Είδα προχθές στο «Θέατρο Κάτω» στο Ηράκλειο, τη «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία του Πάνου Ιωαννίδη. Το εκτενές αυτό ποιητικό κείμενο εμπεριέχει, εκτός των άλλων, στοιχεία ποιητικής πρόζας. Η δραματικότητά του, επίσης, εξαιρετικά πυκνή και αισθηματικά συμπαγής, αναδεικνύει έναν λόγο που ακροβατεί ανάμεσα στην εξομολόγηση και την προσωπική αποκάλυψη. Αυτά τα δύο, βέβαια, είναι διαφορετικά πράγματα. Ο βαθύς, περιεκτικός και έντονος λυρισμός του κειμένου, επίσης, σε συνδυασμό με τα δραματικά αυτά στοιχεία συνθέτουν ένα κείμενο ιδιότυπο όσο και σημαντικό για τη σύγχρονη νεοελληνική ποιητική δημιουργία και έκφραση.

Ads

Έχουν επιχειρηθεί κατά το παρελθόν πολλές σκηνικές αναγνώσεις της Σονάτας. Οι περισσότερες από αυτές αποτελούν φιλότιμες προσπάθειες, ακόμα και από αυστηρά επαγγελματικά ή άλλου τύπου θεατρικά σχήματα. Αυτές οι σκηνικές προσεγγίσεις, τουλάχιστον αυτές που εγώ έχω υπόψη μου, δεν καταφέρνουν (όπως δείχνει τελικώς η εμπειρία και ο χρόνος) παρά μια, θα έλεγα, εξωτερική κυρίως περιγραφή του αισθήματος, αναπαραγόμενη πράγματι μέσα από τις δομές που αναγκαστικά επιβάλλει ο ποιητικός λόγος. Πέραν αυτού τίποτε άλλο. Ο θεατής πηγαίνει στο θέατρο για να δει, δηλαδή, μια ώριμη γυναίκα να εξομολογείται τα σπαράγματα της ζωής της σε έναν νεαρό («βουβό» πρόσωπο) ο οποίος την ειρωνεύεται πάνω στη σκηνή δια της σιωπής και «ρίχνοντάς» της μερικές φορές κάποια βλέμματα αδιαφορίας.

Από τη μια πλευρά η φορμαλιστική αυτή ανάγνωση, συμπεριλαμβανομένου φυσικά και του «βουβού» προσώπου, δεν είναι παρά μια στατική θεατρική εκδοχή. Ακόμα όμως και αν συσχετίσουμε τον νεαρό με την πολιτική διάσταση που έχουν οι καταβολές του Γιάννη Ρίτσου, θεωρώντας, δηλαδή, ότι ο νεαρός εκφράζει το καινούργιο και την αναζήτηση για μια σοσιαλιστική κοινωνία (για τον λόγο αυτό ειρωνεύεται άλλωστε τη γυναίκα φωτογραφίζοντας έτσι, εκτός των άλλων, και την παρακμή της «αστικής» ζωής), τότε ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο μια τέτοια ανάγνωση δεν μπορεί παρά να αποτύχει, γιατί ο Ρίτσος, κατά την άποψή μου, δεν είχε κατά νουν την πολιτική όταν έγραφε τη Σονάτα. Πίσω από την ώριμη γυναίκα κρύβεται με βεβαιότητα ο ίδιος ο Ρίτσος. Από την άλλη πλευρά η Σονάτα δεν είναι ένα ακραιφνώς θεατρικό κείμενο. Είναι ένα λογοτεχνικό κείμενο το οποίο από τη φύση του ως τέτοιο κείμενο έχει μια δυναμική πολλαπλών και ποικίλων αναγνώσεων και προσεγγίσεων και ως εκ τούτου θα αναμέναμε νέες, φρέσκες ματιές από τους σκηνοθέτες, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο με την αντίληψη περί σκηνοθεσίας αυτού του κειμένου από τον Πάνο Ιωαννίδη. Ο Ιωαννίδης απέρριψε την «ασφαλή» ανάγνωση, πέταξε στο καλάθι των αχρήστων όλα εκείνα που θα μπορούσαν να τον οδηγήσουν στον φορμαλισμό και τη μανιέρα. Χωροθέτησε το σύμπαν του κειμένου σε σκηνικά δομημένες εικόνες μεταβάλλοντας τον ποιητικό λόγο σε εφαλτήριο για να ειδωθεί το αίσθημα μέσα από τον ρεαλισμό της σύγχρονης πραγματικότητας. Η πειραματική αυτή όσο και ανατρεπτική ματιά συμπληρώνεται από την επιλογή των ηθοποιών. Την ώριμη γυναίκα που γράφει ποιήματα θρησκευτικής πνοής ερμηνεύει ο Αντώνης Περαντωνάκης, ενώ τον νεαρό ο Δημήτρης Γαλανάκης.

