Ο τρόπος με τον οποίο επέλεξαν το θέμα και διαμόρφωσαν την ταινία τους, τα «κινηματογραφικά θαύματα» που θα ήθελαν να τους συμβούν, αλλά και οι προβληματισμοί τους σχετικά με την υλοποίηση μιας ταινίας, ήταν τα βασικά θέματα που μονοπώλησαν ακόμη μια συζήτηση στο «Κουβεντιάζοντας» του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιήθηκε την Τρίτη , στο ξενοδοχείο Electra Palace. Στη συζήτηση συμμετείχαν οι σκηνοθέτες Κώστας Νταντινάκης (Canal d’amour), Μαρίνος Καρτίκκης (Από θαύμα), Μάρεκ Λέκχι (Το παρόραμα) και Νικόλα Λέζαϊτς (Τίλβα Ρος). Στο μεταξύ απόψε γίνεται το πάρτι του προσωπικού του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης από τις 10 το βράδυ, στην Αποθήκη Γ’ στο λιμάνι, με dj set.

Ads

Ο σέρβος κινηματογραφιστής Νικόλα Λέζαϊτς, το ντεμπούτο μεγάλου μήκους του οποίου με τίτλο «Τίλβα Ρος» προβάλλεται στην 51η διοργάνωση στο τμήμα Ματιές στα Βαλκάνια, επεσήμανε στη συζήτηση ότι συνάντησε τον ατζέντη του πριν από δύο χρόνια στο Φεστιβάλ, στο πλαίσιο του τμήματος Crossroads της Αγοράς του ΦΚΘ. Η ταινία του, η οποία έχει ως φόντο το ορυχείο χαλκού στο Μπορ της Σερβίας, εστιάζει σε δύο φίλους που ζουν το τελευταίο τους ανέμελο καλοκαίρι μετά την αποφοίτηση από το λύκειο και περνούν την ώρα τους κάνοντας σκέιτμπορντ και γυρίζοντας βίντεο με φάρσες και κασκάντες τύπου Jackass. Όσο οι διαδηλώσεις αποκτούν βίαιο χαρακτήρα, η φιλία των δύο εφήβων μετατρέπεται σιγά σιγά σε αντιπαλότητα. Ο δημιουργός έγραψε το τελικό σενάριο, αφού πρώτα έκανε παρέα για ένα χρόνο με τους δύο φίλους, οι οποίοι πρωταγωνιστούν στην ταινία. Όπως είπε ο ίδιος, πρόκειται για ταινία μυθοπλασίας, ωστόσο η διαχωριστική γραμμή με το ντοκιμαντέρ είναι λεπτή. Οι πρωταγωνιστές δεν είχαν στα χέρια τους σενάριο με διάλογους, καθώς κλήθηκαν να παίξουν τους εαυτούς τους.

Για τον Κώστα Νταντινάκη, η τοποθεσία «canal d’amour» στην Κέρκυρα έδωσε τον τίτλο της ταινίας, αλλά και το φινάλε της, καθώς σύμφωνα με το θρύλο, όποιος κολυμπήσει εκεί γνωρίζει τον έρωτα της ζωής του. Η ταινία αναφέρεται σε έναν μοναχικό 30χρονο άντρα και τη σχέση του με τον 75χρονο γείτονά του, που λατρεύει τον Καβάφη. Σύμφωνα με τον σκηνοθέτη, ο θρύλος αυτός ήταν η λύση που αναζητούσε για το τέλος της ιστορίας, η οποία μιλά για την μοναξιά και την αναζήτηση του έρωτα, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό κάθε είδους.

Η ταινία Το παρόραμα, η οποία συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα του 51ου Φεστιβάλ, είναι η δεύτερη ταινία του Μάρεκ Λέχκι, για τον οποίο, όπως είπε, «το θεμέλιο μιας ιστορίας είναι η φόρμα». Η ταινία αναφέρεται στη σύγκρουση πατέρα και γιου, στην απώλεια αλλά και την ευκαιρία να διορθώσει κανείς τα λάθη που έχει κάνει στη ζωή του. Ο δημιουργός τόνισε ότι πρόθεσή του ήταν να διαπραγματευτεί την υπαρξιακή κρίση του χαρακτήρα του, και επάνω ακριβώς σε αυτό το στόχο δόμησε την ιστορία του.

