Ads

Η έξοδος στις κινηματογραφικές αίθουσες, της καινούριας ταινίας του Φρανσουά Οζόν «Potiche» («Γλάστρα»), επιβεβαιώνει την αναγέννηση της πολιτικής κωμωδίας στη Γαλλία. Η άφιξη του Νικολά Σαρκοζί στην εξουσία ξαναέδωσε έμπνευση και σαρκαστική διάθεση σε μία ομάδα μαχόμενων κινηματογραφιστών. Το τερπνόν μετά του ωφελίμου… και του γέλιου!

Η απεργία (προς στιγμήν;) εγκατέλειψε τους δρόμους στη Γαλλία. Αλλά συνεχίζεται μέσα στα σινεμά. Αυτά που προβάλλουν, από την Τετάρτη, την ταινία «Potiche». Αυτή η καινούρια ταινία του Γάλλου, Φρανσουά Οζόν, ίσως η καλύτερή του, διαφορετικά η πιο αποκαλυπτική κωμωδία του, ξεφωνίζει «Πουζόλ, φτάνει πια!» στο εργοστάσιο ομπρελών Πουζόλ-Μισονό.

Δε βρισκόμαστε στο 2010, αλλά στο 1977, σε ένα χωριό του γαλλικού βορρά, το Sainte-Gudule, επαρχία με επαναστατικά αισθήματα, όπου η ένταση μεταξύ του εκλεγμένου κομουνιστή δημάρχου Μπαμπίν (Ζεράρ Ντεπαρτιέ) και του αφεντικού του εργοστασίου, Ρομπέρ Πουζόλ, χτυπάει κόκκινο. Αρκετά σύντομα, ο Ρομπέρ Πουζόλ, ο οποίος ορθώνει το… σχεδόν αριστοκρατικό του ανάστημα, από τότε που για λόγους συμφέροντος παντρεύτηκε τη Σουζάν Μαρκισέτ (Κατρίν Ντενέβ), απάγεται και έπειτα τραυματίζεται από τους απεργούς. Εάν η οικογένεια Πουζόλ δεν αντιδράσει, την οικογενειακή επιχείρηση θα την πάρει το ποτάμι! Αλλά ποιος πρέπει να κινητοποιηθεί; Σίγουρα όχι ο ομοφυλόφιλος γιος (Ζερεμί Ρενιέ) ούτε η ψευτο-χειραφετημένη και κατά των εκτρώσεων κόρη (Ζουντίθ Γκοντρές): και οι δύο είναι δειλοί, ελάχιστα λιγότερο συντηρητικοί από τον πατέρα τους. Μένει η Σουζάν, η μητέρα, μία «γλάστρα» που δεν της αρέσει τίποτα τόσο όσο το να κάνει τζόκινγκ στο τριγύρω δάσος, με κόκκινη φόρμα και μαντίλι στα μαλλιά α λα Μπερναντέτ Σιράκ. Αλλά αυτή η απεργία, είναι για εκείνη η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. Η Σουζάν εισέρχεται τελικά στις σελίδες της ιστορίας. Και στην πρώτη της συνάντηση με τους συνδικαλιστές, βάζει την πιο επίσημη αμφίεσή της: «Είναι για να τιμήσω τους εργάτες. Φόρεσα όλα μου τα κοσμήματα, γιατί πρέπει να τα απολαύσουν και λίγο.»

Ο Φρανσουά Οζόν κάνει πολιτική. Παρών στην τελευταία Μόστρα της Βενετίας, όπου η κριτική επιτροπή, με προεδρεύων τον Κουεντίν Ταραντίνο, τον άφησε να ξαναφύγει μουρμουρίζοντας, παρ΄όλο που ήταν ένα από τα φαβορί για το Χρυσό Λιοντάρι, ο κινηματογραφιστής κάνει πως δεν τον άγγιξε. Πριν να παραδεχτεί ότι η μονομαχία που έβαλε τη Σεγκολέν Ρουαγιάλ απέναντι από το Νικολά Σαρκοζί το 2006, συγκεκριμένα o μισογυνισμός του μελλοντικού προέδρου απέναντι στην αντίπαλό του, του έκανε το «κλικ»: «Γνώριζα το θεατρικό «Potiche» («Γλάστρα») των Πιερ Μπαριγιέ και Ζαν-Πιερ Γκρεντί εδώ και πολύ καιρό. Ο ρόλος δημιουργήθηκε από τη Ζακλίν Μαγιάν το 1980. Αλλά δεν είχα βρει προς ποια κατεύθυνση να το οδηγήσω. Και έπειτα, κατά τη διάρκεια της προεκλογικής καμπάνιας, αυτές οι αντιστοιχίες με την επικαιρότητα μου φάνηκαν ξαφνικά προφανείς.

Ads

Η περίπτωση του Φρανσουά Οζόν δεν είναι η μόνη που «φρεσκάρει» ένα είδος, την πολιτική κωμωδία, το οποίο είχε αφεθεί κάπως ακαλλιέργητο, αφού η εκλογή του Φρανσουά Μιτεράν έκανε μέχρι και έναν Ζαν Γιαν να συνθηκολογήσει. (σ.σ. Ο Ζαν Γιαν-Jean Yanne ήταν Γάλλος κωμικός και σκηνοθέτης). Η «Γλάστρα» αντανακλά κυρίως την κωμική επιτυχία και εκπλήσσει από τη χρονιά που βγήκε σε DVD:
Το «Mammuth», η οδύσσεια ενός συνταξιούχου σε αναζήτηση πιστοποιητικών εργασίας, στην οποία οι κινηματογραφιστές Μπενουά Ντελεπίν και Γκουστάβ Κερβέρν παρακινούν, κατά κάποιο τρόπο, το κοινωνικό κίνημα ενάντια στο συνταξιοδοτικό καθεστώς. Επιπλέον, στις 24 Νοέμβρη, ένας σκηνοθέτης σχεδόν άγνωστος, ονόματι Μισέλ Λεκλέρκ θα προτείνει με τη σειρά του μία ταινία που θα φέρει αγαλλίαση: «To Όνομα των Ανθρώπων», έρωτας σε ντελίριο μεταξύ ενός υποστηρικτή του Λιονέλ Ζοσπίν και μίας αγωνίστριας της αριστεράς, που επέλεξε έναν ιδιαίτερο τρόπο ακτιβισμού, εφόσον κοιμάται με όσους υποψιάζεται ως δεξιούς, προκειμένου να τους κάνει να αλλάξουν στρατόπεδο. Στο πέρασμά του από τη Λωζάνη για την προώθηση του φιλμ του, ο Λεκλέρκ επιβεβαιώνει ότι είχε το ίδιο «κλικ» με το Φρανσουά Οζόν: «Ο Νικολά Σαρκοζί εκνευρίζει τόσο πολύ τους ανθρώπους, ώστε πολλοί από εμάς γράφουμε από αντίδραση. Και δεν είναι μόνο ο Σαρκοζί. Είναι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στη Γαλλία, λίγο επιβλαβής, στης οποίας την εγκαθίδρυση συνέβαλε. Καθώς λατρεύω να ξεσπάω με μια πένα και μια κάμερα, μου αρέσει να μάχομαι στο πολιτικό πεδίο και να υποστηρίζω τις αξίες. Από μία οπτική, θα έπρεπε να πούμε: «Σε ευχαριστούμε Πρόεδρε». Γιατί η πολιτική κομεντί αναγεννάται χάρη σε εκείνον».