«Τι να σου τάξω να ημερώσεις λίγο ρε παλιόκαιρε; » μουρμούρισε ο Πόλ ο μαύρος καθώς σήκωνε τα μάτια ψηλά στον ουρανό ικετεύοντας τον αόρατο συνομιλητή του να φανεί συμπονετικός, να τον αφήσει να φτάσει στο σπίτι του.

Ads

«Με περιμένουν οι δικοί μου, η γυναίκα μου, ο γιος μου…» συνέχισε να μονολογεί απελπισμένος, αλλά που αυτός. Βούλιαζε στο χιόνι ο Πόλ μέχρι το γόνατο και ο παγωμένος βοριάς, σκέτο φαρμάκι, του έκοβε την ανάσα.

Πόσες φορές έκανε αυτό το δρομολόγιο μέσα από το βουνό, ούτε κι αυτός θυμόταν όλα αυτά τα χρόνια, μα πρώτη φορά συνάντησε τόσο άσχημο καιρό. Λαχανιασμένος στάθηκε στο κούφωμα  ενός βράχου που δεν το έπιανε ο αέρας και το χιόνι, να πάρει λίγες ανάσες. Έψαξε για τα τσιγάρα, μούσκεμα το πακέτο και ο αναπτήρας γύρευε τώρα που τον έχασε. Βλαστήμησε για την κακοτυχία του και κάθισε ακουμπώντας την πλάτη στο βράχο. «Για λίγο» έκανε τη σκέψη «να ξεκουραστώ μια στάλα και συνεχίζω». Πήρε να σκοτεινιάζει, κάτασπρο το τοπίο από το χιόνι ένα γύρω, κι αυτός χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει έκλεισε τα μάτια.

Όνειρο η πραγματικότητα αυτό που άρχισε ευθύς να ζει, ποτέ δεν θα είχε την ευκαιρία να το ξεδιαλύνει ο Πόλ ο μαύρος. Ας είναι. Γύρισε ο χρόνος πίσω κι αυτός στη μέση τής κάμαρας όρθιος να κρατά στα χέρια του τον γιό του Ρομπέρτο, μόλις λίγων μηνών. Δίπλα η γυναίκα του η Ανίσα, να γκρινιάζει για την απόφαση του να φύγει στα ξένα, να βγάλει λίγα χρήματα, να φτιάξουν τη ζωή τους. Τους αποχαιρέτησε ένα πρωινό και πήρε το δρόμο για την Ελλάδα. «Για λίγο γλυκιά μου. Θα δεις, όλα θα πάνε καλά.». Καθόλου καλά τα πράγματα για τον Πόλ στα καινούργια μέρη. Ξένος και παράνομος, ότι πιο χειρότερο. Έσφιξε τα δόντια, μάζεψε υπομονή και ρίχτηκε στη δουλειά. Λίγα τα χαΐρια, μικρό και καθόλου σίγουρο το μεροκάματο, καθημερινές οι βρισιές, οι προσβολές και το κυνηγητό με την αστυνομία. Λιγόστεψαν και τα μεροκάματα στην οικοδομή και από τη Θεσσαλονίκη τράβηξε κατά το ύπαιθρο γυρεύοντας δουλειά στα χωράφια. Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη στο χωρίο Λιτή γνώρισε τον Μίλτο.

Ads

«Ψάχνεις δουλειά ρε μαύρε;» τον ρώτησε εκείνος πάνω από το τρακτέρ του, τη μέρα που συναντήθηκαν στο έμπα του χωριού. « Τι με κοιτάς έτσι ρε σαν χάνος;» συνέχισε ο Μίλτος, καθώς ο Πόλ δεν άνοιγε το στόμα να πει κουβέντα. «Σάλτα ρε στο τρακτέρ να φύγουμε γιατί βραδιάσαμε». Σάλταρε ο Πόλ, τα είπαν, συμφώνησαν, κατέβηκαν και στο καφενείο να πιούνε ένα τσίπουρο.

«Ο μαύρος από εδώ, είναι ρε ο καινούργιος μου βοηθός» σύστησε στους θαμώνες ο Μίλτος τον Πόλ.

«Πόλ με λένε» ψιθύρισε εκείνος με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα.

«Ε..καλά, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Πόλ ο μαύρος..>» είπε ο Μίλτος, και γέμισε χαχανητά το καφενείο με την ατάκα του. Έτσι οι ντόπιοι βάφτισαν από εκείνη τη μέρα τον ξένο, και επειδή δεν τους πολυάρεσε το ΄΄Πόλ΄΄, έμεινε σκέτο στο τέλος το ΄΄μαύρος΄΄.

Έπεσε με τα μούτρα ο μαύρος από την επόμενη στη δουλειά. Καμιά τριανταριά στρέμματα δικά του είχε ο Μίλτος, νοίκιασε άλλα εκατό και τα έσπειρε καλαμπόκι.

Πρίμα ο καιρός, πλούσια η σοδειά, έβαλε κάτω χαρτιά και μολύβι το αφεντικό να λογαριάσει τα κέρδη. Από κοντά και ο Πόλ χαίρονταν ο μαύρος, γιατί τι διάολο, τόση δουλειά πάτησε, θα έπαιρνε κι αυτός το μερτικό του. Έτσι λογάριαζαν μέχρι που πλάκωσαν οι έμποροι και χάλασε το πράγμα.

«Οι γαμημένοι»  ωρύονταν ο Μίλτος « με τις τιμές που δίνουν, ούτε τα έξοδα μου δεν βγάζω..»
Πήγαιναν και έρχονταν τα κοράκια με τις γραβάτες, τα ακριβά κουστούμια και τα πολυτελή αυτοκίνητα, μετρώντας την υπομονή των παραγωγών μέχρι να τους γονατίσουν.

«Τα  βλέπεις τα χαΐρια μας ρε…τα βλέπεις;» ρωτούσε φουρκισμένος τον Πόλ, λες κι εκείνος να ήταν σε θέση να του δώσει μια λύση.

« Γαμησέτα, σου λέω, μαύρε…γαμησέτα. Μ ε τη δουλειά και την αγιαστούρα στο χέρι, θεού πρόσωπο δεν βλέπεις. Τους είδες, τζάμπα μας πήρανε τη σοδειά, τζάμπα. Ποιος ο κάβουρας , ποιο και το ζουμί του. Κι εσένα ρε πως θα σε εξοφλήσω;»

Σώπαινε ο Πόλ με τα χέρια στις τσέπες, κοιτώντας αφηρημένα τον τοίχο. Άνθρακες ο θησαυρός και για τον δόλιο τον Αλβανό..

