«Όταν οι ναζιστές ήρθαν για να πάρουν τους κομμουνιστές σιώπησα, επειδή δεν ήμουν κομμουνιστής.
Όταν φυλάκισαν τους σοσιαλδημοκράτες σιώπησα, γιατί δεν ήμουν σοσιαλδημοκράτης.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους συνδικαλιστές σιώπησα, γιατί δεν ήμουν συνδικαλιστής.
Όταν ήρθαν να πάρουν τους Εβαίους σιώπησα, γιατί δεν ήμουν Εβραίος
Όταν ήρθαν να συλλάβουν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».

Ads

Martin Niemöller *

Η πρώτη συνάντηση του σκηνοθέτη Γιάννη Παρασκευόπουλου με έργο του Θανάση Τριαρίδη έγινε το 2015, με το Zyklon ή το πεπρωμένο, στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο Black Box στην οδό Φλέμιγκ, έναν χώρο πολλά υποσχόμενο για το πειραματικό και σύγχρονο θέατρο, που όμως δεν μακροημέρευσε ως τέτοιος.

Αν στο Zyklon κυριαρχούσε το σκοτάδι σε ένα εσχατολογικό έργο με θέμα το Ολοκαύτωμα, τον θάλαμο αερίων και το δηλητήριο των Ναζί, στο μικρό υπόγειο του Alte Fablon στην οδό Φιλίππου, όλα είναι φωτεινά και λαμπερά. Ζωηρόχρωμα πράσινα πλακάκια καλύπτουν τους τοίχους του σκηνικού, τα μεταλλικά πλυντήρια γυαλίζουν στο χρώμα του ασημιού και οι στολές που φορούν οι ηρωίδες είναι σε έντονο πορτοκαλί. Η καθαριότητα άλλωστε είναι το θέμα του έργου, όπως φαίνεται από την αρχή. 

Ads

Όμως η καθαριότητα στα χέρια του Κράτους μπορεί να πάρει εφιαλτικές διαστάσεις. Ποιος ο λόγος να ταλαιπωρούνται οι δύο ηρωίδες να κουβαλούν τα άπλυτα σε ένα δημόσιο πλυντήριο και μάλιστα σε μια μελλοντική εποχή; Στην οργουελική δυστοπία που ζουν οι δύο γυναίκες, απαγορεύονται τα πλυντήρια, γιατί “οι τρομοκράτες δηλητηρίαζαν το νερό στις σωληνώσεις των σπιτιών… Έπρεπε να γίνουν τα πλυντήρια δημόσια για να ελέγχεται το νερό.” (Α’ πράξη, Το πλυντήριο.) Το επιβάλλει η ασφάλεια των πολιτών. Έτσι αποφάσισε το Παγκόσμιο Συμβούλιο που ορίζει τα πάντα, όπως για παράδειγμα την ποσότητα του απορρυπαντικού και τη μυρωδιά που θα έχει κάθε φορά η χλωρίνη στην πλύση των ρούχων.

Το Παγκόσμιο Συμβούλιο όμως έχει αποφασίσει κι άλλα, το ποιος θα γεννηθεί, ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει. Σ’ έναν κόσμο που απειλείται από υπερπληθυσμό, η Κρατική Γενική Παραίνεση ζητά από τις γυναίκες να αποφεύγουν να γεννούν κορίτσια. Πέντε χρόνια πέρασαν και πολλές γυναίκες δεν υπάκουσαν. Τώρα τα έφηβα παιδιά τους είναι τα πρώτα θύματα μιας ευγονικής πολιτικής που οδηγεί σε δημόσιες εκτελέσεις κοριτσιών στην αρένα, με αποκεφαλισμό που μεταδίδεται ζωντανά από την τηλεόραση. 

