Από τη θλιβερή ζωή μιας ευγενικής, διακριτικής Ζαν Ντιλμάν της Άκερμαν στον ακούραστο αν και ηλικιωμένο Ιντιάνα Τζόουνς του Τζέιμς Μάνγκολντ.

Ads

Με μια παλιότερη, γυρισμένη το 1975, ταινία, Ζαν Ντιλμάν» της Σαντάλ Άκερμαν (που πρόσφατα ψηφίστηκε ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών), έναν Ιντιάνα Τζόουνς που δεν προσθέτει τίποτα το καινούριο στις τρεις πρώτες, απολαυστικές περιπέτειες του, «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο δίσκος του πεπρωμένου» που σκηνοθέτησε ο Τζέιμς Μάνγκολντ και μια μαύρη, με σουρεαλιστικά στοιχεία, γαλλική κωμωδία, «Μικρό λουλούδι» του Αργεντινού σκηνοθέτη Σαντιάγκο Μίτρε, ξεκινάει η νέα κινηματογραφική βδομάδα.

Μαζί με μερικές ευπρόσδεκτες επαναλήψεις,: το εξαιρετικό θρίλερ «Ρεβέκκα» (1940) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, το γαλλικό «Το πάθος» (1982) του Γκοντάρ και την αγγλική αστυνομική περιπέτεια «Ραγισμένος καθρέφτης» (1980) του Γκάι Χάμιλτον, με τους Τόνι Κέρτις, Ελίζαμπεθ Τέιλορ, Άντζελα Λάνσμπερι, Ροκ Χάντσον, Τζέραλντιν Τσάπλιν και Κιμ Νόβακ.

**** Ζαν Ντιλμάν

Jeanne Dielman, 23 quai du Commerce, 1080 Bruxelles. Βέλγιο/Γαλλία, 1975. Σκηνοθεσία-σενάριο: Σαντάλ Άκερμαν. Ηθοποιοί: Ντελφίν Σιρίγκ, Ζαν Ντεκόρτ, Ανρί Στορκ, Ζακ Ντονιόλ-Βαλκρόζ, Ιβ Μπικάλ. 202´

Ads

Τρεις μέρες από την καθημερινή ζωή μιας εργάτριας του σεξ παρακολουθεί με την κάμερα της η Βελγίδα σκηνοθέτρια Σαντάλ Άκερμαν, σε μια ταινία, αρκετά πρωτοποριακή για την εποχή της, τολμηρή και φεμινιστική, και που αναπάντεχα τοποθετήθηκε πρόσφατα, από 1600 κριτικούς, διανομείς, επιμελητές, υπεύθυνους αρχείων και μελετητές του κινηματογράφου, που επέλεξε το γνωστό αγγλικό περιοδικό Sight and Sound (ένα γκάλοπ που κάνει κάθε δεκαετία, εδώ και αρκετά χρόνια), ως η καλύτερη ταινία όλων των εποχών, μπροστά ακόμη κι από ανεπανάληπτα κλασικά αριστουργήματα όπως ο «Πολίτης Κέιν» του Όρσον Γουέλς, «Ο κανόνας του παιχνιδιού» του Ζαν Ρενουάρ, «Δεσμώτης του ιλίγγου» του Άλφρεντ Χίτσκοκ, « Ιβάν ο τρομερός» του Σεργκέι Αϊζενστάιν, «Η περιπέτεια» του Μικελάντζελο Αντονιόνι, « Οι εφτά σαμουράι» του Ακίρα Κουροσάβα, γεγονός που εξέπληξε κριτικούς και σινεφίλ από όλο τον κόσμο.

Οι λόγοι γι’ αυτή τη ξαφνική στροφή είναι πάμπολλοι (που χρειάζεται ξεχωριστό σημείωμα για να αναλυθούν), ανάμεσα τους σίγουρα και η στροφή προς τη μόδα της συγκεκριμένης εποχής, όπως τόνισε ο ίδιος ο διευθυντής του αγγλικού περιοδικού, όμως το ότι η ταινία της Άκερμαν ήταν η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία της μιας μόλις τότε 24χρονης σκηνοθέτριας, παραμένει σίγουρα κάτι το εκπληκτικό και αξιοθαύμαστο.