« Κράτος σου λέει ο άλλος, κράτος σκατά. Αφήνει αδέσποτα τα κάθε λογής λέσια, να ληστεύουν και να ρημάζουν τον κοσμάκη…». Είπε κι άλλα ο Μίλτος, έβρισε , βλαστήμησε, στο τέλος έριξε και μια μεγάλη μούντζα κατά το νότο, κι έπεσε βαρύς, εξουθενωμένος σε μια καρέκλα. Άναψαν τσιγάρο πέφτοντας σε περισυλλογή. Κάποια στιγμή εκείνος στύλωσετο κορμί του στη καρέκλα, το πρόσωπο του πήρε μια παράξενη έκφραση καθώς στρέφονταν προς τη μεριά του Πόλ.

« Ρε εσύ, έχω μια ιδέα. Για πλησίασε ρε…για πλησίασε»

Πλησίασε κι ο μαύρος γεμάτος απορία να ακούσει την ιδέα του αφεντικού του. Κι όσο άκουγε τόσο τον έζωναν τα φίδια.
« Αν μας πιάσουν αφεντικό, χαθήκαμε.»

«Αστο πάνω μου ρε και μη σε νοιάζει» επέμενε εκείνος και βάλθηκε να εξηγεί ακόμα μια φορά το σχέδιο του. Έτσι ξεκίνησαν τα δρομολόγια εκείνη την Άνοιξη του 95. Ο Πόλ παραλάμβανε την ομάδα των συμπατριωτών του από την Αλβανία, πότε πέντε, πότε δέκα άτομα, και μέσα από το βουνό τους κατέβαζε στην Ελλάδα. Έξω από τα Γιάννενα τους περίμενε ο Μίλτος άλλοτε με ταξί και άλλες φορές με φορτηγάκι για να τους μεταφέρει στο εσωτερικό.

Τριάντα χιλιάρικα το κεφάλι όρισε τη ταρίφα ο Μίλτος, κι αν τους έβρισκε και δουλειά το κόστος μεγάλωνε. Αποφασιστικός, αδίστακτος, είχε οργανώσει τέλεια ένα κανονικό δίκτυο διακίνησης παράνομων αλλοδαπών, λαδώνοντας τελωνειακούς, ακόμη και μπάτσους. Δυνατός και ανθεκτικός στη κακουχία, κάμποσες φορές έκανε και ο ίδιος τη διαδρομή στο βουνό, συνοδεύοντας το πολύτιμο φορτίο του. Ζεστάθηκε και η ορφανή από χρήμα τσέπη του έρμου του μαύρου, κι έτσι παραμέρισαν φόβοι και δισταγμοί. Για τα μάτια του κόσμου καταγίνονταν και οι δύο με τα χωράφια, κι όλα κυλούσαν μια χαρά. Μέχρι που ο Μίλτος είχε και μια δεύτερη ιδέα.

« Που λες συνεταιράκι, το σκέφτηκα αρκετά πριν το αποφασίσω. Αφού λοιπόν τα πάμε μια χαρά στις δουλειές, λέω να συγγενέψουμε κιόλας.»
Γύρισε ξαφνιασμένος ο Πόλ και τον κοίταξε.

«Μη σκιάζεσαι ρε, είναι για το καλό σου. Την ανιψιά μου την Ερμιόνη την ξέρεις. Δεν λέω, είναι λίγο μπαγιάτικη, έχει κι εκείνο το μικροκουσούρι στο πόδι. Αλλά από νοικοκυριό, μη μου πεις, σκίζει. Θα βολευτείς κι εσύ ρε, θα έχεις κάποιον να σε περιμένει, ένα πιάτο ζεστό φαί, σώβρακο καθαρό να αλλάξεις, τρύπα να ξεχαρμανιάζεις όποτε γουστάρεις.»

« Δεν γίνονται αυτά αφεντικό» μουρμούρισε βραχνιασμένος ο Πόλ, ενώ η καρδιά του πετάρισε από την απρόσμενη πρόταση του άλλου.

« Γιατί ρε, ελεύθερος δεν είσαι; Εντάξει μπορεί να σου ρίχνει καμιά δεκαριά χρονάκια, αλλά ούτε οι πρώτοι είστε, ούτε οι τελευταίοι. Άντε και σου κάνω χάρη μπαγάσα, κι εσύ μου παριστάνεις το δύσκολο. Μόλις πάρεις τη πράσινη κάρτα, ντουγρού για το δημαρχείο, με τη νύφη αγκαζέ»

Ήταν η ανάγκη, ήταν το όνειρο που αχνόφεγγε στο βάθος μακριά, κλείνοντας του το μάτι πονηρά, ήταν τέλος και ο φόβος που του προκαλούσε ο Μίλτος. Ο συνεταίρος του δεν χαμπάριζε από αισθήματα και φιλίες και τέτοια.

Έκλαψε πικρά ο Πόλ ο μαύρος, αναθεματίζοντας το γραφτό του, πριν ανέβει τα σκαλιά του δημαρχείου εκείνη τη καταραμένη μέρα, έχοντας στο πλευρό του την Ερμιόνη. Κι όση ώρα κρατούσε η τελετή, αυτός έπαιρνε χίλιους όρκους, πως μόλις μαζέψει λίγα χρήματα θα ξεκινούσε κρυφά για εκεί που τον περίμεναν εκείνοι που λάτρευε.
                                     
                                        —————————-

Όνειρο η παιχνίδια της φαντασίας αυτό που τώρα ζούσε ξαπλωμένος στη ρίζα του βράχου, ο Πόλ δεν θα είχε ο δύστυχος την ευκαιρία ποτέ να απαντήσει. Μοναχά κάποια στιγμή μισάνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε στους αγκώνες του, προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται.

Είχε σκοτεινιάσει και το χιόνι πιο έντονα τώρα συνέχιζε να πέφτει ακατάπαυτα.. Έσυρε το χέρι του με δυσκολία στην αριστερή εσωτερική μεριά του μπουφάν του, στη τσέπη, εκεί που φύλαγε το εισιτήριο για την καινούργια του ζωή. Τριακόσια χιλιάρικα, μετρημένα σχολαστικά, ένα προς ένα. Έγειρε ξανά το κεφάλι πίσω, κι αναλογίστηκε ευχαριστημένος, την έκπληξη στα πρόσωπα της Ανίσα και του Ρομπέρτο, έτσι καθώς θα τον έβλεπαν ξαφνικά μπροστά τους.

Αχ που μόνο αυτή η επίμονη νύστα, αυτό το παράξενο μούδιασμα που αγκάλιαζε σαγηνευτικά όλο του το κορμί και το καθήλωνε στο χώμα, δεν τον άφηναν να προχωρήσει.

«Λίγο ακόμα να κοιμηθώ, λίγο και…» ψιθύρισε, καθώς βυθίζονταν σε λήθαργο.

