Στους θερινούς κινηματογράφους της χώρας ξεκινά το ταξίδι του «το Σωσίβιο», η ταινία του Γιάννη Παναγιωταράκου που από το περασμένο φθινόπωρο έχει ήδη κερδίσει 15 διεθνείς διακρίσεις και βραβεία, μεταξύ των οποίων στο διεθνές φεστιβάλ Tagore της Ινδίας και στο OTB του Μαϊάμι.
Στο «Σωσίβιο» συναντιούνται οι μετανάστες με τους άστεγους στη σκληρή πραγματικότητα της σύγχρονης Ελλάδας. «Η ταινία είναι, και δυστυχώς μου φαίνεται ότι θα παραμείνει, επίκαιρη για πολύ καιρό ακόμα. Μακάρι να έμενε σαν ένα ντοκιμαντέρ της εποχής μας» λέει στο tvxs.gr ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Γιάννης Παναγιωταράκος.
Ο Άρης (Χρήστος Μουστάκας) είναι ένας νέος και φιλόδοξος καταστηματάρχης στο κέντρο της Αθήνας που έρχεται αντιμέτωπος με τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Αποδίδει όλα τα δεινά στους αλλοδαπούς μικροπωλητές και τους μετανάστες. Εξαιτίας των χρεών χάνει τα πάντα, υλικά αγαθά, το σπίτι του, την αγάπη. Η συνάντησή του όμως με τον «έμπειρο» στην αστεγία και την ανέχεια Αργύρη (Δημήτρης Πιατάς), του ανοίγει ένα δρόμο που έως τότε αγνοούσε. Ένα δρόμο αντισυμβατικό και δύσκολο, που όμως χαράσσει ο ίδιος, αναζητώντας το «Σωσίβιο».
Οι συντελεστές της ταινίας είναι άνθρωποι που ζουν, εργάζονται και δημιουργούν στις πόλεις Κερατσινίου-Δραπετσώνας και Περάματος όπου έγιναν κατά κύριο λόγο και τα γυρίσματα. Η παραγωγή έγινε υπό τη σκέπη της Massive Productions αλλά με όρους συλλογικότητας και προσφοράς, όπως μας εξηγεί ο σκηνοθέτης.
Στον πρωταγωνιστικό ρόλο είναι ο «άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα» Χρήστος Μουστάκας και φυσικά ξεχωρίζουν στο δεύτερο ρόλο ο Δημήτρης Πιατάς και η εμφάνιση-ερμηνεία της Κατερίνας Στανίση. Τη μουσική της ταινίας έγραψε ο Θεόδωρος Κουέλης και συμμετέχουν επίσης ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και ο Χάιγκ Γιαζιτζιάν.
Ακολουθεί η συνέντευξη με τον σκηνοθέτη Γιάννη Παναγιωταράκο.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα για την ταινία;
Εκεί γύρω στο 2011 άνθρωποι που μένουν όπως εγώ στις γειτονιές της Δραπετσώνας, επαγγελματίες του χώρου και μη, αντιμετωπίζαμε κάποια σοβαρά προβλήματα. Ήταν μια κρίση που αφορούσε προφανώς το καθαρά οικονομικό, υλικό κομμάτι αλλά και μια κρίση συνειδησιακή. Πάνω σε αυτά ήρθε και το τέρας της Χρυσής Αυγής και μας ταρακούνησε για τα καλά. Το 2015 οι μετανάστες έφταναν ακριβώς κάτω από τις γειτονιές μας, στις προβλήτες 1 και 2 του λιμανιού του Πειραιά.
Αυτό όλο το κλίμα μας δημιούργησε μια ανάγκη για έκφραση. Ήταν απόλυτα βιωματική η συνθήκη μέσα στην οποία ξεκίνησα να γράφω το σενάριο. Εν μέσω και μιας σοβαρής προσωπικής περιπέτειας, το ολοκλήρωσα. Μόλις το διάβασε ο Βαγγέλης ο Μαρίνης – διευθυντής παραγωγής στην ταινία, εκπαιδευτικός στο επάγγελμα – μου είπε «Γιάννη, αυτό πρέπει να το κάνεις ταινία». Δεν είχαμε χρήματα, όμως η ιδέα συγκίνησε πολλούς φίλους και γνωστούς. Η ταινία έγινε «ρεφενέ», από μια παρέα ανθρώπων, παλιών και νέων φίλων. Δημιουργήθηκε ένας πυρήνας με μεγάλη συμμετοχή, από τις θεατρικές ομάδες του Κερατσινίου, ανθρώπους από τη Σαλαμίνα, από το Πέραμα.
