Από την έκδοση της πρώτης ποιητικής του συλλογής (Ανοσία της Άγνοιας, Οδός Πανός), έως την πιο πρόσφατη (Ο Φιλοθεάμων, εκδόσεις Κουκούτσι), ο Σπύρος Αραβανής παρατηρεί σε βάθος την εποχή και ταυτόχρονα στροβιλίζεται εντός του, με  μια υπαρξιακή γραφή, χωρίς εντυπωσιασμούς παρά τις αιχμές της. 
 
Πιο μεστός από ποτέ στο τελευταίο του πόνημα, διανύει ξανά την διαδρομή από το σημείο στο όλον, από το άτομο στην κοινωνία, από μέσα προς τα έξω και αντίστροφα, κρατώντας πιο επίμονα τον φακό του στραμμένο, στην αγωνία της μιας κοινωνίας που αποστρέφει το βλέμμα από τον αληθινό καθρέφτη της, αποφεύγει τεχνιέντως να αισθάνεται σε βάθος και ξεγλιστρά στην ψευδή αυτοεικόνα της μέσω των social media. 
 
Παρών και το πολιτικό του σχόλιο «Το χέρι που σκότωσε / το πεντάχρονο παιδί / στη Γάζα, το 2018, / ήταν το χέρι του πατέρα του / στο Βιετνάμ, το 1967, / και του παππού του / στην Ισπανία, το 1936» αλλά και ο ρυθμός των ομοιοκατάληκτων ποιημάτων. Εξάλλου, ο Αραβανής, εκτός από φιλόλογος και ποιητής, είναι και στιχουργός και ως δημοσιογράφος έχει σκύψει με σεβασμό στο έργο σπουδαίων στιχουργών μας. Η αγάπη του στο έργο του Μάνου Ελευθερίου, τον οδήγησε ξανά και ξανά στο σπίτι του μεγάλου ποιητή και στιχουργού, όπου μαζί με τον Ηρακλή Οικονόμου, κατέγραψαν τη βιογραφική (μυθ)ιστορία του, όπως γράφουν στον πρόλογο του βιβλίου «Μαλαματένια λόγια», αποσπάσματα του οποίου θα δημοσιεύσουμε σε επόμενο θέμα. 
 
Η συνέντευξη που ακολουθεί, έγινε με αφορμή τις δύο αυτές εκδόσεις. Ξεκίνησα ζητώντας από τον Σπ. Αραβανή, να ξετυλίξει τις σκέψεις του, με αφορμή τα ίδια του τα ποιήματα. 

Ads

image
 
 
«Όλη τη νύχτα γύρευε τη θαλπωρή μιας ιδέας / που κοιμάται ανάλαφρη / σαν τον ίσκιο ξενοιασμένου αναχωρητή». Στη θαλπωρή ποιων ιδεών καταφεύγεις στη ζωή και την ποίηση;
 
Αυτές τις μέρες κυκλοφόρησε μια είδηση για έναν 81χρόνο Ιταλό, τον επονομαζόμενο «Ροβινσώνα Κρούσο της Ιταλίας»,  τον οποίο υποχρεώνουν μετά από 32 χρόνια που ζει μόνος του σε ένα ακατοίκητο νησί στα Βόρεια της Σαρδηνίας, να το εγκαταλείψει. Ετοιμάζοντας, λοιπόν, τις βαλίτσες του για να μετακομίσει σε ένα μικρό διαμέρισμα σε ένα άλλο κοντινό νησί, δήλωσε στον Guardian: «Η ζωή μου δεν θα αλλάξει και πολύ. Θα συνεχίσω να βλέπω τη θάλασσα». Αυτή είναι η θαλπωρή της ιδέας που κοιμάται ανάλαφρη δίχως να την επηρεάζει καμία έξωθεν συνθήκη ακόμα κι αν η πραγματικότητα είναι πολλαπλή…Γιατί στην περίπτωση του ερημίτη, σκαλίζοντας την ιστορία του, είδα τελικά ότι δεν ήταν το πρότυπο του «ερημίτη» που φανταζόμουν: διατηρεί προφίλ στο facebook, γράφοντας στο tablet του και αναρτώντας φωτογραφίες με ανθρώπους που τον επισκέπτονταν…Για αυτό πολλές φορές αισθάνομαι σε σχέση με τις ιδέες, κοντά σε αυτό που γράφει κάπου μια σπουδαία ιταλίδα ποιήτρια, η Alda Merini: «Δεν μου λείπει εκείνο που έδειχνες ότι ήσουν, μου λείπει εκείνο που νόμιζα ότι ήσουν». Το σίγουρο πάντως είναι πως όσο μεγαλώνω τόσο πιο δύσκολα μπορεί να προσδιορίσω μια «ιδέα» χωρίς να πέσω στην παγίδα της εξιδανίκευσής της. Αλλά και να μιλήσω ουσιαστικά για αυτή χωρίς να την παγιδεύσω μέσα σε ορισμούς, ενώ είναι τόσο φυσική όσο το κούνημα της ουράς του σκύλου όταν χαίρεται. 
 