                               ————————————

Δυο μέρες περίμενε και σαν είδε ότι ο μαύρος δεν φαίνονταν πουθενά, αναποδογύρισε την περιοχή ο Μίλτος, για να τον ξετρυπώσει. Άφαντος ο Πόλ, ψυχή δεν τον είδε, μήτε τον απάντησε κανείς. Δεν του έφτανε η εξαφάνιση του Πόλ, είχε και τον καημό της ανιψιάς του, που ξαφνικά έμεινε ζωντοχήρα.
«Βαλάντωσε στο κλάμα» του πρόλαβε τα νέα η αδελφή του η Ξένη, μητέρα της Ερμιόνης, «δεν έχει, λέει, μούτρα να βγει στη γειτονιά. Άσε που υποψιάζομαι ότι το μαυροτσούκαλο την γκάστρωσε κιόλας.»

Κάποιος του σφύριξε ότι στο διπλανό χωριό την Ασηρο, δουλεύει ένας συντοπίτης του Πολ, που μπορεί να ξέρει κάτι. Στη καφετερία του χωριού τον συνάντησε ο Μίλτος, κι έμεινε κόκαλο από την έκπληξη με όσα άκουγε.

«Έχει γυναίκα και παιδί, αφεντικό, δεν σας το είπε; Τον ξέρω καλά, στο ίδιο χωριό μεγαλώσαμε, μαζί πηγαίναμε για χρόνια σχολείο. Ο γιος του θα κοντεύει τώρα τα πέντε χρόνια…».

Το κωλόπαιδο, ο αχάριστος, ο λυμασμένος, μουρμούριζε ο Μίλτος γεμάτος οργή και αγανάκτηση καθώς επέστρεφε στο σπίτι του. Α ρε πούστη από μένα δεν θα γλυτώσεις ακόμα και στου διαβόλου το κέρατο να κρυφτείς. Θα σε ξετρυπώσω ρε και τότε θα δεις τι εστί Μίλτος. Ξαγρύπνησε εκείνο το βράδυ με παρέα το τσίπουρο και το τσιγάρο καταστρώνοντας το σχέδιο εντοπισμού του φυγάδα.

Το χάραμα βιαστικός ξεκίνησε με το αγροτικό για τα Γιάννενα δίχως να πει κουβέντα. Απόμεινε στην πόρτα του σπιτιού απορημένη και η Κατερίνα η γυναίκα του που τον έβλεπε να απομακρύνεται χωρίς να της πει κουβέντα. Στα Γιάννενα άφησε το αγροτικό και με τα πόδια τράβηξε κατά το βουνό στα περάσματα που χρησιμοποιούσαν οι Αλβανοί που δεν είχαν χαρτιά, μήτε πολλές φορές και διαβατήρια.

Ο Μίλτος ήξερε καλά τα κατατόπια, τα θυμόταν από τον καιρό που μαζί με τον μαύρο στην αρχή κάνανε τα  δρομολόγια υποδοχής και μεταφοράς των ξένων στο εσωτερικό της χώρας. Βάδιζε γρήγορα στα κακοτράχαλα μονοπάτια, αποφασισμένος να κερδίσει χρόνο , μήπως και προλάβει τον Πόλ που προηγούνταν μια ολόκληρη μέρα.

Ήξερε, ήταν σίγουρος ότι ο μαύρος αυτό τον δρόμο φυγής διάλεξε, μια και το διαβατήριο του, όπως και την κάρτα νόμιμης διαμονής του τα κρατούσε ο ίδιος για κάθε ενδεχόμενο. Και να που η καχυποψία του βγήκε αληθινή. Να που το ενδεχόμενο έγινε πραγματικότητα, αφού  το τσογλάνι σήκωσε ότι λεφτά μάζεψε όλο αυτό τον καιρό και έγινε άφαντος. Άφαντος αυτός, ζωντοχήρα η Ερμιόνη και ο ίδιος ο Μίλτος που τον λογάριαζαν όχι μόνο οι συγχωριανοί του μα και όλη η γύρω περιοχή σαν τον άνθρωπο που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, ξεγελασμένος από αυτό το ανθρώπινο κατακάθι τον μαύρο.

Πήρε να σουρουπώνει όταν στάθηκε μια στάλα να πάρει ανάσες, να ανάψει ένα τσιγάρο. Ακούμπησε στον χοντρό κορμό του δένδρου πλάι του και έσυρε το βλέμμα  ένα γύρω. Τώρα που νύχτωνε ο όγκος του βουνού , η απόλυτη ερημιά και οι ανεπαίσθητοι ήχοι από πουλιά και ζωντανά, φτιάχναν το σκηνικό του τρόμου.

Ο καιρός από νωρίς το απόγευμα πήρε να χαλάει  και το ψιλόβροχο δεν έλεγε να σταματήσει. Τράβηξε το φερμουάρ του χοντρού μπουφάν του μέχρι το λαιμό και αποφάσισε έστω και μέσα στο σκοτάδι να συνεχίσει την πορεία του. Ύστερα σκέφτηκε ότι δεν γινόταν αλλιώς αν ήθελε να προλάβει τον Πόλ. Το ψιλόβροχο δεν άργησε να το γυρίσει σε χιόνι και το κρύο να γίνεται ανυπόφορο. Αυτός όμως δεν στάθηκε ικανό να τον κάνει να σκεφτεί ούτε στιγμή, ότι ματαιοπονεί μέσα στην ερημιά και την αγριάδα του βουνού, ότι μπορεί να κινδυνέψει από στιγμή σε στιγμή.

Θα σε πιάσω κάθαρμα, θα σε πιάσω μονολογούσε λαχανιασμένος καθώς με κόπο ξεκολλούσε πια τα πόδια του από την λάσπη και το χιόνι.
————————————————————————–

Στο πρώτο φώς της μέρας αντίκρισε την ανθρώπινη φιγούρα, την στηριγμένη στο κούφωμα του βράχου. Βράδυνε το βήμα και πλησίασε όσο γινόταν πιο αθόρυβα. Αυτός ήταν, αυτός ο Πόλ.

Ο Μίλτος στάθηκε ασάλευτος από πάνω του κάμποσα λεπτά δίχως ο άλλος να δίνει κάποιο σημάδι ζωής. Κοιμάται του καλού καιρού ο κόπανος, σκέφτηκε ο Μίλτος και τον κλώτσησε στο πόδι. << Κάνεις τον ψόφιο ρε αλήτη, ούτε μιλάς, ούτε λαλάς ε; Τι νόμιζες ρε λαμόγιο ότι δεν θα σε έβρισκα; Σαν να μην ήξερες ρε με ποιον τα έβαλες >>. Ούρλιαζε μέσα στη ερημιά ο Μίλτος δίχως να παίρνει καμιά απόκριση. Κι όσο ο άλλος έμενε σιωπηλός και ατάραχος, τα ουρλιαχτά με κατάρες και βλαστήμιες κομμάτιαζαν την αβάσταχτη ερημιά, την απέραντη σιωπή του βουνού.

