Πηγαίνοντας στο Ραντάρ για να παρακολουθήσω τη μουσική παράσταση του Παρασκευά Καρασούλου και του Θοδωρή Νικολάου «Το παιχνίδι των λέξεων» αναρωτιόμουν πως θα υποδεχτεί ένα κοινό, μετά από τον παρατεταμένο εγκλεισμό της πανδημίας ένα ακρόαμα, στο οποίο ο λόγος θα καταλαμβάνει μεγάλο μέρος, επηρεασμένη από την επανάληψη του μότο «ο κόσμος τώρα θέλει να ξεδώσει». Ο τελικός απολογισμός μου μετά το τέλος της παράστασης, είναι πως ο κόσμος που αγαπά το ελληνικό τραγούδι διψάει να συνδεθεί περαιτέρω με τον λόγο του στιχουργού, κι αυτό το αποδεικνύουν κι άλλα εγχειρήματα τέτοια, σε άλλη φόρμα ή άλλο ύφος.

Ads

Ο Παρασκευάς Καρασούλος επέκτεινε το νόημα των τραγουδιών του, νοηματοδοτώντας τα εκ νέου, με ανέκδοτα κείμενα του και ποιήματα από τις ποιητικές του συλλογές, δημιουργώντας μια νέα παραμυθία, χωρίς να στερεί από τον καθένα μας την προσωπική ταύτιση με τα παλια και νέα του τραγούδια. Με λίγα λόγια, ακούσαμε τα τραγούδια αλλιώς, μέσα σε μια διαφορετική μυσταγωγία. Ως μέρος μιας αφήγησης, που μας άνοιξε ένα παράθυρο ακόμα στον κόσμο του δημιουργού τους, ο οποίος στεκόταν όρθιος απέναντι μας κι άπλωνε στον χώρο τον Έρωτα, την Απώλεια, τη Δύναμη και την Αδυναμία μας, με τον δικό του ευρύ και ταυτόχρονα ευρύχωρο τρόπο. Ακούσαμε και τα κείμενα αλλιώς, με τη χροιά και το αίσθημα του συγγραφέα τους και δίπλα σε κάθε τραγούδι που λειτουργούσε ως επωδός.

Ο Θοδωρής Νικολάου, δωρικός και τρυφερός ταυτόχρονα, απέδειξε στην παράσταση αυτή ότι αποτελεί μία από τις καλύτερες φωνές της γενιάς του, η ορχήστρα υψηλών απαιτήσεων υπό την καθοδήγηση του Χρίστου Θεοδώρου έδωσε μια νέα πνοή στα τραγούδια και γνωρίσαμε μια νέα υποσχόμενη φωνή, την 15χρονη Μιράντα Ζαφειροπούλου, η οποία θα μας απασχολήσει στο μέλλον. Ζήτησα από τον Π. Καρασούλο τα δύο ανέκδοτα κείμενα που ακούστηκαν στην παράσταση, προκειμένου να τα συμπεριλάβουμε στη συνέντευξη που μας παραχώρησε ο ίδιος και ο Θ. Νικολάου. Προλαβαίνετε τις δύο τελευταίες παραστάσεις, αύριο  1 και την επόμενη Παρασκευή 8 Aπριλίου, στο Θέατρο Ραντάρ.

Καρασούλος: Ένας φωτογράφος είμαι, που αποτυπώνει ποιητικές εικόνες – τις αναζητά ταξιδεύοντας- κι όταν δεν τις βρει, τις σκηνοθετεί

Ads
  • Ο λόγος είναι κυρίαρχος  στις παραστάσεις του Ραντάρ αφού εκτός από τον στιχουργικό λόγο, διαβάζετε κείμενά  από την ανέκδοτη συλλογή αφηγημάτων «Το παιχνίδι των λέξεων» και από τις «Ιστορίες για να μην λείπεις όσο θα λείπεις». Ποια ιδέα ή ποια ανάγκη δημιούργησε το πλαίσιο;

