώρια το πλήθος των αρχείων που κάηκαν το 1989… προς μια φρούδα απόπειρα «κάθαρσης» και επισφράγισης του Εμφυλίου,  όπως λέει ο συγγραφέας στο tvxs.

Η διαφωτιστική έρευνα του Καψάσκη, προσφέρει στον αναγνώστη μια πανοραμική θέα στα γεγονότα της εποχής, αναφέρει τους έλληνες θεσμικούς παράγοντες  χωρίς τη συνεργασία των οποίων οι βρετανοί δεν θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση των πραγμάτων αλλά κι εκείνους που δεν συνεργάστηκαν.

Αποδομεί και τα δύο κυρίαρχα σενάρια (των βρετανών συμμάχων και της σκοτεινής συνωμοσίας εις βάρος της Ελλάδας). Φωτίζει το ρόλο της βρετανίας στη δημιουργία του δημοκρατικού στρατού τον οποίο χρηματοδοτούσε όπως φιλοβασιλικά στοιχεία σαν την οικογένεια Κύρου της «Εστίας.

Ads

Αναδεικνύει γιατί όσο το ΕΑΜ γινόταν πιο ανεξέλεγκτο τόσο οι προσπάθειες των βρετανών να το διαβρώσουν ήταν πιο απελπισμένες αλλά και τον κυνισμό στις μεθόδους που χρησιμοποιήσαν οι Βρετανοί για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δύναμη του ΚΚΕ. Τέλος αποσαφηνίζει ποια κίνητρα ήταν κάθε φορά πίσω από τις κινήσεις των μυστικών υπηρεσιών, με τρόπο μάλιστα που κάνει την ανάγνωση μια συναρπαστική εμπειρία.

 Τι ήταν τελικά η βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1940-1947 αν δεν ήταν ούτε ηρωική πράξη υπεράσπισης της ελευθερίας μας ούτε σκοτεινή συνωμοσία για την
καταστολή της, όπως γράφετε;

Νομίζω ότι και οι δυο αυτές ερμηνείες, που συχνά δίνονται ως αιτιολογία για την Βρετανική εμπλοκή στην Ελλάδα, δίνουν ένα βάθος σκέψης για την μοίρα της Ελλάδας στους Βρετανούς αξιωματούχους και στρατιωτικούς που δεν συναντάται στα ίδια τα αρχεία.
Χαρακτηριστικά, ένας Βρετανός αξιωματικός στο Κάιρο, όταν αναφερόταν στον κίνδυνο μεταπολεμικής εμφύλιας σύρραξης στην Ελλάδα, έγραψε πως «θα είμαστε κατά πάσα πιθανότητα ικανοποιημένοι να αφήσουμε τους Έλληνες να αναζητήσουν μόνοι τους τη σωτηρία τους».

Οι Βρετανοί είχαν έναν κύριο στόχο στην Ελλάδα, να εξασφαλίσουν πως η χώρα δεν θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως Ρωσικό εφαλτήριο για την Μεσόγειο, ούτε ως μοχλός για πιθανή Ρωσική πίεση στην Τουρκία. Πέραν αυτού του αδιαπραγμάτευτου στόχου, δεν νομίζω ότι μπορεί κανείς να προσδώσει βαθύτερο σχεδιασμό στην εμπλοκή τους στην χώρα.

Αντιθέτως, αν κάτι χαρακτηρίζει αυτόν τον σχεδιασμό, είναι τόσο η έλλειψη οργανωμένου πλάνου όσο και η αδιαφορία για το οποιοδήποτε ανθρώπινο κόστος που αυτός μπορεί να είχε. Οι μέθοδοι τους συχνά δυσχεραίναν τις ίδιες τους τις προσπάθειες, με μεγαλύτερο παράδειγμα την διάσπαση του Βενιζελικού χώρου σε αντίπαλες παρατάξεις.

