Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα η νέα κινηματογραφική βδομάδα (με αρκετές από τις ταινίες να προβάλλονται στις πρώτες θερινές αίθουσες) με ταινίες από Νότια Κορέα και Ισραήλ μέχρι Γαλλία και Αμερική, και με θέματα ενηλικίωσης και αναζήτησης ταυτότητας, χωρίς να παραγνωρίζονται και τα πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα μέσα από την κωμωδία αλλά και τα ιστορικά έπη, όπως με την επανέκδοση της περισσότερο από πέντε ώρες διάρκεια κλασικής ταινίας «1900» του Μπερνάρντο Μπερτολούτσι, ταινίας που ξεκινάει από το έπος της αγροτιάς, περνάει από την περίοδο του φασισμού για να μας οδηγήσει στην απελευθέρωση και την ελευθερία.

Ads

Επιστροφή στη Σεούλ

Retour a Seoul. Γαλλία/Γερμανία/Βέλγιο/Νότια Κορέα/Ρουμανία/Καμπότζη/Κατάρ, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Νταβί Τσου. Ηθοποιοί: Παρκ Τζι-Μιν, Ο Κβανκ-Ροκ, Κιμ Σουν-Γιούνγκ. 119´

Το οδοιπορικό μιας κορεάτικης καταγωγής 25χρονης Γαλλίδας που φτάνει στη σημερινή Κορέα σε αναζήτηση των βιολογικών γονιών της, ταυτόχρονα και οδοιπορικό ενηλικίωσης και αναζήτησης ταυτότητας ανάμεσα σε δυο διαφορετικούς κόσμους, σε μια ταινία δοσμένη με ένα στιλ ανάμεσα στην πραότητα αλλά και τις μικρές εκπλήξεις των ταινιών του Γιασουτζίρο Όζου και την ευθύτητα και τις εξάρσεις των ταινιών του Γκοντάρ.

Ads

Από τις πρώτες κιόλας σκηνές της τρίτης αυτής ταινίας του Γκαμποτζιανής καταγωγής Γάλλου σκηνοθέτη Νταβί Τσου, ταινίας βασισμένης σε δικά του βιώματα, γνωρίζουμε τον πολύπλοκο, μπερδεμένο χαρακτήρα της Φρεντί (με μια εκπληκτική Παρκ Τζι-Μιν), της 25χρονης ηρωίδας του: μιας οργισμένης, απρόβλεπτης, παρορμητικής, χαμένης ανάμεσα σε τρεις γλώσσες (κορεάτικα, γαλλικά, ακόμη και αγγλικά), νέας γυναίκας, που περνάει τις μέρες της, που τελικά καταλήγουν σε κάποια χρόνια, τα οποία ο Τσου περνάει απρόσκοπτα, μέσα από ένα καλογραμμένο, δομημένο με οικονομία, σενάριο, ξεκινώντας από την πρώτη συνάντηση της με ένα θλιβερό, αλκοολικό, τελικά συμπαθητικό πατέρα που θέλει να την κρατήσει κοντά του, για να της προσφέρει την αγάπη που κάποτε της στέρησε, και μια μητέρα που αρχικά αρνιόταν να τη δει, για να περάσει από μια σύντομη πορνεία και άλλες περιπέτειες σε έμπορο τελικά όπλων (για να προστατεύσει τη Νότια Κορέα ενάντια στον εχθρό, ή μήπως τον εαυτό της;) στον απέλπιδα αυτό, στρωμένο με εμπόδια αλλά και μικρές χαρές και συγκινήσεις, κόσμο.

Ένα παράλληλα σχόλιο πάνω στα προβλήματα και το δράμα των υιοθεσιών, μέσα τελικά από ένα συναρπαστικό ταξίδι διαδικασίας ανακάλυψης, αυτογνωσίας και επαναβεβαίωσης μιας διχασμένης ταυτότητας.

Ας ξημερώσει ειρήνη

Vayehi Boker/Let It Be Morning. Ισραήλ/Γαλλία, 2021. Σκηνοθεσία: Έραν Κολίριν. Σενάριο: Έραν Κολίριν, Σάγιετ Κασούα. Ηθοποιοί: Άλεξ Μπάκρι, Τζούνα Σουλεϊμάν, Σαλίμ Ντο. 101΄

Μια δοσμένη με χιούμορ και σατιρική διάθεση και πολιτικές αιχμές, χαμηλών τόνων, κωμωδία γύρω από μια, με ισραηλινή ιθαγένεια, οικογένεια Παλαιστινίων που, στη διάρκεια μιας γαμήλιας τελετής, βρίσκεται αποκλεισμένη σ’ ένα μικρό αραβικό χωριό του Ισραήλ, όταν ξαφνικά ο ισραηλινός στρατός κόβει το ρεύμα και αποκλείει το χωριό.

