Ανταπόκριση του Βασίλη Κεχαγιά από το Φεστιβάλ της Βενετίας για την ελληνική εκπροσώπηση στο θεσμό.

Ads

Χρόνια τώρα όσοι παρεπιδημούν στην πολιτεία του ελληνικού κινηματογράφου, με όποια ιδιότητα και αν έχουν εγκατασταθεί στην έκτασή της, προσπαθούν να ενώσουν αυτά τα μεμονωμένα στίγματα του χάρτη της, συγκροτώντας αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί κάποια στιγμή «εθνική κινηματογραφία»: αισθητική και –στο μέτρο του δυνατού- ιδεολογική και θεματική ομοιογένεια, δυναμική προσέγγιση του ενεστώτος χρόνου, πάλι θεματικά και αισθητικά. Με μόνη εξαίρεση τις προσπάθειες της δεκαετίας του ’80, αυτές που σωστά ο «διονυσιακός» στίχος συνόψισε σε «κάτι σκηνοθέτες που οδηγήσαν μια γενιά στα πιο βαθιά χασμουρητά», οι σποραδικοί πυροβολισμοί (η περίφημη υπερεκτιμημένη και ματαιωμένη «άνοιξη του ελληνικού σινεμά» στις αρχές της δεκαετίας του ’90), έτειναν να γίνουν επίσημο καθεστώς. Δυστυχώς, η μετεξέλιξη της «πολιτικής για το σινεμά» σε «σινεμά της πολιτικής» μαράζωσε λίγο λίγο όλα τα λουλούδια…

Και να τώρα, σχεδόν αναπάντεχα, την ώρα που με θαυμασμό συλλέγαμε στα μεγάλα φεστιβάλ εικόνες από τους Ρουμάνους ή τους Τούρκους γείτονες (την ώρα που αυτοί συνέλεγαν βραβεία), ο εγχώριος κινηματογράφος μοιάζει να ενηλικιώνεται και να απαιτεί την έκδοση δελτίου ταυτότητας. Οι «Αλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου, προβλήθηκαν το Σάββατο το βράδυ στο διαγωνιστικό πρόγραμμα της 68ης βενετσιάνικης Μόστρας, απέσπασαν θετικές κριτικές και στοχεύουν ν’ αποσπάσουν ακόμη και κάποιο από τα βραβεία, στο τέλος της τρέχουσας εβδομάδας. Μόνον που αυτήν τη φορά ο σκοπευτής δεν είναι ακροβολισμένος. Αποτελεί ένα κομμάτι μιας ομάδας, με κοινές αισθητικές διεκδικήσεις και συγγενείς αγωνίες, που δείχνουν να συγκινούν την παγκόσμια κοινότητα της έβδομης τέχνης, να σκαρφαλώνουν τις δικές τους Άλπεις και να χαρτογραφούν τη ζητούμενη από καιρό «εθνική κινηματογραφία».

Ενα παράδοξο: ο Γιώργος Λάνθιμος του «Κυνόδοντα», των Οσκαρ και του βραβείου των Καννών, ο Σύλλας Τζουμέρκας της «Χώρας προέλευσης», η Αθηνά Ραχήλ Τσαγγάρη του «Attenberg», ο Φίλιππος Τσίτος της «Ακαδημίας Πλάτωνος» σίγουρα θα ανατρίχιαζαν στη χρήση της λέξης «εθνικό». Σινεμά ατοπικό και ίσως αχρονικό, σινεμά που πληγώνει κάθε κινηματογραφική σημαία, μοιάζει να τρέφεται από αυτό ακριβώς που αμφισβητεί. Με άλλα λόγια, προβάλλεται έντονα ως γαλανόλευκο επίτευγμα, την ώρα που επιτυχώς ποντάρει στα ξεθωριασμένα χρώματα της οικογένειας, της πατρίδας, της θρησκείας.

Ads

Συνεπώς; Οσοι ζούμε από καιρό πολιτογραφημένοι στα κιτάπια της έβδομης τέχνης δικαιούμαστε να υπερηφανευόμαστε για κάποια παιδιά της διπλανής πόρτας που επιτέλους οσμίζονται, αφουγκράζονται και κινηματογραφούν. Οσοι ζουν στην όμορη (;) χώρα της πολιτικής ας μην πανηγυρίζουν. Οι ίδιοι είναι χρόνια τώρα που καρπώνονται ξένες σπορές και χοροπηδούν γύρω από ανθρωποφαγικά καζάνια. Αυτοί που μεταλλάσσονται, όπως οι ήρωες του Γιάννη Οικονομίδη στον «Μαχαιροβγάλτη». Να ακόμη ένας σκηνοθέτης, της γενιάς αυτής, με τις ταινίες του να μπορούν ακόμη να μετατρέπουν το εθνικό σε παγκόσμιο, άλλοτε βραβευμένος, άλλοτε «μαχαιρωμένος».

Ως πότε η ανάβαση στις «Αλπεις» θα γίνεται με τα αναρριχητικά σκοινιά ενός κράτους συνηθισμένου ν’ ανεβαίνει λόφους;