Για αυτόν τον λόγο, θεωρώ και σημαντική την απόρριψη αυτών των ασπρόμαυρων και «εύκολων» απαντήσεων. Οι Βρετανοί είχαν τον δικό τους σκοπό στην χώρα, ο οποίος θα μπορούσε να επιτευχθεί τόσο με μια «ελεύθερη» όσο και με μια «ανελεύθερη» Ελλάδα, και η
ιδεολογία ήταν πολύ χαμηλά στην λίστα των προτεραιοτήτων τους. Απλώς, όταν βρέθηκαν αντιμέτωποι με τις συνέπειες τόσο των λαθών αλλά και των αποτυχιών τους, επέλεξαν τον πιο ευθύ τρόπο να τετραγωνίσουν τον κύκλο και να επιτύχουν τον στόχο τους.

Το μεγάλο ενδιαφέρον στην έρευνα σας εκτός των άλλων είναι η αξιοποίηση όχι μόνο των βρετανικών αλλά και των αμερικάνικων αρχείων. Ποια ευρήματα από όσα αναφέρετε στο βιβλίο δεν ήταν γνωστά έως σήμερα;

Η αρχειακή έρευνα είναι ένας αγώνας μεγάλου μήκους. Για το συγκεκριμένο θέμα, υπάρχουν εκατοντάδες χιλιάδες σελίδες στα Βρετανικά και Αμερικανικά αρχεία. Σίγουρα, κάποιες από
αυτές είχαν μόλις γίνει διαθέσιμες για έρευνα λίγα χρόνια πριν τις δω, ειδικά στις ΗΠΑ.

Υπάρχουν ακόμα και σελίδες που είναι αποτέλεσμα δικής μου αίτησης για αποχαρακτηρισμού του αρχείου. Αυτό ισχύει ιδιαίτερα για τα Αμερικανικά αρχεία, με αρκετούς φακέλους να έχουν γίνει διαθέσιμοι την τελευταία δεκαετία. Έτσι, αποσπάσματα από τον φάκελο για τις σχέσεις Αμερικανών και Βρετανών στην Ελλάδα πιστεύω θα είναι
καινούργια για πολλούς αναγνώστες.

Όμως, είναι επίσης σημαντική και η επαναπροσέγγιση παλαιότερων αρχείων για εκ νέου ανάλυση των περιεχομένων με νέες ιδέες και γνώσεις. Γιατί είναι πραγματικά πολύ ενδιαφέρον πώς δυο άνθρωποι που μελέτησαν το ίδιο αρχείο, μπορεί να καταλήξουν σε διαφορετικά αποτελέσματα, πόσω μάλλον όταν γίνεται με διαφορά 30 ή και 50 χρόνων.

Έχω προσπαθήσει, όσο μπορώ, να ενσωματώσω τις πηγές που βρήκα μέσα στο ίδιο κείμενο σε μια προσπάθεια να ζωντανέψω τις προσωπικότητες που έπαιρναν τις κρίσιμες αποφάσεις. Και ελπίζω ότι αυτό είναι κάτι ακόμα που μπορεί να κάνει το βιβλίο μου διαφορετικό καθώς συχνά οι απόψεις των ανθρώπων και τα γεγονότα παρατίθενται στην αυθεντική μορφή τους, και όχι μέσα από το πρίσμα του εκάστοτε ερευνητή.

Μέσα από το βιβλίο σας μαθαίνουμε πως η SOE (βρετανική ειδική μυστική παραστρατιωτική υπηρεσία που έδρασε στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο) εκπαίδευσε ομάδες δολιοφθοράς που θα δραστηριοποιούνταν πριν και μετά την κατάληψη της χώρας από τον Αξονα, τους πρόθυμους συνεργάτες αλλά κι εκείνους που αρνήθηκαν να συνεργαστούν με τους βρετανούς. Βλέπουμε όμως και τους βρετανούς πίσω από τη δημιουργία του ΕΔΕΣ (Ελληνικός Δημοκρατικός Στρατός). Ποιες  συνεργασίες με  δυνάμεις και πρόσωπα από την Ελλάδα ήταν οι πιο καθοριστικές για την έκβαση των πραγματων;

Η ιστορία των μυστικών υπηρεσιών είναι συναρπαστικά προσωπική. Λόγω της ευαίσθητης φύσης της και του περιορισμένου αριθμό ατόμων που έχουν γνώση των εξελίξεων, η επιρροή των προσωπικοτήτων είναι δυσανάλογη σημαντική.

