Ο Νίνος Φένεκ Μικελίδης σχολιάζει τις νέες ταινίες που βγαίνουν από σήμερα Πέμπτη 20 Απριλίου στις κινηματογραφικές αίθουσες.

Ads

Από την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα της ιρανικής «Πέρα από τον τοίχο» στον κοινωνική απομόνωση μιας γυναίκας στη βραβευμένη γαλλική «Σεντ Ομέρ».

*** ½ – Πέρα από τον τοίχο

Shab, Dakheli, Divar. Ιράν, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Βαχίντ Τζαλιλβάντ. Ηθοποιοί: Ναβίντ Μοχαμαντζάντεχ, Ντιάνα Χαμπίμπι, Αμίρ Αγκάε. 126´

Ads

Ο ιρανικός κινηματογράφος δεν έχει πάψει να μας εκπλήσσει. Μετά από μια σειρά εξαιρετικών, συχνά τολμηρών, ταινιών από σκηνοθέτες όπως οι Αμπάς Κιαροστάμι, Ασγκάρ Φαρχάντι, Τζαφάρ Πανάχι, Μόχσεν Μαχμαλμπάφ, Μοχάμαντ Ρασούλοφ, να τώρα που μας έρχεται ένας νέος, το ίδιο εμπνευσμένος, και τολμηρός, ο Βαχίντ Τζαλιλβάντ, με τη συγκλονιστική ταινία του, «Πέρα από τον τοίχο», που πρωτοείδαμε στο διαγωνιστικό πρόγραμμα της 79ης Μόστρας του κινηματογράφου και που κέρδισε το Αργυρό Λιοντάρι (Μέγα Βραβείο της Επιτροπής) του φεστιβάλ.

Η ταινία ξεκινά με τον τυφλό Αλί να αποπειράται να αυτοκτονήσει όταν τον διακόπτει η εμφάνιση του θυρωρού της πολυκατοικίας όπου ζει, για να τον ειδοποιήσει πως η αστυνομία ψάχνει μια γυναίκα που πιστεύεται πως έχει κρυφτεί σε κάποιο από τα διαμερίσματα της πολυκατοικίας. Σταδιακά, ο Αλί θ’ανακαλύψει τη γυναίκα κρυμμένη στο διαμέρισμά του, η οποία, ενώ έψαχνε για τον τετράχρονο γιο της, είχε συλληφθεί από την αστυνομία στη διάρκεια της διαδήλωσης των εργατών του εργοστασίου που εργαζόταν, και η οποία εξαιτίας ενός ατυχήματος κατάφερε να δραπετεύσει και να βρει άσυλο στην πολυκατοικία.

image

Ο Τζαλιλβλάντ, που για την ταινία «Τετάρτη 9 Μαϊου» είχε κερδίσει το βραβείο καλύτερης ταινίας του τμήματος «Ορίζοντες» και το βραβείο της Διεθνούς Κριτικής (FIPRESCI) στο72ο φεστιβάλ Βενετίας, συνδυάζει την πραγματικότητα με τη φαντασία, για να αφηγηθεί τον αγώνα του Αλί να βοηθήσει με κάθε μέσο τη νεαρή γυναίκα να ξεφύγει από τους διώκτες της, χρησιμοποιώντας την ιστορία του για να φτιάξει ένα σχόλιο πάνω στην κοινωνική καταπίεση και ένα καθεστώς που καταπατεί τα ανθρώπινα δικαιώματα και εμποδίζει την ελευθερία. Όπως ανάφερε και ο ίδιος ο σκηνοθέτης, «διερωτήθηκα πώς μπορούμε να δώσουμε σε ένα κοινό, πληγωμένο από κακοτυχίες και σκληρότητα την ελπίδα να σταθεί όρθιο, να αναπνεύσει και να μπορέσει να ζήσει, όπως είπε και ένας διάσημος ιρανός ποιητής: χωρίς ελπίδα δεν θα μπορέσουμε να βρούμε τη δύναμη να σταθούμε όρθιοι…να βρούμε φρέσκο αέρα να αναπνεύσουμε…να βρούμε ζωή για να τη ζήσουμε».

