«Πόσο καιρό είστε εδώ μέσα;» ρωτάει ο παλαιστινιακής και συριακής καταγωγής έφηβος Νάσερ τους υπόλοιπους κρατούμενους του καταυλισμού στην ταινία XOFTEX που παρακολουθήσαμε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Κανένας δεν κατάφερε να απαντήσει. «Τι σημαίνει να ξεχνάς πόσο καιρό βρίσκεσαι κάπου; Ότι έγινες ζόμπι».

Ads

Ο σκηνοθέτης Νόαζ Ντέσε περιέγραψε με εξαιρετικά ανάγλυφο τρόπο  τη σταδιακή αποσταθεροποίηση της ταυτότητας υπό συνθήκες εγκλεισμού και  απόλυτης επισφάλειας, αφού ο πρόσφυγας είναι ένας άνθρωπος που έχει στερηθεί οποιαδήποτε υπαρξιακή βεβαιότητα.

Προσεγγίζει το προσφυγικό μέσα από τη βασανιστική παραμονή στα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου στιβάζονται άνθρωποι πολλαπλώς τραυματισμένοι κι έρχονται αντιμέτωποι με τον κίνδυνο του ολικού ταυτοτικού αφανισμού. «Είναι διαρκώς απάτριδες, δεν γνωρίζουν πότε θα τελειώσει όλο αυτό ούτε τι τους περιμένει» θα πει μετά το τέλος της προβολής ο σκηνοθέτης, ο οποίος έζησε από κοντά τη συνθήκη όταν μπήκε ως εθελοντής να εργαστεί στον καταυλισμό XOFTEX της Θεσσαλονίκης.

Διαβάστε επίσης: Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης / Αποκωδικοποιώντας το πρόγραμμα της 65ης διοργάνωσης

Ads

Στην ερώτηση του  tvxs πώς απόκτησε πρόσβαση για τα γυρίσματα σε προσφυγικό καταυλισμό απαντά: «Ήταν η περίοδος της πανδημίας κι έτυχε να έχει αδειάσει ένας καταυλισμός στο Βερολίνο που έμοιαζε πολύ με την XOFTEX οπότε το υπουργείο μας έδωσε την άδεια να κάνουμε τα γυρίσματα εκεί». Διευκρινίζει πως οι πρωταγωνιστές απέχουν πολύ από αυτό που λέμε επαγγελματίες ηθοποιοί. Πρόκειται για πρόσφυγες που έχουν ζήσει στο πετσί τους την ιστορία που αφηγούνται κι αυτό φαίνεται από τις ερμηνείες.

Στην υπόθεση τώρα:

Ο παλαιστινιακής και συριακής καταγωγής έφηβος Νάσερ και ο μεγαλύτερος αδερφός του ο Γιασίν ζουν σ’ έναν καταυλισμό προσφύγων στην Ελλάδα, αναμένοντας την απόφαση σχετικά με το αίτημά τους για άσυλο. Περνούν την ώρα τους σκηνοθετώντας αυτοσχέδια κωμικά σκετσάκια, ενώ παράλληλα φαντασιώνονται τη δημιουργία ταινιών τρόμου με ζόμπι.

Το όνειρό τους είναι να βρεθούν στη Σουηδία. Ο Νάσερ, ωστόσο, αισθάνεται ολοένα και περισσότερο παγιδευμένος σ’ αυτή τη no man’s land, από την οποία δεν διαφαίνεται διέξοδος. Ένα μέρος που το μόνο στοιχείο που σε κάνει να ελπίζεις ότι υπάρχει ζωή έξω από αυτή τη δυστοπία, είναι οι γραμμές του τρένου και τα σταθμευμένα βαγόνια που μοιάζουν στοιχειωμένα κι αυτά. Δεν μπορεί, για να υπάρχουν τρένα κάπου αλλού θα καταλήγουν, θα υπάρχει ακόμα ζωή κάπου.