Σίγουρα οι πρώτες επαφές της SOE στην Ελλάδα, που γεννήθηκαν από τις προσωπικές φιλίες του Βρετανού Ντέιβιντ Πάουσον με προεξέχοντες Βενιζελικούς, ήταν καθοριστικής σημασίας. Πιο σημαντικός από όλους, και για μένα ο πιο αφανής ήρωας της Ελληνικής αντίστασης εν γένει, ήταν ο «Προμηθέας ΙΙ», ο Χαράλαμπος Κουτσογιαννόπουλος.

Βενιζελικός αξιωματικός του Ναυτικού, ο Κουτσογιαννόπουλος είχε αποταχτεί από το σώμα μετά το αποτυχημένο κίνημα του ’35 και συνεργάστηκε στενά με την SOE μετά την Ιταλική εισβολή. Ο Κουτσογιαννόπουλος, με πολλούς τρόπους, ήταν από τους βασικούς εμπνευστές του αντάρτικου και δούλεψε όσο λίγοι για την προώθηση του.

Άλλες σημαντικές επαφές των Βρετανών αύτη την περίοδο ήταν βέβαια και ο ίδιος ο Ναπολέων Ζέρβας. Αλλά εδώ είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι πιο καθοριστικοί για την εξέλιξη των γεγονότων στην Ελλάδα, ήταν αυτοί που επέλεξαν να μην συνεργαστούν με τους Βρετανούς. Τόσο η Αθηναϊκή πολιτική ελίτ όσο και πολλοί στους στρατιωτικούς κύκλους
αρνήθηκαν τις Βρετανικές απόπειρες προσέγγισης. Ένας από τους εξέχοντες Βρετανούς της SOE, έγραψε πως η αρχική άρνηση πολλών άξιων αξιωματικών να συνεργαστούν με την υπηρεσία του, και η ηγετική θέση που πήρε ο Ζέρβας ως αποτέλεσμα, ήταν «μια από τις
τραγωδίες της ελληνικής Αντίστασης».

Και νομίζω ότι η γενικότερη απαξίωση των πολιτικών και στρατιωτικών κύκλων, που αρχικά δεν επέδειξαν δυναμισμό στην δημιουργία αντιστασιακών φορέων, δημιούργησε τον χώρο να αναδειχθούν νέοι άνθρωποι και πολιτικές δυνάμεις, όπως το ΚΚΕ που μέχρι τότε ήταν ένα
κόμμα με περιορισμένο αριθμό μελών, που ήταν καθοριστικοί για το μέλλον της χώρας.

Διαπιστώνετε πως  της βρετανικής πολιτικής απέναντι στην  Ελλάδα, αντίθετα η πολιτική τους ενάντια στους αριστερούς αντάρτες ήταν ίδια  και στον πόλεμο και μετά την απελευθέρωση.  Όσο το ΕΑΜ γινόταν πιο ανεξέλεγκτο τόσο οι προσπάθειες των βρετανών να το διαβρώσουν ήταν πιο απελπισμένες.  Περιγράφετε μάλιστα τον κυνισμό των βρετανών στη σύγκρουση αυτή προοδευτικά. Τι σταχυολογείτε ως πιο σημαντικό σε αυτή τη σύγκρουση μέχρι τα Δεκεμβριανά και με ποιον τρόπο εκφράστηκε ο κυνισμός  που αναφέρετε;

Η δυσπιστία που επικράτησε μεταξύ των Βρετανών και του ΕΑΜ ήταν καθοριστικής σημασίας, καθώς οποιαδήποτε κίνηση πιθανής εκτόνωσης αντιλαμβανόταν από την άλλη πλευρά ως ελιγμός ή τακτικισμός και οποιαδήποτε κρίση στις σχέσεις μεταξύ των δύο κλιμακωνόταν γρήγορα. Και αυτό λειτούργησε ως φαύλος κύκλος που ώθησε τις σχέσεις μεταξύ των δυο πλευρών στα άκρα. Τον ποιόν βαραίνει η ευθύνη για αυτό, θα το αφήσω στην κρίση των αναγνωστών.