Με μια κάμερα σε συνεχείς, απότομες κινήσεις κι ένα γρήγορο μοντάζ (στις σκηνές των συγκρούσεων έξω από την πολυκατοικία), με ωραία χρήση των ήχων (μαζί και τα διαρκή εκνευριστικά χτυπήματα στην πόρτα του διαμερίσματος του Αλί), και χρησιμοποιώντας τους χώρους στο διαμέρισμα του Αλί (που μοιάζει περισσότερο με κελί φυλακής), για να δημιουργήσει την κλειστοφοβική ατμόσφαιρα που απαιτεί το θέμα του, ο Τζαλιλβλάντ κατάφερε να φτιάξει μια δυνατή, συγκλονιστική ταινία. Ατμόσφαιρα πρέπει να πω που κυριαρχεί και στις εξωτερικές σκηνές, στις συγκρούσεις των εργατών με την αστυνομία και την κλεισμένη στην κλούβα της αστυνομίας σε υστερική κρίση γυναίκα, να ζητά απελπισμένα βοήθεια για το παιδί της που έχει χαθεί μέσα στο κυνηγημένο από την αστυνομία πλήθος.

*** ½ – Σεντ Ομέρ

Saint Omer. Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Αλίς Ντιόπ. Σενάριο: Αμίντα Νταβίντ, Αλίς Ντιόπ, Ζοέ Γκαλερόν. Ηθοποιοί: Καϊγιέ Καγκάμ, Γκουζλαγί Μαλαντά, Βαλερί Ντρεβίλ. 124´

Με τη μητρότητα και τα ψυχικά τραύματα μιας νεαρής γυναίκας που σκοτώνει των 15 μηνών παιδί της καταπιάνεται στην ταινία της «Σεντ Ομέρ» η σενεγαλέζικης καταγωγής Γαλλίδα σκηνοθέτρια Αλίς Ντιόπ, βραβευμένη στο περσινό φεστιβάλ Βερολίνου, με το Encounters Award, για την ταινία της «Εμείς». Στη νέα της αυτή ταινία, η Ράμα, μια νέα συγγραφέας, με στόχο να γράψει ένα έργο εμπνευσμένο από τη «Μήδεια», παρακολουθεί, στο δικαστήριο του Σεντ Ονορέ (πόλη στην περιοχή της Λιλ) τη δίκη της Λοράνς Κολί, μιας νεαρής Σενεγαλέζας φοιτήτριας, κατηγορούμενης για τη δολοφονία του 15μηνου παιδιού της, που το άφησε να πνιγεί σε μια ακτή της Βόρειας Γαλλίας.

image

Τα πράγματα όμως δεν εξελίσσονται όπως τα περίμενε η Ράμα. Αυτά που καταθέτουν τόσο η Λοράνς όσο και οι διάφοροι μάρτυρες ανατρέπουν τις πεποιθήσεις της Ράμα, η οποία αρχίζει να αμφισβητεί. τη δική της κρίση. Μια σημαντική δύναμη της ταινίας στηρίζεται στην ερμηνεία της Γκουζλαγί Μαλάντά, στο ρόλο της Λοράνς. Με μάτια γεμάτα πόνο αλλά και ερωτήματα, παρακολουθεί σιωπηλή, έχοντας αποδεχτεί το έγκλημά της χωρίς κανένα παράπονο, αναμιγνύοντας όμως την πραγματικότητα με τη φαντασία (η εξήγηση στην οποία επιμένει είναι πως έπεσε θύμα μαύρης μαγείας) και προσπαθώντας να βρει μια απάντηση (γι’ αυτήν ανεξήγητη) στην ειδεχθή πράξη της.