Λίγες μέρες μετά το αποτρόπαιο θέαμα δύο μητέρες συναντιούνται στο δημόσιο πλυντήριο και πιάνουν την κουβέντα όση ώρα περιμένουν να τελειώσει η πλύση. Η Α είναι η μητέρα του έφηβου Μο που ως αριστούχος επιλέχθηκε να γίνει δήμιος των κοριτσιών, και η Β είναι η μητέρα του Άντι ο οποίος, όπως καταλαβαίνουμε, έχει κάποια νοητική αναπηρία. Όταν η μητέρα του δήμιου Μο εκφράζει κάποιους ηθικούς ενδοιασμούς για τις πράξεις του γιού της και εκδηλώνει την ανησυχία της για το μέλλον του, γιατί θα μείνει πίσω στο σχολείο, η μητέρα του Άντι σπεύδει να καθησυχάσει όλες της τις αμφιβολίες. “ Δεν φταίει ο γιός σας. Ο νόμος είναι νόμος.”, θα της πει και θα συμπληρώσει: “Νομίζω ότι τις αξίες του πολιτισμού τις υπηρετεί καλύτερα από τον καθένα μας ο Νόμος… Πώς να αφήσουμε τον υπερπληθυσμό ανεξέλεγκτο; Θα καταστραφεί όλη η Γη…” Το δράμα θα εξελιχθεί μέσα από τις τρείς συναντήσεις των γυναικών στον ίδιο χώρο και η κορύφωση θα έρθει με ένα αρκετά προβλέψιμο τέλος. 

 Στο δυστοπικό θρίλερ του Τριαρίδη, που μοιάζει μελλοντολογικό, αλλά έχει πολλά στοιχεία του παρόντος, όλοι μας είμαστε, μέσα από τη σιωπή και την υπακοή, συνένοχοι στις δολοφονίες και στις γενοκτονίες. Πόσο εύκολα ξεχνάμε όσα τραγικά συμβαίνουν; Συγκρούσεις, πολυπρόσωπα ναυάγια με πρόσφυγες, εθνοκαθάρσεις, πόλεμοι με στόχο τους άμαχους, και το ένα κακό ωθεί το προηγούμενο στη λήθη.

Ποιος σκέφτεται την Ουκρανία από τη στιγμή που ξεκίνησε η γενοκτονία στην Παλαιστίνη που ξεπερνά κάθε όριο; Συνηθίζουμε το κακό; Ή, δημιουργούμε άμυνες γιατί αισθανόμαστε ότι δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι; Πόση δυστοπία μπορεί να αντέξει και να ανεχθεί ο άνθρωπος; Και το κρισιμότερο ερώτημα: αλλάζει τελικά προς το καλύτερο η ανθρωπότητα ή παραμένει αιωνίως άγρια και πολεμοχαρής;

Ο Θανάσης Τριαρίδης έγραψε το Πλυντήριο μέσα στην καραντίνα, σε μια περίοδο δυστοπική για ολόκληρο τον πλανήτη, κάτι που κανείς μας δεν μπορούσε να πιστέψει πριν από χρόνια ότι θα μπορούσε να συμβεί. Όπως δήλωσε ο συγγραφέας, απορούσε με τον εαυτό του για το πόσο πιστά ακολουθούσε ο ίδιος όλες τις οδηγίες που μετέδιδε η τηλεόραση για την υγιεινή και την προστασία από τον COVID-19.

Το έργο θέτει πολλαπλούς προβληματισμούς. Η Α και η Β, δεν είναι πρωταγωνίστριες, υπό την έννοια πως δεν καθορίζουν τα γεγονότα. Οι ηρωίδες του Τριαρίδη είναι δέκτες οδηγιών και εντολών που τους ορίζουν πώς θα ζουν, πράγμα το οποίο και αποδέχονται. Είναι επομένως συνένοχες σε ότι απάνθρωπο συμβαίνει; Στο Πλυντήριο ο Τριαρίδης γράφει θέατρο δωματίου, ολιγοπρόσωπο και δίνει έμφαση στον λόγο. Ο διάλογος αποτελεί το εργαλείο για να τεθούν σημαντικοί προβληματισμοί στους θεατές.

Οι δύο γυναίκες ζούνε μέσα σε μια αυστηρά δομημένη από οδηγίες και νόμους αστική κοινότητα που κρατά ασφυκτικά περιορισμένους τους πολίτες της. Όπως φαίνεται, η σχέση με τη φύση και την ατομική ελευθερία είναι μια μακρινή ανάμνηση. που χάνεται στον χρόνο. Όπως ακριβώς χάνονται και οι αρχές του Διαφωτισμού στην ομίχλη μιας οργουελικής δικτατορίας. 