Ads

Αφορμή για την ταινία «Από θαύμα» αποτέλεσε για τον Μαρίνο Καρτίκκη η πίστη πολλών ανθρώπων ότι γίνονται θαύματα, πεποίθηση που φαίνεται να είναι πιο έντονη όταν οι άνθρωποι βρίσκονται σε δύσκολη θέση. Στην ταινία, ένα αντρόγυνο που προσπαθεί να κάνει παιδί, ένας άντρας που αναζητά τον έρωτα και μια μητέρα που ανησυχεί για το γιο της, όλοι ελπίζουν σε ένα θαύμα. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης πάντως, φάνηκε να πιστεύει περισσότερο ότι τα θαύματα τα διαμορφώνουμε εμείς με τις επιλογές μας, σχολιάζοντας επίσης ότι η ταινία, μέσα από την έννοια του θαύματος, θίγει ουσιαστικά τις ανθρώπινες σχέσεις.

Στο ερώτημα για το τι θα επέλεγαν εάν είχαν την ευκαιρία να τους συμβεί ένα «κινηματογραφικό θαύμα», οι τέσσερις σκηνοθέτες συμφώνησαν ότι θα ήθελαν να μην τους απασχολεί το θέμα της χρηματοδότησης της επόμενης ταινίας τους. «Θα ήθελα να κάνω μια ταινία χωρίς να έχω στο μυαλό μου τον προϋπολογισμό της» σχολίασε ο Μαρίνος Καρτίκκης, ενώ ο Κώστας Νταντινάκης εξέφρασε την επιθυμία να ταξιδέψει η ταινία του σε φεστιβάλ, αλλά και να καταφέρει να βρει διανομή, έτσι ώστε να μπορέσει να πληρώσει τους ηθοποιούς που συμμετείχαν αφιλοκερδώς. Με τη σειρά του, ο Μάρεκ Λέκχι επεσήμανε ότι, καθώς είχε μεσολαβήσει ένα διάστημα οκτώ ετών ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ταινία του, θα ήθελε την επόμενη φορά αυτό να συμβεί έστω στο μισό χρόνο. Από την πλευρά του, ο Νικόλα Λέζαϊτς είπε ότι θα ήθελε να κάνει την πρώτη 3D ταινία, όπου θα είχε πραγματικό λόγο ύπαρξης η τρισδιάστατη εικόνα.

Σχεδόν σε όλες τις ταινίες οι σκηνοθέτες έγραψαν και το σενάριο, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ανέλαβαν επιπλέον το ρόλο του παραγωγού αλλά και του διευθυντή φωτογραφίας, προκειμένου να περικόψουν τα έξοδα. «Φυσικά και προτιμώ να έχω διευθυντή παραγωγής και διευθυντή φωτογραφίας. Κάποια μέρα ελπίζω να κάνω μια τέτοια ταινία, αλλά είμαι ανυπόμονος, δεν μπορώ να περιμένω άπρακτος μέχρι να έρθει αυτή η στιγμή» ανέφερε στη συζήτηση ο Κώστας Νταντινάκης. Για τον Μάρεκ Λέκχι, πάλι, δεν τίθεται μόνο ζήτημα κόστους. «Αν και σέβομαι την δουλειά αυτών των επαγγελματιών, η αλήθεια είναι πως θέλω να είμαι παρών σε όλη τη διαδικασία υλοποίησης της ταινίας», ανέφερε χαρακτηριστικά ο δημιουργός, προσθέτοντας ότι εάν ξαναγύριζε την ταινία σήμερα, θα τον απασχολούσε νωρίτερα και το ζήτημα της διανομής.