«Λες και το συναίσθημα έγινε μία ιερογλυφική αναπαράσταση / που πάνω της χαράσσουμε τα στοιχεία της ταυτότητάς μας / και όχι μιαν άυλη γέφυρα που ενώνει τις ανεπάρκειες / μια κραυγάζουσα ανταλλαγή σιωπών και ένα πυκνό θρόισμα / φυλλωμάτων δυο δέντρων που ριζώνουν σε κοινό χώμα / εμποτισμένα με την ίδια αιώνια δίψα της διακλάδωσης.». Ο παραπάνω στίχος είναι ορμώμενος από την εποχή μας; Και αν ναι, τι είναι αυτό που μας απομακρύνει από την «αιώνια δίψα της διακλάδωσης»;
 
Ναι, αισθάνομαι ότι σήμερα περισσότερο ερμηνεύουμε ή συζητάμε –κυρίως με παράλληλους μονολόγους και καχύποπτα- παρά βιώνουμε. Όχι μόνο τις σχέσεις. Όλα. Μπαίνουμε στις σχέσεις σαν ολόκληροι, ενώ αυτές που τις δημιουργούν στην ουσία είναι οι ανεπάρκειές μας. Ερωτευόμαστε, μισούμε, θυμώνουμε, γελάμε, μιλάμε και γράφουμε με το ψευδές «όλον» μας. Ενώ η αλήθεια βρίσκεται στις ελλείψεις μας. Ακόμα και ο «ελλειμματικός» μας εαυτός, όταν βρίσκει ρωγμές να φανεί,  ιδίως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι στο βάθος μάλλον μια κατασκευή και όχι αυθόρμητη έκφανσή μας. Θα γίνω δυσάρεστος, αλλά είτε φωτογραφίζουμε παραθαλάσσια βιβλία, είτε κηδειόχαρτα, είτε αυτοφωτογραφιζόμαστε την ώρα του εμβολιασμού είτε με τους ορούς στα χέρια από το νοσοκομείο, είναι μια ανάγκη –το κατανοώ- για επικοινωνία με «ξένα κλαδιά» που όμως φοβάμαι ότι παραμένουν τελικά «ξένα» ως προς αυτή την «αιώνια δίψα της διακλάδωσης». 
 
Τι σημαίνει «να διψάς» και «να λιγοστεύεις»;
 
«Μέσα στη δίψα είναι όλο το νερό» έλεγε ο Καρούζος και «να φεύγουν τα περιττά λέω / να μπω στον ουρανό τού τίποτα / με ελάχιστα», όπως έγραψε η Αγγελάκη-Ρουκ. Η πανδημία μάς έδωσε, τουλάχιστον για ένα μεγάλο διάστημα, την ευκαιρία για αυτή τη δίψα και το λιγόστεμα στις ανάγκες. Το νερό το γνωρίζαμε, όπως και το περίσσευμα. Σου θυμίζω τι έγραφε χρόνια πριν ο Στάθης Παχίδης σε ένα τραγούδι του: «Οι πρώτοι χορτασμένοι Έλληνες είναι εδώ». Όμως, όπως και μετά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης, έτσι και σήμερα, ο εγωισμός μας για το «παρελθόν» που στερηθήκαμε, μας έκανε να ξεχάσουμε πιο γρήγορα, από όσο φανταζόμουν, τη «δίψα» κυνηγώντας και πάλι το «νερό». Επιβεβαιώθηκε δε αυτό που έλεγε ο Φρομ: «Καθένας χάνει τόση ελευθερία, όση είναι διατεθειμένος να χάσει». Νομίζω, δηλαδή, πως χάσαμε πολλή ελευθερία μιλώντας για τη μη ελευθερία μας. 
 
