Ο ιδιαίτερος δημιουργός από τη Νότιο Κορέα, Κογκονάντα, που κέρδισε την προσοχή κοινού και κριτικών με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο «Columbus» το 2017, επιστρέφει με την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, μεταφέροντας το διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν στην μεγάλη οθόνη. Στο καστ συναντάμε τον Κόλιν Φάρελ, ο οποίος πρωταγωνιστεί σε μία συγκινητική και λυρική εξερεύνηση της φύσης της ψυχής και της μνήμης.

Ads

Όταν ο Γιανγκ, το αγαπημένο και πολύτιμο ανδροειδές που συντροφεύει την κόρη του Τζέικ (Κόλιν Φάρελ) παθαίνει σοβαρή βλάβη, ο ανήσυχος πατέρας αναζητεί τρόπο να τον επισκευάσει. Στην πορεία, ο Τζέικ ανακαλύπτει ότι η ζωή τον προσπερνά και αναζητά να συνδεθεί ουσιαστικά με την σύζυγο του (Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ) και με την κόρη του.

«Με απασχολεί το φορτίο και η ομορφιά της καθημερινότητας», εξηγεί ο σκηνοθέτης Κογκονάντα, «αυτή η λεπτή γραμμή ανάμεσα στο να είσαι κολλημένος ή συγκεντρωμένος». Αυτή η ένταση είναι στο επίκεντρο του εξαιρετικού κινηματογραφικού του ντεμπούτου, του «Columbus». Λουσμένο με την καλοκαιρινή αύρα μίας ήσυχης πόλης στην Ιντιάνα, το «Columbus» φιλοξενεί χαρακτήρες που έχουν οικογενειακό φορτίο. Παρ’ όλα αυτά, μία διέξοδος παρουσιάζεται κι έτσι οι ήρωες χαράζουν το δικό τους μονοπάτι.

image

Ads

«Για μένα, το «Columbus» έβριθε από συναίσθημα, αλλά με έναν διακριτικό τρόπο» λέει ο Κόλιν Φάρελ, ο πρωταγωνιστής της νέας ταινίας του Κογκονάντα. «Άφηνε χώρο και είχε μία ευγένεια, μία συμπόνοια μέσα του. Νιώθω ότι ο Κογκονάντα το έχει αυτό σαν άνθρωπος και σαν δημιουργός. Η νέα ταινία το έχει επίσης. Ήταν απολαυστική η συνεργασία μαζί του, την αγάπησα αυτή την εμπειρία».

Πιο τολμηρό και φιλόδοξο το «Μετά τον Γιανγκ» είναι η εξέλιξη της δημιουργικής διαδρομής του Κογκονάντα. Η ιστορία ανήκει στο είδος της επιστημονικής φαντασίας: μία ιστορία για ρομπότ, τεχνητή νοημοσύνη και κλωνοποίηση, με όλα τα στοιχεία να εξελίσσονται σε ένα μέλλον που έχει σημαδευτεί από την περιβαλλοντική ύβρη.

image

Στην καρδιά της νέας ταινίας εδρεύει ο ουμανισμός του «Columbus» εναρμονισμένος με τις κυριολεκτικές και συναισθηματικές αποστάσεις, με τις υποχρεώσεις της οικογενειακής ζωής και τα εσωτερικά πεδία της μνήμης, του χρόνου και της ταυτότητας. «Το αλλόκοτο στοιχείο της επιστημονικής φαντασίας ήταν μία πρόκληση για εμένα, γιατί αποκαλύπτει απίστευτες αλήθειες που ξεπερνάνε το παρόν» λέει ο σκηνοθέτης. «Προτιμώ αλήθειες που εδρεύουν στην κανονικότητα. Κι αυτό μου άρεσε στο διήγημα του Αλεξάντερ Γουάινστιν».

Το διήγημα «Saying Goodbye to Yang» διαθέτει οικείες και ριζοσπαστικές ιδέες που χαρακτηρίζουν τα καλύτερα δείγματα της επιστημονικής φαντασίας. Μία προοδευτική αμερικανική οικογένεια έχει υιοθετήσει ένα κοριτσάκι από την Κίνα. Ένα πρωί, ανακαλύπτουν ότι το ανδροειδές που έχουν αγοράσει, που λειτουργεί σαν μεγαλύτερος αδελφός με το όνομα Γιανγκ και προορίζεται για να της μεταδώσει την ασιατική κουλτούρα, έχει χαλάσει. Μπορεί να επισκευαστεί χωρίς να αναστατωθεί η κόρη τους;

