Ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης σχολιάζει τις νέες ταινίες που βγαίνουν από σήμερα Πέμπτη 30 Μαρτίου στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Ads

Εβδομάδα με εξαιρετικές ταινίες: από το αλληγορικό «Μπλε καφτάνι» της Μαροκινής Μαριάμ Τουζάνι και την αποκαλυπτική δίκη του «Άρχοντα των μυρμηγκιών» του Τζιάνι Αμέλιο μέχρι την ιστορία μιας δυνατής φιλίας στα «Οχτώ βουνά» των Φέλιξ φαν Γκρένινγκερ και Σαρλότ Βαντερμίρς και το πορτρέτο μιας απίθανα εκπληκτικής γυναίκας στο ντοκιμαντέρ «Η βασίλισσα της Νέας Υόρκης» της Ελληνίδας Βάλερυ Κοντάκου. Χωρίς να ξεχνάμε την επανέκδοση της αριστουργηματικής ταινίας «Μεγαλέξαντρος» του Θόδωρου Αγγελόπουλου.

**** Το μπλε καφτάνι

The Blue Caftan/Le bleu du caftan. Μαρόκο/Γαλλία/Βέλγιο/Δανία, 2022. Σκηνοθεσία: Μαριάμ Τουζάνι. Σενάριο: Μαριάμ Τουζάνι, Ναμπίλ Αγιούς. Ηθοποιοί: Λούμπνα Αζαμπάλ, Σάλεχ Μπάκρι, Αγιούμπ Μισιουί. 122´

Ads

Μια σε βάθος, δοσμένη με ξεχωριστή λεπτότητα, μελέτη σχέσεων ανάμεσα σε τρία πρόσωπα (μια γυναίκα και δυο άντρες), και της αντιμετώπισης της σεξουαλικής ιδιαιτερότητας (η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στους δυο άντρες), είναι η εξαίρετη αυτή ταινία της Μαριάμ Τουζάνι, που εντυπωσίασε στο «Ένα κάποιο βλέμμα» των περσινών Καννών, κερδίζοντας το βραβείο καλύτερης ταινίας της Διεθνούς Κριτικής (FIPRESCI).

Στην παλιά συνοικία της μαροκινής πόλης Σαλέ, ο Χαλίμ (Σάλεχ Μπάκρι), ένας «μάαλεμ» (ράφτης δηλαδή που δεν χρησιμοποιεί ραπτομηχανή αλλά μόνο τα επιδέξια χέρια του) και η γυναίκα του Μίνα (Λούμπνα Αζαμπάλ), ήδη σε προχωρημένη ανίατη αρρώστια, προσλαμβάνουν τον μαθητευόμενο Γιούσεφ (Αγιούμπ Μισιουί), για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν έγκαιρα τις αυξανόμενες παραγγελίες για καφτάνια που ειδικεύεται ο Χαλίμ και τα οποία ξεκίνησε ο φημισμένος πατέρας του. Η παρουσία του Γιούσεφ θα μας αποκαλύψει σταδιακά την κρυφή ομοφυλοφιλική πλευρά του Χαλίμ. Πλευρά που η σκηνοθέτρια υποβάλλει αρχικά με τις επισκέψεις του Χαλίλ σε χαμάμ, όταν κλείνεται με τον μασέρ σε ειδικό δωμάτιο (στη δεύτερη μάλιστα φορά τα πράγματα παρουσιάζονται πιο ξεκάθαρα).

Η διαδικασία του ραψίματος είναι για την Μαριάμ Τουζάνι μια ευκαιρία για να αφηγηθεί, με ένα παρόμοιο τρόπο, την ιστορία της: όπως δηλαδή από τα πρώτα πλάνα εξηγεί ο Χαλίμ τον τρόπο του, με τη λεπτότητα, την άπλα, την ισορροπία αλλά και τόλμη και λάμψη που δημιουργεί το ύφασμα στο σώμα, με το ίδιο λεπτό, με άπλα, ισορροπία, τόλμη και λάμψη (μαζί και ζεστασιά), προσεγγίζει η Τουζάνι την ιστορία της. Ιδιαίτερα με το μπλε καφτάνι που φτιάχνει ο Χαλίμ, με τη βοήθεια του Γιούσεφ, σε όλη τη διάρκεια της ταινίας, και που, όπως θ’ ανακαλύψουμε παίζει σημαντικό ρόλο (μαζί και συμβόλου) στην ταινία.