Για την ταινία και χάρις στην ταινία δημιουργήθηκε μια όμορφη συλλογικότητα, και μάλιστα αβίαστα. Λέγαμε «έρχεσαι; Φέρε ένα φως» ή «φτιάχνω σάντουιτς για τα παιδιά που θα έχουν 12ωρο γύρισμα». Η διαδικασία παραγωγής της ταινίας ήταν για πολλούς από εμάς γιατρειά. Συμμετείχαν άνθρωποι που ακόμα κυνηγάνε τα σπίτια τους. Διότι η ταινία είναι, και δυστυχώς μου φαίνεται ότι θα παραμείνει, επίκαιρη για πολύ καιρό ακόμα. Μακάρι να έμενε σαν ένα ντοκιμαντέρ της εποχής μας.
Τί είναι το σωσίβιο;
Το σωσίβιο παραπέμπει σε μια διαδικασία διάσωσης ή σωτηρίας αν θες, που εμπλέκει δύο μέρη. Το ένα μέρος πετάει το σωσίβιο για να σώσει, το άλλο μέρος πιάνεται και σώζεται. Βέβαια υπάρχουν αληθινά σωσίβια και άλλα που αν τα πιάσεις, σε πάνε στον πάτο. Τα καλύτερα σωσίβια όμως κάποιες μεγάλες κουλούρες, που μπορούν να σώσουν μαζί περισσότερους ανθρώπους. Αυτό αποτυπώνεται στην ταινία.
Πώς θα περιέγραφες τον Άρη, τον κεντρικό χαρακτήρα;
Ο χαρακτήρας του Άρη πιέζεται από το σύμπαν της ταινίας αλλά αυτός κινείται με μια ουδετερότητα. Ο κόσμος πιέζει τον άνθρωπο, ώσπου κάποια στιγμή ο άνθρωπος αντιδρά και παίρνει την κατάσταση στα χέρια του. Βέβαια αυτό περνάει μέσα από μια διαδικασία. Ο χαρακτήρας μπαινοβγαίνει μέσα στην παλιά του ζωή. Είναι σαν να υπάρχει ένας μαγνήτης που τον τραβά στη μικροαστικότητά του και εκείνος να δίνει μάχη να ξεφύγει. Τελικά καταφέρνει να μη γυρίσει στην αναζήτηση της παλιάς του ζωής αλλά να γυρίσει σελίδα. Για αυτό τον ρόλο λοιπόν δε θα διάλεγα κανέναν άλλο από τον Χρήστο Μουστάκα. Είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσε να είναι τα πάντα, ο άνθρωπος με τα χίλια πρόσωπα.
Το φινάλε της ταινίας παραπέμπει στην ιδέα της επανάστασης;
Κάθε πράξη που μας απελευθερώνει από τις αγκυλώσεις και τις αλυσίδες που μας κρατούν δέσμιους είναι επαναστατική. Οι αλυσίδες μπορεί να είναι εθνικές, μικροαστικές, η ευρωπαϊκή εκδοχή του αμερικανικού ονείρου. Στην περίπτωση του κεντρικού χαρακτήρα της ταινίας, η απελευθέρωση πάει ένα βήμα παραπέρα, στην ταυτότητα, στον εκ νέου ορισμό του ποιός είμαι και στη δυνατότητα που έχει το άτομο να μην ανήκει μόνο σε μία ομάδα αλλά να βρίσκεται ταυτόχρονα σε πάνω από μία μεριές της ιστορίας.
Στις περιοχές της Β’ Πειραιά όπου μένετε οι περισσότεροι συντελεστές της ταινίας και έγιναν τα γυρίσματα, η Χρυσή Αυγή ανέπτυξε την εγκληματική δράση της και σε πολλές εκλογικές αναμετρήσεις συγκέντρωσε υψηλά ποσοστά. Στην ταινία ουσιαστικά βλέπουμε εν δράσει ένα τάγμα εφόδου που θα μπορούσε να είναι της Χρυσής Αυγής, εσείς όμως διαλέξατε ένα άλλο όνομα…
Ναι, σκεφτήκαμε ένα όνομα που δεν αντιστοιχεί σε κάποια υπαρκτή εθνικιστική, νεοφασιστική οργάνωση έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μας ότι δυστυχώς δεν έχουμε ξεμπερδέψει από αυτούς. Δε θα απέκλεια να δούμε μια άλλη εκδοχή της ίδιας κατάστασης, ενδεχομένως λίγο πιο έξυπνη και άρα ακόμα πιο επικίνδυνη.