Κάποια στιγμή έσκυψε πάνω από το ακίνητο κορμί και αρπάζοντας από τα πέτα του παλτού τον Πόλ, άρχισε να τον ταρακουνά βρίζοντας για να ξυπνήσει. Μάταιος κόπος. Μάταιη και η αναζήτηση κάποιου σημαδιού ζωής. Ούτε ανάσα, ούτε κτύπος καρδιάς. Κάθισε δίπλα στον νεκρό για ώρα, αμήχανος, ανίκανος να σκεφτεί και να αποφασίσει τι θα κάνει. << Γαμώτο…γαμώτο >> μονολογούσε  <<δεν του άξιζε αυτή η τύχη… δεν του άξιζε αυτό το τέλος. Θα μπορούσε…θα μπορουσε…>> δεν τέλειωσε τη φράση του και τον ξανακαβάλησαν και πάλι οι διαβόλοι  << καλά να πάθεις ρε μαύρε…καλά να πάθεις. Πήγαινες γυρεύοντας και να τα αποτελέσματα. Τι κατάλαβες τώρα ρε , τι κατάλαβες; >>

Πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού ψαχούλεψε τις τσέπες στο μπουφάν του νεκρού. Σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μια κοπέλα και ένα αγοράκι χαμογελούσαν ξένοιαστοι στο φακό. Η γυναίκα του και ο γιός του σκέφτηκε ο Μίλτος κοιτάζοντας για ώρα την κιτρινισμένη από τον καιρό φωτογραφία. Στην άλλη τσέπη βρήκε το μασουράκι τα χαρτονομίσματα, κοντά τριακόσια χιλιάρικα. Όλα γι αυτά, για αυτά τα κωλολεφτά, γαμω την σκατοζωή μας, γαμω…μουρμούρισε κοιτάζοντας αφηρημένα τα χαρτονομίσματα.

Ξαφνικά σαν να συνειδητοποίησε τι πραγματικά του συνέβαινε και που βρισκόταν , αποφάσισε να πάρει το δρόμο του γυρισμού, αφού πρώτα πέταξε προς τη μεριά του Πόλ την φωτογραφία, ενώ έβαζε στη τσέπη του τα χρήματα, λέγοντας << αυτά ρε πλέον δεν σου χρειάζονται και όσο για τη φωτογραφία, αυτή είναι δική σου >> Πήρε τον κατήφορο του μονοπατιού, όταν κοντοστάθηκε σαν κάτι να λησμόνησε.

Κοίταξε συλλογισμένος ψηλά τον ουρανό λες και περίμενε κάποια απάντηση, κάποιο νεύμα  που θα τον λύτρωνε από το δίλλημα που φάνηκε ξαφνικά να τον βασανίζει. Έμεινε αρκετή ώρα σκεφτικός κλωτσώντας απαλά με την μύτη της μπότας του το φρέσκο χιόνι, κοιτάζοντας μια προς την κατεύθυνση της πατρίδας του και μια προς εκείνη της πατρίδας του Πόλ. Με φανερή την ανακούφιση στο πρόσωπο του, άνοιξε το βήμα για τα Αλβανικά μέρη.
———————————————

Αργά το απόγευμα έφτασε κατάκοπος στο χωριό του Πόλ. Δεν παιδεύτηκε γι αυτό πολύ, μιας και ήταν καλά πληροφορημένος από τον συντοπίτη του μαύρου στην Άσηρο. Στο καφενείο του χωριού ρώτησε την παρέα για το σπίτι του Πόλ. Κάποιος από αυτούς που είχε δουλέψει στα χωριά της Θεσσαλονίκης και γνώριζε και τα Ελληνικά προθυμοποιήθηκε να τον πάει μέχρι εκεί.

Κοίταζαν ξαφνιασμένοι η νεαρή μάννα και ο μικρός γιός της τον απρόσμενο ξένο, μη μπορώντας να κρύψουν από τα μάτια τους και την σκιά φόβου που τρεμόσβηνε. <<Πες της φίλε μου>>  στράφηκε ο Μίλτος στον Αλβανό << ότι γνωρίζω τον άντρα της, γιατί είναι στη δούλεψη μου. Ήρθα εδώ για κάποιες υποχρεώσεις μου και με την ευκαιρία με παρακάλεσε ο Πόλ  να της φέρω αυτά τα χρήματα. Πες της ότι αυτά είναι δικά του. Από τους κόπους της δουλειάς του >>.

Εκείνη δεν μιλούσε, δεν είπε τίποτα, μόνο κοίταζε με το ίδιο απορημένο βλέμμα μια τον Μίλτο και μια τα χρήματα πάνω στο τραπέζι. Μόνο εκείνος ο μικρός είχε στυλώσει επίμονα τα μεγάλα μαύρα μάτια του στον ξένο και ήταν σαν να τον ρωτούσαν χίλια δυό πράγματα για τον πατέρα του. Τα μάτια εκείνα τα παιδικά τα τόσο αθώα μα και φοβισμένα, ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει ο Μίλτος. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή εκείνης. Ρωτούσε για τον άντρα της, αν είναι καλά, πότε θα επιστρέψει. << Είναι καλά και μόλις μπορέσει θα έρθει >> απάντησε ο Μίλτος με φωνή που μόλις ακουγόταν.
—————————————————-

Γύρισε στο χωριό άλλος άνθρωπος. Δεν ήταν αυτός που ξέρανε όλοι όσοι τον γνώριζαν εχθροί και φίλοι. Άλλος Μίλτος ξεκίνησε εκείνο το πρωί και άλλος γύρισε,  λέει και η γυναίκα του. Λιγομίλητος, σοβαρός, δίχως πολλά-πολλά με παρέες, ξενύχτια και λοβιτούρες. Καθισμένος στη συνηθισμένη γωνιά του καφενείου, συλλογισμένος, έμοιαζε να ταξιδεύει σε άλλους καιρούς, με άλλους ανθρώπους. Με τους ανθρώπους σαν την γυναίκα του Πολ και τον γιό του που ακόμη απορούν γιατί μετά από τόσο καιρό  δεν γυρνά στο σπίτι ο άνθρωπος τους  παρά μόνο τούς στέλνει τακτικά χρήματα για να βιοποριστούν.

Στη σκέψη αυτών των ανθρώπων χαμογελά ο Μίλτος. Κι όταν χαμογελά φωτίζεται παράξενα το πρόσωπο του, ομορφαίνουν τα σκληρά χαρακτηριστικά του. Τόσο που ξαφνιάζουν ευχάριστα και τον φίλο του τον καφετζή τον Μιχάλη που έχει να το λέει.
———————————————————————————————————–

«Τι να σου τάξω να ημερώσεις λίγο ρε παλιόκαιρε; ¨» μουρμούρισε ο Πόλ ο μαύρος καθώς σήκωνε τα μάτια ψηλά στον ουρανό ικετεύοντας τον αόρατο συνομιλητή του να φανεί συμπονετικός, να τον αφήσει να φτάσει στο σπίτι του.