Με τη σκηνοθέτρια να προσπαθεί να διεισδύσει, μέσα από τις διάφορες καταθέσεις της κατηγορούμενης και των μαρτύρων, στον ψυχικό κόσμο της νεαρής δολοφόνου, και να φέρει στην επιφάνεια τα οικογενειακά και άλλα ψυχικά τραύματα που την οδήγησαν στη δολοφονία. Με ένα σφιχτοδεμένο σενάριο (εμπνευσμένο από μια παρόμοια δίκη που παρακολούθησε η ίδια η Ντιόπ), με πλάνα δοσμένα με ξεχωριστή φροντίδα (σε προηγούμενες σκηνοθεσίες της η Ντιόπ εργάστηκε και ως διευθυντής φωτογραφίας), και με ωραίες ερμηνείες από όλο το καστ, η Ντιόπ έφτιαξε μια ταινία που αντιμετωπίζει με ειλικρίνεια και συμπάθεια τα διάφορα προβλήματα μιας γυναίκας – και συγκεκριμένα μιας μετανάστριας – σε μια κοινωνία αν όχι εχθρική, τουλάχιστο αδιάφορη και κυνική, που μπορεί να οδηγήσει τη γυναίκα στην απομόνωση και την αποξένωση, ακόμη και στην τρέλα.

** ½ – Ο γάμος στο Αφρίν

Συρία/Ιράκ/Γερμανία/Ελλάδα, 2023. Σκηνοθεσία: Θωμάς Σίδερης. Σενάριο: Μερβάν Μπερεκάτ. Φωτογραφία: Σελαατίν Σεβί. Μοντάζ: Χαμίτ Χαζάρ. 101′

Με ένα γάμο πολύ έγινε 15 χρόνια πριν την έναρξη του εμφύλιου πολέμου στη Συρία και 27 χρόνια μετά που γυρίστηκε το ντοκιμαντέρ αυτό, αρχίζει η νέα αυτή ταινία του Θωμά Σίδερη (γνωστού μας ήδη από το ντοκιμαντέρ «Τα ρόδια του Ναγκόρνο Καραμπάχ»). Ένας γάμος, αφετηρία αλλά και λάιτ-μοτίβο για όσα βλέπουμε να καταγράφουν ο ποιητής Μερβάν Μπερεκάτ με το κινητό του και τη φωτογραφική μηχανή της κόρης του και ο Σίδερης με την κάμερά του, για να μας παρουσιάσουν την εξέλιξη της πόλης αυτής της Βόρειας Συρίας, με το δράμα των Κούρδων κατοίκων της, την εφιαλτική παρουσία και ανάπτυξη των ισλαμιστών του ISIS, την τουρκική, ανενόχλητη από τους υποτιθέμενους συμμάχους μας, εισβολή και κατοχή του 2018 (κάτι παρόμοιο με εκείνη στην Κύπρο), την παρουσία και τον έλεγχο από ξένες στρατιωτικές δυνάμεις των κουρδικών περιοχών του Αφρίν.

Με σκηνές από την καθημερινή ζωή, στους δρόμους, στα γήπεδα, στις κοκορομαχίες, στο νοσοκομείο, στους προσφυγικούς καταυλισμούς, από τα ερείπια μιας πόλης που αγωνίζεται να σταθεί στα πόδια της και να ανοικοδομηθεί. Ένα ντοκιμαντέρ δοσμένο με αγάπη, με πόνο, με λυρισμό και ποιητική διάθεση, πάνω σε ένα πρόβλημα που οι Ευρωπαίοι και ξένοι «σύμμαχοι» εκμεταλλεύονται ή υποστηρίζουν, για καθαρά δικά τους συμφέροντα.

ΕΠΑΝΕΚΔΟΣΕΙΣ

***** Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι

Last Tango in Paris. Ιταλία/Γαλλία, 1972. Σκηνοθεσία: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι. Σενάριο: Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, Φράνκο Αρκάλι, Ανιές Βαρντά, Ζαν-Λουί Τρεντινιάν. Ηθοπιοί: Μάρλον Μπράντο, Μαρία Σνάιντερ, Μαρία Μίτσι, Ζαν-Πιέρ Λεό. 129΄