Παράλληλα με τη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στον Χαλίμ και τον Γιούσεφ, η Τουζάνι αναπτύσσει και τη σχέση ανάμεσα στον Χαλίμ και τη Μίνα (σχέση που, ενόσω η αρρώστια της Μίνας χειροτερεύει, γίνεται ολοένα και πιο στοργική και συγκινητική) αλλά και σχέση Μίνας-Γιούσεφ, αρχικά εχθρική που σταδιακά μετατρέπεται σε φιλική και προστατευτική, σχεδόν θα έλεγα μητρική, για να αποδεχτεί γενναιόδωρα την γκέι πλευρά του συζύγου της, δίνοντάς μας την εικόνα μιας τολμηρής γυναίκας στη σύγχρονη μαροκινή κοινωνία – σε μια από τις πιο ωραίες σκηνες της ταινίας την παρακολουθούμε να πείθει τον Χαλίμ να την πάει σ’ ένα καφενείο όπου συχνάζουν μόνο άντρες για να πιει και να καπνίσει μαζί του, φωνάζοντας μάλιστα τρανταχτά, «γκολ», ενώ παρακολουθούν, μαζί με τους υπόλοιπους θαμώνες, ποδόσφαιρο στην τηλεόραση. Για να συμβάλει, με το δικό της, θαυμάσιο τρόπο, στην αποδοχή της αξίας του με οποιοδήποτε τρόπο έρωτα, όπως και με την αξία του να ράψεις με τον ξεχωριστό τρόπο που ο μαάλεμ Χαλίμ ράβει το μπλε καφτάνι!

*** ½ – Ο άρχοντας των μυρμηγκιών

Il signore delle formiche/The Lord of the Ants. Ιταλία, 2022. Σκηνοθεσία: Τζιάνι Αμέλιο. Σενάριο: Τζιάνι Αμέλιο, Εντουάρντο Πέτι, Φεντερίκο Φάβα. Ηθοποιοί: Λουίτζι Λο Κάσιο, Έλιο Τζερμάνο, Σάρα Σεραϊόκο, Λεονάρντο Μαλτέζε. 134´

Με μια δίκη που συντάραξε την Ιταλία στα μέσα της δεκαετίας του ’60 καταπιάνεται η ιταλική ταινία «Ο άρχοντας των μυρμηγκιών» του Τζιάνι Αμέλιο, που πρωτοείδαμε στο περσινό φεστιβάλ Βενετίας. Δίκη που αναφερόταν στην ομοφυλοφιλία αλλά που την περίοδο που εκτυλίσσεται η ιστορία (1968), το ιταλικό νομικό σύστημα δεν την αναγνώριζε, αποκαλώντας την κατηγορία, «plagio», κατηγορία δηλαδή σχετικά με ότι υπέβαλλε ένα άτομο, σωματικά και ψυχολογικά, στη θέληση ενός άλλου, στη συγκεκριμένη περίπτωση ενός 18χρονου νεαρού στη θέληση ενός ποιητή και καθηγητή, ειδικού στη μελέτη των μυρμηγκιών. Με την οικογένεια του νεαρού να τον κλείνει σε ψυχιατρική κλινική όπου υποβαλλόταν σε φρικτή θεραπεία ηλεκτροσόκ, για να θεραπευτεί, όπως πίστευαν, από τη «διαβολική» αυτή επίδραση. Μια δίκη που θα συμβάλει στην κατάργηση, μερικά χρόνια μετά, του υποτιθέμενου αυτού εγκλήματος.