«Με περιμένουν οι δικοί μου, η γυναίκα μου, ο γιος μου…» συνέχισε να μονολογεί απελπισμένος, αλλά που αυτός. Βούλιαζε στο χιόνι ο Πόλ μέχρι το γόνατο και ο παγωμένος βοριάς, σκέτο φαρμάκι, του έκοβε την ανάσα. Πόσες φορές έκανε αυτό το δρομολόγιο μέσα από το βουνό, ούτε κι αυτός θυμόταν όλα αυτά τα χρόνια, μα πρώτη φορά συνάντησε τόσο άσχημο καιρό. Λαχανιασμένος στάθηκε στο κούφωμα  ενός βράχου που δεν το έπιανε ο αέρας και το χιόνι, να πάρει λίγες ανάσες.

Έψαξε για τα τσιγάρα, μούσκεμα το πακέτο και ο αναπτήρας γύρευε τώρα που τον έχασε. Βλαστήμησε για την κακοτυχία του και κάθισε ακουμπώντας την πλάτη στο βράχο. «Για λίγο» έκανε τη σκέψη «να ξεκουραστώ μια στάλα και συνεχίζω». Πήρε να σκοτεινιάζει, κάτασπρο το τοπίο από το χιόνι ένα γύρω, κι αυτός χωρίς καλά-καλά να το καταλάβει έκλεισε τα μάτια.

Όνειρο η πραγματικότητα αυτό που άρχισε ευθύς να ζει, ποτέ δεν θα είχε την ευκαιρία να το ξεδιαλύνει ο Πόλ ο μαύρος. Ας είναι. Γύρισε ο χρόνος πίσω κι αυτός στη μέση τής κάμαρας όρθιος να κρατά στα χέρια του τον γιό του Ρομπέρτο, μόλις λίγων μηνών. Δίπλα η γυναίκα του η Ανίσα, να γκρινιάζει για την απόφαση του να φύγει στα ξένα, να βγάλει λίγα χρήματα, να φτιάξουν τη ζωή τους. Τους αποχαιρέτησε ένα πρωινό και πήρε το δρόμο για την Ελλάδα.

«Για λίγο γλυκιά μου. Θα δεις, όλα θα πάνε καλά.». Καθόλου καλά τα πράγματα για τον Πόλ στα καινούργια μέρη. Ξένος και παράνομος, ότι πιο χειρότερο. Έσφιξε τα δόντια, μάζεψε υπομονή και ρίχτηκε στη δουλειά. Λίγα τα χαΐρια, μικρό και καθόλου σίγουρο το μεροκάματο, καθημερινές οι βρισιές, οι προσβολές και το κυνηγητό με την αστυνομία. Λιγόστεψαν και τα μεροκάματα στην οικοδομή και από τη Θεσσαλονίκη τράβηξε κατά το ύπαιθρο γυρεύοντας δουλειά στα χωράφια. Λίγα χιλιόμετρα έξω από την πόλη στο χωρίο Λιτή γνώρισε τον Μίλτο.

«Ψάχνεις δουλειά ρε μαύρε;» τον ρώτησε εκείνος πάνω από το τρακτέρ του, τη μέρα που συναντήθηκαν στο έμπα του χωριού. « Τι με κοιτάς έτσι ρε σαν χάνος;» συνέχισε ο Μίλτος, καθώς ο Πόλ δεν άνοιγε το στόμα να πει κουβέντα. «Σάλτα ρε στο τρακτέρ να φύγουμε γιατί βραδιάσαμε». Σάλταρε ο Πόλ, τα είπαν, συμφώνησαν, κατέβηκαν και στο καφενείο να πιούνε ένα τσίπουρο.

«Ο μαύρος από εδώ, είναι ρε ο καινούργιος μου βοηθός» σύστησε στους θαμώνες ο Μίλτος τον Πόλ.

«Πόλ με λένε» ψιθύρισε εκείνος με τα μάτια καρφωμένα στο πάτωμα.

«Ε..καλά, δεν χάθηκε κι ο κόσμος. Πόλ ο μαύρος..>» είπε ο Μίλτος, και γέμισε χαχανητά το καφενείο με την ατάκα του. Έτσι οι ντόπιοι βάφτισαν από εκείνη τη μέρα τον ξένο, και επειδή δεν τους πολυάρεσε το ΄΄Πόλ΄΄, έμεινε σκέτο στο τέλος το ΄΄μαύρος΄΄.

Έπεσε με τα μούτρα ο μαύρος από την επόμενη στη δουλειά. Καμιά τριανταριά στρέμματα δικά του είχε ο Μίλτος, νοίκιασε άλλα εκατό και τα έσπειρε καλαμπόκι. Πρίμα ο καιρός, πλούσια η σοδειά, έβαλε κάτω χαρτιά και μολύβι το αφεντικό να λογαριάσει τα κέρδη. Από κοντά και ο Πόλ χαίρονταν ο μαύρος, γιατί τι διάολο, τόση δουλειά πάτησε, θα έπαιρνε κι αυτός το μερτικό του. Έτσι λογάριαζαν μέχρι που πλάκωσαν οι έμποροι και χάλασε το πράγμα.
«Οι γαμημένοι»  ωρύονταν ο Μίλτος « με τις τιμές που δίνουν, ούτε τα έξοδα μου δεν βγάζω..»

Πήγαιναν και έρχονταν τα κοράκια με τις γραβάτες, τα ακριβά κουστούμια και τα πολυτελή αυτοκίνητα, μετρώντας την υπομονή των παραγωγών μέχρι να τους γονατίσουν.

«Τα  βλέπεις τα χαΐρια μας ρε…τα βλέπεις;» ρωτούσε φουρκισμένος τον Πόλ, λες κι εκείνος να ήταν σε θέση να του δώσει μια λύση.

« Γαμησέτα, σου λέω, μαύρε…γαμησέτα. Μ ε τη δουλειά και την αγιαστούρα στο χέρι, θεού πρόσωπο δεν βλέπεις. Τους είδες, τζάμπα μας πήρανε τη σοδειά, τζάμπα. Ποιος ο κάβουρας , ποιο και το ζουμί του. Κι εσένα ρε πως θα σε εξοφλήσω;»

Σώπαινε ο Πόλ με τα χέρια στις τσέπες, κοιτώντας αφηρημένα τον τοίχο. Άνθρακες ο θησαυρός και για τον δόλιο τον Αλβανό..