Ο Μαρίνος Καρτίκκης, πάλι, επεσήμανε ότι όσες φορές και αν του δινόταν η ευκαιρία να διορθώσει κάτι σε μια ταινία του, πιθανότατα θα το έκανε, επειδή κάθε φορά θα έβρισκε και διαφορετικά πράγματα να πει. Με τη σειρά του, ο Κώστας Νταντινάκης τόνισε ότι θα προτιμούσε να έχει επαγγελματίες ηθοποιούς σε ορισμένες ενδιαφέρουσες σκηνές τις οποίες αναγκάστηκε να κόψει, ενώ ο Νικόλα Λέζαϊτς παρατήρησε ότι προτιμά μια ταινία με ψεγάδια, από μια τέλεια ταινία, γιατί θεωρεί ανεκτίμητη την ομορφιά της ατέλειας και του αυθορμητισμού.

Ντορότα Κετζιεζάφσκα: «Με αγγίζουν οι ιστορίες των ανθρώπων που βρίσκονται σε αδύναμη θέση»

Συνέντευξη Τύπου παραχώρησε η Πολωνή δημιουργός Ντορότα Κετζιεζάφσκα την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου 2010, στην Αποθήκη Γ’, στο πλαίσιο του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, παρουσία του διευθυντή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης Δημήτρης Εϊπίδης, καθώς και του διευθυντή φωτογραφίας, παραγωγού, συνεργάτη και συζύγου της σκηνοθέτιδας, κ. Άρθουρ Ράινχαρτ. Το 51ο Φεστιβάλ πραγματοποιεί αφιέρωμα στο έργο της Ντορότα Κετζιεζάφσκα, ενώ παράλληλα θα της απονείμει τιμητικά τον Χρυσό Αλέξανδρο.

«Είμαι περήφανος που το Φεστιβάλ κατάφερε φέτος να παρουσιάσει μια σχεδόν πλήρη ρετροσπεκτίβα του έργου της κορυφαίας πολωνής σκηνοθέτιδας Ντορότα Κετζιεζάφσκα», τόνισε κατά την έναρξη της συνέντευξης Τύπου ο κ. Εϊπίδης. «Αισθάνομαι αμήχανη, δεν είμαι συνηθισμένη σε κομπλιμέντα», ήταν τα πρώτα λόγια της πολωνής σκηνοθέτιδας, η οποία, όπως αποκάλυψε αργότερα κατά τη διάρκεια της συνέντευξης, ο περίγυρός της δεν πίστευε ότι θα κατάφερνε να σταθεί στον χώρο του κινηματογράφου, επειδή ήταν πολύ ντροπαλή. Βέβαια, η ίδια βρέθηκε στα κινηματογραφικά πλατό από την ηλικία των τριών ετών, καθώς η μητέρα της, Γιαντβίγκα Κετζιεζάφσκα, υπήρξε σκηνοθέτιδα κυρίως παιδικών ταινιών. «Ο μοναδικός όρος που μου έθεσε η μητέρα μου όταν με έπαιρνε μαζί της στα γυρίσματα, ήταν να παραμένω φρόνιμη. Έτσι, μπορούσα να τα παρακολουθώ επί ώρες. Για εμένα, ήταν ένας μαγικός κόσμος», εξομολογήθηκε η δημιουργός.

Οι ήρωες των ταινιών της Ντορότα Κετζιεζάφσκα είναι κυρίως παιδιά και ηλικιωμένοι. «Με αγγίζουν οι ιστορίες των ανθρώπων που βρίσκονται σε αδύναμη θέση, γι’ αυτό και οι ταινίες μου μέχρι τώρα είχαν τέτοιους πρωταγωνιστές και θεματολογία. Γυρίζοντας ταινίες με ήρωες τα παιδιά, δεν απευθύνομαι μόνο στα παιδιά, αλλά αγγίζω και τον κόσμο των μεγάλων», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα. «Συνήθως, η ιδέα για το σενάριο μιας ταινίας προέρχεται από κάτι που είδα ή άκουσα και μου άρεσε ως εικόνα. Με ενδιαφέρει η θέση των ανθρώπων που είναι διαφορετική από τους ‘’κανονικούς’’, καθώς και ο τρόπος που παλεύουν να υπερασπιστούν τον εαυτό τους. Σε αυτή την καθημερινή μας πάλη, συναισθήματα όπως η αγάπη και η φιλία μας δίνουν θάρρος, μας κάνουν πιο αισιόδοξους», τόνισε.

