Σε μία περίοδο, που η οικονομική κρίση τρομοκρατεί τους πάντες, στις κινηματογραφικές αίθουσες προσφέρεται άφθονος ο τρόμος στη μεγάλη οθόνη. Άλλωστε, εχει γενικά παρατηρηθεί ότι σε περιόδους κρίσης -οικονομικής, πολιτικής, ή κοινωνικής – η παραγωγή και προώθηση ταινιών τρόμου παρουσιάζει αύξηση. Τα θρίλερ ωστόσο, αποτελούν μία μορφή προπαγάνδας, επιχειρώντας, αφενός να μας προβάλλουν αυτό το οποίο πρέπει να φοβόμαστε, αφετέρου να δώσουν διέξοδο στη συλλογική ένταση που συσσωρεύεται σε περιόδους κρίσης αποτυπώνοντας τις ανησυχίες του κοινού.

Ads

Στο κλίμα αυτό γίνεται και η κυκλοφορία της ταινίας τρόμου «Let Me In» του σκηνοθέτη Ματ Ριβς, ριμέϊκ της σουηδικής ταινίας του 2008 «Lat den Ratte Komma In (Let the Right One In)». Η ταινία έχει ως θέμα τη σχέση ενός νεαρού αγοριού, θύματος εκφοβισμού, με το 12χρονο θηλυκό βαμπίρ που μετακομίζει δίπλα του. Η ταινία διαφημίζεται έντονα, όχι μόνο για τις εξαιρετικά τρομακτικές σκηνές της, αλλά και λόγω του ότι αποτελεί την πρώτη παραγωγή της εταιρίας Hammer, εδώ και πάνω από τριάντα χρόνια.

Η Hammer, βρετανική εταιρία παραγωγής, έγινε ευρέως γνωστή για την παραγωγή επιτυχημένων ταινιών τρόμου μεταξύ των δεκαετιών ’50 και ’70, όπως ο «Δράκουλας» (1958) και «Η Μάσκα του Φρανκενστάϊν» (1958). Ηθοποιοί, όπως ο Πίτερ Κούσινγκ και ο Κρίστοφερ Λι, έγιναν αστέρες μέσω αυτών των ταινιών. Η Hammer, αδρανής από τη δεκαετία του ‘80, εκμεταλλεύτηκε τη γενικότερη αύξηση παραγωγής ταινιών τρόμου, που παρατηρείται τα τελευταία χρόνια, για να επανέλθει στο προσκήνιο.

Οι πρόσφατες αμερικανικές παραγωγές, τόσο στη μεγάλη, όσο και στη μικρή οθόνη, πλασάρουν όλο και συχνότερα τον τρόμο σαν κυρίαρχο προϊόν. Και, όπως είναι φυσικό, οι μεγάλες αμερικανικές παραγωγές καθορίζουν τις τάσεις στην παγκόσμια κινηματογραφική βιομηχανία. Το νέο αυτό «κύμα τρόμου», συνδέεται άμεσα με την πρόσφατη οικονομική κρίση και τις συνέπειές της στην κοινωνία, μάλιστα φαίνεται ότι σε κάθε περίοδο κρίσης του τελευταίου αιώνα έχει παρατηρηθεί το ίδιο φαινόμενο. Η μόνη διαφορά, είναι πως σήμερα, οι ταινίες τρόμου είναι ασύγκριτα πιο αληθοφανείς και φρικιαστικές.

Ads

Η κινηματογραφική βιομηχανία έχει χρησιμοποιήσει πολλάκις τα προϊόντα της για προπαγανδιστικούς σκοπούς. Σε περιόδους πολέμου, οικονομικών κρίσεων και πολιτικών σκανδάλων, υπήρξαν ταινίες που επιχειρούσαν να κατευνάσουν τα πνεύματα, να προσφέρουν διέξοδο στο συλλογικό άγχος, να δαιμονοποιήσουν τον εχθρό και να χειραγωγήσουν τις μάζες. Τα τελευταία χρόνια, με τον τρόμο που πηγάζει από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου και την εξάπλωση της οικονομικής κρίσης, η «Σιωπηρή Προπαγάνδα», όπως είναι και ο τίτλος βιβλίου του Ιγνάθιο Ραμονέ, κατακλύζει τη μεγάλη οθόνη με τη μορφή θρίλερ. «Τα τερατόμορφα δημιουργήματα και πλάσματα κάνουν την καθημερινότητα να φαίνεται κοινότοπη. Σχεδόν φιλόξενη. Σε σχέση με τον αποσταγμένο τρόμο των ταινιών αυτών, ξαφνικά η μιζέρια φαίνεται συμπαθητική, ανεκτή, σύντομη, υποφερτή», υποστηρίζει ο Ραμονέ.

