Γεννημένος στις 26 Ιουνίου του 1904, ο Πίτερ Λόρε υπήρξε ένας σπουδαίος ηθοποιός ο οποίος μας χάρισε σπουδαίες ταινίες τόσο στην Ευρώπη (Ο Άνθρωπος Που Ήξερε Πολλά – 1934), όσο και στην Αμερική (Καζαμπλάνκα – 1942), όπου αναγκάστηκε να μεταναστεύσει, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του. Με αφορμή την συμπλήρωση 116 χρόνων από τη γέννησή του, θυμόμαστε το φιλμ που το χάρισε δικαίως μία περίοπτη θέση στην Ιστορία της Έβδομης Τέχνης: «Μ» του Φριτς Λανγκ.

Ads

Βερολίνο, αρχές 1930. Η τοπική κοινωνία αναστατώνεται από την ύπαρξη ενός τρομακτικού σίριαλ κίλερ, που σκοτώνει μόνο παιδιά. Ο «δράκος» αυτός, καταφέρνει και ξεφεύγει συνέχεια και ο αριθμός των παιδιών που εξαφανίζονται μεγαλώνει. Κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ποιος μπορεί να είναι, αλλά ο δολοφόνος έχει ένα χαρακτηριστικό: σφυρίζει πάντα έναν συγκεκριμένο σκοπό από ένα κομμάτι κλασικής μουσικής.

Στο μεταξύ, η υποψία πλανάται στον αέρα και οι άνθρωποι ψάχνουν ανάμεσά τους τον στυγνό δολοφόνο. Η αστυνομία κάνει κάθε δυνατή προσπάθεια να εντοπίσει τον δολοφόνο, φρουρεί κάθε δρόμο και ερευνά τις συνοικίες σπιθαμή προς σπιθαμή. Παράλληλα, ο υπόκοσμος της περιοχής αποφασίζει να αναλάβει δράση.

image

Ads

Οι μικροκακοποιοί και οι κλέφτες, δυσανασχετούν με τη βαριά αστυνόμευση της περιοχής, που δεν τους επιτρέπει πια να κάνουν τις απατεωνιές τους και αποφασίζουν να βρουν αυτοί μόνοι τους τον σίριαλ κίλερ και να δώσουν ένα τέλος σε όλο αυτό. Συνεννοούνται λοιπόν με τους ζητιάνους των δρόμων, που κυκλοφορούν παντού χωρίς να τους υποψιάζεται κανείς και τους αναθέτουν το έργο να κατασκοπεύουν στους δρόμους για να ανακαλύψουν τον απεχθή εγκληματία.

Πράγματι, σύντομα ο δολοφόνος προδίδεται από τον μουσικό σκοπό που σφυρίζει, τον οποίο αναγνωρίζει ένας τυφλός ζητιάνος. Ο δολοφόνος πέφτει στα χέρια των κακοποιών, οι οποίοι τον οδηγούν σε ένα αυτοσχέδιο δικό τους λαϊκό δικαστήριο, με σκοπό την αυτοδικία.

image

Ο κορυφαίος Γερμανός σκηνοθέτης Φριτς Λανγκ, καταφέρνει μέσα από εξπρεσιονιστικές φωτοσκιάσεις, να παρουσιάσει λεπτομερώς, το προφίλ ενός παθολογικού δολοφόνου παιδιών και ταυτόχρονα το ψυχόγραμμα μιας κοινωνίας που αισθάνεται ότι απειλείται από σκοτεινές και ανεξέλεγκτες για την ίδια δυνάμεις. Εξαιρετικός ο Πέτερ Λόρε, στον πρωταγωνιστικό ρόλο.

Αξίζει επίσης να σημειώσουμε ότι η ταινία «Μ, ο Δράκος του Ντίσελντορφ» του Φριτς Λανγκ, ψηφίστηκε ως η σημαντικότερη Γερμανική ταινία όλων των εποχών, από την Ένωση Γερμανικών Ταινιοθηκών.

image

Το φιλμ βασίζεται στην υπόθεση του Γερμανού σίριαλ κίλερ Πέτερ Κούρτεν, τον λεγόμενο «Δράκο του Ντίσελντορφ», που έδρασε τη δεκαετία του ’20, αν και ο ίδιος ο Λανγκ έλεγε ότι η ταινία αντλεί στοιχεία και από  διάφορους άλλους σίριαλ κίλερς που τρομοκρατούσαν εκείνη την εποχή τη Γερμανία, όπως τους Χάαρμαν, Γκρόσμαν και Ντένκε. Το σενάριο της ταινίας υπογράφει η τότε σύζυγος του Λανγκ, η Τέα Φον Χάρμπου, η οποία είχε γράψει, μεταξύ άλλων και το σενάριο του θρυλικού «Μετρόπολις».