Σ’ ένα άδειο υπό ενοικίαση διαμέρισμα, με μερικά εγκαταλειμμένα έπιπλα σκεπασμένα στη γωνιά, συναντιούνται δυο άνθρωποι: ένας μεσήλικας εκπατρισμένος Αμερικανός, και μια νεαρή, άβγαλτη κοπελίτσα. Από την πρώτη κιόλας συνάντησή τους, η νεαρή γυναίκα υποκύπτει, σχεδόν υπνωτισμένα, στη σεξουαλική επίθεση του άντρα, για να μπλεχτεί σε μια παράξενη περιπέτεια που θα τους οδηγήσει σε μια τραγική λύση. Ο άντρας νοικιάζει το διαμέρισμα και ζητά από τη γυναίκα να τον συναντά, με τη συμφωνία όμως να μη αποκαλύψει ο ένας στον άλλο τίποτα για τον εαυτό τους που θα τους κάνει γνωστή την ιδιωτική ζωή τους, ούτε καν τα ονόματά τους. Η γυναίκα προσελκύεται από τον βίαιο ερωτικό χαρακτήρα του άντρα –που βρίσκεται σε τέλεια αντίθεση μ’ εκείνον του νεαρού σκηνοθέτη αρραβωνιαστικού της– και δέχεται την παράξενη συμφωνία.

Μακριά από τον κόσμο και την πραγματικότητα του, σε ένα ουδέτερο Παρίσι, που θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε απέραντη μεγαλούπολη, το ζευγάρι συνεχίζει για λίγες μέρες τη σχέση του: ο άντρας για να ξεχάσει τον ψυχικό του πόνο, αποτέλεσμα της πρόσφατης αυτοκτονίας της γυναίκας του, αλλά και, γενικότερα, για να ξεχάσει την αποτυχημένη και άσκοπη ζωή του· η γυναίκα τραβηγμένη από μια, έστω βίαιη, σεξουαλική περιέργεια, που είναι ταυτόχρονα και μια αλλαγή στο «βιασμό του πνεύματος» που δέχεται καθημερινά στην «έξω από το διαμέρισμα» ζωή της, καθώς και από μια έλξη που δημιουργεί το μυστήριο της ανωνυμίας και του απρόβλεπτου. Παράλληλα, παρακολουθούμε και τους δυο στην ιδιωτική τους ζωή: εκείνος να διευθύνει το ξενοδοχείο που κληρονόμησε από τη γυναίκα του, όπου διαμένουν ναρκομανείς, αποτυχημένοι μουσικοί και άλλοι απόκληροι της κοινωνίας· εκείνη να συναντά τον σκηνοθέτη αρραβωνιαστικό της, που γυρίζει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή της, ένα επιφανειακό, σχεδόν γελοίο, φιλμ, που θυμίζει «γκονταρικό» κινηματογράφο, και που σπαταλά τον καιρό του περισσότερο σε ασήμαντα πράγματα παρά σ’ εκείνη και τα προσωπικά τους προβλήματα.

Έτσι που οι ερωτικές συναντήσεις τους, στο σχεδόν πάντα άδειο διαμέρισμα της οδού Ιουλίου Βερν –ακόμη και η επιλογή της ονομασίας του δρόμου δείχνουν την επιμονή του σκηνοθέτη στο να καταστρέψει ορισμένους μύθους, στην περίπτωση αυτή εκείνον της παιδικής αθωότητας– να αποδεικνύονται πιο ενδιαφέρουσες, πιο γεμάτες, πιο ζωντανές και για τους δυο χαρακτήρες.

image

Η συνεχής προσπάθεια κάποιας «επαφής», έστω και σωματικής, τους δίνει κάποιο σκοπό, τους ανοίγει καινούργιες δυνατότητες. Εκεί όμως που, τόσο ο άντρας όσο και η γυναίκα, αποτυγχάνουν στο να φτάσουν σε μια πιο πλατιά και πιο βαθιά επαφή και κατανόηση, είναι στην άρνησή τους να συνδέσουν τον σωματικό έρωτα με τον υπόλοιπο εαυτό τους και τον κόσμο γύρω τους.

Οι μορφές του έρωτα που απολαμβάνουν –αρχίζοντας από απλά και κοινά ερωτικά παιχνίδια και φτάνοντας σε σκηνές σοδομισμού και άλλων «διαστροφών»– δεν αρκούν για να τους βγάλουν από τη σκοτεινή φυλακή της μοναξιάς που έχουν χτίσει γύρω τους. Για τον άντρα, η γυναίκα παραμένει ένα απλό αντικείμενο απόλαυσης (αντικείμενο που εκμεταλλεύεται μέχρι κορεσμού), ενώ για τη γυναίκα, ο άντρας αντιπροσωπεύει τη μύηση στα εσωτερικά μυστήρια, καθώς και τη λύση στις μαζοχιστικές τάσεις της.

Ο ένας χρησιμοποιεί τον άλλο για αυτοϊκανοποίηση. Έτσι, όταν πια η κοπέλα δεν χρειάζεται άλλο τον άντρα, γιατί με τη βοήθεια του έχει ωριμάσει και είναι έτοιμη να παντρευτεί τον νεαρό αρραβωνιαστικό της, αρχίζοντας έτσι μια έντιμη αστική ζωή, αποφασίζει να τον εγκαταλείψει. Στο μεταξύ, όμως, εκείνος έχει υποστεί μια τρομακτική αλλαγή. Ίσως γιατί μέσα από τις απλές ερωτικές επαφές τους έχει ανακαλύψει τελικά τον πραγματικό και πλήρη έρωτα, ή γιατί με την παρουσία της γυναίκας η μοναξιά του γίνεται υποφερτή, ο άντρας αρνείται να την αφήσει. Βγαίνει από τον κλειστό κόσμο του διαμερίσματός τους και την κυνηγά στο δρόμο φωνάζοντας της την αγάπη του, ζητώντας της να τον παντρευτεί.

Η ρήξη στις σχέσεις τους συμπληρώνεται σ’ ένα χορευτικό κέντρο, ενώ γύρω τους διάφορα ζευγάρια, σε κωμικές και αφύσικες πόζες, προσπαθούν να κερδίσουν το βραβείο σ’ έναν διαγωνισμό ταγκό –το ταγκό που δίνει και τον τίτλο στην ταινία. Η απελπισία του ήρωα φτάνει στο απόγειό της, όταν πια πολύ αργά ανακαλύπτει ορισμένες αδυναμίες του –που καταστρέφουν έναν άλλο μύθο, εκείνον του ανδρισμού, που τονίζεται ακόμη περισσότερο με τη χρησιμοποίηση ενός ηθοποιού όπως ο Μπράντο στον ρόλο του άντρα– και προσπαθεί με κάθε τρόπο να κρατήσει τη γυναίκα, χωρίς να νοιάζεται καθόλου για τους γύρω ή τα προσχήματα. Εκείνη όμως είναι αδιάλλακτη. Απλώς δέχεται να του χαρίσει μια αποχαιρετιστήρια σεξουαλική απόλαυση –έστω και κάπως ταπεινωτική μια και δεν είναι τίποτε άλλο παρά αυνανιστική– πριν επιστρέψει στο οικογενειακό της σπίτι. Η επιμονή όμως του άντρα θα τον οδηγήσει στην τραγωδία. Η κοπέλα, στην προσπάθεια της να τον αποτρέψει, τον πυροβολεί και τον σκοτώνει. Και η ταινία τελειώνει με τη γυναίκα να δοκιμάζει τι ακριβώς θα πει στην αστυνομία: «δεν ξέρω ποιος είναι… πρέπει να είναι τρελός… με ακολούθησε στο διαμέρισμα και προσπάθησε να με βιάσει…».

Η ταινία του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, «Το τελευταίο ταγκό στο Παρίσι» (Last Tango in Paris), είναι βασικά μια συγκλονιστική μαρτυρία της μοναξιάς του ατόμου στη σύγχρονη κοινωνία. Ο μεσήλικας ήρωας της ταινίας, θύμα του αμερικανικού «πιστεύω» στον αγώνα για επιτυχία, μοιάζει με τους εκπατρισμένους ήρωες του συμπατριώτη του Χένρι Τζέιμς που, χαμένοι σε ένα αφιλόξενο Παρίσι, αγωνίζονται ν’ ανακαλύψουν τον εαυτό τους και την ταυτότητά τους. Προϊόν όμως μιας παρόμοιας κοινωνίας είναι και η νεαρή Γαλλίδα –μοντέρνα κοπελίτσα, μεγαλωμένη σε μια αστική οικογένεια, αποφασισμένη, όπως όλες οι συνομήλικές της, να ζήσει μια ανεξάρτητη ζωή, πριν τελικά παντρευτεί και αποκατασταθεί σ’ ένα σπίτι με όλα τα «κομφόρ» και πλάι σ’ έναν σύζυγο που θα της προσφέρει, αν όχι πρωτότυπες ερωτικές απολαύσεις, τουλάχιστον την άνεση και τη σιγουριά.