image

«Αγάπησα την καθημερινή φύση αυτής της ιστορίας» λέει ο Κογκονάντα. «Είναι γειωμένη. Πώς θα ήταν αν τα ανδροειδή ήταν εξίσου κοινά με τα τηλέφωνα μας ή με τους ίδιους τους ανθρώπους; Αν η αλήθεια αυτού του φουτουριστικού κόσμου είναι εξίσου κανονική με τις μνήμες που όλοι κουβαλάμε στις συσκευές μας ή στο μυαλό μας; Τι θα συνέβαινε αν ο Γιανγκ αποκάλυπτε αυτό που τελικά ίσχυε από πάντα: ότι είμαστε όλοι συνεχείς καταγραφές της αγάπης, της απώλειας, της ζωής και του ίδιου του χρόνου; Είμαστε όλοι Γιανγκ. Αυτό που ξεκινάει σαν το ενοχλητικό καθήκον του να επιδιορθωθεί μία συσκευή εξελίσσεται σταδιακά σε κάτι υπαρξιακό».

Η ιστορία του Γουάινστιν διαδραματίζεται σε ένα μελλοντικό Ντιτρόιτ, όπου οι κάτοικοι ακόμα αποστρέφονται οτιδήποτε εισάγεται από την Ασία και όχι μόνο τα αυτοκίνητα. Ένας αδιευκρίνιστος και καταστροφικός πόλεμος έχει πυροδοτήσει διαφυλετικές εντάσεις. «Ο Γουάινστιν το έχει καταγράψει διακριτικά» λέει ο Κογκονάντα για το υπόβαθρο της ιστορίας, που τον αφορά ως Αμερικανοασιάτη και ως γονέα που έχει ο ίδιος υιοθετήσει παιδιά από την Κορέα. «Στην αρχή, πήρα την εθνικότητα του Γιανγκ τοις μετρητοίς. Αλλά όσο πιο πολύ εξερευνούσα την ιδέα του, κατάλαβα ότι η ασιατικότητα του ήταν κατασκευασμένη από μία εταιρεία. Ήταν ένα κατασκεύασμα ασιατικότητας. Με έναν παράξενο τρόπο, μπόρεσα να ταυτιστώ με αυτό».

Ήταν επίσης η συντομία αυτής της ιστορίας που άρεσε στον δημιουργό. «Λαμβάνει χώρα ως επί το πλείστον σε μία μέρα» λέει ο Κογκονάντα. «Είναι ένα υπέροχο μικρό οικοδόμημα, πολύ καλογραμμένο. Ήξερα ότι θα έδινε μεγάλο περιθώριο να εξερευνήσω τα θέματα που με καταπίεζαν. Τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος ή όχι και να υπάρξεις στιγμιαία σε αυτό τον κόσμο;» Τα διηγήματα είναι γόνιμο έδαφος για εκφραστικούς δημιουργούς που ψάχνουν κάτι παραπάνω από μία πλοκή. Είναι μία παράδοση της επιστημονικής φαντασίας που ξεκινάει από το ορόσημο της «Οδύσσειας του Διαστήματος» που εξαπλώθηκε από ένα οχτασέλιδο διήγημα του Άρθουρ Σι Κλαρκ και συνεχίζει με το «A.I. Artificial Intelligence», που βασίστηκε σε διήγημα του Μπράιαν Άλντις.

image

Αφού επισκέφθηκε το Ντιτρόιτ σκεπτόμενος να κάνει την ταινία εκεί, ο Κογκονάντα αποφάσισε να μη δεσμευτεί με έναν συγκεκριμένο τόπο. «Άρχισα να σκέφτομαι την ιστορία μέσα από την οπτική των εσωτερικών χώρων, έχτισα τον κόσμο από μέσα προς τα έξω» λέει ο δημιουργός. «Στην αρχή, σκέφτηκα ότι θα βλέπαμε τον έξω κόσμο μόνο μέσα από αντανακλάσεις ή το πλαίσιο μιας πόρτας ή ένα παράθυρο. Τελικά, συμπεριλάβαμε εξωτερικά πλάνα, αλλά η ταινία είναι τοποθετημένη κυρίως σε εσωτερικούς χώρους».

Αυτή τη οικεία αίσθηση του εσωτερικού δεν ντύθηκε με την κλασική φουτουριστική στόφα της συμβατικής επιστημονικής φαντασίας. «Δεν έχουμε οθόνες και μόνιτορ παντού» λέει ο δημιουργός. «Ήθελα η τεχνολογία να είναι αόρατη. Χωρίς καλώδια, χωρίς διακόπτες. Ήθελα το μέλλον να είναι οργανικό, πιο πολύ ξύλο παρά μέταλλο, ένα μέλλον ταπεινωμένο από την κλιματική καταστροφή που έχει ήδη συμβεί».