Εκείνο που ενδιέφερε τον Αμέλιο ήταν, όπως ανάφερε ο ίδιος, «να φτιάξει μια ταινία «πάνω στη βία και την ηλιθιότητα των προκαταλήψεων…πάνω στην αγάπη που υποβάλλεται στον κομφορμισμό και την υποκρισία. Μια διατομή πάνω στην ιταλική ζωή της επαρχίας στην κομβική περίοδο της δεκαετίας του ’60, όταν η οικονομική ευημερία δεν αναπτυσσόταν με την ίδια ταχύτητα που αναπτυσσόταν η επίγνωση των πραγμάτων, όταν μέσα στην οικογένεια οι διαφωνίες ανάμεσα στις διαφορετικές γενιές παρέμεναν έντονες και συγκρουόμενες».

Με ένα καλογραμμένο σενάριο και χρησιμοποιώντας ένα βασικά κλασικό στιλ, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις, ο Αμέλιο καταγράφει, με ειλικρίνεια και δύναμη, τόσο τη σχέση ανάμεσα στον νεαρό και τον καθηγητή, στο πρώτο μέρος της ταινίας, όσο και τη διεξαγωγή της δίκης, στο δεύτερο, μαζί και τις προσπάθειες ενός αριστερού δημοσιογράφου (όταν ακόμη και η δική του εφημερίδα προσπαθούσε να μην προκαλέσει την πλειοψηφία των αναγνωστών της) να βοηθήσει τον κατηγορούμενο καθηγητή, καλύπτοντας δίκαια την όλη πορεία της δίκης και αποσπώντας πολύ καλές ερμηνείες από τους ηθοποιούς του, ιδιαίτερα τον Λεονάρντο Μαλτέζε, που υποδύεται τον νεαρό. Με τις καλύτερες σκηνές του να είναι εκείνες στη δίκη, δίκη που θυμίζει περίοδο φασισμού και Ιεράς Εξέτασης, με τους μάρτυρες κατηγορίας να παρουσιάζουν τους ομοφυλόφιλους ως διαβόλους που κατέχουν τη ψυχή των νέων, με μια μάλιστα μάρτυρα να καταθέτει πως όλη η λογοτεχνία, γραμμένη πριν από 100 χρόνια, είναι επικίνδυνη και οδηγεί τους νέους στη διαφθορά και την καταστροφή τους!

*** ½ – Τα οχτώ βουνά

Le otto montagne. Ιταλία/Βέλγιο/Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Φέλιξ φαν Γκρένινγκερ, Σαρλότ Βαντερμίρς. Σενάριο: Πάολο Κονιέτι, Φέλιξ φαν Γκρένινγκερ, Σάρλοτ Βαντερμίρς. Ηθοποιοί: Λούκα Μαρινέλι, Αλεσάντρο Μπόργκι, Λούπο Μπαρμπιέρο, Ελοζαμπέτα Ματσούλο. 147´

Τη φιλία ανάμεσα σε δυο άντρες, φιλιά που διαρκεί δεκαετίες, απαρουσιάζουν στην ταινία τους «Τα οκτώ βουνά» οι Βέλγοι σκηνοθέτες Φέλιξ βαν Γκρένινγκερ και Σαρλότ Βαντερμίρς, που κέρδισε το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο περσινό φεστιβάλ των Καννών. Φιλία που ξεκινά όταν αυτοί είναι ακόμη 12 χρονών, όταν ο Πιέτρο, παιδί από την πόλη, φτάνει για διακοπές με τη μητέρα του στο απομακρυσμένο ορεινό χωριό όπου ζει ο μικρός Μπρούνο, το μοναδικό αγόρι του χωριού που ζει με τον θείο και τη θεία του, περνώντας τις μέρες του βοηθώντας τους και αρμέγοντας τις αγελάδες. Οι διακοπές θα συνεχιστούν και άλλες χρονιές, με τα αγόρια να τρέχουν και να παίζουν και να ανεβαίνουν στα χιονισμένα βουνά, μαζί με τον πολύασχολο στην πόλη πατέρα του Πιέτρο.