Με αυστηρά, απέριττα πλάνα (που θυμίζουν τον Μπρεσόν), με την κάμερα να καταγράφει με τον αληθινό τους χρόνο τις καθημερινές αυτές διαδικασίες (που θυμίζουν τον Αντονιόνι αλλά και τον Αγγελόπουλο), με την επιμονή στις λεπτομέρειες αλλά και μια ανατροπή στη συνηθισμένη καταγραφή των γεγονότων, που αγγίζει τα όρια του πειραματικού κινηματογράφου (φέρνοντας στο νου τον Γκοντάρ και τη νουβέλ βαγκ), η Άκερμαν παρακολουθεί την Ζαν Ντιλμάν, χήρα και με έφηβο γιο, «καταδικασμένη» σε μια άχαρη ζωή ρουτίνας, στη διάρκεια των τριών ημερών:

Καθημερινό ξύπνημα, προετοιμασία φαγητού (με λεπτομέρεια που σε κάνει να νομίζεις πως παρακολουθείς μαθήματα μαγειρικής), πλύσιμο των πιάτων, άνοιγμα και κλείσιμο της πολυθρόνας/κρεβατιού, άναμμα και σβήσιμο του ηλεκτρικού όταν μπαινοβγαίνει από διάδρομο και δωμάτια, δίπλωμα των ρούχων, πλέξιμο ενός πουλόβερ, και άλλες καθημερινές, συνηθισμένες απασχολήσεις, όλα δοσμένα με τον αληθινό τους χρόνο, αντίθετα με τις απογευματινές επισκέψεις των μεσήλικων πελατών της (με δυο από αυτούς να τους ερμηνεύουν οι σκηνοθέτες Ανρί Στορκ και Ζαν Ντονιόλ-Βαλκρόζ) να παρουσιάζονται με ένα ελλειπτικό, θα έλεγα, τρόπο.

Αν στις πρώτες δυο μέρες της ζωής της Ζαν κυριαρχεί η τάξη και η ασφάλεια, σταδιακά, ξεκινώντας από το τέλος της δεύτερης μέρας, η ατμόσφαιρα αρχίζει να αλλάζει, να δημιουργείται η ανησυχία και η ανασφάλεια, οδηγώντας τελικά σε χάος και τραγικά αποτελέσματα. Χρειάζεται σίγουρα επιμονή από τον θεατή, συνηθισμένο στον παραδοσιακό (βασικά χολιγουντιανό) κινηματογράφο, για να μπει στο κλίμα της ταινίας της Άκερμαν και να συμμετάσχει πρόθυμα σ’ ένα ταξίδι που κρατάει τρισήμιση σχεδόν ώρες.

Αν όμως αφεθεί και ξεχάσει ότι έβλεπε μέχρι τώρα, θα καταφέρει να ακολουθήσει με άνεση την κάμερα στην περιπλάνηση της στο θλιβερό διαμέρισμα της ευγενικής αυτής, διακριτικής, ταλαιπωρημένης γυναίκας, άτομο μιας αστικής, ανδροκρατούμενης, δοσμένης σε ένα αδηφάγο καπιταλιστικό σύστημα, κοινωνίας, στο οποίο, γυναίκες και άντρες, είναι απλά γρανάζια που, το καθένα με τον τρόπο του (μαζί και την πορνεία) συμβάλλει στη διατήρηση και ανάπτυξή του.

