Θέμα συζήτησης έχει γίνει η νέα σειρά του Netflix από τον Guy Ritchie «The Gentlemen», καθώς συνεχίζει να βρίσκεται στις πρώτες θέσεις όσον αφορά τα views.

Ads

Αξίζει όμως όλο αυτό το hype;

Γενικά, αν ήμασταν κάπου στο 2011, δηλαδή μέχρι και το Sherlock Holmes 2: A Game of Shadows, δεν θα χρειαζόταν καν να γραφτεί κείμενο στο οποίο θα προτείνεται η θέαση της καινούργιας σειράς του Guy Ritchie. Ωστόσο, μετά από μία σειρά όχι και τόσο πετυχημένων ταινιών όλοι είναι διστακτικοί. Οι fan του (και εγώ) περίμεναν με ανυπομονησία την ταινία που θα κάνει το comeback του, όπου τελικά αυτό ήρθε εμφατικά μέσα από μία σειρά. Πολλοί περίμεναν ότι με το “The Gentlemen” θα το κατάφερνε το 2019, αλλά τόσο η ελάχιστη ανάπτυξη των χαρακτήρων, η ροή που δεν δένει ποτέ, όπως στο σπιντάτο αποτέλεσμα που είχε το Lock Stock and Two Smoking Barrels ή το Snatch και το meta στοιχείο που αλλάζει γενικότερα τον χαρακτήρα της ίδιας της ταινίας, δεν κατάφερε να το πετύχει.

Ο βρετανός δημιουργός εμπνευσμένος όμως από την ταινία του παρουσιάζει μία από τις καλύτερες σειρές που βρίσκονται αυτή τη στιγμή στην γνωστή live streaming πλατφόρμα του Netflix.

Ads

Η υπόθεση ακολουθεί τον Eddie Horniman που κληρονομεί απροσδόκητα την τεράστια περιουσία του πατέρα του ο οποίος ήταν Δούκας. Στη συνέχεια, ανακαλύπτει ότι μέσα στην τεράστια έκταση που βρίσκεται το σπίτι του υπάρχουν φυτείες κάνναβις του μεγαλογκανγκστερ Bobbie Glass, τις οποίες διαχειρίζεται η κόρη του Sussie. O Eddie θέλει να σπάσει την συμφωνία του πατέρα του με τον Bobbie Glass κάτι που αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολο…

Tο σύμπαν της σειράς είναι το ίδιο με την ταινία πράγμα που καταλαβαίνουμε από κοινά σημεία όπως το εμπόριο κάνναβις μέχρι και τις παρόμοιες εγκαταστάσεις που είχε στην ταινία ο Michael Pearson (Matthew McConaughey) με αυτές του Glass.

Ό,τι αναφέρθηκε ότι δεν πέτυχε στην ταινία εδώ μέσα σε 8 επεισόδια λειτουργεί άψογα. Ο ρυθμός είναι τόσο έντονος που δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα, η δράση είναι καλογυρισμένη, ενώ τα cliffhanger (το αγωνιώδες τέλος) του κάθε επεισοδίου σε κάνουν να πατάς το κουμπί αμέσως για να δεις το επόμενο.

Το χιούμορ είναι μερικές φορές στερεοτυπικό αλλά με διακριτικό τρόπο, ενώ έχει έντονο σαρκασμό μέχρι και αυτοσαρκασμό. Τρανό παράδειγμα είναι ο ρόλος του Vinnie Jones όπου είναι 100% κόντρα με τους ρόλους που τον έχουμε συνηθίσει στις συνεργασίες του με τον δημιουργό, αλλά και με όσους γενικά τον γνωρίζουν ως χαρακτήρα και ποδοσφαιριστή. Σαν ο δημιουργός να σου λέει ότι ήρθες για να δεις τον Vinnie Jones να βωμολοχεί και να κοπανάει ανθρώπους, αλλά θα σου παρουσιάσω έναν εντελώς διαφορετικό που μπορεί να “λατρέψεις” ακόμη περισσότερο στο τέλος.

Το πρωταγωνιστικό καστ είναι όλο εξαιρετικό με τον Daniel Ings να ξεχωρίζει στην ερμηνεία του ως Freddy Horniman αδερφός του Eddie, φανατικός χρήστης κοκαΐνης ο οποίος δεν ελέγχει ιδιαίτερα τον εαυτό του, ούτε σκέφτεται τις επιλογές του. Επιπλέον, και ο Theo James ερμηνεύει εξαιρετικά τον ρόλο του οξυδερκή Eddie τόσο όταν πρέπει να είναι σαρκαστικός, αλλά και όταν οι συνθήκες επιβάλλουν να γίνει σοβαρός, ενώ η Kaya Scodelario μεταφέρει πλήρως τον ρόλο της αδίστακτης και με δίψα για εξουσία Susie Glass.

Αυτό που έχει πετύχει ο Guy Ritchie είναι πρώτον να δώσει μία πολύ πιο φρέσκια οπτική στον τρόπο που σκηνοθετούσε πάντα και δεύτερον με το σενάριο του να σε κάνει συνεχώς να αμφιβάλλεις για το ποιος συνωμοτεί με ποιον συνεχώς. Υπάρχει πλήθος τυχαιοτήτων και συγκυριών όπως και σε όλες τις ταινίες του που έχει κάνει σε αυτό το είδος αλλά αυτό δεν αποσπά κανέναν από το συνολικά εξαιρετικό αποτέλεσμα, καθώς υπάρχουν σκηνές (σκηνή με το κουστούμι κοτόπουλου, σκηνή box) που θα ικανοποιήσουν κάθε είδους θεατή. Τέλος, τα τρία επεισόδια έχουν πλήθος ανατροπών και θα σε κάνουν να τα δεις συνεχόμενα.

Το πιο σημαντικό είναι, όμως, ότι ο Guy Ritchie δηλώνει παρόν μετά από μία σειρά στο μεγαλύτερο βαθμό κακών επιλογών, όπως το King Arthur, με το είδος που τον ανέδειξε δηλαδή παραθέτοντας μία φρέσκια, σπιντάτη, σαρκαστική, γεμάτη «βρετανίλα» ιστορία.