Το 1995, ο Κλιντ Ίστγουντ μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το κλασικό βιβλίο του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ, σκηνοθετώντας τον εαυτό του και την Μέριλ Στριπ, σ’ έναν κινηματογραφικό έρωτα που έγραψε ιστορία. Η ταινία «Οι Γέφυρες του Μάντισον», κυκλοφορεί σε επανέκδοση στους Κινηματογράφους από τη Πέμπτη 18 Αυγούστου.

Ads

Ο Ρόμπερτ Κινκάιντ (Κλιντ Ίστγουντ), πενήντα δύο χρονών, φωτογράφος, συνεργάτης του National Geographic, άνθρωπος παράξενος, σχεδόν μυστικιστής, ταξιδευτής στις ασιατικές ερήμους, στους μακρινούς ποταμούς και στις αρχαίες πόλεις, απόλυτα αφοσιωμένος στο επάγγελμά του, δεν νιώθει να βρίσκεται σε αρμονία με την εποχή του.

Η Ιταλίδα, Φραντσέσκα Τζόνσον (Μέριλ Στριπ), είναι σαράντα πέντε χρονών, γυναίκα αγρότη και ζει τώρα σ’ ένα αγρόκτημα της Αϊόβα, με θολές αναμνήσεις από τα όνειρα της κοριτσίστικης ηλικίας της.

image

Ads

Είναι και οι δύο σχετικά ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Όταν όμως ο Ρόμπερτ Κινκάιντ, μέσα στη ζέστη και τη σκόνη ενός καλοκαιριού της Αϊόβα, στρίβει το φορτηγάκι του στο δρομάκι του αγροκτήματός της για να ζητήσει πληροφορίες, τα δεδομένα τους ανατρέπονται. Οι ψευδαισθήσεις τους διαλύονται στη στιγμή και ζουν μαζί έναν παθιασμένο έρωτα σπάνιας και συνταρακτικής ομορφιάς, από αυτούς που σφραγίζουν για πάντα μια ζωή.

Το μεγάλο στοίχημα που έβαλε με αυτή την ταινία ο Κλιντ Ίστγουντ ήταν να απομυθοποιήσει το σκληρό και επιθετικά αρρενωπό προσωπείο που επί δεκαετίες κουβαλούσε, τόσο ως ηθοποιός όσο και ως σκηνοθέτης και να αποκαλύψει πίσω του έναν ερμηνευτή και δημιουργό μεγάλης ευαισθησίας.

image

Το δεύτερο μεγάλο στοίχημα που είχε να αντιμετωπίσει ο σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής της ταινίας, ήταν να καταφέρει να μετατρέψει το best seller ρομάντζο του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ, σε μια από τις ωραιότερες ιστορίες αγάπης που έχουμε δει στο Αμερικανικό Σινεμά.

Με τις «Γέφυρες του Μάντισον» και την άκρως τρυφερή διήγηση ενός μυστικιστικού και σχεδόν ουτοπικού έρωτα ανάμεσα σε μια παντρεμένη νοικοκυρά της αμερικανικής επαρχίας του ’50 και έναν περαστικό ταξιδιώτη, ο Ίστγουντ κέρδισε θριαμβευτικά και τα δύο αυτά στοιχήματα.

Στον ρόλο της ιταλικής καταγωγής Φραντσέσκα, η Μέριλ Στριπ παρέδωσε μία από τις καλύτερες ερμηνείες στην καριέρα της, κερδίζοντας μία Υποψηφιότητα για Όσκαρ. Διακριτικός, μπροστά και πίσω από την κάμερα, ο Ίστγουντ υπέγραψε ένα πανέμορφο και ευγενικά συναισθηματικό φιλμ, με τη δύναμη να αγγίζει διαφορετικές γενιές θεατών με τον ίδιο όμως συγκινητικό τρόπο.

image

Ο δημιουργός δηλώνει για τη σκηνοθετική προσέγγιση της ιστορίας: «Γυρίσαμε την ταινία σε γραμμική σειρά. Οπότε αντί να γυρίσουμε την τελευταία σκηνή πρώτη, όπως συμβαίνει καμιά φορά στις ταινίες, τη γυρίσαμε σε χρονολογική σειρά. Ήθελα να αιχμαλωτίσω στον φακό όλη την αμηχανία και την αδεξιότητα της πρώτης συνάντησης. Δεν σπατάλησα χρόνο να συζητάω για το σενάριο και ξεκινήσαμε τα γυρίσματα αμέσως».