Απαντώντας σε ερώτηση σχετικά με το κατά πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να δουλεύει με παιδιά στις ταινίες της, η Ντορότα Κετζιεζάφσκα επεσήμανε ότι υπάρχουν αρκετές διαφορές, σε σχέση με τους ενήλικες ηθοποιούς. Όπως υπογράμμισε ο Άρθουρ Ράινχαρτ, ο οποίος έχει συνεργαστεί με τη δημιουργό στην πλειοψηφία των ταινιών της, από τεχνικής άποψης αυτή η διαδικασία είναι αρκετά δύσκολη, γιατί τα παιδιά δυσκολεύονται να συγκεντρωθούν και έχουν την τάση να αυτοσχεδιάζουν. «Πρέπει να έχουμε μεγάλη υπομονή και να δημιουργούμε κλίμα απόλυτης εμπιστοσύνης ανάμεσα στα παιδιά και σε εμάς. Μια – δυο φορές δοκιμάσαμε να επιλέξουμε παιδιά μέσα από ακρόαση, αλλά τελικά δεν πέτυχε. Συνήθως βρίσκουμε τα παιδιά απευθείας από τις επαφές μας. Βλέποντάς τα, καταλαβαίνουμε εάν μπορούν να σταθούν στην κάμερα», συμπλήρωσε η σκηνοθέτιδα.

Οι θεματικές που θίγει στην ταινίες της η Ντορότα Κετζιεζάφσκα παρουσιάζουν μεν επίπονες καταστάσεις ζωής, αλλά το κάνουν μέσα από όμορφες εικόνες. Όπως εξήγησε ο Άρθουρ Ράινχαρτ, ορισμένες φορές κάτι τέτοιο αποτελεί συνειδητή επιλογή, προκειμένου να απαλυνθεί η σκληρότητα του θέματος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ταινία Τίποτα, στην οποία πρωταγωνιστεί μια μητέρα που αποφασίζει να θανατώσει το νεογέννητο βρέφος της. «Στη συγκεκριμένη ταινία, θα περίμενε κανείς ότι η εικόνα του φιλμ θα ήταν, όπως και το θέμα της, εξίσου ‘’βρώμικη’’ και σκληρή. Εμείς, ωστόσο, επιλέξαμε ειδικά πλάνα, έτσι ώστε η ηρωίδα να εμφανίζεται σαν να έχει ένα φωτεινό στεφάνι πίσω της, δηλαδή να παρουσιάζεται η εικόνα της σαν αυτή της μαντόνας-παναγίας, και όχι μιας αμαρτωλής γυναίκας», επεσήμανε ο Άρθουρ Ράινχαρτ.

Δεδομένου ότι είναι γυναίκα σκηνοθέτιδα και μάλιστα μια από τις πιο εμβληματικές του σύγχρονου πολωνικού κινηματογράφου, η δημιουργός ερωτήθηκε σχετικά με τη στάση της απέναντι στο φεμινισμό, αλλά και το γεγονός ότι πολλοί θεωρούν ότι κάνει «γυναικείες ταινίες». «Το ότι γεννήθηκα κορίτσι, το ότι γεννήθηκα από αυτούς τους γονείς και στη συγκεκριμένη πόλη, όλα αυτά φυσικά διαμόρφωσαν τον τρόπο που βλέπω τον κόσμο, άσχετα εάν αυτός χαρακτηρίζεται γυναικείος ή όχι. Πάντως, ποτέ δεν αισθάνθηκα στη δουλειά μου κάποια διάκριση, επειδή είμαι γυναίκα», σχολίασε η Ντορότα Κετζιεζάφσκα.

