Είδα τον «Ληστή» στην Πάτρα και βρήκα, μετά από καιρό, την φιλοσοφία και την πολιτική να ξαναστέκονται στα πόδια τους και στο θέατρο. Τρεις συντελεστές, τρεις τορπίλες εναντίον του κυριάρχου, τρεις τρύπες από σφαίρες στον τοίχο μιας φυλακής. Κείμενο, σκηνοθεσία, ερμηνεία, τρία αγκάθια που φτιάχνουν το πιο άγρια όμορφο λουλούδι που είδα να ανθίζει στο φετινό σανίδι. Μανιάτης, Κραουνάκης, Τσαρούχης, οι λύκοι που όσο κι αν φοβάται οι πόλη, άλλο τόσο εμπνέεται από το απόκοσμο ουρλιαχτό τους, μες στην καρδιά της νύχτας.

Ads

1) Κείμενο

Ο Δημήτρης Μανιάτης γράφει τη δική του ιστορία για τους κοινωνικούς ληστές και την κοινωνική ληστεία. Δεν πέφτει στην παγίδα της εύκολης σύγκρισης με κατοπινές του καιρού των ληστών περσόνες. Στα πλαίσια,όμως, της δυστοπίας, στην οποία δρα ο ηττημένος τους έργου, μπλέκει αναφορές για τον Γιαγκούλα με στοιχεία για τον Βελουχιώτη, ή βάζει τον Νταβέλη να συναντήσει τον Παλαιοκώστα. Για να γίνει αυτό, απαιτείται κάποιο θράσος το οποίο υπερκαλύπτει η πρόθεση του συγγραφέα να καταδείξει ότι η αδικία και η εξέγερση είναι ένα σταθερό δίπολο που εκφράζεται σε κάθε ιστορική φάση με διαφορετικές συγκρούσεις και εντάσεις. Το κείμενο παρακολουθεί τον Μακιαβέλι από την αντίπερα όχθη και κορυφώνει την ριζοσπαστική φιλοσοφική του θέση με την σεισμική για τα μιντιακά μας δεδομένα φράση που εκστομίζει ο ληστής: «καταδικάζω την καταδίκη της βίας σας από ’που κι αν προέρχεται».

2) Σκηνοθεσία

Ο Σταμάτης Κραουνάκης αναδεικνύεται ως αναγεννησιακός. Κατέχει τον κοσμικό ρυθμό της Τέχνης και τον διοχετεύει αριστοτεχνικά σε έναν μονόλογο 1,5 περίπου ώρας. Η τρίπλευρη χωροθεσία και τα σκηνικά (ένα απλό βάθρο από ξύλο και σίδερο που πότε γίνεται τάφος, πότε βουνοπλαγιά, πότε κρυψώνα, πότε ηχητικό μέσο για πυροβολισμούς κ.ά.) βάζουν τον ηθοποιό απευθείας σε μια σύγκρουση πρώτα με τον εαυτό του και μετά με το ερώτημα της Δικαιοσύνης. Ο Κραουνάκης φτάνει σε ένα τραγωδιακό επίτευγμα κλειστού χώρου καθιστώντας την ερμηνεία τερατώδη αλλά και γλυκειά: γι’αυτό και τρομακτική.

Ads

3)Ερμηνεία

Ο Πασχάλης Τσαρούχας χάνει για τα καλά την όψη του και δίνει κάθε ρανίδα ζωής στο νεκρικό τραγούδι που καλείται να παρουσιάσει. Μετέχει δύο κόσμων ταυτόχρονα, ουρλιάζει από τη γη στην κόλαση και ψιθυρίζει από τον κάτω κόσμο στους ζωντανούς. Παίζει πραγματικά μόνος του, νιώθει μόνος του, ξέρει στην πραγματικότητα τι σημαίνει να πέφτουν ένας-ένας οι σύντροφοί σου νεκροί γύρω-γύρω. Το μεγαλείο της ερμηνείας του Τσαρούχα έγκειται στην οπτικοποίηση του εφιάλτη κάθε ανθρώπου που υποψιάζεται ότι δεν υπάρχει δίκιο κι άδικο, έτσι αόριστα, αλλά ότι εκείνη η «κόκκινη γραμμή» που στοιχειώνει τα λεγόμενα του ληστή, μπαίνει κατά περίπτωση και κατά ιστορική περίοδο. Ο ηθοποιός, επιδεικνύοντας ωριμότητα, δεν μας αφήνει να τον συμπαθήσουμε αλλά ούτε και να τον μισήσουμε. Είναι ένα ον που άλλοτε γίνεται άνθρωπος κι άλλοτε δαίμονας. Με την έντασή του βάζει και στους θεατές το ερώτημα της σωτηρίας. Γι’ αυτό τον φοβάσαι απολαμβάνοντάς τον.

Τελικά, με τον «Ληστή» παύει το κρυφτούλι ηθοποιών και σκηνοθετών πίσω από κλασικά και κλασικοφανή κείμενα, στην προσπάθειά τους να μιλήσουν για την κρίση. Με τον «Ληστή», οι τρεις αυτοί άνθρωποι δείχνουν ότι, πραγματικά θέλουν να πουν κάτι για την Ελλάδα και το κάνουν με αρχή, μέση και τέλος: το γράφουν, το στήνουν στα πόδια του και το παρουσιάζουν. Αυτό το «κάτι θέλω να πω για την Ελλάδα», στην περίπτωση του «Ληστή» δεν ψάχνει στα θολά νερά μια κομπλεξικής επιθεώρησης, δεν συρράπτει ιδεότυπα, δεν αναμασά εφήμερες επαναστατικότητες της μνημονιακής εποχής.

Σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας στέλνουν τον ηθοποιό πάνω στη σκηνή αλλά έχεις την αίσθηση ότι είναι εκεί δίπλα του, είναι η συμμορία του, είναι οι σύντροφοί του στο έγκλημα και την εκδίκηση. Το έργο αυτό ξαναγράφεται και ξανασκηνοθετείται μπροστά στα μάτια μας γιατί είναι ζωντανό και αυτό είναι προνόμιο μόνο των πρωτότυπων έργων.

Αυτή η αυθεντικά σύγχρονη ελληνική δημιουργία συναντά τον Καζαντζάκη και τον Καπετάν Μιχάλη όταν αυτός φωνάζει στον συμπολεμιστή του, τη στιγμή που οι εχθροί τους έχουν πια περικυκλώσει: «έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει σωτηρία».