«Το χέρι που σκότωσε / το πεντάχρονο παιδί / στη Γάζα, το 2018, / ήταν το χέρι του πατέρα του / στο Βιετνάμ, το 1967, / και του παππού του / στην Ισπανία, το 1936.» Γιατί ο βιογράφος του 2021 θα κοπιάσει λιγότερο;
 
Οι θύτες στον αιώνα μας είναι γνωστοί με όνομα και αριθμό ταυτότητας. Εθνικισμός, μιλιταρισμός, καπιταλισμός, «ανθρωπισμός» και όλοι οι άλλοι  «–ισμοί» οι οποίοι διατηρούν με αξιοσημείωτο πείσμα και αφοσίωση την κληρονομική τους βασιλεία στους λαούς. Το αναπάντεχο πια στην Ιστορία, αλλά και γενικά, είναι πια προνόμιο μόνο κάποιων παραφουσκωμένων “ιερο”κηρύκων  ή σελέμπριτι οι οποίοι αφοδεύουν δυνατά κάθε φορά και μια νέα ασυναρτησία που δεν μπορείς να προβλέψεις, απλώς και μόνο για να καλύπτουν το γουργουρητό της εξουσίας ή της ημιμάθειας που βγαίνει από το σώμα τους. 
 
 «…κι όταν επάνω στο τραπέζι σφάζουν την «αδικία» / δειπνούν οι αθώοι με τα ψίχουλα δικαιοσύνης / κι όταν βυθομετρούν τo «έλεος» / επελαύνει η νόσος των δυτών». Ένα απόσπασμα από το ποίημα σου το αφιερωμένο στον Μάνο Ελευθερίου. Τί σε συγκινεί περισσότερο από το έργο και την προσωπικότητα του;
 
Το γεγονός ότι στο έργο και στη ζωή του αγαπούσε και νοιαζόταν το ίδιο έντονα και αληθινά τόσο  την ανθρωπότητα όσο και τον άνθρωπο. Κατάφερε να συνδυάζει π.χ. στο ίδιο τραγούδι, τα «Μαλαματένια λόγια», τον «καπετάνιο στα βουνά»- Άρη Βελουχιώτη με τη «Μαρία, τη ράφτρα μες στην Κοκκινιά». Το γεγονός ότι σου μιλούσε και –συνομιλούσε- για λογοτεχνικούς ήρωες σαν να ήταν πρόσωπα της διπλανής πόρτας. Για επώνυμα και ανώνυμα  πρόσωπα του Εμφυλίου με λεπτομέρειες που μόνο ένας εξειδικευμένος ιστορικός θα μπορούσε να γνωρίζει. Την ίδια στιγμή θυμόταν ατάκες από επιθεωρησιακά νούμερα της δεκαετίας του ‘50, -ο ίδιος διακρινόταν για το απαράμιλλο χιούμορ του- στίχους από τραγούδια του Μεσοπολέμου, στιγμιότυπα από τις ζωές μεγίστων ηθοποιών και καλλιτεχνών, ιδιωτικές συνομιλίες  του με εξέχοντα πρόσωπα των γραμμάτων, αλλά και με τους καθημερινούς ανθρώπους που συναναστρεφόταν. Σε όλους και όλα  έδειχνε τον ίδιο σεβασμό και ευγένεια. 
 
Μιλώντας και σε καθαρά προσωπικό επίπεδο, με συγκινεί το γεγονός ότι δεν βρήκα ποτέ μια ρωγμή του που να τον απομυθοποιήσει στα μάτια μου την στιγμή που ο ίδιος έκανε τα πάντα έτσι κι αλλιώς να μη φαίνεται «μύθος», αλλά ένας δικός σου άνθρωπος. Eνδεικτικά θα σου πω για τη μία και μοναδική φορά που μου μίλησε με αυστηρό και απότομο ύφος. Μετά από ώρες στο κρεβάτι του προθάλαμου ενός ιδιωτικού νοσοκομείου, μην έχοντας οι νοσοκόμες αναγνωρίσει το ποιος είναι, δεν έδειχναν ιδιαίτερο ζήλο, κουρασμένες κι αυτές μέσα στα άγρια μεσάνυχτα. Όταν τους είπα ότι είναι ο Μάνος Ελευθερίου, πετάχτηκε από το κρεβάτι λέγοντάς μου με αυστηρό τόνο: «Αυτό να μην το ξαναπείς!». Δεν ήθελε να εκμεταλλευτεί την επωνυμία του ούτε για ένα τόσο σημαντικό λόγο, όπως ήταν η φροντίδα για τη δική του υγεία. Δεν ήθελε να τις επιβαρύνει περισσότερο.
   