Ο κυνισμός έγκειται στην εξέλιξη των μεθόδων που χρησιμοποιήσαν οι Βρετανοί για να αντιμετωπίσουν την αυξανόμενη δύναμη του ΚΚΕ. Από τις πρώτες μέρες του πολέμου, οι Βρετανοί υιοθετήσαν μια διττή πολιτική προς το ΕΑΜ. Από την μια, οι Βρετανοί στηρίξαν το ΕΑΜ, πιο περιορισμένα σε σχέση με τις υπόλοιπες αντιστασιακές δυνάμεις στην Ελλάδα, με όπλα και χρυσές λίρες. Από την άλλη, οι Βρετανοί χρησιμοποίησαν κάθε δυνατότητα να υπονομεύσουν το ΕΑΜ. Αυτό φαίνεται και στην Βρετανική στήριξη οργανώσεων που θα μπορούσαν να ανταγωνιστούν τον ΕΑΜ, μια από βασικές ασχολίες των μυστικών υπηρεσιών. Οι πρώτες Βρετανικές απόπειρες για μια τέτοια προσπάθεια ήταν επικεντρωμένες στους Βενιζελικούς και γενικότερα μετριοπαθείς κύκλους, με ανθρώπους όπως ο Δημήτρης Ψαρρός ή ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος. Καθώς ο πόλεμος όδευε στο τέλος, η λίστα των πιθανών συνεργατών των Βρετανών άνοιξε τόσο που συμπεριλάμβανε ακραία αντιδραστικά στοιχεία, ακόμα και τα Τάγματα Ασφάλειας της κατοχικής κυβέρνηση Ράλλη.

Γιατί επιλέξατε αυτό το θέμα για την έρευνα σας και πόσα γεγονότα υπάρχουν ακόμα στη σκιά με δεδομένη τη δυσκολία της πρόσβασης στα ελληνικά αρχεία που παραμένουν κλειστά για τους ερευνητές; 

Ξεκίνησα να ερευνώ την δεκαετία του ’40 για την πτυχιακή μου εργασία, εξετάζοντας την ιστοριογραφία της εμφύλιας βίας. Δεν θα είμαι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος που θα πει ότι η ιστορική ανάλυση για αυτά τα κρίσιμα, αλλά δύσκολα, χρόνια είναι τρομερά πολιτικοποιημένη. Υπάρχει μια τάση των γραφόντων να παίρνουν το μέρος είτε της μίας είτε της άλλης πλευράς, σαν να επιλέγουν το στρατόπεδο τους και να συνεχίζουν τις μάχες που έλαβαν μέρος πριν από πολλές δεκαετίες. Αυτό προφανώς, δεν είναι ένα βιώσιμο περιβάλλον για απόπειρες αντικειμενικής και αποστασιοποιημένης έρευνας.

Μόνο όμως μέσα από αυτήν την έρευνα, με τις δύσκολες αλήθειες και τις «γκρι» απαντήσεις, μπορεί κανείς να έχει την πλήρη εικόνα για το πώς φτάσαμε στον Εμφύλιο. Προς αυτόν τον σκοπό προσπαθώ και εγώ να συνεισφέρω.

Η αλήθεια είναι ότι η συντριπτική πλειοψηφία των αρχείων που μπόρεσα να δω ήταν στο εξωτερικό. Τα προβλήματα με τα εγχώρια αρχεία είναι γνωστά, και συχνά επίσης αποτέλεσμα της πολιτικοποίησης του θέματος, από τα αρχεία που κάηκαν το ’89, προς μια φρούδα απόπειρα «κάθαρσης» και επισφράγισης του Εμφυλίου, ως τις δυσκολίες που συναντά κανείς με επίσημα και κομματικά αρχεία. Χαρακτηριστικά, όταν διεξήγαγα την πλειονότητα της έρευνας μου, η Ελληνική ιστορική κοινότητα ήταν σε αναβρασμό με την διοίκηση των αρχείων συγκεκριμένου σημαντικού υπουργείου.

Μάλιστα, συχνά, όταν αναζητούσα καθοδήγηση από ανθρώπους στην Ελλάδα ως προς το ποια αρχεία να δω, η πιο συχνή απάντηση ήταν να μην προσπαθήσω καν. Σιγά σιγά, κάποια πράγματα αλλάζουν, και σημαντικό ρόλο παίζει η ψηφιοποίηση των αρχείων, αλλά παραμένει ανοιχτό ερώτημα πόσο επιλεκτικά μπορεί αυτή να γίνεται.