Μεγαλώσαμε με την λάθος εντύπωση πως η λογοτεχνία αποκλειστικά «διαβάζεται», πως η ποίηση αλλά και η αφηγηματική τέχνη  δεν είναι πλέον παραστατικές τέχνες. Η προφορικότητά τους ανήκει στο παρελθόν. Σπάνια θυμόμαστε πια απέξω έναν στίχο ενός ποιήματος ή τη φωνή ενός συγγραφέα να διαβάζει κείμενά του.  Η αποστήθιση στίχων και κειμένων  είναι μια δύσκολη υπόθεση που απαιτεί εκπαίδευση κι ο χρόνος και η απώλεια συγκέντρωσης για τον άνθρωπο της εποχής μας,  δεν το επιτρέπουν. Όμως η αποστολή ενός ποιήματος ή μιας ιστορίας είναι κι αυτή. Το ποίημα ή ένα κείμενο έχουν ανάγκη κι οφείλουν να λειτουργούν και έτσι. Ως εργαλεία δηλαδή δημιουργίας συλλογικών μύθων, ως μέσα επικοινωνίας του λόγου με τον κόσμο, ως παραστατικές τέχνες. 

Ο ρυθμός ενός κειμένου (ποιήματος ή πεζού) ορίζει την δυναμική της προφορικότητάς του και την παραστατική του δύναμη.  Όσο παράξενη ή δύσκολη κι αν είναι, για έναν συγγραφέα  (έχει μια αδιαμφισβήτητη ευκολία το «πίσω από τη σκηνή») η ανάγνωση ή η παρουσία επί σκηνής, οφείλει να τη δοκιμάζει. Στην περίπτωση μας, στην παράσταση στο Ραντάρ, η θεματική συμπληρωματικότητα  των ιστοριών με τα τραγούδια, δημιούργησε το πλαίσιο αυτής της παράστασης. Ο διάλογος που αναπτύχθηκε και οι μεταξύ τους σχολιασμοί δημιούργησαν αυτόματα σχεδόν το σενάριο της σκηνικής δράσης. Δεν ήταν δύσκολο να ανακαλύψουμε το σώμα,  αφού όλα τα μέλη ήταν παρόντα και ζωντανά.

  • Είναι και μια πρόταση από τη μεριά σας να πάψει ο λόγος να είναι υποφωτισμένος στο τοπίο του τραγουδιού με την έννοια ότι δεν είναι λίγα τα ΜΜΕ που αντιμετωπίζουν το τραγούδι ως ένα σάουντρακ στις δραστηριότητες της καθημερινότητας;

Το τραγούδι, το ελληνικό τραγούδι, πιστεύω πως κυρίως είναι λόγος – με τον στίχο πριν από όλα, ακόμα και σήμερα, επικοινωνούν οι έλληνες και μετά με τη μουσική. Κι αυτό έχει και ιστορικές και κοινωνικές εξηγήσεις. Είμαστε χώρα προφορικού πολιτισμού, η ποίηση μας έχει μεγαλύτερο βάρος από την πεζογραφία μας, μοιραία το τραγούδι λειτούργησε διαχρονικά εξαντλώντας τον καλλιτεχνικό και ιστορικό του ρόλο. Έχουμε  σπουδαίους μάστορες στο είδος, που συνεχίζουν από γενιά σε γενιά την τέχνη του στίχου, κι όσο κι αν θέλησε η βιομηχανία της μουσικής να «μικρύνει» το βάρος και τη σημασία του στίχου στο ελληνικό τραγούδι, δεν το κατάφερε. Προσωπικά, χαίρομαι που οι στιχουργοί τα τελευταία χρόνια διεκδικούν και επιτυγχάνουν, να συμπρωταγωνιστούν και σε παραστάσεις ή παραγωγές και αναλαμβάνουν κυρίαρχο ρόλο στην επικοινωνία του υλικού τους με το κοινό.  Μπορεί να χαλάνε λίγο τα δεδομένα που είχε δημιουργήσει το σύστημα, μοιράζοντας αυθαίρετα ρόλους και στερεότυπα όπως το συνέφερε, όμως για την τέχνη του τραγουδιού, και αναγκαίο είναι και χρήσιμο. Και αρέσει πολύ και στον κόσμο.