Πίτερ Λόρε / Peter Lorre (26 Ιουνίου του 1904 – 23 Μαρτίου του 1964)

Ο Πίτερ Λόρε γεννήθηκε σαν Λάζλο Λέβενσταϊν το 1904 στη σημερινή Σλοβακία και ήταν το πρώτο παιδί μιας οικογένειας Ουγγροεβραίων. Το ξέσπασμα του Β’ Βαλκανικού Πολέμου οδήγησε την οικογένεια στο να μετοικήσει στη Βιέννη. Εκεί, ο Λόρε αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική. Ξεκίνησε την καριέρα του σε ηλικία 17 ετών πριν μετακομίσει στη Γερμανία, όπου είχε τις πρώτες του επιτυχίες, πρώτα στο θέατρο και στη συνέχεια στον κινηματογράφο στα τέλη της δεκαετίας του 1920 και στις αρχές της δεκαετίας του 1930. Ο Λόρε έκανε παγκόσμια αίσθηση με τη γερμανική ταινία του Φριτς Λανγκ, «Ο δράκος του Ντίσελντορφ» (M, 1931), με την οποία καθιερώθηκε υποδυόμενος έναν κατά συρροή δολοφόνο μικρών κοριτσιών. Ο συγκεκριμένος ρόλος αποτέλεσε, μελλοντικά, το αρχέτυπο υποκριτικό πρότυπο για κάθε ηθοποιό με ανάλογο θέμα. Με χαρακτηριστικά προσώπου που παρέπεμπαν σε έναν καλοκάγαθο άνθρωπο και έναν σχεδόν μαγνητικό τρόπο εκφοράς του λόγου.

image

Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη Γερμανία το 1933 με την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Μετακόμισε αρχικά στη Μεγάλη Βρετανία και αργότερα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Η πρώτη αγγλόφωνη ταινία του ήταν «Ο άνθρωπος που ήξερε πολλά» (1934) του Άλφρεντ Χίτσκοκ, η οποία γυρίστηκε στη Μεγάλη Βρετανία. Αφού εγκαταστάθηκε τελικά στο Χόλυγουντ, εμφανίστηκε σε πολλές ταινίες εγκλήματος και μυστηρίου. Συνέχισε να υποδύεται δολοφόνους, όπως στην ταινία «Mad Love» (1935), ενώ το χαρακτηριστικό πρόσωπό του αποτυπώθηκε στον Ρασκόλνικοφ στο «Έγκλημα και Τιμωρία» (1935). Τη χρονική περίοδο 1937 – 1939 πρωταγωνίστησε σε οκτώ ταινίες υποδυόμενος τον Ιάπωνα ντετέκτιβ Μότο.

Από το 1941 έως το 1946 εργάστηκε κυρίως για την Warner Bros. Η πρώτη από αυτές τις ταινίες, ήταν το «Γεράκι της Μάλτας» (1941), με την οποία άρχισε μία σειρά εμφανίσεων δίπλα στον Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ και τον Σίντνεϊ Γκρίνστριτ. Ακολούθησε η θρυλική «Καζαμπλάνκα» (1942), η δεύτερη από τις εννέα ταινίες όπου εμφανίστηκαν ο Λόρε και ο Γκρίνστριτ. Άλλες ταινίες του Λόρε είναι η «Μάσκα του Δημητρίου» (1944), το «Αρσενικό και Παλιά Δαντέλα» (1944) του Φρανκ Κάπρα, με πρωταγωνιστή τον τον Κάρι Γκραντ και οι «20.000 λεύγες κάτω από τη θάλασσα» (1954) της Walt Disney Pictures.

image

Συχνά υποδυόταν τον μοχθηρό αλλοδαπό και τα τελευταία χρόνια της καριέρας του ήταν ασταθή. Σοβαροί λόγοι υγείας, τους οποίους κλήθηκε να αντιμετωπίσει στη δεκαετία του 1950, τον ανάγκασαν να αποσυρθεί παίζοντας επιλεκτικά κάποιους ρόλους, διαφορετικούς από εκείνους που είχε συνηθίσει να υποδύεται. Ο Λόρε ήταν ο πρώτος ηθοποιός που έπαιξε τον κακό σε ταινία Τζέιμς Μποντ, στην τηλεοπτική εκδοχή του «Casino Royale» (1954), ενώ μερικοί από τους τελευταίους του ρόλους ήταν σε ταινίες τρόμου. Το 1953, εμφανίστηκε στο φιλμ «Πιο Δυνατός απ’ τον Διάβολο» (Beat the Devil) του Τζον Χιούστον, δίπλα στους Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ, Τζένιφερ Τζόουνς και Τζίνα Λολομπρίτζιντα

Διαβάστε επίσης:

image

Μ – Ο Δράκος του Ντίσελντορφ / M
Σκηνοθεσία: Φριτς Λανγκ
Σενάριο: Τέα φον Χάρμποου, Φριτς Λανγκ
Πρωταγωνιστούν: Πέτερ Λόρε, Ελεν Γουίντμαν, Ινγκε Λάντγκουτ
Φωτογραφία: Φριτς Αρνο Βάγκνερ
Μοντάζ: Πολ Φάλκενμπεργκ
Έτος Παραγωγής: 1931
Έτος Παραγωγής: Γερμανία
Διάρκεια: 105 λεπτά