Τα πράγματα μπερδεύονται όταν οι γονείς του Πιέτρο προτείνουν στους γονείς του Μπρούνο να βοηθήσουν το παιδί, παίρνοντας το μαζί τους στην πόλη για να μπορέσει να σπουδάσει. Πρόταση στην οποία αντιτίθεται τόσο ο Πιέτρο, που επιμένει πως ο Μπρούνο είναι παιδί του βουνού και της φύσης και η παρουσία του στην πόλη θα τον καταστρέψει, όσο και ο ίδιος ο πατέρας του Μπρούνο που τον παίρνει μαζί του για να εργαστεί σε εργοτάξιο. Για την παρέμβασή του αυτή, ο Πιέτρο δεν θα συγχωρέσει ποτέ τον πατέρα του, διακόπτοντας κάθε σχέση μαζί του.

Οι δυο τους θα ξανασυναντηθούν, μεγάλοι πια (με ωραίες ερμηνείες από τους Αλεσάντρο Μπόργκι και Λούκα Μαρινέλι), όταν ο Πιέτρο επιστρέφει στο χωριό κι ανακαλύπτει τον Μπρούνο να ζει μια μοναχική ζωή στο βουνό. Μαζί θα μετατρέψουν μια μισογκρεμισμένη καλύβα σε μια όμορφη κατοικία που θα μετατραπεί στο ξεχωριστό τους σπίτι. Τα διάφορα όμως μπερδέματα θα εξακολουθούν να επηρεάζουν τη ζωή και τη φιλία τους: η παρουσία μιας δυναμικής γυναίκας, που ο Μπρούνο παντρεύεται στη συνέχεια, η ανακάλυψη από τον Πιέτρο πως ο πατέρας του συνέχισε να βλέπει τον Μπρούνο, μεγάλο πια, σκαρφαλώνοντας μαζί του τα βουνά και και να τον βοηθά, έχοντας μετατραπεί σε δεύτερο πατέρα του. Ωσπου ο Πιέτρο φεύγει για τη Νεπάλ (εκεί όπου υπάρχουν και οι οκτώ κορυφές του βουνού, που δίνουν και τον τίτλο στην ταινία) και γίνεται διάσημος συγγραφέας πριν τελικά αποφασίσει να επιστρέψει στο ορεινό χωριό του Μπρούνο.

Οι σκηνοθέτες χρησιμοποιούν με τρόπο εξαιρετικό τους φυσικούς χώρους (το βουνό, τα χιόνια, τη λίμνη) για να τονίσουν τη σχέση του Μπρούνο με το περιβάλλον του, την αγάπη του για τη φύση (εξαιρετική είναι η φωτογραφία του Ρούμπεν Ίμπενς τόσο στις ιταλικές Άλπεις όσο και στη Νεπάλ), που προτιμά από τους ίδιους του ανθρωπους, τονίζοντας παράλληλα τη δυνατή φιλία που, παρά τις αναταράξεις, εξακολουθεί να υπάρχει ανάμεσα στους δυο άντρες, και δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα που συνδυάζει το λυρισμό με κάποια θλίψη.

*** Η βασίλισσα της Νέας Υόρκης

Queen of the Deuce. Ελλάδα/Καναδάς, 2022. Ντοκιμαντέρ. Σκηνοθεσία: Βάλερι Κοντάκου. Σενάριο: Βάλερι Κοντάκου, Δέσποινα Παυλάκη. 78´

Το δικό της αμερικανικό όνειρο πετυχαίνει, με ένα εκπληκτικό τρόπο, η Ελληνοεβραία από τη Θεσσαλονίκη Τσέλι Γουίλσον στο ντοκιμαντέρ «Η βασίλισσα της Νέας Υόρκης» της Βάλερι Κοντάκου (βραβείο καλύτερης ταινίας της ΠΕΚΚ στο πρόσφατο φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ της Θεσσαλονίκης).