Αναφερόμενη στην ταινία «Ώρα να πεθάνεις», η σκηνοθέτιδα υπογράμμισε ότι το σενάριό της γράφτηκε ειδικά για τη βετεράνο ηθοποιό Ντανούτα Σαφλάρσκα, η οποία πρωταγωνιστεί. Η Ντορότα Κετζιεζάφσκα είχε πρωτοσυναντήσει την ηθοποιό πριν από πολλά χρόνια, στα γυρίσματα της ταινίας Διάβολοι, διάβολοι. «Όταν τη γνώρισα, της υποσχέθηκα ότι θα γράψω ένα σενάριο με εκείνη ως κεντρική ηρωίδα. Από τότε, πέρασαν δεκαέξι χρόνια. Η Ντανούτα έδειξε υπομονή, αν και που και που με έπαιρνε στο τηλέφωνο και μου έλεγε να βιαστώ, γιατί μπορεί να μην προλάβει. Η ιδέα για το θέμα της ταινίας – η ηρωίδα της οποίας είναι μια ηλικιωμένη γυναίκα που προσπαθεί να σώσει το σπίτι της-, προέρχεται από την πραγματική ιστορία μιας γειτόνισσάς μας στην πόλη Λοτζ. Η συγκεκριμένη γυναίκα προσπαθούσε να απαλλαγεί από τους ενοίκους που είχε εγκαταστήσει εκεί το τότε καθεστώς της κομμουνιστικής Πολωνίας», επεσήμανε η σκηνοθέτιδα.

Η Ντορότα Κετζιεζάφσκα θα τιμηθεί από το 51ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης με τον Χρυσό Αλέξανδρο, σε ειδική εκδήλωση που θα πραγματοποιηθεί την Πέμπτη 9 Δεκεμβρίου 2010, στις 20:15 στον κινηματογράφο Ολύμπιον και στη συνέχεια θα προβληθεί η ταινία «Ώρα να πεθάνεις».

Masteclass από τον Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν

Το πλήρες κινηματογραφικό, αλλά και εικαστικό του έργο παρουσίασε ο βραβευμένος με το Χρυσό Φοίνικα των Κανών, ταϊλανδός σκηνοθέτης Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν, στο masterclass που παρέδωσε την Τετάρτη 8 Δεκεμβρίου στην αίθουσα Τζον Κασσαβέτης, στο πλαίσιο του 51ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

«Δυσκολεύτηκα αρκετά να συγκεντρώσω όλες τις μικρού μήκους ταινίες μου για να σας τις παρουσιάσω, αλλά τα κατάφερα χάρη στους ανθρώπους του Φεστιβάλ. Θα σας δείξω ένα μεγάλο κομμάτι της δουλειάς μου, το οποίο δεν προβάλλεται δημοσίως», υπογράμμισε ο κ. Bιρασεττάκουν και ξεκίνησε με την προβολή ενός αποσπάσματος από το νέο του project με τίτλο «Primitive», στο οποίο παρουσιάζονται οι νέοι και οι συνήθειες τους, από χωριά της Ταϊλάνδης τα οποία επισκέφθηκε ο δημιουργός.

Μιλώντας για τον ίδιο, ο σκηνοθέτης αποκάλυψε στο κοινό ότι τα παιδικά του χρόνια τα πέρασε στα νοσοκομεία της γενέτειρας του, όπου εργάζονταν οι γονείς του ως γιατροί, καθώς και στο σχολείο και τον κινηματογράφο, καθώς η σκοτεινή αίθουσα ήταν ένας τρόπος διαφυγής από την καθημερινότητα. Παρόλο που σπούδασε αρχιτεκτονική, ο κινηματογράφος και ειδικότερα ο πειραματικός, ταινίες του οποίου ο σκηνοθέτης πρωτοείδε στην Αμερική, ήταν η τέχνη που τελικά τον κέρδισε. «Για πολύ καιρό αναρωτιόμουν εάν θα μπορούσα να επιβιώσω οικονομικά και επαγγελματικά κάνοντας ταινίες, κάτι που ήταν πολύ προσωπική υπόθεση για μένα. Η εσωστρέφειά μου και η αντιλήψεις μου για τη ζωή με οδήγησαν στον πειραματικό κινηματογράφο, όπου ο καλλιτέχνης να μπορεί εκφραστεί αυτόνομα», εξήγησε ο Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν. Παράλληλα, ο σκηνοθέτης περιέγραψε στο κοινό τον ιδιαίτερο τρόπο συνεργασίας του με τους ηθοποιούς: «Πάντοτε συζητάμε μαζί, τους ζητώ να είναι ο εαυτός τους και η ταινία εξελίσσεται μετά από μια ανταλλαγή και συνδιαμόρφωση απόψεων», σημείωσε.