Στο Πλυντήριο ο Γιάννης Παρασκευόπουλος έχει στα χέρια του ένα εξωστρεφές κείμενο, με συχνές επαναλήψεις, με χιούμορ και με εμφανή την αγωνία του συγγραφέα να εντυπωθούν στο μυαλό του θεατή τα θέματα που θίγει. Σε έναν περιβάλλον που παραπέμπει σε Μεσαίωνα του μέλλοντος ή σε ρωμαϊκή αρένα, ο Τριαρίδης περιγράφει με εμμονή στη λεπτομέρεια, την πιο σκληρή και απάνθρωπη πράξη, τη δημόσια εκτέλεση δι’ αποκεφαλισμού. Ο σκηνοθέτης επιλέγει να στήσει μια παράσταση στυλιζαρισμένη, που τη χαρακτηρίζει η καθαρότητα και η απλότητα.

Ο Παρασκευόπουλος δίνει στο κείμενο τον πρώτο ρόλο και το αφήνει να λειτουργήσει μέσα από τις επαναλήψεις και τις δυστοπικές περιγραφές όσων συμβαίνουν και οδηγεί τις ηθοποιούς του στο μεταίχμιο ανάμεσα στο τωρινό και στο μελλοντικό. Η Α και η Β είμαστε εμείς, αλλά και δεν είμαστε. Η παντομίμα στην αρχή του έργου, όπου οι δύο γυναίκες εκτελούν για αρκετά λεπτά μια σειρά πανομοιότυπων κινήσεων, μια από τις οποίες σηματοδοτεί την καρατόμηση, μας κάνει να σκεφτούμε ότι μπροστά μας έχουμε ανθρώπους μεταλλαγμένους σε κάτι που θα μπορούσε να είναι και ρομπότ. 

Οι πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις του Μάνου Μυλωνάκη, αρχικά ενισχύουν την εντύπωση αυτή και στη συνέχεια σχολιάζουν τη δράση δημιουργώντας υποστηρικτικά ηχοτοπία. Καθοριστική για τη δημιουργία της ατμόσφαιρας η λιτή και ευφυής σκηνογραφία της Ευαγγελίας Κιρκινέ δημιουργεί, σε έναν χώρο – πρόκληση, όπως το μικρό υπόγειο της Alte Fablon, την απαραίτητη κλειστοφοβική αποστειρωμένη νησίδα, την αίθουσα των δημόσιων πλυντηρίων όπου συναντιούνται οι δυο γυναίκες.

Η Μαγδαληνή Μπεκρή θα φέρει με επιτυχία επί σκηνής όλον τον αρχικό προβληματισμό και τα διλήμματα που απασχολούν τη μητέρα του δήμιου, καθώς και το βάρος που έχει στην ψυχή της όταν συναισθάνεται τον πόνο των θυμάτων. Αν στην αρχή του έργου είναι προβληματισμένη και ακούει σχεδόν με αφέλεια τα επιχειρήματα του Κράτους από το στόμα της Β, στη συνέχεια θα γίνει άτεγκτη, είτε γιατί έχει πειστεί και στηρίζει τον δημοφιλή πλέον γιό της, είτε γιατί ο δρόμος που ακολουθεί δεν έχει γυρισμό είτε γιατί φοβάται.

Η έμπειρη ηθοποιός, με εσωτερικότητα και αυστηρή χρήση του σώματος, θα στήσει δυναμικά τον έναν πόλο της παράστασης. Η Ελένη Δημοπούλου θα λειτουργήσει αντιστικτικά δίπλα στην Α και με εξωστρεφές αρχικά παίξιμο θα μας μεταφέρει τον ενθουσιασμό του πολίτη που θεωρεί ότι όλα βαίνουν καλώς, καθώς αισθάνεται ότι ανήκει στην κοινότητα όσων δεν κινδυνεύουν. Την ίδια στιγμή εύστοχα αφήνει να διαφανεί η αγωνία της για τον γιό της Άντυ, που τον αναγκάζει εμμονικά να βλέπει ντοκιμαντέρ για να μην μείνει πίσω από τα άλλα αγόρια στο σχολείο.

