Ο Μπρους Ντερν (Bruce Dern), γεννήθηκε στις 4 Ιουνίου του 1936. Στην πολύχρονη καριέρα του έχει συμμετάσχει σε περίπου 80 ταινίες. Έχει λάβει μία Υποψηφιότητα για Όσκαρ Β’ Ανδρικού Ρόλου για την ταινία του 1978, «Ο Γυρισμός» (Coming Home), ενώ το 2013, τιμήθηκε με το Βραβείο Καλύτερης Ανδρικής Ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών για την υπέροχη «Νεμπράσκα» του Αλεξάντερ Πέιν.

Ads

Η ταινία του ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη, που πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, παρουσιάστηκε για πρώτη μπροστά στο ελληνικό κοινό ως η Ταινία Λήξης του 54ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Ένας φτωχός ηλικιωμένος που ζει στη Μοντάνα επιμένει να το σκάει από το σπίτι του, με απώτερο σκοπό να πάει στη Νεμπράσκα για να εισπράξει τα χρήματα από ένα τζακ ποτ που νομίζει πως έχει κερδίσει. Η οικογένειά του, αγανακτισμένη από την άνοιά του που καθημερινά επιδεινώνεται, συζητά το ενδεχόμενο να τον βάλουν σε κλινική.

image

Ads

Τη λύση προσπαθεί να δώσει ένας από τους δύο γιους του, ο οποίος προσφέρεται να πάει τον πατέρα του στη Νεμπράσκα με το αμάξι του, παρότι καταλαβαίνει τη ματαιότητα του όλου εγχειρήματος. Καθ’ οδόν, ο πατέρας του θα έχει ένα ατύχημα, κι έτσι οι δυο τους θα πρέπει να μείνουν μερικές μέρες στη μικρή, παρηκμασμένη πόλη της Νεμπράσκα όπου γεννήθηκε ο πατέρας, κι όπου, υπό το άγρυπνο βλέμμα του γιου του, θα βρεθεί απέναντι στο παρελθόν του.

image

«Η συνεργασία μου με τον Αλεξάντερ ήταν μια εκπληκτική εμπειρία. Δημιουργεί ένα υπέροχο περιβάλλον για να εργαστείς. Ο τρόπος με τον οποίο δουλεύει, σε κάνει να απορείς γιατί κανείς να δουλεύει με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Με βοήθησε πάρα πολύ να ξεπεράσω τον εαυτό μου ερμηνεύοντας το Ντέιβιντ.» – Γουίλ Φόρτε

Ήρωας μας είναι ο Γούντι (Μπρους Ντερν), ο οποίος πιστεύει ότι κέρδισε ένα εκατομμύριο δολλάρια σε διαγωνισμό. Η γυναίκα του (Τζουν Σκουίμπ) δεν ήξερε καν ότι ήθελε να γίνει πλούσιος – «Δεν ήξερα καν ότι αυτό το κάθαρμα ήθελε να γίνει εκατομμυριούχος» – ενώ ο γιος του (Γουίλ Φόρτε) δεν μπορεί να τον πείσει ότι εξαπατήθηκε.

image

Ο βραβευμένος με Όσκαρ, ελληνικής καταγωγής, Αλεξάντερ Πέιν (Sideways – 2004), σκηνοθετεί ένα ιδιαίτερο road movie, καθώς πατέρας και γιος, θα ξεκινήσουν ένα ταξίδι για να διεκδικήσουν τα κέρδη. Σε ασπρόμαυρο φόντο, θα περάσουν μαζί από τέσσερις πολιτείες, σε μια ιστορία για την οικογενειακή ζωή στην καρδιά της Αμερικής.

image

«Όταν πρωτοδιάβασα τη «Νεμπράσκα», ήξερα ότι έπρεπε να δώσω τον καλύτερο μου εαυτό», ανακαλεί ο Μπρους Ντερν. Ο ρόλος ήταν τελείως διαφορετικός απ’ ότι είχε ερμηνεύσει μέχρι τότε και ο Ντερν είναι ιδιαίτερα ευγνώμων στον Πέιν που τον βοήθησε να εξερευνήσει και μια άλλη πλευρά του εαυτού του: «Θεωρώ ότι κάπως έτσι ήταν κι όταν δούλευε με τον Τζακ Νίκολσον στο «About Schmidt», αναφέρει ο Ντερν. «Για πάρα πολλά χρόνια ακούω «Απλά να είσαι ο Ντερν», φαντάζομαι το ίδιο ισχύει και για τον Τζακ Νίκολσον. Δε θέλει να είναι ο Τζακ σε κάθε ταινία, κι εγώ δε θέλω να είμαι ο Ντερν. Ο Αλεξάντερ απαίτησε περισσότερα από εμένα, δεν ήθελε να δει τι μπορώ να κάνω με το χαρακτήρα του Γούντι, αλλά τι μπορεί να κάνει ο Γούντι σε μένα. Άρπαξα την ευκαιρία…».