Ads

Οι γαλλικοί στίχοι από τη διασκευή του Serge Gainsbourg στο τραγούδι «Parce que» του Charles Aznavour, ανοίγoυν τον σκηνικό διάπλου, με τον Αντώνη Περαντωνάκη ερμηνευτή του τραγουδιού, σε μιαν εικόνα που ανακαλεί φόρμες γαλλικού καμπαρέ. Γενικότερα η ερμηνεία του Περαντωνάκη στον ρόλο της ώριμης ηρωίδας – γυναίκας, πολύ προσεκτικά γειωμένη στη σύγχρονη πραγματικότητα, δόθηκε χωρίς τις υπερβολές που ενδεχομένως υποκρύπτει το αυθεντικό ποιητικό κείμενο. Ο Περαντωνάκης υπήρξε ήπιος στη διαχείριση του αισθήματος και ιδιαίτερα εκρηκτικός στις κορυφώσεις, κυρίως στη σκηνική εικόνα με το μοτίβο της αρκούδας. Αιχμηρός και καίριος ο ίδιος φωνητικά, διαμόρφωσε ένα σκηνικό υψηλής αισθητικής, μεταφέροντας τους ρυθμούς του ποιητικού λόγου σε μια καθημερινή, άμεση και οικεία γλώσσα. Η ειρωνεία και ο αυτοσαρκασμός αποδόθηκαν ως θραύσματα μιας κουλτούρας της καθημερινότητας, εστιάζοντας σε συγκεκριμένες ενδοκειμενικές επιλογές και συμφραζόμενα. Η ερμηνεία του Περαντωνάκη εξαιρετική, τήρησε με πειθαρχία, επίσης, τις ισορροπίες του κειμένου και για έναν ακόμη λόγο: το γεγονός ότι ως ρόλος, αλλά και ως επιλογή φύλου, δεν είναι πράγματα συνήθη στη σκηνική απόδοση του συγκεκριμένου κειμένου, αυτά και μόνον αυτά είναι δυνατόν να οδηγήσουν την ερμηνεία στο γκροτέσκο. Πράγμα το οποίο φυσικά δεν έγινε.

Στις διάφορες σκηνικές αναγνώσεις της Σονάτας το επίκεντρο της σκηνοθεσίας και της στρατηγικής είναι ο ρόλος της ώριμης γυναίκας. Γύρω από αυτήν κινούνται τα πάντα. Ο ρόλος του νεαρού προσώπου, επίσης, είναι από τη φύση του σημαντικός. Αποτελεί όμως έναν ρόλο – αίνιγμα. Ο Πάνος Ιωαννίδης ακύρωσε ουσιαστικά τη «λογική» του στατικού νεαρού προσώπου αιφνιδιάζοντας τον θεατή, αφού έδωσε σε αυτό τον ρόλο ισορροπημένη σκηνική βαρύτητα ανάλογη με εκείνη της ώριμης γυναίκας. Οι δύο ρόλοι (ώριμη γυναίκα – βουβό νεαρό πρόσωπο) είναι σκηνικά αλληλοεξαρτώμενοι. Ο ένας δεν θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τον άλλο. Πέρα από τη δραματουργική και σκηνική ανατροφοδότηση που συνιστά αφ’ εαυτού το εγχείρημα αυτό, δικαιώνει, επίσης, και τον πειραματικό χαρακτήρα της παράστασης.