Εκείνα τα χρόνια, το πρόβλημα εδώ στις περιοχές μας ήταν πολύ μεγάλο. Άνθρωποι που δούλευαν στα ναυπηγεία του Περάματος και έμειναν άνεργοι έψαχναν απαντήσεις για το ποιός φταίει. Η οργή ήταν μεγάλη και δυστυχώς κάποιοι επέλεξαν να την εκφράσουν μέσα από τη Χρυσή Αυγή. Ευτυχώς όμως υπήρξε μια οργανική αντίδραση, καταλυτικό ρόλο στην οποία είχε η δολοφονία του Παύλου. Ο λαϊκός κόσμος που προσωρινά είχε χάσει την πηγαία του καλοσύνη και τάση για φιλοξενία, ξαναβρήκε αυτά τα γνωρίσματα, επανήλθαν στο προσκήνιο. Η περιοχή μας έχει παράδοση υποδοχής ανθρώπων από πολλά μέρη του κόσμου, σαν παιδί θυμάμαι γλέντια στις αυλές μαζί με ανθρώπους από την Αίγυπτο, την Αλβανία, το Πακιστάν και το πρώην ανατολικό μπλοκ. Όλα αυτά έχουν γράψει βαθιά και ευτυχώς τα ξαναβρίσκουμε.
Σε μια ταινία φτιαγμένη με όρους συλλογικότητας, ξεχωρίζουν αναμφίβολα οι συμμετοχές του Δημήτρη Πιατά, της Κατερίνας Στανίση και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου…
Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου συμμετέχει με δυο κομμάτια του, η Κατερίνα Στανίση όχι μόνο ερμηνεύει αλλά παίζει και τη σκηνή και φυσικά ο Δημήτρης ο Πιατάς έχει βάλει στην ταινία το στοιχείο του παλιού λαϊκού κινηματογράφου. Και αυτοί οι άνθρωποι ήρθαν στην ταινία, ακριβώς με τον ίδιο τρόπο, χωρίς οικονομικούς όρους. Είδαν τί κάναμε και κατάλαβαν. Εγώ είμαι ένας άγνωστος του χώρου κι όμως ήρθαν και τους έχουμε μεγάλη αγάπη γι’ αυτό.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά του λαϊκού κινηματογράφου;
Βασικό γνώρισμα του λαϊκού κινηματογράφου είναι κατά τη γνώμη μου η ανοιχτή γραφή. Να μπορεί ο λαϊκός άνθρωπος να πιάνεται από στοιχεία γνώριμα, να νιώθει οικειότητα με πράγματα, χώρους και σύμβολα που βλέπει. Το μήνυμα της ταινίας να περνάει με έναν τρόπο ενίοτε διασκεδαστικό. Οι λαϊκές μας γειτονιές δεν είναι ούτε πολύ κλάμα, ούτε πολύ γέλιο. Είμαστε κάπου στη μέση. Αυτή είναι για μένα η επιδίωξη. Έχουμε βρεθεί σε έντεχνες ταινίες, πολύ καλές ταινίες αλλά με γραφές τόσο βαθιές, που νομίζω ότι απευθύνονται σε κόσμο διαφορετικό από το δικό μας. Πιστεύω στον λαϊκό κινηματογράφο.
Η μουσική της ταινίας σίγουρα βοηθάει προς αυτή την κατεύθυνση…
Προφανώς. Ο Θεόδωρος Κουέλης που έχει γράψει τη μουσική είναι στον πολύ βασικό πυρήνα της ομάδας που φτιάξαμε την ταινία και έδωσε το στίγμα του. Τον βλέπουμε να παίζει στη σκηνή της ταβέρνας κιόλας. Οι συμμετοχές της Κατερίνας Στανίση και του Βασίλη Παπακωνσταντίνου βοήθησαν πάρα πολύ στο να περάσει αυτό που θέλαμε. Και φυσικά το αντικριστό που τραγουδούν στο τέλος σε ελληνικά και αραβικά ο Χάιγκ Γιαζιτζιάν μαζί με τη Ναταλί Χιλάλ, δείχνει την εγγύτητα που έχουμε ως λαός με τους λαούς της Ανατολής. Να πούμε ότι η Ναταλί Χιλάλ είναι γιατρός με καταγωγή από την Παλαιστίνη, που ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένειά της, ξεριζωμένη από τον τόπο τους. Προσωπικά ευχαριστώ κάθε έναν από τους συντελεστές ξεχωριστά. Είμαι ειλικρινά ευγνώμων που δούλεψα μαζί τους και μάλιστα με όρους συλλογικότητας, μαζί.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >