Τα τελευταία χρόνια, γράφεται και λέγεται συχνά – κυρίως από τις παλιές καραβάνες της θεατρικής τέχνης και κριτικής – ότι το ελληνικό θέατρο διέρχεται μια παρατεταμένη, ανεπίλυτη κρίση. Καθείς και ο δικός του ορισμός της κρίσης: έλλειψη προσανατολισμού, άσφαιρος πειραματισμός, ομφαλοσκόπηση, άκαρπος αισθητισμός, απρόσφορος μηδενισμός. Αυτές οι αιτιάσεις προσλαμβάνουν την κρίση αποκλειστικά ως πτώση και παρακμή και όχι σαν μια διαδικασία τοκετού νέων τάσεων ή ακόμα και αναγέννησης.

Ads

Όταν μιλάμε για κρίση στην τέχνη, είναι πιο χρήσιμο να αντιλαμβανόμαστε την κρίση με όρους μικρότερης ή μεγαλύτερης αναταραχής στις τάξεις του όλου θεατρικού οικοσυστήματος και των stakeholders του: δημιουργοί, θεατές, κριτική, μελλοντικές γενιές. Και, στην προκειμένη περίπτωση, η μαοϊκή ρήση ‘’μεγάλη αναταραχή, υπέροχη κατάσταση’’ ίσως να είναι ερμηνευτικό κλειδί. Νιώθω ότι το ελληνικό θέατρο γνωρίζει μια άνευ προηγουμένου αναταραχή παρά μια άνευ προηγουμένου παρακμή. Η παράσταση ‘’Το τέλος της μικρής μας πόλης’’ που παίζεται στο θέατρο Rabbit Hole αυτές τις μέρες, θεατρική διασκευή της ομώνυμης αριστουργηματικής νουβέλας του Δημήτρη Χατζή, σε σκηνοθεσία του Ορέστη Τάτση, μου επιβεβαίωσε αυτή την πεποίθηση.

Σε επίπεδο διασκευής του αρχικού πολυδιαβασμένου κειμένου του Χατζή, η Έλσα Ανδριανού δεν καταφέρνει απλώς να προσαρμόσει με χειρουργική αφοσίωση ένα πεζό κείμενο σε ένα κείμενο για το σανίδι. Μετέρχεται μία πολυεπίπεδη μεθοδολογία (δραματοποιημένη αφήγηση, μονόλογο, θέατρο συνόλου, τεχνικές μιούζικαλ) με πολλές εσωτερικές συνθετικές συγκρούσεις. Τελικά καταφέρνει να γράψει ένα νέο θεατρικό κείμενο που εκφεύγει των στενών ορίων μιας διασκευής και προσφέρει στο σκηνοθετικό και ερμηνευτικό crew μια ολοκληρωμένη δημιουργική βάση.

Η σκηνοθεσία του Ορέστη Τάτση, για όσους γνωρίζουν την πορεία του, βαίνει συνεχώς ανανεούμενη, αναβαπτιζόμενη μέσα στην συλλογικότητα στην οποία ο ίδιος πιστεύει βαθιά. Για όσους δεν γνωρίζουν προηγούμενες δουλειές του («Φθορά», «Τερματικός Σταθμός» κ.ά.), νομίζω ότι θα εκπλαγούν από την αμεσότητα και την ευφυΐα της συγκεκριμένης σκηνοθετικής υπογραφής. Το πολύ τολμηρό βήμα της σύνδεσης ενός «φτωχού θεάτρου» με το μιούζικαλ επιτυγχάνεται μέσα από απλά βήματα, αποφασιστικότητα αλλά και εντυπωσιακή αποφυγή πολλών ολισθηρών στροφών. Η απόδοση του έργου του Χατζή καταφέρνει έτσι να ξεφύγει από την ηθογραφική προσέγγιση και να μεταμορφώσει ένα έργο του 1963 σε μια πολιτική εκτίμηση που καλύπτει και ξεπερνά την περίοδο της υπερδεκαετούς ελληνικής κρίσης.

Ads

Οι ερμηνείες φέρουν δύο πολύ ισχυρά πρόσημα. Το πρώτο είναι ότι οι ηθοποιοί (Άρης Τρουπάκης, Νίκος Γιαλελής, Στάθης Κόκκορης, Κώστας Κουτρουμπής, Δημήτρης Μηλιώτης) δεν καταναλώνουν απλώς ένα κείμενο και συγκεκριμένες οδηγίες. Θα έλεγα ότι συνεισφέρουν καταλυτικά στην διασκευή του κειμένου καθώς, με την δράση τους αλλά κυρίως με την συλλογική τους σκηνική συμπεριφορά, εντείνουν το δίπολο ‘’νοικοκυροσύνη και ατομισμός VS ελευθερία και αλληλεγγύη’’. Από την άλλη, η διανομή έχει γίνει σοφά με επιστέγασμα την δραματική σύγκρουση μεταξύ Σπούργου (Γιαλελής) και Τσιάγαλου (Κόκκορης).

Ωστόσο, το κρυφό υπερενισχυμένο σκυρόδεμα αυτού του άρτιου οικοδομήματος είναι η μουσική (σύνθεση, επί σκηνής εκτέλεση αλλά και το δραματοποιημένο μουσικό performing) από τον Θέμο Σκαδάμη. Πέρα από το «τσαλάκωμα» στο οποίο υποβάλλει εαυτόν ώστε να συντριβεί και το παραμικρό απομεινάρι σοβαροφάνειας, η μουσική του δεν είναι απλά γραμμένη και εκτελούμενη για θέατρο. Είναι θέατρο. Και είχα καιρό να δω μουσικό επί σκηνής να καταφέρνει να διοχετεύει την σωματικότητά του με τόσο απρόσκοπτο τρόπο στην όλη θεατρική πράξη. Υποθέτω ότι σε αυτό, όπως και στην ασταμάτητη, καλοζυγισμένη, άλλοτε εκρηκτική και άλλοτε ανεπαίσθητη κίνηση των ερμηνευτών, θα έπαιξε καθοριστικό ρόλο η καίρια κινησιολογία της Πωλίνας Κρεμαστά.

Το επιμελητειακό team – Μελίνα Μάσχα (φωτισμοί), Λευτέρης Βουρέκας (σκηνικά), Παναγιώτης Ανδριανός (οπτικό υλικό, trailer), Γιάννης Σκανδάμης (ηχοληψία) – ολοκληρώνουν μία θεατρική εμπειρία που αποτυπώθηκε ατόφια στο μυαλό μου.

Οι παραστάσεις ολοκληρώνονται τέλος Μαΐου. Σπεύσατε!