Ο Δημήτρης Γαλανάκης και ως φυσική παρουσία, αλλά και ως συμμέτοχος στην περαίωση του τραγικού τραύματος και θαύματος ανταποκρίθηκε με εξαιρετική επιτυχία στον ρόλο τού, καθόλου, βουβού προσώπου. Αυθεντική και ειλικρινής παρουσία, τολμηρός, εξωστρεφής και δυναμικά εσωστρεφής, ανέδειξε την οπτική του «άλλου», τη διαφορετικότητα στη δυνητική ικανότητα πρόσληψης του λόγου που αναπαρίσταται επί σκηνής. Ο νεαρός Γαλανάκης δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο λόγος που σαρκώνεται τις βαθύτερες επιθυμίες και την ύλη της ζωής. Ο νεαρός δεν είναι τίποτε άλλο παρά οι επιθυμίες και οι σκιές μας, οι αντανακλάσεις και τα όνειρά μας, ο εαυτός μας στον σκηνικό καθρέφτη. Είναι θραύσματα του Ρίτσου (όταν κρατά σημειώσεις πάνω στη σκηνή μαθαίνοντας τη γλώσσα και τον κόσμο), είναι η ουσία της καθημερινότητάς μας (όταν βγάζει από τη βαλίτσα το φλιτζάνι του καφέ και το πιατάκι). Οι σκηνικοί ήρωες διαλέγονται μεταξύ τους και χάνονται στη μέθεξη του ποιητικού λόγου, συγκροτώντας μιαν ατμόσφαιρα έντονης συγκίνησης και ερωτισμού. Όταν, τελικώς, μετατρέπεται ο σκηνικός χώρος σε καθρέφτη ανύπαρκτο, σε ένα τραπέζι κενό, σε μια τραμπάλα ή, γιατί όχι, σε μια λαιμητόμο. Σκηνική υποφορά και συμβολισμός τα σκηνικά αντικείμενα όπως ή άμμος, τα χαλίκια, οι στρατιωτικές αρβύλες και η αντιασφυξιογόνα μάσκα του μουσικού.

Λειτουργικό και «ζωντανό» κομμάτι οι σκιές των μουσικών στα ημιδιαφανή διαχωριστικά που σε μιαν αφαιρετική οπτική ανακαλούν τις νότες του πενταγράμμου ή τις αλλοιωμένες όψεις του ανθρώπινου ρυθμού. Αυτά σε μια λιτή, περιεκτική και λειτουργική σκηνογραφία της Ευαγγελίας Καμπουράκη, όπου ηθοποιοί και μουσικοί ενορχηστρώνουν χωρίς κραυγές ήπιες και οξύτονες πτυχές της ζωής. Επισημαίνουμε ότι οι μουσικοί, δηλαδή, ο Τίτος Μίντζας στην κιθάρα, ο Κωστής Σπυριδάκης στο τσέλλο και ο Νίκος Παπαδάκης στο βιολί κατέθεσαν σύνολα ήχων σε επιμέλεια και πρωτότυπη μουσική της Μαρίας Σικιαρίδη – Ζαχαριάδου. Η Ελεάννα Παπανικολοπούλου στην ενδυματολογία και η Ελευθερία Σινατσάκη ως βοηθός σκηνοθέτη συμπληρώνουν τους συντελεστές της παράστασης. Η παράσταση «Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου σε σκηνοθεσία Πάνου Ιωαννίδη δεν κλείνει με το άκουσμα της γνωστής Σονάτας. Επιλογή και αυτό το σημείο. Μια παράσταση που ανατρέπει τη συγκίνηση, της δίνει νέο περιεχόμενο και, κυρίως, βοηθά πολύ ώστε να δούμε το ποιητικό κείμενο με άλλη λογοτεχνική ματιά. Αξίζουν συγχαρητήρια σε όλους.