Η παράσταση «Εσύ, η ζωώδης μηχανή» παρουσιάζεται στο θέατρο Rabbithole Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα.

Ads

Με αφορμή την παράσταση μιλήσαμε με την σκηνοθέτιδα Τώνια Ράλλη η οποία μας «κατεύθυνε» μέσα στις θεματικές του βιβλίου αλλά και στον πολύ ενδιαφέρον τρόπο που αποφάσισε να χρησιμοποιήσει σκηνοθετικά για να πει την ιστορία του.

Ποια στοιχεία του έργου ήταν αυτά που σας παρακίνησαν να ασχοληθείτε και να κάνετε την μεταφορά του συγκεκριμένου βιβλίου στην θεατρική σκηνή;

Σε αντίθεση με την Ελένη Παπαμάρκου, δεν βίωσα κανενός είδους κακοποίηση ως παιδί – αντιθέτως, μεγάλωσα μέσα σε ένα πλαίσιο αρκετά ήρεμο, ασφαλές και «τακτοποιημένο». Δεν παύω, ωστόσο, να είμαι μια γυναίκα που μεγάλωσε στην Ελλάδα μέσα στη δεκαετία του ’80. Μου πήρε πολλά χρόνια και χρειάστηκε να διανύσω πολύ μεγάλες αποστάσεις (κυριολεκτικά και μεταφορικά) για να ερωτευθώ την αυθαιρεσία της ζωής. Υπό αυτήν την έννοια, αυτό το βιβλίο – που είμαι σίγουρη πως όποτε και να το διάβαζα θα με συγκινούσε βαθιά – το συνάντησα ακριβώς την κατάλληλη στιγμή. Όταν έδωσα πραγματικά χώρο στην τυχαιότητα και την πολυπλοκότητα όλων αυτών των «κυκλοφορικών συστημάτων» (για να δανειστώ τις λέξεις της Ελένης Σικελιανός) που είναι οι οικογένειες και οι κοινωνίες μας· όταν άφησα το τυχαίο να με αποπλανήσει και να περιφέρεται ελεύθερα ανάμεσα σε όσα χτίζω για να οργανώσω την ύπαρξή μου. Όταν άρχισα, για πρώτη φορά στη ζωή μου, να εμπιστεύομαι το ένστικτό μου.

Ads

Το ένστικτο, λοιπόν, μιας γυναίκας – βιοπαλαίστριας στην Αμερική του ’50 – ήταν το στοιχείο του βιβλίου που υπήρξε κινητήριος δύναμη για να συμβούν όλα τα υπόλοιπα.

Η ζωή της Ελένης Παπαμάρκου είναι γεμάτη ακραίες εμπειρίες και πολύπλοκες σχέσεις. Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση για εσάς στην προσπάθεια να μεταφέρετε αυτή την ένταση και πολυπλοκότητα στη σκηνή;

Εκκινώντας αυτό το εγχείρημα, πρώτο μου μέλημα ήταν να αποτυπώσω τη φωνή της Σικελιανός: να αναδείξω τις θερμοκρασίες των εικόνων της, να αφουγκραστώ το λόγο της ώστε να προκύψει αυτός του έργου, να αφομοιώσουμε όλοι οι συντελεστές την αφήγηση που προτείνει και τους λόγους της, συνειδητούς και μη. Να μην πέσω στην παγίδα του να αφηγηθώ μια ιστορία για το διαγενεακό τραύμα αγωνιώντας για το τι θα καταλάβουν όλοι, αλλά να παρουσιάσω τα σωστά στοιχεία με τη σωστή σειρά και να αφήσω χώρο στο κοινό να συμπληρώσει τη σύνθεση με τη σκέψη του.

Η συγγραφέας δεν γράφει μια κλασσική βιογραφία. Δεν έχει γραμμική αφήγηση και δεν στήνει δακρύβρεχτες ρεαλιστικές σκηνές. Το βιβλίο της συνδυάζει ποικίλα λογοτεχνικά είδη και είναι άκρως ποιητικό. Τα επεισόδια μάς τα μεταφέρει μέσω της μνήμης διαφόρων προσώπων και, μέσω της μνήμης, παίζει με τα χρώματα των στιγμιότυπων. Οπότε, υπό μία έννοια, η ιδιαίτερη προσέγγιση της ίδιας της Σικελιανός μας δυσκόλεψε από το να αποτυπώσουμε την ένταση της ζωής της Ελένης Παπαμάρκου στη σκηνή. Κάποιες ελάχιστες απόπειρες του να σωματοποιήσουμε κάποια από τα επεισόδια της ζωής της ηρωίδας με ρεαλιστικό τρόπο δεν λειτούργησαν. Πώς, λοιπόν, αφηγείσαι αυτή τη ζωή όταν γνωρίζεις μόνο κομμάτια της;

