Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την καταστολή του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Ο στρατηγός Ντε Γκολ έχει καταστείλει την «επανάσταση» και υπό την προεδρία του διαδόχου του Ζορζ Πομπιντού, όλα δείχνουν πλέον να είναι υπό έλεγχο. Ή μήπως όχι; Ο πατέρας της νουβέλ βαγκ έχοντας στη διάθεσή του δύο «ιερά τέρατα» του Σινεμά αναδεικνύει με το γνωστό ανατρεπτικό του στιλ ότι τελικά τίποτα δεν πάει καλά στην κοινωνία μας. Η ταινία «Όλα Πάνε Καλά» κυκλοφορεί σε επανέκδοση από την Πέμπτη 24 Αυγούστου.

Ads

Φαινομενικά τουλάχιστον ««Όλα Πάνε Καλά» και σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της καθεστηκυίας τάξης. Κι εκεί, μέσα στη φαινομενική «κοινωνική νηνεμία», οι εργάτες ενός εργοστασίου αλλαντικών ξεσηκώνονται, κηρύσσουν απεργία και το καταλαμβάνουν!

Η κοινωνική «τάξη και ασφάλεια» απειλούνται και έρχονται στο μυαλό όλων εικόνες που ήταν καθημερινές πριν από μία τετραετία. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι πλέον το ίδιο. Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αλλάξει.

Μία απεργός τηλεφωνεί στο σπίτι της και λέει στο σύζυγό της να προσέχει τα παιδιά. Ένα μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος μοιράζει φυλλάδια στο σούπερ μάρκετ και οι νέοι δεν του δίνουν την παραμικρή σημασία.

Ads

Παράλληλα, βλέπουμε το ζευγάρι των Ιβ Μοντάν και Τζέιν Φόντα να βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα εργοστάσιο αλλαντικών μετά από την απεργία που έχουν κηρύξει οι εργάτες του και την κατάληψή του. Στην ουσία όμως πρόκειται για μία προσπάθεια του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ να αποτυπώσει στην μεγάλη οθόνη την κοσμοθεωρία του, σχετικά με τον διαχρονικό Μάη του ’68.

Η ταινία είναι μία κριτική ματιά και μία αποτύπωση για την αποτυχία εγκαθίδρυσης των ριζοσπαστικών ιδεολογιών της δεκαετίας του ’60. Όλα αυτά ιδωμένα πάντα μέσα από το γνωστό ανατρεπτικό κινηματογραφικό στυλ του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη.

Μία ιδεολογικά ακραία και ριζοσπαστική θέση που παρουσιάζουν οι Ζαν-Λυκ Γκοντάρ και Ζαν Πιερ Γκορίν, οι οποίοι υπογράφουν από κοινού, τόσο το σενάριο όσο και την σκηνοθεσία.

Οι δύο δημιουργοί, θέλησαν να κάνουν την ταινία τους προσιτή και πράγματι, απλοποιώντας και εικονοποιώντας τις ιδέες τους, κατάφεραν να κερδίσουν ένα ευρύ κοινό. Έτσι εξηγείται και η εντύπωση καρικατούρας που αποδίδει το έργο, άλλα έπρεπε το μήνυμα να είναι σαφές και οικείο σε όλους τους θεατές.

Από μία άλλη άποψη, η ιδέα της διάσπασης του εργοστασίου στα δύο έδωσε μία πολύ ευχάριστη αίσθηση ρευστότητας, περνώντας από σκηνή σε σκηνή με απλά οριζόντια και κάθετα πλάνα παρακολούθησης, κάτι το οποίο δίνει ακόμα περισσότερη γοητεία στο έργο, ένα έργο που παρακολουθείται με διαρκή αγωνία και αμείωτο ενδιαφέρον.

Ο Γκοντάρ εδώ ανατέμνει τη δομή της κοινωνίας, και επανεξετάζει την επανάσταση με κεντρικό άξονα την αγάπη, θέτοντας παράλληλα τα ερωτήματά του. Αν για παράδειγμα μπορεί ο έρωτας να επιβιώσει μέσα από μία σχέση, σε βάθος χρόνου.