« Κράτος σου λέει ο άλλος, κράτος σκατά. Αφήνει αδέσποτα τα κάθε λογής λέσια, να ληστεύουν και να ρημάζουν τον κοσμάκη…». Είπε κι άλλα ο Μίλτος, έβρισε , βλαστήμησε, στο τέλος έριξε και μια μεγάλη μούντζα κατά το νότο, κι έπεσε βαρύς, εξουθενωμένος σε μια καρέκλα. Άναψαν τσιγάρο πέφτοντας σε περισυλλογή. Κάποια στιγμή εκείνος στύλωσε το κορμί του στη καρέκλα, το πρόσωπο του πήρε μια παράξενη έκφραση καθώς στρέφονταν προς τη μεριά του Πόλ.

« Ρε εσύ, έχω μια ιδέα. Για πλησίασε ρε…για πλησίασε»

Πλησίασε κι ο μαύρος γεμάτος απορία να ακούσει την ιδέα του αφεντικού του. Κι όσο άκουγε τόσο τον έζωναν τα φίδια.

« Αν μας πιάσουν αφεντικό, χαθήκαμε.»

«Αστο πάνω μου ρε και μη σε νοιάζει» επέμενε εκείνος και βάλθηκε να εξηγεί ακόμα μια φορά το σχέδιο του. Έτσι ξεκίνησαν τα δρομολόγια εκείνη την Άνοιξη του 95. Ο Πόλ παραλάμβανε την ομάδα των συμπατριωτών του από την Αλβανία, πότε πέντε, πότε δέκα άτομα, και μέσα από το βουνό τους κατέβαζε στην Ελλάδα. Έξω από τα Γιάννενα τους περίμενε ο Μίλτος άλλοτε με ταξί και άλλες φορές με φορτηγάκι για να τους μεταφέρει στο εσωτερικό. Τριάντα χιλιάρικα το κεφάλι όρισε τη ταρίφα ο Μίλτος, κι αν τους έβρισκε και δουλειά το κόστος μεγάλωνε. Αποφασιστικός, αδίστακτος, είχε οργανώσει τέλεια ένα κανονικό δίκτυο διακίνησης παράνομων αλλοδαπών, λαδώνοντας τελωνειακούς, ακόμη και μπάτσους. Δυνατός και ανθεκτικός στη κακουχία, κάμποσες φορές έκανε και ο ίδιος τη διαδρομή στο βουνό, συνοδεύοντας το πολύτιμο φορτίο του. Ζεστάθηκε και η ορφανή από χρήμα τσέπη του έρμου του μαύρου, κι έτσι παραμέρισαν φόβοι και δισταγμοί. Για τα μάτια του κόσμου καταγίνονταν και οι δύο με τα χωράφια, κι όλα κυλούσαν μια χαρά. Μέχρι που ο Μίλτος είχε και μια δεύτερη ιδέα.

« Που λες συνεταιράκι, το σκέφτηκα αρκετά πριν το αποφασίσω. Αφού λοιπόν τα πάμε μια χαρά στις δουλειές, λέω να συγγενέψουμε κιόλας.»
Γύρισε ξαφνιασμένος ο Πόλ και τον κοίταξε.

«Μη σκιάζεσαι ρε, είναι για το καλό σου. Την ανιψιά μου την Ερμιόνη την ξέρεις. Δεν λέω, είναι λίγο μπαγιάτικη, έχει κι εκείνο το μικροκουσούρι στο πόδι. Αλλά από νοικοκυριό, μη μου πεις, σκίζει. Θα βολευτείς κι εσύ ρε, θα έχεις κάποιον να σε περιμένει, ένα πιάτο ζεστό φαί, σώβρακο καθαρό να αλλάξεις, τρύπα να ξεχαρμανιάζεις όποτε γουστάρεις.»

« Δεν γίνονται αυτά αφεντικό» μουρμούρισε βραχνιασμένος ο Πόλ, ενώ η καρδιά του πετάρισε από την απρόσμενη πρόταση του άλλου.

« Γιατί ρε, ελεύθερος δεν είσαι; Εντάξει μπορεί να σου ρίχνει καμιά δεκαριά χρονάκια, αλλά ούτε οι πρώτοι είστε, ούτε οι τελευταίοι. Άντε και σου κάνω χάρη μπαγάσα, κι εσύ μου παριστάνεις το δύσκολο. Μόλις πάρεις τη πράσινη κάρτα, ντουγρού για το δημαρχείο, με τη νύφη αγκαζέ»

Ήταν η ανάγκη, ήταν το όνειρο που αχνόφεγγε στο βάθος μακριά, κλείνοντας του το μάτι πονηρά, ήταν τέλος και ο φόβος που του προκαλούσε ο Μίλτος. Ο συνεταίρος του δεν χαμπάριζε από αισθήματα και φιλίες και τέτοια 

Έκλαψε πικρά ο Πόλ ο μαύρος, αναθεματίζοντας το γραφτό του, πριν ανέβει τα σκαλιά του δημαρχείου εκείνη τη καταραμένη μέρα, έχοντας στο πλευρό του την Ερμιόνη. Κι όση ώρα κρατούσε η τελετή, αυτός έπαιρνε χίλιους όρκους, πως μόλις μαζέψει λίγα χρήματα θα ξεκινούσε κρυφά για εκεί που τον περίμεναν εκείνοι που λάτρευε.
                                     
                                        —————————-

Όνειρο η παιχνίδια της φαντασίας αυτό που τώρα ζούσε ξαπλωμένος στη ρίζα του βράχου, ο Πόλ δεν θα είχε ο δύστυχος την ευκαιρία ποτέ να απαντήσει. Μοναχά κάποια στιγμή μισάνοιξε τα μάτια και ανασηκώθηκε στους αγκώνες του, προσπαθώντας να καταλάβει που βρίσκεται.

Είχε σκοτεινιάσει και το χιόνι πιο έντονα τώρα συνέχιζε να πέφτει ακατάπαυτα.. Έσυρε το χέρι του με δυσκολία στην αριστερή εσωτερική μεριά του μπουφάν του, στη τσέπη, εκεί που φύλαγε το εισιτήριο για την καινούργια του ζωή. Τριακόσια χιλιάρικα, μετρημένα σχολαστικά, ένα προς ένα. Έγειρε ξανά το κεφάλι πίσω, κι αναλογίστηκε ευχαριστημένος, την έκπληξη στα πρόσωπα της Ανίσα και του Ρομπέρτο, έτσι καθώς θα τον έβλεπαν ξαφνικά μπροστά τους.

Αχ που μόνο αυτή η επίμονη νύστα, αυτό το παράξενο μούδιασμα που αγκάλιαζε σαγηνευτικά όλο του το κορμί και το καθήλωνε στο χώμα, δεν τον άφηναν να προχωρήσει.

«Λίγο ακόμα να κοιμηθώ, λίγο και…» ψιθύρισε, καθώς βυθίζονταν σε λήθαργο.