** ½ Ο Ιντιάνα Τζόουνς και ο δίσκος του πεπρωμένου

Indiana Jones and the Dial of Destiny. ΗΠΑ, 2023. Σκηνοθεσία» Τζέιμς Μάνγκολντ. Σενάριο: Τζες Μπάτεργουερθ, Τζον-Χένρι Μπάτεργουερθ, Ντέιβιντ Κεπ, Τζέιμς Μάνγκολντ. Ηθοποιοί: Χάρισον Φορντ, Φίμπι Γουάλερ-Μπριτζ, Μαντς Μίκελσεν, Αντόνιο Μπαντέρας, Κάρεν Άλεν, Τζον Ρις-Ντέιβις, Τόμπι Τζόουνς. 154´

Πέρασαν 42 χρόνια από την ταινία «Οι κυνηγοί της χαμένης κιβωτού», πρώτης περιπέτειας με ήρωα τον Ιντιάνα Τζόουνς, και 15 από την τέταρτη και τελευταία, «Ο Ιντιάνα Τζόουνς και το βασίλειο του Κρυστάλλινου Κρανίου», όλες ταινίες που σκηνοθέτησε ο Στίβεν Σπίλμπεργκ, και να τώρα που, ο Τζέιμς Μάνγκολντ, από τους εξαίρετους επαγγελματίες του Χόλιγουντ («Το τελευταίο τρένο για το Γιούμα», «Λόγκαν», «Γουλβερίν», «Κόντρα σε Όλα»), ανέλαβε να σκηνοθετήσει την πέμπτη, και τελευταία, περιπέτεια του αγαπημένου σε εκατομμύρια φαν ήρωα.

Τη φορά αυτή, ο Ιντιάνα Τζόουνς, επιστρέφει, τουλάχιστον αρχικά, σε γνωστά γήπεδα, με εχθρούς και πάλι τους ναζί (η ιστορία ξεκινάει προς τα τέλη του Β´ παγκόσμιου πολέμου), όταν αυτοί προσπαθούν, ανάμεσα στους κλεμμένους αρχαιολογικούς θησαυρούς, να μεταφέρουν και το μισό δίσκο των Αντικυθήρων, ένα δίσκο που ανακάλυψε ο Αρχιμήδης πριν από 2000 χρόνια, και που υποτίθεται πως σε ταξιδεύει στο διάστημα. Δίσκο που κυνηγά κι ο Δρ. Βόλερ (Μαντς Μίκελσεν), ένας ναζί που θέλει να αποκτήσει και το άλλο μισό του δίσκου για να μπορέσει ν’αλλάξει την πορεία της ιστορίας και να οδηγήσει τους ναζί στην τελική νίκη.

Ένας πρόλογος που μας συστήνει ένα νεότερο Ιντιάνα (χάρη στο ψηφιακό μακιγιάζ), που θα συναντήσουμε αμέσως μετά, το 1969, σε μεγάλη πια ηλικία, όταν ετοιμάζεται να πάρει τη συνταξιοδοτηθεί. Με τον Δρ. Βόλερ να επανεμφανίζεται, με άλλο όνομα, ως ένας από τους επιστήμονες που συνέβαλαν στο ταξίδι του Νιλ Αρμστρονγκ στη Σελήνη, ρόλο που εκμεταλλεύεται για να βρει τον δίσκο που ο Ιντιάνα έχει κρύψει στο πανεπιστήμιο. Κι αρχίζει ένας αγώνας, με τον ηλικιωμένο Ιντιάνα (αν και αρκετά πρέπει να πω ικανοποιητικός στο ρόλο ο 80χρονος Χάρισον Φορντ) και την νεαρή βαφτισιμιά του, Χέλενα (μια Φίμπι Γουάλερ-Μπριτζ που προσπαθεί να μετατραπεί σε σούπερ-ηρωίδα), από τη μια, και τον Δρ. Βόλερ και την ομάδα των ναζί, από τη άλλη, για την απόκτηση ολοκλήρου του «μαγικού» δίσκου του Αρχιμήδη που θα τους δώσει τη δύναμη να ταξιδέψουν στο χρόνο. Αγώνας που γίνεται ακόμη πιο πολύπλοκος με τη Χέλενα να παίζει ένα δικό της, το ίδιο επικίνδυνο, παιχνίδι.