Η ταινία θυμίζει σε σημεία το επίσης ιδιαίτερο «The Straight Story» (1999) του Ντέιβιντ Λιντς. Όμως εδώ η επιλογή του ασπρόμαυρου φιλμ μοιάζει κάτι παραπάνω από ιδανική για τον ελληνικής καταγωγής σκηνοθέτη. Ο Αλεξάντερ Πέιν, αναφέρει σχετικά:

image

«Θεωρούσα ότι ήταν η σωστή επιλογή για την ταινία, γιατί έτσι τη διάβασα και τη φαντάστηκα. Πάντα ήθελα να κάνω μια ασπρόμαυρη ταινία, είναι τόσο όμορφες. Αυτή η μικρή και λιτή ιστορία προσφερόταν για απλό και ευθύ στυλ, όπως οι ζωές των ανθρώπων της.»

Η εικόνα και η υφή προέκυψε μετά από αμέτρητες δοκιμές που έκανε ο διευθυντής φωτογραφίας Φαίδων Παπαμιχαήλ με τον Πέιν: «Θέλαμε εκείνο το ασπρόμαυρο που θα ήταν σωστό για την ταινία. Καταλήξαμε σε κάτι όχι πολύ στυλιζαρισμένο, αλλά με υψηλό κοντράστ που θα υποστήριζε τη διάθεση της ταινίας. Το ίδιο σημαντική ήταν η απόφαση να γυρίσουμε με αναμορφικούς φακούς, που θα απέδιδαν άψογα τα αχανή τοπία, τη δύναμη του ορίζοντα και την αίσθηση των κοινοτήτων των πολιτειών αυτών».

Μετά από πολλές δοκιμές, αποφάσισαν επίσης ότι τα γυρίσματα θα γινόντουσαν ψηφιακά με κάμερες Arri Alexa, για περισσότερες επιλογές κι ευελιξία. Κατά το post-production, προστέθηκε ένα φίλτρο κόκκου από αυθεντικό φιλμ, δίνοντας έτσι την αίσθηση του σελλυλόιντ. Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι μοναδικό και δικαίως ο Φαίδων Παπαμιχαήλ (σχεδόν μόνιμος συνεργάτης του Πέιν) κέρδισε με την συγκεκριμένη ταινία μία Υποψηφιότητα για Όσκαρ στην κατηγορία Best Achievement in Cinematography.

Ειδική μνεία οφείλουμε να κάνουμε στους δύο βετεράνους ηθοποιούς Μπρους Ντερν και Τζουν Σκουίμπ, που με τις ερμηνείες τους ανεβάζουν επίπεδο την ταινία του Πέιν και ακροβατούν ιδανικά πάνω σε ένα γλυκόπικρο και σε σημεία συγκινητικό σενάριο. Δύο ερμηνείες που δικαίως χάρισαν και στους δύο ηθοποιούς από μία υποψηφιότητα τόσο στις Χρυσές Σφαίρες, όσο βέβαια και στα Όσκαρ.

Ο Ντερν βλέπει τον Γούντι σαν ένα άντρα, που θεωρεί ότι επιτέλους η τύχη του χαμογέλασε: «Ο Γούντι είναι ένας άντρας που σταμάτησε να ονειρεύεται πολλά χρόνια πριν», αναφέρει χαρακτηριστικά. «Είναι αποφασισμένος ωστόσο, να τελειώσει τη ζωή του με τον τρόπο του. Ίσως να είναι λίγο χαμένος. Αλλά θα πάρει αυτά τα χρήματα ότι και να γίνει. Για πρώτη φορά στη ζωή του, θέλει κάτι πραγματικά και τυχαίνει να είναι αυτό. Ποτέ στην καριέρα μου δεν είχα ξανά τόσο υπέροχο ρόλο. Ποτέ επίσης δεν ένοιωσα τόση ευγνωμοσύνη για ένα σκηνοθέτη. Αυτό που θέλεις σαν ηθοποιός είναι η ελευθερία να παίρνεις ρίσκα, αλλά να νιώθεις και την ασφάλεια ότι θα έχεις πάντα καθοδήγηση. Σε αφήνει να αυτοσχεδιάσεις, αλλά είναι εκεί για να σε υποστηρίξει ταυτόχρονα».