Ο Τζακ Ν.Γκριν, ο διευθυντής φωτογραφίας της ταινίας, θυμάται την έκπληξη της Μέριλ Στριπ για τη σκηνοθετική προσέγγιση του Ίστγουντ: «Θυμάμαι μετά την πρώτη λήψη όταν προχωρήσαμε γρήγορα στο κοντινό της Μέριλ. Εκείνη μας κοίταξε παράξενα και μας ρώτησε αν δουλεύουμε πάντα έτσι. Της εξηγήσαμε ότι δεν κάνουμε πολλές λήψεις, εκτός αν ο ηθοποιός το ζητήσει. Μετά από τρεις μέρες, μας έλεγε πόσο της αρέσει αυτή η μέθοδος, γιατί μπορούσε να παίξει με όλο το συναίσθημα από την αρχή και δεν χρειάζεται να το πηγαίνει σταδιακά». 

image

Η Μέριλ Στριπ λέει για την εμπλοκή της με την ταινία: «Δεν διάβασα ποτέ όλο το βιβλίο για να είμαι ειλικρινής. Η φίλη μου και ηθοποιός Κάρι Φίσερ έδωσε το νούμερο του σπιτιού μου στον Κλιντ Ίστγουντ. Εκείνος με κάλεσε και μου έκανε μία πρόταση που δεν μπορούσα να αρνηθώ» λέει η πρωταγωνίστρια γελώντας. Ο συμπρωταγωνιστής της επιβεβαιώνει: «Είναι πολύ δύσκολο να της αντισταθείς. Είναι μία υπέροχη ηθοποιός και είχε την τέλεια ηλικία για τον ρόλο».

Αξίζει να σημειωθεί ότι αρχικά το στούντιο είχε υπολογίσει σε νεότερες υποψήφιες για τον ρόλο. Η Μέριλ Στριπ εξομολογείται πως «Νομίζω ότι ο Κλιντ ήταν τότε 65 κι εγώ θα γινόμουν 45 και κλήθηκα να υποδυθώ μία 45χρονη. Όμως το στούντιο πίστευε ότι ήμουν μεγάλη για τον ρόλο. Ο Κλιντ με υποστήριξε σθεναρά, γεγονός που με χαροποίησε. Είναι κάτι που θα έκανα κι εγώ για να τον υποστηρίξω».

Την αξέχαστη αυτή ιστορία αγάπης εκφράζει τέλεια η χημεία των δύο πρωταγωνιστών, που έχει υμνηθεί από κοινό και κριτικούς. Οι συντελεστές μπροστά και πίσω από την κάμερα διέκριναν τη δύναμη της συνύπαρξης των δύο ηθοποιών από το γύρισμα. Ο μοντέρ της ταινίας Τζόελ Κοξ, λέει χαρακτηριστικά: «Νομίζω ότι η ταινία ήταν τόσο επιτυχημένη χάρη στη χημεία μεταξύ της Μέριλ και του Κλιντ. Στον φακό έγραφαν σαν δύο ξένοι που βρέθηκαν κοντά μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Ένιωθες την προσμονή να κλιμακώνεται καθώς κορυφώνεται σε ένα σημείο. Όλα κινούνται προς τα εκεί».

Ο διευθυντής φωτογραφίας Τζακ Ν.Γκριν επισημαίνει ότι «ο Κλιντ ήθελε να έχουν οι δυο τους μία ζεστή, φιλική σχέση πίσω από την κάμερα, για να φανεί αυτό και στον φακό. Και οι δύο προσπάθησαν να χτίσουν τη φιλία μεταξύ τους και ήταν απολαυστικό να τους βλέπεις στο γύρισμα».

Παρομοίως, η Μέριλ Στριπ εντοπίζει τη χημεία που την έδεσε με τον συμπρωταγωνιστή της, λέγοντας: «Προερχόμαστε, προφανώς, από πολύ διαφορετικά κινηματογραφικά είδη, οπότε υπάρχει αυτή η έλξη ανάμεσα στους αντίθετους πόλους που δημιούργησε το μαγικό αυτό μείγμα».

Όπως συμβαίνει με πολλά αριστουργήματα, η μαγεία της ταινίας δεν προκύπτει μόνο από την ιστορία, αλλά κυρίως από το πώς παρουσιάζεται και σε αυτήν την περίπτωση η ευφυΐα και το ταλέντο του Ίστγουντ βρίσκονται στο αποκορύφωμα τους. Η Μέριλ Στριπ λέει σχετικά: «Η εμπειρία μου μού έχει δείξει ότι κάποιοι σπουδαίοι σκηνοθέτες δεν σε αφήνουν να νιώθεις ότι σε σκηνοθετούν και σε καθοδηγούν. Στο τέλος του γυρίσματος νιώθεις ότι έκανες ό,τι ήθελες και δεν καταλαβαίνεις ότι σε είχαν καθοδηγήσουν υπόγεια και διακριτικά. Σε αυτή την ταινία, ένιωσα εντελώς ελεύθερη».

image

Οι Γέφυρες του Μάντισον / The Bridges of Madison County
Σκηνοθεσία: Κλιντ Ίστγουντ
Σενάριο: Ρίτσαρντ ΛαΓκραβενίζ, βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Τζέιμς Γουόλερ
Πρωταγωνιστούν: Μέριλ Στριπ, Κλιντ Ίστγουντ, Άνι Κόρλεϊ, Βίκτορ Σλέζακ, Ρίτσαρντ Τζένκινς
Φωτογραφία: Τζακ Ν. Γκριν
Μοντάζ: Τζόελ Κοξ
Μουσική: Λένι Νιχάους
Έτος Παραγωγής: 1995
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 135 λεπτά
Κυκλοφορεί σε επανέκδοση στους Κινηματογράφους από τη Πέμπτη 18 Αυγούστου