Ο γνωστός μας από την πρώτη του, απολαυστική κωμωδία «Η επίσκεψη της μπάντας», Ισραηλινός σκηνοθέτης Έραν Κολίριν επιστρέφει με μια νέα, τολμηρή, δοσμένη τη φορά αυτή με σατιρική διάθεση, πολιτικών διαστάσεων κωμωδία, όπου συνδυάζει τα τοπικά, καθημερινά προβλήματα μιας κάπως «κλειστής», συντηρητικής παλαιστινιακής κοινωνίας με τα μεγαλύτερα, πολιτικά και κοινωνικά προβλήματα που προκαλεί ο εξαναγκαστικός αποκλεισμός από τον ισραηλινό στρατό. Μιας πολιορκημένης κοινωνίας, με, από τη μια, εκείνους, τους ποιο τολμηρούς, με οδηγό τον Σάμι, τον μεγαλύτερο αδερφό του γαμπρού, που επιμένουν σε μια τολμηρή, επιθετική δράση, μαζί με τους φτωχούς Άραβες των δικών τους αποκλεισμένων περιοχών, και από την άλλη, τους οικονομικά τακτοποιημένους, που δεν θέλουν να χάσουν τα διάφορα προνόμιά τους.

Όπως τα περιστέρια που δεν μπορούν να πετάξουν, που παρακολουθούμε στη διάρκεια της γαμήλιας τελετής, έτσι και οι κάτοικοι του μικρού χωριού είτε δεν μπορούν, είτε δεν τολμούν, να αντισταθούν όπως πρέπει στις δυνάμεις ενός κατοχικού στην πραγματικότητα, στρατού. Όπως μάλιστα είχε δηλώσει ο Κολίριν στις Κάννες, όπου προβλήθηκε η ταινία του (στο «Ένα κάποιο βλέμμα»), φοβόταν σχετικά με το πώς θα αντιμετωπιστεί η ταινία του τόσο γιατί αυτός, ως Ισραηλινός Εβραίος σκηνοθέτης, έφτιαχνε μια ταινία για μια αραβικής καταγωγής ισραηλινή οικογένεια καθώς και για μια παλαιστινιακή κοινωνία που δεν αποφάσιζε αν θα έπρεπε να υποκύψει σε ένα απαράδεκτο αποκλεισμό ή να πάρει τα όπλα και να αντισταθεί.

ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Το Καλύτερο Παιχνίδι του Κόσμου (Le nouveau jouet). Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία: Τζέιμς Χουθ. Σενάριο: Τζαμέλ Ντεμπούζ, Μοχάμεντ Χαμίντι, Τζέιμς Χουθ. Ηθοποιοί: Τζαμέλ Ντεμπούζ, Ντανιέλ Οτέιγ, Σιμόν Φαλιού. 112΄

Χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση ριμέικ της πολύ καλύτερης γαλλικής κωμωδίας που γύρισε το 1976 ο Φρανσίς Βεμπέρ (και το αμερικανικό ριμέικ που ακολούθησε το 1982 από τον Ρίτσαρντ Ντόνερ), γύρω από ένα καλόκαρδο, μικροαπατεώνα νυχτοφύλακα σε εμπορικό κέντρο που αναγκάζεται να μετατραπεί σε «γενέθλιο δώρο» του απαιτητικού γιου του ζάπλουτου ιδιοκτήτη του κέντρου. Μοναδικό συν, η ερμηνεία του Τζαμέλ Ντεμπούζ, που συνέβαλε και στο σενάριο.

Ρένφιλντ (Renfield). ΗΠΑ, 2023. Σκηνοθεσία: Κρις ΜακΚέι. Σενάριο: Ράιαν Ρίντλι, Ρόμπερτ Κερκμαν, Άβα Τρέιμερ. Ηθοποιοί: Νίκολας Κέιτζ, Νίκολας Χουλτ, Όκγουαφίνα, Μπεν Σβαρτζ. 93΄

Ο πειθήνιος, τρόφιμος ασύλου, υπηρέτης του Κόμη Δράκουλα, που τρώει ζωντανά έντομα και ποντίκια, στο κλασικό μυθιστόρημά του Μπραμ Στόουκερ, μετατρέπεται στην βουτηγμένη σε μπόλικο αίμα κωμωδία του Κρις ΜακΚέι («Ο πόλεμος του αύριο», «Η ταινία Lego») σ’ έναν απογοητευμένο υπηρέτη που αφού έχει καταφέρει να σώσει τον αθάνατο Κόμη και να τον μεταφέρει στην εποχή μας, αναλαμβάνοντας να τον προμηθεύει με ανθρώπινα πτώματα για το αίμα που τον κρατάει στη ζωή, αποφασίζει τώρα να του αντισταθεί και να φτιάξει τη δική του ζωή.

Υπάρχουν κάποια διασκεδαστικά γλωσσικά αστεία στην ταινία, ιδιαίτερα στις σκηνές των συνεδριάσεων της ομάδας των εξαρτημένων (όπου ο Ρένφιλντ προσπαθεί να βρει διέξοδο στα προβλήματά του), η όλη όμως αντιμετώπιση από τον ΜακΚέι, παρά το γρήγορο ρυθμό και τις gore σκηνές που θα ικανοποιήσουν τους φαν, παραμένει μια συνηθισμένη, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, κωμωδία, με εκείνο βασικά που ξεχωρίζει, να είναι η παρουσία του Νίκολας Κέιτζ, ο οποίος δίνει όλη του τη δύναμη για να μας προσφέρει μια εξωφρενικά υπερβολική, απολαυστική ερμηνεία.

Πηγή: enetpress.gr