  • Τα κείμενα συνομιλούν με τους στίχους των τραγουδιών σας παλιών και νεότερων. Τι είναι αυτό που κάνει ένα τραγούδι να μην παλιώνει; Να μπορεί να συγκινεί και την επόμενη γενιά;

Δύο στοιχεία νομίζω: το ισχυρό καλλιτεχνικό αίτημα που το γέννησε, η αυθεντικότητά του δηλαδή, και η ανακάλυψη και υιοθέτησή του από τους «ήρωες» της επόμενης γενιάς. Ξέρετε, κάθε γενιά στην τέχνη έχει ανάγκη τους δικούς της ήρωες. Για να μπορεί να πείθει ένα διαχρονικό τραγούδι τους ακροατές – θεατές του, απαιτεί το βίωμα που περιγράφει, όσο σημαντικό κι αν είναι, να το ανανεώνει, να το  μεταφέρει και να το επικοινωνεί κάθε φορά ένας «πομπός» σύγχρονος. Η καινούργια προσέγγιση, ενός παλιού τραγουδιού από την επόμενη γενιά ανανεώνει την σχέση του τραγουδιού με το κοινό, το φρεσκάρει μουσικά και στον ήχο του, το καινουργιώνει δηλαδή. Κι ένα τραγούδι μιλάει στις επόμενες γενιές, πέρα από τις κατά καιρούς μόδες, νομίζω μόνο μέσα από την αλήθεια του.

  • Έχετε μελοποιηθεί από σπουδαίους συνθέτες. Υπάρχει κάποιος που εξέχει για εσάς με την έννοια ότι η μουσική του ήταν αυτό που έψαχνε ο λόγος σας;

Ήξερα ακριβώς τί ήθελα κάθε φορά, οπότε νομίζω δεν ταλαιπωρήθηκε καμία από τις δύο πλευρές – ούτε εγώ ούτε οι συνθέτες που συνεργάστηκα. Η κάθε σχέση περιείχε ισόποσα και σεβασμό και αγάπη και καλλιτεχνική αγωνία στο ταξίδι της συνδημιουργίας. Με όλους τους συνθέτες γεννήθηκαν τραγούδια- παιδιά, που ενηλικιώθηκαν όμορφα  κι αγαπήθηκαν πολύ.

  • Η απουσία είναι κυρίαρχη στα κείμενα και σε αρκετά τραγούδια. Και η ανάγκη να την ξεγελάσει κανείς. Είναι η τέχνη ένας τρόπος να ξεγελά ο δημιουργός την απουσία;

Η απουσία και η αγάπη, λένε πως λειτουργούν μεταξύ τους, όπως ο άνεμος με τη φωτιά. Ο άνεμος σβήνει τη μικρή φωτιά και δυναμώνει τη μεγάλη. Το ίδιο νομίζω πως ισχύει και για την Τέχνη. Δεν την ξεγελάς την απουσία ποτέ, θα έλεγα όμως πως δυναμώνοντας –μέσω της τέχνης- το περίγραμμα της, την αναγνωρίζεις και από οικεία ξένη, γίνεται ήσυχο μέρος της ζωής σου.

  • Δεν μείνατε στον στιχουργικό λόγο. Έχετε γράψει πεζό, ποίηση, χαϊκού, δοκιμάζετε διαφορετικές φόρμες. Γιατί γράφετε; Είναι ίδια η ανάγκη σήμερα με εκείνη που σαν πρωτοέριξε στη λευκή σελίδα;

Η γραφή ήταν πάντα παρούσα σε όλες τις σημαντικές στιγμές της ζωής μου. Κι όταν περίσσευε η χαρά κι όταν γέμιζε το σπίτι με στενοχώριες και δυσκολίες. Οι λέξεις στάθηκαν πιστοί σύντροφοι στη διαδρομή μου από την εφηβεία έως και σήμερα, στην προσπάθεια μου να κατανοήσω και να εξηγήσω τον δικό μου μικρόκοσμο, πριν από όλα, και μετά τον Μεγάλο. Δεν ευτελίστηκε ποτέ η σχέση μου μαζί της, δεν την κούρασε η συνήθεια ούτε και οι συμβάσεις. Προσπάθησα να ζω όπως γράφω, προκειμένου να αποφύγω να  γράφω όπως ζω. ΄Ετσι κατάλαβα εγώ το ποιητικό γεγονός. Ένας φωτογράφος που αποτυπώνει ποιητικές εικόνες – τις αναζητά ταξιδεύοντας κι όταν δεν τις βρει, τις σκηνοθετεί για να πει την ιστορία τους, αυτό είμαι

  • Γιατί διαλέξατε τον Θοδωρή Νικολάου;

Γιατί με τον τρόπο του, με έκανε να αγαπήσω και πάλι την τέχνη μου όχι ως μοναχικό δρόμο αλλά ως κοινό ταξίδι. Πέρα από το ταλέντο του, έχουμε το ίδιο βλέμμα στην κοινή μας υπόθεση, στο τραγούδι και μια ωριμότητα να αντιμετωπίζει τις αναποδιές  ως ενδιαφέρουσες μάχες που σίγουρα –ανεξάρτητα από την έκβασή τους – πάντα κάτι σπουδαίο θα αφήσουν πίσω τους. 