Με την έναρξη του Β´ Παγκόσμιου Πολέμου, αντίθετα με τους γονείς, αδέρφια και άλλους συγγενείς της, που προτίμησαν να μείνουν στη Θεσσαλονίκη, η Τσέλι, έχοντας χωρίσει από έναν «απωθητικό σύζυγο» (όπως τον περιγράφει η ίδια), τον οποίο την ανάγκασαν να παντρευτεί, η Τσέλι κατάφερε να φύγει για Παρίσι και από εκεί για Νέα Υόρκη, όπου, αφού έκανε διάφορες δουλειές (από πωλήτρια ντόνατς μέχρι εργάτρια σε εργοστάσιο) κατέληξε διευθύντρια αιθουσών κινηματογράφου στην περιοχή της Αστόριας, προβάλλοντας, στη διάρκεια του Σαββατοκύριακου, και ελληνικές ταινίες (με Αλίκη Βουγιουκλάκη και άλλους σταρ), για να στραφεί, όταν η αίθουσα δεν έβγαζε το αναμενόμενο κέρδος, σε ταινίες πορνό.

Η σκηνοθέτρια ακολουθεί την πορεία της συναρπαστικής, πολυτάραχης ζωής της εκπληκτικής αυτής τολμηρής γυναίκας, μέσα από επίκαιρα της εποχής, κινούμενα σχέδια όταν χρειάζεται, και, πάνω από όλα, διάφορες, συναρπαστικές συχνά, αφηγήσεις από την ίδια τη Τσέλι, την κόρη της, Πολέτ (που όταν η Τσέλι εγκατέλειψε την Ελλάδα την άφησε σε συγγενή της στην Αθήνα δίνοντας αυστηρή εντολή να μη την παραδώσει σε κανένα συγγενή να την πάνε στη Θεσσαλονίκη, γεγονός που την έσωσε από το Ολοκαύτωμα), τον γιο της, Ντίνο (που κατάφερε να τον αποσπάσει από τον ισραηλινό στρατό και να τον πάει στην Αμερική), και γενικά ανθρώπους που την γνώρισαν και συνεργάστηκαν μαζί της. Μια ωραία, όμορφη ιστορία που μας αποκαλύπτει μια εκπληκτική γυναίκα και μιαν άλλη πλευρά του αμερικανικού ονείρου.

** ½ – Ζλάταν

Jag ar Zlatan. Σουηδία/Δανία/Ολλανδία, 2021. Σκηνοθεσία: Γιενς Σιόγκρεν. Σενάριο: Γιάκομπ Μπέκμαν, Ζλάταν Ιμπραϊμοβιτς, Νταβίντ Λάγκερκραντς. Ηθοποιοί: Γκράνιτ Ρουσίντι, Ντομινίκ Άντερσον Μπαϊρακτάτι, Σεντομίρ Γκλίσοβιτς. 100´

Βιογραφική ταινία, βασισμένη στο αυτοβιογραφικό βιβλίο που ο διάσημος, βαλκανικής καταγωγής, γεννημένος στη Σουηδία, ποδοσφαιριστής Ζλάταν Ιμπραΐμοβιτς έγραψε μαζί με τον Νταβίντ Λάγκερκραντζ, γύρω από την ταραχώδη ζωή του.

Αποφεύγοντας τα συνηθισμένα κλισέ, ο Σουηδός σκηνοθέτης Γιενς Σιόγκρεν παρακολουθεί την πορεία του υπερκινητικού, μοναχικού ήρωά του (ο Ζλάταν ποτέ δεν έγινε ομαδικός παίκτης), καταγράφοντας ρεαλιστικά και χωρίς εντυπωσιασμούς, μέσα από διάφορα φλας-μπακ, τη δύσκολη παιδική ζωή του, σε μια από τις πιο βίαιες περιοχές της Σουηδίας, όταν από πολύ μικρός, και με χωρισμένους γονείς (ζώντας άλλοτε με τον μέθυσο πατέρα κι άλλοτε μια μια μητέρα με πολλές δουλειές για να μπορέσει να μεγαλώσει τα παιδιά της), είχε αρχίσει να ασχολείται με πάθος με το ποδόσφαιρο (ένας ίσως τρόπος για να γλιτώσει από μια ζωή που θα τον οδηγούσε στον γκανγκστερισμό), μέχρι που καταφέρνει να φτάσει στην κορφή και να μετατραπεί στον πιο διάσημο ποδοσφαιριστή της Σουηδίας – και με τους Γκράνιτ Ρουσίντι και Ντομινίκ Άντερσον Μπαϊρακτάτι, να ερμηνεύουν, με τρόπο εξαιρετικό, τον Ζλάταν στις δυο διαφορετικές ηλικίες του.