                               ————————————

Δυο μέρες περίμενε και σαν είδε ότι ο μαύρος δεν φαίνονταν πουθενά, αναποδογύρισε την περιοχή ο Μίλτος, για να τον ξετρυπώσει. Άφαντος ο Πόλ, ψυχή δεν τον είδε, μήτε τον απάντησε κανείς. Δεν του έφτανε η εξαφάνιση του Πόλ, είχε και τον καημό της ανιψιάς του, που ξαφνικά έμεινε ζωντοχήρα.
«Βαλάντωσε στο κλάμα» του πρόλαβε τα νέα η αδελφή του η Ξένη, μητέρα της Ερμιόνης, «δεν έχει, λέει, μούτρα να βγει στη γειτονιά. Άσε που υποψιάζομαι ότι το μαυροτσούκαλο την γκάστρωσε κιόλας.»

Κάποιος του σφύριξε ότι στο διπλανό χωριό την Ασηρο, δουλεύει ένας συντοπίτης του Πολ, που μπορεί να ξέρει κάτι. Στη καφετερία του χωριού τον συνάντησε ο Μίλτος, κι έμεινε κόκαλο από την έκπληξη με όσα άκουγε.

«Έχει γυναίκα και παιδί, αφεντικό, δεν σας το είπε; Τον ξέρω καλά, στο ίδιο χωριό μεγαλώσαμε, μαζί πηγαίναμε για χρόνια σχολείο. Ο γιος του θα κοντεύει τώρα τα πέντε χρόνια…».

Το κωλόπαιδο, ο αχάριστος, ο λυμασμένος, μουρμούριζε ο Μίλτος γεμάτος οργή και αγανάκτηση καθώς επέστρεφε στο σπίτι του. Α ρε πούστη από μένα δεν θα γλυτώσεις ακόμα και στου διαβόλου το κέρατο να κρυφτείς. Θα σε ξετρυπώσω ρε και τότε θα δεις τι εστί Μίλτος. Ξαγρύπνησε εκείνο το βράδυ με παρέα το τσίπουρο και το τσιγάρο καταστρώνοντας το σχέδιο εντοπισμού του φυγάδα.

Το χάραμα βιαστικός ξεκίνησε με το αγροτικό για τα Γιάννενα δίχως να πει κουβέντα. Απόμεινε στην πόρτα του σπιτιού απορημένη και η Κατερίνα η γυναίκα του που τον έβλεπε να απομακρύνεται χωρίς να της πει κουβέντα. Στα Γιάννενα άφησε το αγροτικό και με τα πόδια τράβηξε κατά το βουνό στα περάσματα που χρησιμοποιούσαν οι Αλβανοί που δεν είχαν χαρτιά, μήτε πολλές φορές και διαβατήρια.

Ο Μίλτος ήξερε καλά τα κατατόπια, τα θυμόταν από τον καιρό που μαζί με τον μαύρο στην αρχή κάνανε τα  δρομολόγια υποδοχής και μεταφοράς των ξένων στο εσωτερικό της χώρας. Βάδιζε γρήγορα στα κακοτράχαλα μονοπάτια, αποφασισμένος να κερδίσει χρόνο , μήπως και προλάβει τον Πόλ που προηγούνταν μια ολόκληρη μέρα. Ήξερε, ήταν σίγουρος ότι ο μαύρος αυτό τον δρόμο φυγής διάλεξε, μια και το διαβατήριο του, όπως και την κάρτα νόμιμης διαμονής του τα κρατούσε ο ίδιος για κάθε ενδεχόμενο.

Και να που η καχυποψία του βγήκε αληθινή. Να που το ενδεχόμενο έγινε πραγματικότητα, αφού  το τσογλάνι σήκωσε ότι λεφτά μάζεψε όλο αυτό τον καιρό και έγινε άφαντος. Άφαντος αυτός, ζωντοχήρα η Ερμιόνη και ο ίδιος ο Μίλτος που τον λογάριαζαν όχι μόνο οι συγχωριανοί του μα και όλη η γύρω περιοχή σαν τον άνθρωπο που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί του, ξεγελασμένος από αυτό το ανθρώπινο κατακάθι τον μαύρο. Πήρε να σουρουπώνει όταν στάθηκε μια στάλα να πάρει ανάσες, να ανάψει ένα τσιγάρο. Ακούμπησε στον χοντρό κορμό του δένδρου πλάι του και έσυρε το βλέμμα  ένα γύρω.

Τώρα που νύχτωνε ο όγκος του βουνού , η απόλυτη ερημιά και οι ανεπαίσθητοι ήχοι από πουλιά και ζωντανά, φτιάχναν το σκηνικό του τρόμου. Ο καιρός από νωρίς το απόγευμα πήρε να χαλάει  και το ψιλόβροχο δεν έλεγε να σταματήσει. Τράβηξε το φερμουάρ του χοντρού μπουφάν του μέχρι το λαιμό και αποφάσισε έστω και μέσα στο σκοτάδι να συνεχίσει την πορεία του.

Ύστερα σκέφτηκε ότι δεν γινόταν αλλιώς αν ήθελε να προλάβει τον Πόλ. Το ψιλόβροχο δεν άργησε να το γυρίσει σε χιόνι και το κρύο να γίνεται ανυπόφορο. Αυτός όμως δεν στάθηκε ικανό να τον κάνει να σκεφτεί ούτε στιγμή, ότι ματαιοπονεί μέσα στην ερημιά και την αγριάδα του βουνού, ότι μπορεί να κινδυνέψει από στιγμή σε στιγμή. Θα σε πιάσω κάθαρμα, θα σε πιάσω μονολογούσε λαχανιασμένος καθώς με κόπο ξεκολλούσε πια τα πόδια του από την λάσπη και το χιόνι.
————————————————————————–

Στο πρώτο φώς της μέρας αντίκρισε την ανθρώπινη φιγούρα, την στηριγμένη στο κούφωμα του βράχου. Βράδυνε το βήμα και πλησίασε όσο γινόταν πιο αθόρυβα. Αυτός ήταν, αυτός ο Πόλ. Ο Μίλτος στάθηκε ασάλευτος από πάνω του κάμποσα λεπτά δίχως ο άλλος να δίνει κάποιο σημάδι ζωής. Κοιμάται του καλού καιρού ο κόπανος, σκέφτηκε ο Μίλτος και τον κλώτσησε στο πόδι. << Κάνεις τον ψόφιο ρε αλήτη, ούτε μιλάς, ούτε λαλάς ε; Τι νόμιζες ρε λαμόγιο ότι δεν θα σε έβρισκα; Σαν να μην ήξερες ρε με ποιον τα έβαλες >>.