Ενώ δεν ορίζεται ένας συγκεκριμένος τόπος, ο Κογκονάντα δημιούργησε ένα δυσοίωνο παρασκήνιο που διατηρεί τον υπαινιγμό του Γουάινστιν σε σχέση με μία ταραγμένη κοινωνία. «Δεν είμαστε στο Ντιτρόιτ ούτε στο Σικάγο γιατί όλες οι πόλεις ή έχουν εγκαταλειφθεί είτε έχουν αλλάξει εντελώς μετά την καταστροφή».
Η πρώτη γραφή του σεναρίου ολοκληρώθηκε γρήγορα, σχεδόν σε τρεις μήνες, υπολογίζει ο δημιουργός. Επινοήθηκαν μερικοί καινούριοι χαρακτήρες, καθώς και μία συναρπαστική ιστορία που αποκαλύπτεται στο τέλος. Ήταν πια καιρός να μοιραστεί το σενάριο με τους πιθανούς συνεργάτες του, συμπεριλαμβανομένων των ηθοποιών που θα έπαιζαν τους ανθρώπους, τους κλώνους ή κάτι άλλο εντελώς διαφορετικό.

Ο Κογκονάντα άρχισε να σκέφτεται ποιος είναι ο πρωταγωνιστής του. O Κόλιν Φάρελ ήταν κάποιος που ο δημιουργός μπορούσε άνετα να οραματιστεί για τον ρόλο. «Μου αρέσει η παρουσία του στις ταινίες, τις μικρές και τις μεγάλες. Είναι ένας ποιητής μεταμφιεσμένος σε πρωταγωνιστή».

Ο Φάρελ, που είχε δει το «Columbus», είχε θαυμάσει την ήσυχη δύναμη της ταινίας. «Είναι ένας εκπληκτικά μοναδικός σκηνοθέτης» λέει ο Φάρελ. «Όσο προχωράω στη διαδρομή μου σαν ηθοποιός, τόσο εκτιμώ την ικανότητα ενός δημιουργού να δημιουργήσει έναν κόσμο αισθητικής ευαισθησίας και ηχητικού σχεδιασμού. Ο Κογκονάντα είναι κάποιος που έχει όραμα για κάθε πτυχή του κινηματογραφικού του κόσμου. Και το κάνει με πάθος και διαύγεια».

Ο Κογκονάντα σκηνοθετεί τον Κόλιν Φάρελ βασισμένος σε ένα φουτουριστικό διήγημα όπου τα ανθρωπόμορφα ρομπότ είναι αναπόσπαστο κομμάτι της οικογένειας. Η εύθραυστη ερμηνεία του Κόλιν Φάρελ συνοδεύεται από τους εξαιρετικούς Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Τζάστιν Μιν, Μαλέα Εμμα Τζαντραγουιτζάζα, Σαρίτα Τσάντχερι, Κλίφτον Κόλινς Τζούνιορ, Ρίτσι Κόστερ και Χάλεϊ Λου Ρίτσαρντσον.

Η ταινία πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών και συγκεκριμένα στο ειδικό τμήμα «Ένα Κάποιο Βλέμμα», ενώ προβλήθηκε και στο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Σάντανς, όπου και τιμήθηκε με το Βραβείο «Alfred P. Sloan Feature Film Prize».

Διαβάστε Επίσης:

image

Μετά τον Γιανγκ / After Yang
Σκηνοθεσία: Κογκονάντα
Σενάριο: Κογκονάντα, Αλεξάντερ Γουάινστιν (based on the short story “Saying Goodbye to Yang” from the book Children of the New World by)
Πρωταγωνιστούν: Κόλιν Φάρελ, Τζόντι Τέρνερ-Σμιθ, Τζάστιν Μιν, Μαλέα Εμμα Τζαντραγουιτζάζα, Σαρίτα Τσάντχερι, Κλίφτον Κόλινς Τζούνιορ, Ρίτσι Κόστερ, Χάλεϊ Λου Ρίτσαρντσον
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Μπέντζαμιν Λόουμπ
Μοντάζ: Κογκονάντα
Μουσική: Ρουίτσι Σακαμότο, Άσκα Ματσουμίγια
Έτος Παραγωγής: 2021
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 101 λεπτά
Προβάλλεται στους Κινηματογράφους από την Πέμπτη 10 Μαρτίου