Επανεκδόσεις

***** Μεγαλέξαντρος

Ελλάδα, 1980. Σκηνοθεσία-σενάριο: Θόδωρος Αγγελόπουλος. Ηθοποιοί: Ομέρο Αντονούτι, Εύα Κοταμανίδου, Μιχάλης Γιαννάτος, Γρηγόρης Ευαγγελάτος, Θάνος Γραμμένος, Τούλα Σταθοπούλου, Νόρμα Μοτζάτο, Φραντσέσκο Καρνελούτι. Διάρκεια: 230 λεπτά.

Μέσα από την ιστορία ενός ληστή, λαϊκού ήρωα, που απάγει μια ομάδα Άγγλων αριστοκρατών, στην Ελλάδα του 1900, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος καταφέρνει να θέσει μερικά από τα πιο καυτά πολιτικά προβλήματα της εποχής μας, που δεν περιορίζονται στη χώρα μας αλλά είναι και παγκόσμια: τις συγκρούσεις στο χώρο της Αριστεράς, το σταλινισμό, το ρόλο των ξένων δυνάμεων και του ντόπιου κεφαλαίου.

Κάθε ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου είναι κι ένα γεγονός. Και καμιά ίσως περισσότερο από αυτό το «Μεγαλέξαντρο», πολιτική παραβολή δοσμένη με τη γνωστή αφαιρετική μορφή του σκηνοθέτη της, πέμπτη ταινία του δημιουργού της που δίκαια απέσπασε το Χρυσό Λιοντάρι καλύτερης καλλιτεχνικής ταινίας στο φεστιβάλ της Βενετίας 1980. Ήρωάς της είναι ένας λήσταρχος που έχει ταυτίσει το όνομά του με τον ήρωα του λαϊκού θρύλου με στόχο να διεκπεραιώσει λαϊκούς πόθους.

Η ταινία αρχίζει με τον Μεγαλέξαντρο (επιβλητική η φιγούρα του Ομέρο Αντονούτι) και τους ληστές του να συλλαμβάνουν, την παραμονή του νέου αιώνα, μια ομάδα Άγγλων που έχουν πάει στο Σούνιο για να δουν την ανατολή του ήλιου (μαζί και την ανατολή του νέου αιώνα) και στη συνέχεια να ζητούν από την κυβέρνηση, ως όρο απελευθέρωσης των αιχμαλώτων, να τους χορηγήσει αμνηστία και να επιστρέψει τη γη στους χωρικούς.

Μαζί με τους αναρχικούς, που έρχονται να συμμεριστούν μαζί τους, τους κινδύνους, ο Μεγαλέξαντρος κι οι ληστές του εγκαθίστανται σ’ ένα ορεινό χωριό, δημιουργώντας ένα καθεστώς κοινοκτημοσύνης, με το Μεγαλέξαντρο να μετατρέπεται σε λαϊκό ήρωα. Σύντομα όμως αρχίζει η σύγκρουση με τους χωρικούς ενώ ακολουθούν τα διάφορα πολιτικά παιχνίδια στα οποία εμπλέκονται ληστές, χωρικοί, ιταλοί αναρχικοί, κράτος, στρατός και φυσικά οι «προστάτιδες δυνάμεις». Η εξουσία μετατρέπει το Μεγαλέξαντρο σε τυραννικό δικτατορίσκο που χρησιμοποιεί τα ίδια βίαια και άγρια μέσα μ’ εκείνα των αντιπάλων του, με αποτέλεσμα η ιδέα της κοινοκτημοσύνης και της ελευθερίας να καταστρέφεται, ο στρατός να επεμβαίνει και να σκοτώνει αναρχικούς και ληστές, ενώ οι χωρικοί τρώνε κυριολεκτικά το Μεγαλέξαντρο. Μόνος, βουβός παρατηρητής ο μικρός Αλέξαντρος, που από την επαρχία τελικά «μπαίνει στις πόλεις», συμβολίζοντας μια νέα, πιο πρόσφατη, ίσως περισσότερο συνειδητοποιημένη, επανάσταση.