Με αυτή τη λογική, οι μεγάλες κρίσεις του περασμένου αιώνα, όπως ο ναζισμός, το οικονομικό κραχ, ο πυρηνικός πόλεμος, η πετρελαϊκή κρίση, οδήγησαν στη δημιουργία πολλών γνωστών κλασικών κινηματογραφικών τεράτων. Την περίοδο ανόδου του ναζισμού, Ο Δόκτωρ Καλιγκάρι (1920) του Ρόμπερτ Βίνε και ο Νοσφεράτου (1922) του Φρίντριχ Μουρνάου, θυμίζουν κινηματογραφικές απεικονίσεις του Αδόλφου Χίτλερ. Αργότερα, κάτω από τη σκιά του οικονομικού κραχ του 1929 ξεπροβάλλουν τέρατα όπως ο Κινγκ Κονγκ (1933), η Μούμια (1932), ο Λυκάνθρωπος (1941), o Φρανκενστάιν (1958) και ο Δράκουλας (1958), προσφέροντας στον νεόπτωχο θεατή την ευκαιρία να εκφράσει τον πανικό του ελεύθερα. Ο Γκοτζίλα (1954), το ιαπωνικό τέρας που αφυπνίζεται μετά από πυρηνική έκρηξη, παρουσιάζεται να καταστρέφει ολοκληρωτικά πόλεις, επιτιθέμενο μόνο τη νύχτα, θυμίζοντας με τη συμπεριφορά του ατομική βόμβα. Σε μια χώρα που πρόσφατα έχει ισοπεδωθεί από βομβαρδισμούς, ο συμβολισμός είναι εμφανής. Σε νεότερες, χολιγουντιανές εκδοχές της ταινίας, η συμπεριφορά του Γκοτζίλα εκσυγχρονίζεται, θυμίζοντας επιθέσεις με βόμβες ακριβείας (precision bombing).

Σε πιο πρόσφατες παραγωγές, την εποχή της αμερικανικής πετρελαϊκής κρίσης της δεκαετίας του ’70, ταινίες καταστροφής όπως ο «Σεισμός» (1974), «Ο πύργος της Κολάσεως» (1975), «Τζάμπο 747» (1975) και «Πτήση Κονκόρντ» (1979) παρουσιάζουν κτίρια να καταρρέουν και αεροπλάνα να πέφτουν, αντιπροσωπεύοντας την πτώση της αμερικανικής παντοδυναμίας και του ισχυρού της νομίσματος. Στο ξεκίνημα του νέου αιώνα, μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ταινίες όπως ο «Πόλεμος των Κόσμων» (2005), παρουσιάζουν την εξωγήινη εισβολή παρόμοια με εισβολή τρομοκρατών, οι οποίοι εν τέλει καταστρέφονται μόνοι τους και θριαμβεύει το πρότυπο του λευκού Αμερικανού. Σε άλλες περιπτώσεις, ο κόσμος απειλείται με καταστροφή από κομήτες ή περιβαλλοντικά φαινόμενα, όπως στο «Αρμαγεδδών» (1998) ή το «Μετά την επόμενη μέρα» (2004), φέρνοντας στο νου τις προειδοποιήσεις επιστημόνων και οικολόγων.

Ακόμα πιο πρόσφατα, τα τελευταία δύο-τρία χρόνια, σε καθημερινή βάση, υπερφυσικά φαινόμενα, τέρατα, εξωγήινοι, μυθικά πλάσματα, επιδημίες, κατακλύζουν την οθόνη μας, αντιπροσωπεύοντας τα πραγματικά «τέρατα» της οικονομικής κρίσης, της τρομοκρατίας και των καταστροφικών φυσικών φαινομένων (όπως ο τυφώνας «Κατρίνα»). Τα παραδείγματα ταινιών και οι συμβολισμοί είναι αμέτρητοι. Ειρωνικό είναι μάλιστα το γεγονός ότι, η εταιρία Hammer, που τώρα επανέρχεται με το «Let Me In», ήταν η ίδια που σαν αποτέλεσμα της προηγούμενης οικονομικής κρίσης είχε δημιουργήσει το «Δράκουλα». Οι θεατές λοιπόν που θα παρακολουθήσουν την ταινία, είναι ελεύθεροι να ουρλιάξουν από τη φρίκη μέσα στις κινηματογραφικές αίθουσες, εφόσον δεν μπορούν να ουρλιάξουν στην καθημερινότητά τους, όταν βλέπουν το μισθό τους να μειώνεται.