Όπως θα καταλάβατε, η ταινία περιέχει όλα τα γνωστά στοιχεία που συναντάμε στις προηγούμενες ταινίες του Ιντιάνα Τζόουνς, χωρίς όμως την αφέλεια και την ποίηση που είχαν οι πρώτες ιδιαίτερα ταινίες του Σπίλμπεργκ, ο οποίος είχε καταφέρει να δώσει στις δικές του ταινίες τη γεύση των παλιών, απολαυστικών κινηματογραφικών σίριαλ της Ρεπάμπλικ. Με τον Μάνγκολντ απλά να στήνει επεισόδια που μας μεταφέρουν από τις Άλπεις του προλόγου, στην Αίγυπτο, το Μαρόκο, τη Σικελία και την Ελλάδα (όλες σκηνές γυρισμένες στην Αγγλία, την Ιταλία και το Μαρόκο), με σκηνές δράσης τεχνικά τέλειες, αν και χωρίς πρωτοτυπία, και με ένα τελευταίο μέρος, αρκετά πρέπει να πω, γελοίο, με τον Ιντιάνα και την παρέα του να επιστρέφουν στο χρόνο και να βρίσκονται μάρτυρες στην… πολιορκία των Συρακουσών!

*** Μικρό λουλούδι (ή 15 τρόποι να σκοτώσεις το γείτονά σου)

Petite fleur. Γαλλία/Αργεντινή/Βέλγιο/Ισπανία, 2022. Σκηνοθεσία: Σαντιάγκο Μίτρε. Σενάριο: Μαριάνο Λίνας, Σαντιάγκο Μίτρε. Ηθοποιοί: Ντανιέλ Χεντλέρ, Βιμάλα Πονς, Μελβίλ Πουπό, Σερζί Λοπέζ, Φρανσουάζ Λεμπρίν. 98´

Μαύρη κωμωδία, διανθισμένη με σουρεαλιστικό, συχνά μακάβριο, χιούμορ, που θυμιζει το έργο του Μπορίς Βιάν, είναι η ταινία του Αργεντινού Σαντιάγκο Μίτρε («Αργεντινή 1985», «Ο φοιτητής», «Ο πρόεδρος»), πρώτη ταινία που ο σκηνοθέτης γύρισε στη Γαλλία, με βάση ένα μυθιστόρημα του Ιοσί Χαβίλιο.

Πρωταγωνιστής είναι ο Αργεντινός Χοσέ, ένας άνεργος, νεαρός καρτουνίστας και πατέρας, ερωτευμένος τρελά με μια όμορφη Γαλλίδα, που εργάζεται σε μια επαρχιακή εφημερίδα. Μια Πέμπτη, ο Χοσέ σκοτώνει ένα γείτονα που επισκέπτεται, τη στιγμή που εκείνος ακούει ένα τραγούδι τζαζ (το «Μικρό λουλούδι»). Όταν όμως την επόμενη Πέμπτη ανακαλύπτει πως ο γείτονας είναι ακόμη ζωντανός, θα τον ξανασκοτώσει. Κάτι που θ αρχίσει να επαναλαμβάνει κάθε φορά που τον επισκέπτεται…

Ο Μίτρε έφτιαξε μια ταινία γύρω από τη ρουτίνα της καθημερινής ζωής, τον έρωτα και το θάνατο, ταινία προκλητική, ταυτόχρονα συγκλονιστική, που σου προκαλεί αναστάτωση, με μερικούς ωραίους, παράξενους χαρακτήρες, από τον απαθή Χοσέ (Ντάνιελ Χεντλέρ) και τον φίλο Ζαν-Κλοντ (Μελβίλ Πουπό) μέχρι τον απολαυστικό γείτονα, φαν της τζαζ, Μπρούνο (Σερζί Λοπέζ), πρόθυμο κάθε φορά να προσφέρει τη ζωή του στον αλλόκοτο σίριαλ κίλερ του Χοσέ.