Η ταινία «Νεμπράσκα», είναι ουσιαστικά ένας ασπρόμαυρος φόρος τιμής στη γενέτειρα του Πέιν. Παράλληλα είναι και ένα βαθιά ανθρώπινο road movie που εστιάζει στη γλυκόπικρη σχέση ενός πατέρα με τον γιο του, οι οποίοι ταξιδεύουν εκεί για να εισπράξουν τα κέρδη ενός αμφιβόλου γνησιότητας λαχείου. Στην πορεία όμως και μέσα από διάφορα κωμικοτραγικά συμβάντα, θα καταφέρουν ίσως για πρώτη φορά να καταλάβουν ειλικρινά ο ένας τον άλλον.

Η ταινία αποτυπώνει εικόνες μιας άγνωστης Αμερικής, αναμνήσεις και αλήθειες, μέσα από τη συναισθηματικά φορτισμένη προσωπική διαδρομή του κεντρικού μας ήρωα. Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η ταινία, γυρισμένη σε ασπρόμαυρο φιλμ, με φόντο τέσσερις αμερικανικές πολιτείες, φέρνει κοντά επαγγελματίες ηθοποιούς με ανθρώπους που δεν έχουν σχέση με την υποκριτική. Φιλοδοξεί με αυτό τον τρόπο να αποδώσει την ατμόσφαιρα και τους ρυθμούς των συγκεκριμένων εξωτικών, όσο και εγκαταλελειμμένων τόπων.

Εγγονός Ελλήνων μεταναστών, ο Αλεξάντερ Πέιν μεγάλωσε στην Ομάχα της Νεμπράσκα, όπου έλαβε την εκπαίδευσή του από Ιησουίτες. Αργότερα σπούδασε ιστορία και ισπανική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, και έκανε το μεταπτυχιακό του στη σκηνοθεσία στο Πανεπιστήμιο UCLA.

Οι πρώτες δύο μεγάλου μήκους ταινίες του ήταν οι κωμικές δημιουργίες, «Πολίτης Ρουθ» (1996) και «Election» (1999). Το «Σχετικά με τον Σμιτ» (2002) έκανε πρεμιέρα στο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ των Καννών. Τόσο το «Πλαγίως», όσο και οι «Απόγονοι», ήταν υποψήφιες για Όσκαρ Καλύτερου Προσαρμοσμένου Σεναρίου, όπως και για άλλα τέσσερα βραβεία της Ακαδημίας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών της Καλύτερης Ταινίας και Καλύτερης Σκηνοθεσίας. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι τέσσερις από τις έξι μεγάλου μήκους ταινίες του Αλεξάντερ Πέιν, έχουν γυριστεί στη γενέτειρα του Νεμπράσκα.

Τέλος να αναφέρουμε ότι το φιλμ «Νεμπράσκα» (Nebraska) του Αλεξάντερ Πέιν, ανακηρύχθηκε ως η Καλύτερη Ταινία της Χρονιάς (2013), από το Αμερικανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου (AFI). Παράλληλα η νέα δημιουργία του Πέιν, έχει κερδίσει τρεις υποψηφιότητες στα Βρετανικά Βραβεία BAFTA, πέντε υποψηφιότητες στις Χρυσές Σφαίρες και έξι υποψηφιότητες στα Βραβεία της Αμερικάνικης Ακαδημίας Κινηματογράφου, τα γνωστά μας Όσκαρ, χωρίς ωστόσο να κερδίσει κάποιο χρυσό αγαλματίδιο.

image

Νεμπράσκα / Nebraska
Σκηνοθεσία: Αλεξάντερ Πέιν
Σενάριο: Μομπ Νέλσον
Πρωταγωνιστούν: Μπρους Ντερν, Γουιλ Φόρτε, Τζουν Σκουιμπ, Μπομπ Οντενκερκ, Στέισι Κιτς
Φωτογραφία: Φαίδων Παπαμιχαήλ
Μοντάζ: Κέβιν Τεντ
Μουσική: Μαρκ Ορτον
Έτος Παραγωγής: 2013
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 115 λεπτά