Καθώς η πραγματικότητα αρχίζει να ραγίζει, οι ήρωες που μένουν σε άθλιες συνθήκες στριμωγμένοι σε κοντέινερ έξω από τον πολιτισμό, βρίσκουν καταφύγιο στην τέχνη του κινηματογράφου. Παίζουν  και τραβούν με τα κινητά τους τις σκηνές, για να δουν την ταινία τους αργότερα όλοι μαζί. Υποδύονται τους ρεπόρτερ στην εμπόλεμη ζώνη, πρόσφυγες που έχουν πέσει σε νάρκη εξαιτίας του μολυσμένου νερού στα καμπς, πρόσφυγες που μετατράπηκαν σε ζόμπι εξαιτίας μιας μαγικής ντουζιέρας στον καταυλισμό. Την ίδια στιγμή, μέσα από τον υπολογιστή του Νάσερ, ένας συγγενής επιστήμονας προσπαθεί να σπάσει το φράγμα του χωροχρόνου. Ο Νάσερ ακούει με προσοχή.

«Όταν πρωτοπήγα στον καταυλισμό, ρώτησα τους ανθρώπους να πουν ιστορίες  και μου έλεγαν ιστορίες για φαντάσματα, όπως ότι άκουγαν τους νεκρούς προγόνους τους πίσω από τους τοίχους. Μια μέρα μετά από την ακρόαση τέτοιων ιστοριών, αρχίσαμε να τρέχουμε μετά στις ράγες του τρένου, τραβήξαμε τη σκηνή και είδαμε το βίντεο. Οι πρόσφυγες μου ζήτησαν να μείνω στο καμπ κι έτσι βρήκα τρόπο και το έκανα» λέει ο σκηνοθέτης.

Ο φακός του κάνει κοντινά στα πρόσωπα και αναδεικνύει τα ελάχιστα τετραγωνικά ελεύθερου χώρου και τη βία που φέρνει ο κοινωνικός αυτοματισμός. Στον τόπο προσευχής φυτρώνει ένα δέντρο το οποίο θα ξεριζώσει αργότερα ο πρωταγωνιστής έφηβος Νάσερ, ο οποίος στοχοποιείται από την κοινότητα και τον αδερφό του επειδή θέτει σε κίνδυνο την προοπτική τους να πάρουν άσυλο προσπαθώντας να αντισταθεί με τον τρόπο του στη βαρύτητα αυτής της δυστοπίας. Όμως είναι στοιχειωμένος κι ο ίδιος από της απώλειες της διαδρομής, του πολέμου, του ναυαγίου.

Τον βλέπουμε αργότερα στη γη της επαγγελίας, τη Σουηδία. Να ζει με την αδερφή του σε ένα όμορφο σπίτι. Όμως η αδερφή του δεν ήταν που πνίγηκε στο Αιγαίο; Ή μήπως όχι; Τρελάθηκε ή μήπως κατάφερε τελικά να σπάσει το φράγμα του χωροχρόνου μέσα από τις οδηγίες του επιστήμονα;

Η ατμοσφαιρική ταινία που ξεκίνησε το ταξίδι της αποσπώντας το ειδικό βραβείο της Επιτροπής στο τελευταίο Φεστιβάλ Κάρλοβι Βάρι, έχει πίσω από κάθε σκηνή της πραγματικές ιστορίες. Σε κάποιες από αυτές, οι ηθοποιοί υποδύονται τους εαυτούς τους. «Οι δύο πρωταγωνιστές ήταν δύσκολο να έρθουν στο Βερολίνο λόγω κόβιντ» λέει ο σκηνοθέτης. Όμως θα τους δούμε στο ντοκιμαντέρ που ετοιμάζει με το ίδιο θέμα με την ταινία, αλλά σε άλλη κινηματογραφική γλώσσα.

«Ξέρετε αυτά όλα συνέβησαν εδώ, στη Θεσσαλονίκη, πολύ κοντά από το σημείο που είμαστε τώρα» είπε ο σκηνοθέτης στο κοινό θέλοντας πολύ υπαινικτικά να υπενθυμίσει πως την ώρα που ο δυτικός κόσμος συνεχίζει τη ζωή του σαν να μην τρέχει τίποτα, συντελείται ένα τεράστιο έγκλημα, όχι στην μακρινή ανατολή αλλά εντός του γεωγραφικού χώρου που θεωρείται πολιτισμένος.

Μπορεί να μην το έθιξε αυτό η ίδια η ταινία, αλλά κάποιοι δεν αποφύγαμε να συλλογιστούμε πάνω σε ένα άλλο είδος ζομπιοποίησης, εκείνο των ανθρώπων που απαρτίζουν μια κοινωνία που ανέχεται αυτό το έγκλημα.