Δεν μπορεί κανείς να μιλήσει μόνο για τα διηγήματα του Δ. Μητσοτάκη, παραβλέποντας το υπόλοιπο δημιουργικό του σύμπαν. Τον γνωρίσαμε ως μέλος του συγκροτήματος Ενδελέχεια, μουσικό (ντράμερ) και στιχουργό του γκρουπ. Ο στίχος του μεστός, με λεκτική οικονομία και φόρμα που άλλοτε πατούσε γερά στην παράδοση κι άλλοτε ανοιγόταν σε πιο ελεύθερη μορφή. Ο Μητσοτάκης από τα πρώτα του βήματα ήταν και ευθύβολος και υπαινικτικός και υπαρξιακός και κοινωνικός, κι έτσι συνέχισε στην αυτόνομη πορεία του στο τραγούδι αλλά κι όταν άρχισε να στριμώχνεται στη μικρή φόρμα κι αναζήτησε και άλλους τρόπους έκφρασης. Κάπως έτσι φτάσαμε να μιλάμε για το πέμπτο βιβλίο του «Ο καιρός που άλλαζε» μια συλλογή διηγημάτων που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Κέδρος.

Ads

Ο Δημήτρης Μητσοτάκης, πιο ώριμος από ποτέ, επιμένει να μας μεταφέρει στην Κρήτη όπου μπλέκονται στις ιστορίες του αρχετυπικές μορφές, θείοι, θείες, συγγενείς έτοιμοι να σφάξουν κουνέλι μπροστά στα μάτια της Αθηναίας φίλης του που άθελα της τους προσέβαλε. Παππούδες που αφηγούνται ιστορίες από την αντίσταση κατά των γερμανών και τραγουδούν με βυζαντινή φωνή (στο προηγούμενο βιβλίο του είχε μια θεία ανδρογυναίκα που έπνιξε με άνεση έναν αρουραίο με τα στήθια της).

Οι Κρητικοί ήρωες της οικογένειας του, δηλαδή ο ένας εαυτός του Μητσοτάκη, διασταυρώνεται με τον άλλο της αστικής κουλτούρας, του Πειραιωτικου και Αθηναϊκού τοπίου της δεκαετίας του ’80, του ’90. Οι δύο πολιτισμοί άλλοτε συνομιλούν σαν δυο μακρινά ξαδέρφια που πρέπει να μοιραστούν μια κληρονομιά, άλλοτε συγκρούονται άλλοτε αλληλοσυμπληρώνονται. Σε κάθε περίπτωση δίνουν την ευκαιρία στον Μητσοτάκη να ξεδιπλώσει το χιούμορ του την σουρεαλιστική του ματιά αλλά και να κρατήσει γερά τα νήματα μιας κοινής μας ρίζας.

Όλοι και όλες ωστόσο οι ήρωες, έχουν το ζεστό χνώτο μιας κοινωνικής τάξης που παλεύει να επιβιώσει αλλά και να απολαύσει ό,τι μπορεί από το μεδούλι της ζωής. Καθαρίστριες, χαρτοπαίκτες, αναψοκοκκινισμένοι έφηβοι, ανασφαλείς καλλονές, ζευγάρια που παλεύουν με την ένταση της νιότης και την αμηχανία, άνθρωποι στα όρια της νομιμότητας, στα όρια της ύπαρξης τους. Εκδρομές με ΚΤΕΛ, με μοτοποδήλατο, μπανιστίρι από την ταράτσα στην προβολή της Εμμανουέλας, καρπαζιές, μπερδέματα, έρωτες ανεκπλήρωτοι κι άλλοι εκπληρωμένοι με χρονοκαθυστέρηση, γυναίκες καυτές κι αδιάφορες, εποχές περιπετειώδεις αλλά  και άγευστες που αποκτούν γεύση όταν τις νοηματοδοτεί ο συγγραφέας ψάχνοντας κάτω από τα σκεπάσματα την αξία τους.