Προβάλλοντας αποσπάσματα από την ασπρόμαυρη ταινία «Μυστηριώδες αντικείμενο το μεσημέρι», ο δημιουργός σημείωσε ότι πρόκειται για ένα πείραμα επάνω στους τρόπους αφήγησης μιας ιστορίας από διαφορετικούς ανθρώπους. «Όποτε είχα λεφτά, ταξίδευα στα χωριά της Ταϊλάνδης και ζητούσα από τους χωρικούς να ξεκινήσουν να μου λένε μια ιστορία και μετά ζητούσα από κάποιον άλλο, σε άλλο μέρος, να τη συνεχίσει. Έτσι προέκυψε μια ιστορία με διάφορες αφηγήσεις», εξήγησε ο σκηνοθέτης.

Στο φιλμ «Για πάντα δικός σου», το οποίο πραγματεύεται την ευτυχία, ο Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν ξεκίνησε να πειραματίζεται με την έννοια του χρόνου, ενώ παράλληλα εγκαινίασε τη συνεργασία του με ηθοποιούς, με τους οποίους εξακολουθεί και σήμερα να δουλεύει. Επίσης, στην ταινία Τροπική ασθένεια, που ουσιαστικά μιλά για την αγάπη, ο Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν αποκάλυψε στο κοινό ότι κατά τα γυρίσματα του συγκεκριμένου φιλμ έπρεπε να διαχειριστεί μια προσωπική απώλεια, τον θάνατο του πατέρα του, γεγονός που αντανακλά ως ένα βαθμό αρνητική ενέργεια στην ταινία. «Αυτή η ταινία με έκανε περισσότερο εξωστρεφή, καθώς έπρεπε να συνεργαστώ με πολλούς ηθοποιούς και ένα ολόκληρο συνεργείο τεχνικών. Όταν η ταινία πήγε στις Κάννες, αισθανόμουν ότι καταπίεζα τον εαυτό μου να επικοινωνήσει, να βρω χρηματοδότες, να μιλήσω με κόσμο. Εκείνη την περίοδο, αναρωτιόμουν εάν θα έκανα ποτέ καριέρα ως σκηνοθέτης», τόνισε.
Παρουσιάζοντας στο κοινό αποσπάσματα από την ταινία Η περιπέτεια της Άιρον Πούσι, μια trash movie όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος, ο Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν σημείωσε ότι σκηνοθέτησε τέσσερα τηλεοπτικά επεισόδια με τον ίδιο τίτλο και υπόθεση, και αργότερα αποφάσισε να στηριχθεί σε ένα από αυτά και να δημιουργήσει μια ταινία μεγάλου μήκους. «Πρόκειται για έναν χαρακτήρα που προσπαθεί να καταπολεμήσει το έγκλημα. Είναι μια ταινία που έγινε με έναν τρόπο σκέψης όπου… δεν σκεφτόμουν», σημείωσε χιουμοριστικά για να αποτυπώσει την πλήρη ελευθερία έκφρασής του στο συγκεκριμένο έργο.