Τα «Μαλαματένια λόγια» είναι αυτοβιογραφική αφήγηση, που προέκυψε από το υλικό των κυριακάτικων  επισκέψεών σας με τον Ηρακλή Οικονόμου στο σπίτι του Μάνου Ελευθερίου. Πόσο εύκολο ήταν να επιλέξετε τι θα κρατήσετε και τι καινούριο μαθαίνουμε για τη ζωή και το έργο του;
 
Ήταν πολύ εύκολο γιατί όπως γράφουμε στην εισαγωγή του βιβλίου: «Όσα καταγράφονται ενδιάμεσα δεν έχουν τα βαρίδια της εκ των υστέρων ωραιοποίησης, της συνειδητής και συστηματικής αναφοράς σε πρόσωπα και ανθρώπους, της εσκεμμένης ανάδειξης γεγονότων, ούτε και τα φίλτρα μιας αυστηρά –επιστημονικής– βιογραφικής συνθήκης και γραμματολογικής προσέγγισης. Έτσι, ασφαλώς και λείπουν πολλά από τη εργοβιογραφία του, το ξέραμε και οι τρεις. Όπως όμως είπαμε, δεν υπήρξε μια a priori επιλογή γεγονότων, έργων και ανθρώπων, αλλά μια αβίαστη μνήμη, που κυλούσε. Γιατί μπορεί οι ερωτήσεις μας, ως σημεία εκκίνησης των συνομιλιών, φαινομενικά να χάρασσαν μια πορεία, όμως ο ίδιος ολίσθαινε σε τόπους που τον πήγαιναν η ανάμνηση και το συναίσθημα. Έτσι, το τέλος αυτών των συναντήσεων ήρθε με τον ίδιο τρόπο που έγινε και η αρχή. Σιωπηρά μάς έδειξε ότι φτάσαμε σε ένα τέρμα». Κρατήσαμε, λοιπόν, στο βιβλίο την αλήθεια των στιγμών και όχι την ψύχραιμη αποτύπωσή τους. 
 
   Για τη ζωή του νομίζω πως είναι πολλά αυτά που μαθαίνει ο αναγνώστης αν και ο ίδιος ιδίως μετά την επιτυχία του «Καιρού των Χρυσανθέμων», το 2004, είχε δώσει άπειρες συνεντεύξεις. Ωστόσο το κεφάλαιο της ζωής, με τις λεπτομέρειες της εξιστόρησης που παρουσιάζεται στο βιβλίο, ήταν ελλιπές στο ευρύ κοινό. Ιδίως τα παιδικά του χρόνια στη Σύρο και η πρώτη του επαφή με το θέατρο, το ραδιόφωνο, τα τραγούδια και τα πρώτα του χρόνια στην Αθήνα, οι πρώτες του φιλικές και λογοτεχνικές παρέες και γενικά όλη αυτή η ανθρώπινη ιστορία του –απόλυτα συνυφασμένη με την τέχνη- που εξελίσσεται ως μια μυθιστορηματική διήγηση. Είναι η πορεία ενός ανθρώπου προς την ωρίμανση μέσα από τις σκέψεις του, τις σχέσεις του, τις εμπειρίες του μένοντας όμως σταθερός σε έναν και μόνο στόχο: αυτόν που ξεκίνησε τον Οκτώβρη του 1953 όταν έγραψε το πρώτο του ομοιοκατάληκτο ποίημα –για τη Σύρο- και λέγοντας πολλές δεκαετίες μετά: «Δεν ψηλώνω γνωρίζοντας ανθρώπους της εξουσίας. Ψηλώνω μόνο αν γράψω μια αράδα της προκοπής• τότε, είμαι ευχαριστημένος», όπως ολοκληρώνεται, δηλαδή, η αφήγηση στο βιβλίο. 

image

Πώς αφηγήθηκε την επώδυνη πλευρά της ιστορίας του, τις προσωπικές του πληγές;
 
Κάνοντας μιαν αναδρομή σε εκείνη την περίοδο των συναντήσεων μας, η οποία ξεκίνησε το 2010, καταλήγουμε με τον Ηρακλή στο συμπέρασμα ότι τον συναντήσαμε «έτοιμο» να μας μιλήσει παρόλο που την ίδια ακριβώς στιγμή η συστολή του τον εμπόδιζε να θεωρεί τη προσωπική του ζωή πιο σημαντική από το έργο του. Ήταν επίσης έμπειρος συνομιλητής, βρισκόταν πια στα εβδομήντα του χρόνια, είχε δηλαδή δεκαετίες πίσω γραφής, συνεντεύξεων και κυρίως είχε ασκήσει τον εσωτερικό διάλογο με τις πληγές του. Τις είχε περάσει και συνέχιζε να τις περνά μέσα στα έργα του, να «συνομιλεί» μαζί τους όχι για να τις εξολοθρεύσει, αλλά για να τις χαϊδέψει. Κι ας μην το κατάφερνε πάντα. Συνεπώς ήταν απόλυτα ήρεμος όταν μιλούσε για επώδυνα σημεία της εργο-βιογραφίας του «όπως εκείνος που ‘χει κάνει το καθήκον του», κατά όπως έλεγε ο Ρίτσος. 

Ads