Ads

Ο Μητσοτάκης έχει τσαλακωμένους ήρωες, περιγράφει τις ανθρώπινες σχέσεις αποφεύγοντας κάθε εξιδανίκευση. Σχέσεις μητρικές, πατρικές, φιλικές…μπλέκει στον Κυνόδοντα της ελληνικής οικογένειας. Χτυπάει αλύπητα τους ήρωές του,  τους ειρωνεύεται τους τσαλακώνει και την ίδια ώρα τους περιβάλλει με μια υπόγεια αγάπη και τελικά τους αθωώνει, όπως τον Ζεβζέ αυτόν τον σαδιστή έφηβο που δεν έχει αφήσει έντομο και ζώο που να μην έχει βασανίσει. Στο τέλος της ιστορίας, ο συγγραφέας αφού τον έχει τιμωρήσει , τον έχει μετατρέψει σε τραγικό ήρωα τον βάζει να απολαβάνει έναν φαντασμαγορικό τζίτζικα κωλοφωτιά να φωτίζει τον ουρανό. Ναι, ο ήρωας του είναι αμετανόητος, νοσηρός. Αλλά τελικά ποιος θα δικάσει τον Ζεβζέ που ήθελε να δει τον  ουρανό ν’αστράφτει;

Όχι απλά δεν δικάζει τους ήρωές του ο Μητσοτάκης, αλλά κάθεται ο ίδιος στο σκαμνί, όταν τον τραβούν εκείνοι κι εκείνες στο δικαστήριο για να  ζητήσουν εξηγήσεις από τον συγγραφέα για τον τρόπο που τους μεταχειρίστηκε σε ένα διήγημα που ξαφνιάζει τον αναγνώστη με την πρωτοτυπία του. Οι μη κεντρικοί χαρακτήρες, του ζητούν τα ρέστα, γιατί τους περιθωριοποίησε, τους παραμέρισε, τους απέδωσε χαρακτηριστικά που δεν τους αρέσουν.

Στην ακόμα πιο πανοραμική θέα του βιβλίου, Δημήτρης Μητσοτάκης, περιφέρεται σε δυο άξονες. Σε μια Ελλάδα που αποχωρεί μαζί με τον ρομαντισμό της μαζί -τον οποίο δεν διστάζει να αποδομήσει ο συγγραφέας με σχεδόν κυνικό βλέμμα, αλλά ούτε να τον νοσταλγήσει- και στην άλλη Ελλάδα, που ψάχνει τον βηματισμό της, τη νέα γλώσσα της τη νέα κοινωνική συνθήκη. Ο Μητσοτάκης τολμάει στο τέλος να σατυρίσει την υπερβολή στην πολιτική ορθότητα της εποχής, με κάθε δικαίωμα αφού έχει αυτοσαρκαστεί δεκάδες φορές μέχρι να φτάσουμε σε αυτό το διήγημα.

Σε κάθε περίπτωση, αισθάνεται κανείς ότι ο συγγραφέας όσο συντελείται η κοινωνική αλλαγή, δεν παραμένει ένας απλός θεατής αφού παρεμβαίνει με την τέχνη του αλλά και με την ενεργό δράση του, ταυτόχρονα όμως τραβάει καλώδια για να πάρει ρεύμα απ’οπου υπάρχει συγκίνηση, ουσία, ζωή που σπαρταράει. Έστω κι αν αυτό σημαίνει, ότι πρέπει να ξανα μεταφερθεί στον Ψηλορείτη, στις ασπρόμαυρες φωτογραφίες από την Ανάφη και την Ικαρία, ή στο καφενείο της Βικτώριας που διατηρεί την παλιά του Αίγλη, με τη φωνή ενός ανέργου που  λέει:

«Καθένας από μένα όπως βολεύεται. Καθένας  από μένα όπως επιθυμεί. Καβαλάμε αστέρια, καβαλάμε φωτιές, καβαλάμε κύματα. Τα πρόσωπα μας γελάνε και κλαίνε».

Δεν χρειάζεται να ρωτήσουμε τον Μητσοτάκη σε ποια θέση, σε ποια εποχή σε ποιον εαυτό του  αισθάνεται πιο άνετα. Η απάντηση είναι ολοφάνερη στον επίλογο που ο ήρωάς του απαντά στην ερώτηση τι κάνει. «Ονειρεύομαι» απαντά.  Ονειρεύεται υπό την απειλή του ακρωτηριασμού γι’αυτή του τη στάση. Ονειρεύεται ως το τέλος.