Ταυτόχρονα όμως εξετάζει και τις γαλλικές φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960 με δεικτικό τρόπο και καταλήγει στο να σατιρίζει τις σύγχρονες απόψεις της ιστορίας. Χαρακτηριστική είναι η ατάκα που είχε γραφτεί για την ταινία σε γαλλική εφημερίδα της εποχής: «Είναι ο αντίλαλος της εργατικής τάξης, η απεικόνιση των κινήτρων και των αξιών της».

Εν κατακλείδι, η ταινία μπορεί να έχει μία συγκεκριμένη ιδεολογική κατεύθυνση χωρίς όμως αυτό να μειώνει καθόλου και το αισθητικό αποτέλεσμα. Κάθε άλλο, καθώς κι εδώ ο Γκοντάρ αποδεικνύει για μία ακόμη φορά πως αναμφισβήτητα κατέχει τα μυστικά της Έβδομης Τέχνης και με το φιλμ, «Όλα Πάνε Καλά» (Tout va bien) μας δίνει μία σπουδή για τον έρωτα, αλλά και μία ελεγεία για την κοινωνικοπολιτική επανάσταση.

Ο Ζαν-Λυκ Γκοντάρ, γεννήθηκε στις 3 Δεκεμβρίου του 1930 στο Παρίσι και έζησε τα παιδικά του χρόνια μεταξύ Γαλλίας και Ελβετίας. Το 1949, o Γκοντάρ βρίσκεται στο Παρίσι για να σπουδάσει εθνολογία στη Σορβόννη. Εκεί θα γνωρίσει και θα συναναστραφεί με τους Κλοντ Σαμπρόλ, Φρανσουά Τρυφώ, Έρικ Ρομέρ και Ζακ Ριβέτ – τους κινηματογραφιστές δηλαδή που μετέπειτα θα στελεχώσουν το κίνημα της Νουβέλ Βαγκ / Nouvelle Vague.

Έντονα επηρεασμένος από σκηνοθέτες όπως οι Ζαν Ρενουάρ, Νίκολας Ρέι, Ρομπέρ Μπρεσόν, Ρομπέρτο Ροσελίνι και Ζαν Ρους, ο Γκοντάρ θα προσπαθήσει εξαρχής – σε αντίθεση με τον φίλο και συνάδελφό του Τρυφώ – να εντάξει την προσωπική του ζωή, αλλά και τις πολιτικές του πεποιθήσεις, στις ταινίες του αλλά και να δείξει ότι στον κινηματογράφο «όλα επιτρέπονται». Αυτοσχεδιασμός, κάμερα στο χέρι, αυτοαναφορικότητα, δοκιμιογραφικός λόγος, παράθεση λογοτεχνικών και φιλοσοφικών κειμένων, αποτελούν μερικά μόνο από τα χαρακτηριστικά στοιχεία του έργου του. Έφυγε από τη ζωή στις 13 Σεπτεμβρίου του 2022, έχοντας επηρεάσει όσο ελάχιστοι, όχι μόνο τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε τις ταινίες, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο γράφουμε γι’ αυτές.

Διαβάστε Επίσης:
Δώδεκα χαρακτηριστικές ταινίες του Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
Ζαν-Λυκ Γκοντάρ: Στο μυαλό μιας κινηματογραφικής ιδιοφυΐας

Όλα Πάνε Καλά / Tout Va Bien
Σκηνοθεσία: Ζαν-Λυκ Γκοντάρ
Σενάριο: Ζαν Πιερ Γκορίν
Πρωταγωνιστούν: Ιβ Μοντάν, Τζέιν Φόντα, Βιτόριο Καπριόλι, Ελιζαμπέτ Σοβίν, Ερίκ Καρτιέ, Καστέλ Καστί, Λουί Μπουκέ, Ιβ Γκαμπριέλι, Πιερ Ουντρέ
Φωτογραφία: Αρμάντ Μάρκο
Μουσική: Πολ Μποσέρ
Μοντάζ: Κλοντίν Μερλίν, Κενού Πελτι
Έτος Παραγωγής: 1972
Χώρα Παραγωγής: Γαλλία
Διάρκεια: 95 λεπτά
Κυκλοφορεί σε επανέκδοση στους Κινηματογράφους από την Πέμπτη 24 Αυγούστου

https://www.youtube.com/watch?v=JgNsFxkhUDQ