Παράλληλα με τη μαρξιστική ανάλυση, που τόσο τέλεια πέτυχε και στις προηγούμενες ταινίες του, Πριν από την επανάσταση (Prima della rivoluzione, 1964) και Ο κομφορμίστας (Il confosrmista, 1970), ο Μπερτολούτσι χρησιμοποιεί και μια φροϋδική προσέγγιση στην ανάλυση των χαρακτήρων του, που φέρνει στο νου μια παρόμοια μέθοδο που συναντήσαμε στην ταινία Τα μυστήρια του οργανισμού (W.R.: Mysteries of the Organism, 1971) του Ντούσαν Μακαβέγιεφ. Το σεξ ως κινητήρια δύναμη, οι αναφορές στην κάποια διεστραμμένη αθωότητα της κοπέλας, οι σαδομαζοχιστικές σχέσεις ανάμεσα στο ζευγάρι που φαίνονται να μοιάζουν με τις σχέσεις κυρίου-δούλου, σχέσεις που τελικά αντιστρέφονται, είναι μερικά από τα βασικά στοιχεία της ταινίας του Ιταλού σκηνοθέτη.

Η χρήση των χρωμάτων και του ντεκόρ –τα βαριά, κόκκινα, λουσμένα στον ερωτισμό, χρώματα που επικρατούν στις σκηνές στο διαμέρισμα των δυο εραστών, τα λίγα έπιπλα του διαμερίσματος, με τον σπασμένο καθρέφτη στη μια γωνιά, που προαναγγέλλει από την αρχή την πρόσκαιρη και ανασφαλή διάρκεια των σχέσεών τους, ο μισοφωτισμένος διάδρομος της πολυκατοικίας, τα μουντά και ψυχρά δωμάτια του ξενοδοχείου– οι μετρημένες κινήσεις της μηχανής, που τόσο τέλεια δεμένες είναι με την εξαιρετική μουσική του Γκάτο Μπαρμπιέρι, αλλά και οι θαυμάσιες ερμηνείες των πρωταγωνιστών, τόσο του Μάρλον Μπράντο στον ρόλο του μεσήλικα Αμερικανού όσο και της Μαρίας Σνάιντερ στον ρόλο της νεαρής, είναι μερικά από τα βασικά στοιχεία που κάνουν την ταινία του Μπερτολούτσι αληθινό αριστούργημα.

image

Και, για να περιοριστώ στις ερμηνείες, αναφέρω πάνω απ’ όλα εκείνη του Μπράντο, ιδιαίτερα στη σκηνή που κάθεται απέναντι στο σώμα της νεκρής γυναίκας του και, σ’ έναν μακρύ και συγκλονιστικό μονόλογο, προσπαθεί να καταλάβει γιατί αυτοκτόνησε, ή πάλι στη σκηνή που αρχίζει να εκμυστηρεύεται στη νεαρή Σνάιντερ επεισόδια από τη ζωή του και τα παιδικά του χρόνια, σκηνή βασισμένη στον αυτοσχεδιασμό και που, όπως ανέφερε ο ίδιος ο σκηνοθέτης σε μια συνέντευξή του, αντλεί βασικά από την ίδια τη ζωή του Μάρλον Μπράντο.

(από την κριτική μου, γραμμένη στο Λονδίνο Απρίλιος – Μάιος 1973 στο περιοδικό «Νέα Εποχή» (που αναδημοσιεύεται στο βιβλίο μου «Μαγικά Ταξίδια», εκδόσεις Ιωλκός)

Πηγή: enetpress.gr