Με εσωτερικότητα θα φανεί η σταδιακή μεταστροφή της Β, όταν αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κίνδυνο, και αργότερα θα κορυφωθεί η αγωνία της και ο πόνος θα την ρημάξει. Δύο πολύ καλές ηθοποιοί, στην δημιουργική ωριμότητά τους, πετυχαίνουν να μας κρατήσουν αμείωτο το ενδιαφέρον και να μας κάνουν συμμέτοχους της αγωνίας τους στο δυστοπικό θρίλερ του Τριαρίδη. 

Καθώς παρακολουθούσα το Πλυντήριο στο υπόγειο του Alte Fablon, σκεφτόμουν πόσο σημαντικές είναι οι δημιουργικές συναντήσεις καλλιτεχνών που έχουν συνυπάρξει για δεκαετίες στη Θεσσαλονίκη μέσα από παράλληλες πορείες. Το πολιτιστικό τοπίο στο οποίο ωρίμασαν καλλιτεχνικά οι συντελεστές της παράστασης έχει από χρόνια αλλάξει. Το θρυλικό υπόγειο Studio Νέες Μορφές στην Αγνώστου Στρατιώτη, δημιούργημα της ομώνυμης ομάδας, δεν σημαίνει τίποτα σήμερα για τους νεώτερους και αντίστοιχα δεν συνδυάζουν το Θέατρο Αμαλία, στον ομώνυμο δρόμο κοντά στην οδό Παρασκευοπούλου, με την Πειραματική Σκηνή της “Τέχνης” που στεγάστηκε εκεί από το 1987 έως το 2012. Κοινό παρονομαστή στην πορεία των συντελεστών της παράστασης Το πλυντήριο αποτελεί η απόφασή τους να παραμείνουν στη Θεσσαλονίκη παρά το αφιλόξενο της πόλης και την ελλιπή καλλιτεχνική πολιτική της τοπικής αυτοδιοίκησης.

Οι νέοι καλλιτέχνες δεν μπορούν ίσως να φανταστούν ότι παλαιότερα οι ομάδες και οι θίασοι της Θεσσαλονίκης λειτουργούσαν ως κλειστά δημιουργικά κύτταρα και σπάνια συνεργάζονταν μεταξύ τους. Ευτυχώς αυτή η επαρχιακή νοοτροπία έχει από χρόνια αλλάξει και η συνεργασία ανάμεσα στους νεότερους καλλιτέχνες είναι αυτονόητη, γεγονός στο οποίο συνέβαλε εν πολλοίς το Τμήμα Θεάτρου του ΑΠΘ. Η παράσταση του Πλυντηρίου αποτελεί έναν ακόμη δυνατό δημιουργικό κρίκο που συνδέει το παρελθόν με το σήμερα. 

Ο ακάματος και ανήσυχος Θανάσης Τριαρίδης μάς παίρνει από το χέρι και μας οδηγεί -με διδακτικό τρόπο κάποιες φορές- στα μοναχικά μονοπάτια που βαδίζουν άνθρωποι, σκιές του εαυτού τους, χαμένοι στην ατομικότητα που τους επιβάλλει η ξηρασία ενός στυγνού κράτους που μισεί την αλληλεγγύη. Αντίδοτο στον μελλοντολογικό ζόφο, το τώρα της θεατρικής πράξης που υπηρετεί το έργο μέσα από τη συλλογική δημιουργία.

*Ποίημα γραμμένο από τον Γερμανό πάστορα Martin Niemöller (1892-1984).

Info

“To πλυντήριο” του Θανάση Τριαρίδη
Σκηνοθεσία: Γιάννη Παρασκευόπουλος
Εως 11 Φεβρουαρίου 2024
Κάθε Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο στις 21:15
και την Κυριακή στις 19:15

Πολυχώρος Τέχνης Alte Fablon
Φιλίππου 71 & Χριστοπούλου – Θεσσαλονίκη | Τηλ: 231401443