Από τις κορυφαίες δημιουργίες του Αγγελόπουλου, ένας ακόμη διαλογισμός του σκηνοθέτη πάνω στην ελληνική ιστορία, τη φορά αυτή μέσα από μια επιστροφή στο παρελθόν και συγκεκριμένα την ιστορία ενός ληστή που περιφέρεται στην ελληνική επαρχία προσπαθώντας να επιβάλει τη δική του «δημοκρατία» μέσα από τη δική του επανάσταση, βάζοντας το αιώνιο ερώτημα της αναγκαιότητας ή μη της επανάστασης.

Με βάση ένα πολύπλοκο σενάριο και μια ιδιαίτερα σύνθετη σκηνοθεσία, που δένει απόλυτα με το θέμα του, ο Αγγελόπουλος μετατρέπει το Μεγαλέξαντρό του σε ρομαντική φιγούρα του θρύλου, ήρωα που καταφέρνει ν’ απαγκιστρωθεί από την εξάρτηση των προστάτιδων δυνάμεων, κάτι ανάμεσα στο μακεδόνα στρατηλάτη, τον Κολοκοτρώνη και τον Άρη Βελουχιώτη, μεταφέροντας τη σφαγή του 1870 (εκείνη μιας ομάδας Άγγλων στο Δήλεσι από το λήσταρχο Αρβανιτάκη), στα 1900, το τέλος ενός αιώνα και την αρχή ενός άλλου, ανακατεύοντας στην ιστορία του κι άλλες εποχές, όπως εκείνη του αποκλεισμού του Φαλήρου από τον αγγλικό στόλο το 1850 και την αγροτική εξέγερση του Κιλελέρ, το 1910.

Ο Αγγελόπουλος επιλέγει ένα καθαρά επικό στιλ για ν’ αφηγηθεί την αλληγορία του, βαθύ στοχασμό πάνω στην πορεία της επανάστασης και την προδοσία της, φέρνοντας στο νου ταινίες όπως το «Βίβα Ζαπάτα» του Ηλία Καζάν και το «Αλονζανφάν» των αδερφών Ταβιάνι.

Ο Αγγελόπουλος όμως, πιο κοντά στους Ταβιάνι παρά στον Καζάν, αντιμετωπίζει το θέμα του με μαρξιστική διαλεκτική, χρησιμοποιώντας ένα είδος αργής, τελετουργικής αφήγησης, με τα μεγάλης διάρκειας πλάνα-σεκάνς (στις τέσσερις σχεδόν ώρες που διαρκεί η ταινία χρησιμοποιεί μόνο 137 πλάνα!), με κοστούμια και ντεκόρ που θυμίζουν ;βυζαντινές αγιογραφίες – στοιχείο που τονίζει η έξοχη όπως πάντα φωτογραφία του Γιώργου Αρβανίτη – αντλώντας από διάφορα κινηματογραφικά ή μη είδη (από το Θέατρο των Σκιών μέχρι το Θέατρο του Μπρεχτ) για να απομυθοποιήσει ένα λαϊκό θρύλο και να καταδείξει τις αδυναμίες και τα τρωτά των διάφορων μέχρι σήμερα λύσεων που έχει προτείνει η Αριστερά. Μια αληθινά αριστουργηματική ταινία που κάθε φορά που την βλέπεις σου αποκαλύπτει και νέα επίπεδα απόλαυσης.

Πηγή: enetpress.gr