Η απώλεια του πατέρα του, όπως είπε ο δημιουργός, τον σημάδεψε, ως εκ τούτου και η ταινία του «Σύνδρομα και ένας αιώνας» περιέχει αυτοβιογραφικά στοιχεία. «Η ταινία είναι ένα όνειρο, μια μίξη του παρόντος και του παρελθόντος για μένα, αφιερωμένη στους γονείς μου», τόνισε ο σκηνοθέτης. Παράλληλα, συμπλήρωσε πως στη συγκεκριμένη ταινία η επιτροπή λογοκρισίας της Ταϊλάνδης έκοψε μια σκηνή στην οποία παρουσιάζεται ένας γιατρός που πίνει αλκοόλ εν ώρα υπηρεσίας. «Συναντήθηκα με την επιτροπή και μεταξύ άλλων μου είπαν να γυρίσω στη σχολή κινηματογράφου, για να μάθω να φτιάχνω ταινίες. Ο νόμος τώρα έχει αλλάξει, υπάρχει ένα σύστημα βαθμολόγησης από το υπουργείο Πολιτισμού, αλλά και πάλι έχουν το δικαίωμα να κόψουν μια ταινία», είπε.

Στη συνέχεια, ο Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν παρουσίασε στο κοινό μια σειρά από video art εγκαταστάσεις και εικαστικά έργα που έχει παρουσιάσει σε γκαλερί και μουσεία του κόσμου. «Στο πλαίσιο ενός project αφήσαμε ελεύθερα διάφορα μπαλόνια στην Ταϊλάνδη, το Μεξικό, το Άμστερνταμ. Τα μπαλόνια είχαν επάνω μια καρτ ποστάλ που ανέγραφε την ερώτηση “Τι είναι για σας η ευτυχία;” και “Τι σημαίνει ευτυχία”. Οι απαντήσεις που πήραμε, είχαν μεγάλο ενδιαφέρον και φανέρωναν τη διαφορετικότητα των ανθρώπων και της κουλτούρας τους», σημείωσε.

Στη νέα του δουλειά, το «project Primitive» -μέρος του οποίου αποτελεί και η ταινία «Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του», που απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα και προβάλλεται στο 51ο Φεστιβάλ- ο δημιουργός εξερευνά τη μνήμη μέσα από μεταφυσικές ιστορίες μετενσάρκωσης και ανθρώπων που συνάντησε, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έχουν αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή τους. «Η έμπνευσή μου προήλθε από ένα μικρό βιβλίο που μου έδωσε ένας μοναχός με τίτλο Ο άνθρωπος που θυμάται τις προηγούμενες ζωές του. Ωστόσο, για πολύ καιρό δεν μπορούσα να βρω έναν τρόπο για να το μεταφέρω στον κινηματογράφο», εξήγησε ο καλλιτέχνης. Σε ένα ταξίδι που ξεκίνησε με αφορμή την ταινία του Primitive, φωτογραφίες του οποίου πρόβαλλε στους θεατές του masterclass, o Απίτσατπονγκ Bιρασεττάκουν πήρε συνεντεύξεις από ανθρώπους που ισχυρίζονται ότι έχουν αναμνήσεις από την προηγούμενη ζωή τους και κατάφερε να συνθέσει μια ταινία η οποία εξερευνά τις διαδρομές της μνήμης και του χρόνου.

Απαντώντας σε ερωτήσεις του κοινού σχετικά με το ζήτημα της λογοκρισίας στην Ταϊλάνδη και την πολιτική κατάσταση που επικρατεί στη χώρα, ο κ. Bιρασεττάκουν σημείωσε ότι στην ταινία Σύνδρομα και ένας αιώνας, η οποία λογοκρίθηκε, πρόβαλλε μαύρες σκηνές στις κομμένες σκηνές, ως ένδειξη διαμαρτυρίας, ενώ πρόσθεσε ότι παρόλο που ο νόμος έχει αλλάξει, υπάρχουν και σήμερα ταινίες που λογοκρίνονται. «Η πολιτική κατάσταση επιδρά σε εμένα τον ίδιο και στον τρόπο που σκέφτομαι. Η Ταϊλάνδη μοιάζει να είναι ήσυχη χώρα, αλλά υπάρχει έντονη η παρουσία της βίας. Πιστεύω, πάντως ότι οι επόμενες δουλειές μου θα είναι περισσότερο πολιτικοποιημένες», κατέληξε ο δημιουργός.