Η απάντηση βρίσκεται στις αρχές του βιβλίου: «Αυτό δεν είναι τραγωδία. Είναι η ιστορία της πιο σκληροτράχηλης γυναίκας που έφαγε σίδερο και μάσησε ατσάλι επί προσώπου γης.» Αυτή η ιστορία αποδίδεται με ασυνήθιστους τρόπους – και λειτουργεί.

Η αμέσως επόμενη πρόκληση ήταν αυτή του να αποτυπώσεις και να εκφράσεις σε έναν θεατή την ένταση, τις επιταχύνσεις και την πολυπλοκότητα των σχέσεων που προτείνει μια συγγραφέας σε έναν αναγνώστη. Επιλέξαμε προσεκτικά τι θα εμφανίσουμε και τι θα παραλείψουμε. Αναζητήσαμε πυκνές σκηνικές εικόνες, οι οποίες εμπεριέχουν αμέτρητες σελίδες κειμένου που δεν ακούγεται ποτέ. Σε αυτό το κομμάτι, έπαιξε τεράστιο ρόλο η έρευνα που κάναμε με την ομάδα (ηθοποιοί, σκηνοθέτης, χορογράφος, βοηθός σκηνοθεσίας) και τα πειράματα σκηνών που πρότειναν οι ηθοποιοί.

Πώς ενσωματώσατε την τεχνολογία στη δραματουργία, και πώς πιστεύετε ότι αυτός ο συνδυασμός συμβάλλει στην σύνδεση των θεατών με το κείμενο και τους χαρακτήρες;

Συζητώντας με τη Νάντια (Μαργαρίτη), όταν μου πρότεινε το βιβλίο και την ιδέα του να γίνει παράσταση, προέκυψε από κοινού και αυθόρμητα η σκέψη πως η συνύπαρξη ενός ζωντανού και ενός ψηφιακού οπτικοακουστικού κόσμου θα άνοιγε ένα πολυδιάστατο σκηνικό πεδίο, όπου οι θεατές θα μπορούσαν να εισέλθουν θαρρετά, προβάλλοντας τις δικές τους εικόνες πλάι στις δικές μας και συμπληρώνοντάς το. Τι πιο ωραίο όταν πραγματεύεσαι το θέμα της μνήμης! Είχαμε πολλές ιδέες για το πώς θα μπορούσε να επιτευχθεί αυτό, αλλά τις περισσότερες καταφέραμε να τις υλοποιήσουμε στον δεύτερο κύκλο παραστάσεων που διανύουμε τώρα. Μέσα σε έναν νέο, πιο «άδειο» σκηνικό χώρο με πολλές δυνατότητες προβολής (mapping) αλλά και εισόδων-εξόδων, καταφέραμε να δημιουργήσουμε μια πιο «κινηματογραφική» εκδοχή του έργου, με δράσεις και εικόνες που συνυπάρχουν και εναλλάσσονται απρόσκοπτα. Πρόσωπα που ο θεατής βλέπει επί σκηνής – ή και άλλα, ανοίκεια – εμφανίζονται ανάμεσα στους ηθοποιούς και «συνομιλούν» μαζί τους. Τοπία, σταθερά ή κινούμενα, εικαστικά στοιχεία όπως μπορντούρες θεάτρου ή ένα μικρό βουβό φιλμάκι – όλα αυτά συντελούν στην παρουσίαση της ανάγνωσής μας.

Πιστεύω, επίσης, πως η φετινή παρουσία της Κωνσταντίνας Σκανδάλη μόνο στο ψηφιακό κομμάτι (ως νεαρή Μελένα / Ελένη Παπαμάρκου), ισχυροποιεί τη σχέση του θεατή με τον χαρακτήρα αυτό – πτυχές του οποίου αποδίδονται από όλον τον θίασο στην παράσταση. Μια σταθερή παρουσία όμως στη μεγάλη οθόνη, σαν σε ψυχεδελικό ντοκιμαντέρ, δημιουργεί ένα σημείο αναφοράς, μια σκέψη ότι κάπου, κάποτε, αυτό το πρόσωπο όντως υπήρξε. Και δεν είναι πια εδώ.

Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να αναφερθώ στη σημασία του φωτισμού στη φετινή εκδοχή, μιας και η δουλειά που έγινε ήταν σε απόλυτο συντονισμό με την ύπαρξη των προβολών προκειμένου να εμφανιστούν όλες οι εικόνες με τον σωστό τρόπο.

Ο ήχος, επίσης, περιλαμβάνει ζωντανή μουσική αλλά και προηχογραφημένα κείμενα, μουσικές και ηχοτοπία που τα χειριζόμαστε σε ζωντανό χρόνο, συμβάλλοντας σημαντικά στην αναπνοή και τη λειτουργεία αυτή της ενορχήστρωσης των εκφραστικών, εικαστικών και τεχνολογικών μας μέσων.

Αν και πιστεύω πως αυτό το έργο δεν έχει ανάγκη την τεχνολογία και μπορεί να αποδοθεί με πάρα πολλούς και ενδιαφέροντες τρόπους, βρήκα πολύ δημιουργική τη συμβολή της στο αφήγημά μας. Νιώθω πως μας βοήθησε να ενισχύσουμε κάποιες ιδέες και να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι – και λατρεύω να ακούω σχόλια και εμπειρίες των θεατών και να μαθαίνω περισσότερα για αυτό που φτιάξαμε.

Η θεματολογία της παράστασης αγγίζει θέματα όπως η ταυτότητα, η θέση της γυναίκας στην κοινωνία και η ελευθερία. Πώς επιδιώκετε να επικοινωνήσετε αυτά τα θέματα στο κοινό και πώς αισθάνεστε ότι η παράσταση αντανακλά τις σύγχρονες ανησυχίες γύρω από αυτά τα ζητήματα;

Η γλώσσα του βιβλίου, ευτυχώς, είναι πυκνή και περιεκτική – και επιλέξαμε προσεκτικά τα κομμάτια που θεωρήσαμε ότι θα επικοινωνήσουν αυτά τα θέματα στο κοινό, σε αυτήν την χρονική στιγμή. Η φωνή της Σικελιανός είναι αυθεντική και τολμηρή σε σχέση με αυτά τα ζητήματα και ήταν σημαντικό για εμάς να την αναδείξουμε και να την αφήσουμε να κάνει τη δουλειά της. Σε αυτό μας βοήθησε, πιστεύω, και μια εμπιστοσύνη στο κοινό: ο κόσμος διανύει μια περίοδο όπου υπάρχουν πολλές συζητήσεις πάνω στα κύρια θέματα του έργου, ούτως ή άλλως. Έχει γίνει μια αρχή. Αποφύγαμε οτιδήποτε είχε να κάνει με διδαχή ή επιβολή απόψεων και προσπαθήσαμε να δημιουργήσουμε έναν χώρο όπου ο θεατής θα μπορέσει να ακούσει τις δικές του σκέψεις πάνω στις θεματικές του έργου.

Τι είναι αυτό που επιδιώκετε να αποκομίσουν οι θεατές φεύγοντας από την παράσταση «Εσύ, η ζωώδης μηχανή»;

Ελπίζω ειλικρινά η παράσταση να τους ενδυναμώσει! Να νιώσουν ότι έχουν φωνή, ότι μπορούν να ονειρευτούν, να σφάλλουν, να μετανιώσουν, να χορέψουν, να τσακωθούν, να αμφιβάλλουν, να σηκώσουν βάρη, να κλαίνε και να χαίρονται όποτε το έχουν ανάγκη. Είναι ίσως αδύνατο να τα πετύχεις όλα αυτά με μια χειρονομία… Αλλά είναι, όπως διαπιστώνω, η καλλιτεχνική μου πρόθεση σε όλη τη μέχρι στιγμής σταδιοδρομία μου – που κορυφώνεται σε αυτό το έργο, αλλά προϋπάρχει και σίγουρα θα συνεχίσει να υπάρχει μετά απ’ αυτό.

Τέλος, ελπίζω να δουν αλλιώς τις μητέρες τους – και τους γονείς τους, γενικά. Να αναρωτηθούν πιο βαθιά για τους ανθρώπους πίσω απ’ αυτούς τους ρόλους. Άλλωστε, το «Εσύ, η ζωώδης μηχανή» δεν είναι, στην πραγματικότητα, ένα βιβλίο για την Ελένη Παπαμάρκου, τη γιαγιά της Σικελιανός, την οποία η συγγραφέας ελάχιστα γνώρισε. Είναι ένα βιβλίο για τη μητέρα της.