Ούρλιαζε μέσα στη ερημιά ο Μίλτος δίχως να παίρνει καμιά απόκριση. Κι όσο ο άλλος έμενε σιωπηλός και ατάραχος, τα ουρλιαχτά με κατάρες και βλαστήμιες κομμάτιαζαν την αβάσταχτη ερημιά, την απέραντη σιωπή του βουνού. Κάποια στιγμή έσκυψε πάνω από το ακίνητο κορμί και αρπάζοντας από τα πέτα του παλτού τον Πόλ, άρχισε να τον ταρακουνά βρίζοντας για να ξυπνήσει. Μάταιος κόπος. Μάταιη και η αναζήτηση κάποιου σημαδιού ζωής. Ούτε ανάσα, ούτε κτύπος καρδιάς. Κάθισε δίπλα στον νεκρό για ώρα, αμήχανος, ανίκανος να σκεφτεί και να αποφασίσει τι θα κάνει. << Γαμώτο…γαμώτο >> μονολογούσε  <<δεν του άξιζε αυτή η τύχη… δεν του άξιζε αυτό το τέλος. Θα μπορούσε…θα μπορουσε…>> δεν τέλειωσε τη φράση του και τον ξανακαβάλησαν και πάλι οι διαβόλοι  << καλά να πάθεις ρε μαύρε…καλά να πάθεις. Πήγαινες γυρεύοντας και να τα αποτελέσματα. Τι κατάλαβες τώρα ρε , τι κατάλαβες; >>

Πριν πάρει τον δρόμο του γυρισμού ψαχούλεψε τις τσέπες στο μπουφάν του νεκρού. Σε μια ασπρόμαυρη φωτογραφία μια κοπέλα και ένα αγοράκι χαμογελούσαν ξένοιαστοι στο φακό. Η γυναίκα του και ο γιός του σκέφτηκε ο Μίλτος κοιτάζοντας για ώρα την κιτρινισμένη από τον καιρό φωτογραφία. Στην άλλη τσέπη βρήκε το μασουράκι τα χαρτονομίσματα, κοντά τριακόσια χιλιάρικα. Όλα γι αυτά, για αυτά τα κωλολεφτά, γαμω την σκατοζωή μας, γαμω…μουρμούρισε κοιτάζοντας αφηρημένα τα χαρτονομίσματα.

Ξαφνικά σαν να συνειδητοποίησε τι πραγματικά του συνέβαινε και που βρισκόταν , αποφάσισε να πάρει το δρόμο του γυρισμού, αφού πρώτα πέταξε προς τη μεριά του Πόλ την φωτογραφία, ενώ έβαζε στη τσέπη του τα χρήματα, λέγοντας << αυτά ρε πλέον δεν σου χρειάζονται και όσο για τη φωτογραφία, αυτή είναι δική σου >>

Πήρε τον κατήφορο του μονοπατιού, όταν κοντοστάθηκε σαν κάτι να λησμόνησε. Κοίταξε συλλογισμένος ψηλά τον ουρανό λες και περίμενε κάποια απάντηση, κάποιο νεύμα  που θα τον λύτρωνε από το δίλλημα που φάνηκε ξαφνικά να τον βασανίζει. Έμεινε αρκετή ώρα σκεφτικός κλωτσώντας απαλά με την μύτη της μπότας του το φρέσκο χιόνι, κοιτάζοντας μια προς την κατεύθυνση της πατρίδας του και μια προς εκείνη της πατρίδας του Πόλ. Με φανερή την ανακούφιση στο πρόσωπο του, άνοιξε το βήμα για τα Αλβανικά μέρη.

———————————————

Αργά το απόγευμα έφτασε κατάκοπος στο χωριό του Πόλ. Δεν παιδεύτηκε γι αυτό πολύ, μιας και ήταν καλά πληροφορημένος από τον συντοπίτη του μαύρου στην Άσηρο. Στο καφενείο του χωριού ρώτησε την παρέα για το σπίτι του Πόλ.

Κάποιος από αυτούς που είχε δουλέψει στα χωριά της Θεσσαλονίκης και γνώριζε και τα Ελληνικά προθυμοποιήθηκε να τον πάει μέχρι εκεί. Κοίταζαν ξαφνιασμένοι η νεαρή μάννα και ο μικρός γιός της τον απρόσμενο ξένο, μη μπορώντας να κρύψουν από τα μάτια τους και την σκιά φόβου που τρεμόσβηνε. <<Πες της φίλε μου>>  στράφηκε ο Μίλτος στον Αλβανό << ότι γνωρίζω τον άντρα της, γιατί είναι στη δούλεψη μου. Ήρθα εδώ για κάποιες υποχρεώσεις μου και με την ευκαιρία με παρακάλεσε ο Πόλ  να της φέρω αυτά τα χρήματα. Πες της ότι αυτά είναι δικά του. Από τους κόπους της δουλειάς του >>.

Εκείνη δεν μιλούσε, δεν είπε τίποτα, μόνο κοίταζε με το ίδιο απορημένο βλέμμα μια τον Μίλτο και μια τα χρήματα πάνω στο τραπέζι. Μόνο εκείνος ο μικρός είχε στυλώσει επίμονα τα μεγάλα μαύρα μάτια του στον ξένο και ήταν σαν να τον ρωτούσαν χίλια δυό πράγματα για τον πατέρα του. Τα μάτια εκείνα τα παιδικά τα τόσο αθώα μα και φοβισμένα, ποτέ δεν μπόρεσε να ξεχάσει ο Μίλτος. Κάποια στιγμή ακούστηκε η φωνή εκείνης. Ρωτούσε για τον άντρα της, αν είναι καλά, πότε θα επιστρέψει. << Είναι καλά και μόλις μπορέσει θα έρθει >> απάντησε ο Μίλτος με φωνή που μόλις ακουγόταν.
—————————————————-

Γύρισε στο χωριό άλλος άνθρωπος. Δεν ήταν αυτός που ξέρανε όλοι όσοι τον γνώριζαν εχθροί και φίλοι. Άλλος Μίλτος ξεκίνησε εκείνο το πρωί και άλλος γύρισε,  λέει και η γυναίκα του. Λιγομίλητος, σοβαρός, δίχως πολλά-πολλά με παρέες, ξενύχτια και λοβιτούρες.

Καθισμένος στη συνηθισμένη γωνιά του καφενείου, συλλογισμένος, έμοιαζε να ταξιδεύει σε άλλους καιρούς, με άλλους ανθρώπους.

Με τους ανθρώπους σαν την γυναίκα του Πολ και τον γιό του που ακόμη απορούν γιατί μετά από τόσο καιρό  δεν γυρνά στο σπίτι ο άνθρωπος τους  παρά μόνο τούς στέλνει τακτικά χρήματα για να βιοποριστούν.

Στη σκέψη αυτών των ανθρώπων χαμογελά ο Μίλτος. Κι όταν χαμογελά φωτίζεται παράξενα το πρόσωπο του, ομορφαίνουν τα σκληρά χαρακτηριστικά του. Τόσο που ξαφνιάζουν ευχάριστα και τον φίλο του τον καφετζή τον Μιχάλη που έχει να το λέει.
———————————————————————————————————–