Ο Θοδωρής είναι από τους ανθρώπους αυτούς που δεν ανεβαίνουν τα βουνά για να τους δει απλώς ο κόσμος, αλλά αντίθετα για να αντικρύσουν τον κόσμο από εκεί – κι αυτό είναι θεμελιώδες για έναν ερμηνευτή στη συνεργασία του με έναν δημιουργό.

Νικολάου: Το να τραγουδάς είναι μια πράξη πολιτική

  • Πως αισθάνεστε που τα τραγούδια που λέτε συνομιλούν με κείμενα που διαβάζει ο δημιουργός τους επί σκηνής;

Είναι μία ιδιαίτερα σημαντική στιγμή στη μικρή καλλιτεχνική μου διαδρομή. Πρόκειται για μα παράσταση – μουσική αφήγηση, στηριγμένη σε ανέκδοτα κείμενα του Παρασκευά Καρασούλου, που διαβάζει ο ίδιος ο στιχουργός επί σκηνής. Ο Παρασκευάς, για πρώτη φορά, «εκτίθεται» μπροστά στο κοινό, που εδώ και 35 χρόνια τον ακολουθεί και τον μαθαίνει μέσα από τους στίχους των τραγουδιών του. Ο λόγος και η παρουσία του δίνουν άλλη βαρύτητα στην παράσταση, καθώς τα πάντα έχουν δομηθεί,  με βάση τα κείμενά του.

Ήταν μια ιδέα, που προέκυψε μετά τη συνύπαρξη μας στην Πάτρα φέτος το καλοκαίρι, όπου ο Παρασκευάς διάβασε αποσπάσματα από τα χαϊκού της ποιητικής του συλλογής  «Polaroid» και του ανέκδοτου, τότε, βιβλίου του με τίτλο «Το φιλί του αγαπημένου» και όπου εγώ ερμήνευσα, παίζοντας πιάνο, τραγούδια από την προσωπική του δισκογραφία. Μας άρεσε πολύ και σκεφτήκαμε να την προχωρήσουμε.

Στο «παιχνίδι των λέξεων» στην τωρινή παράστασή μας, ο Παρασκευάς  διαβάζει αποσπάσματα από την ανέκδοτη συλλογή αφηγημάτων του «Το παιχνίδι των λέξεων», από τις «Ιστορίες για να μην λείπεις όσο θα λείπεις», ενώ εγώ έχω τη χαρά να ερμηνεύω αγαπημένα τραγούδια του, όπως η «Μικρή πατρίδα», το «Αν», «Τον Εαυτό του παιδί», τους «Δον Κιχώτες», αλλά και τα καινούρια μας τραγούδια από τον επερχόμενο δίσκο μας  με τίτλο «Της ομορφιάς το άγριο φιλί».

Οι παραστάσεις αυτές, είτε μέσα από τα τραγούδια είτε μέσα από την αφήγηση των πεζών κειμένων του Παρασκευά, λειτουργούν ως ένα παιχνίδι με άξονες το λόγο, τη μουσική και το τραγούδι, αναδεικνύοντας τα συμπαγή λυρικά τοπία και τους ενιαίους ποιητικούς κόσμους του δημιουργού τους.

  • Τι είναι αυτό που σας κινητοποιεί στον στίχο του Π. Καρασούλου;

Η ποιητική του αμεσότητα, η εκλεπτυσμένη γραφή του, που όμως δεν χάνει την επαφή της με την πραγματικότητα, οι εικόνες, τα χρώματα, τα αρώματα που δημιουργούν οι στίχοι του και, φυσικά, η «λύση» που δίνεται σε κάθε τραγούδι του.

Αυτή η αισιόδοξη ματιά του στα πράγματα και στη ζωή, είναι στοιχεία που χαρακτηρίζουν και τη δίκη του πορεία τόσο στη δισκογραφία και όσο και στη ζωή. Αυτά είναι μερικά, από εκείνα τα στοιχεία, που τον κατατάσσουν ανάμεσα στους σημαντικότερους στιχουργούς του τραγουδιού μας.

  • Στο νέο άλμπουμ συμμετέχουν σημαντικοί συνθέτες από διαφορετικούς μουσικούς χώρους, από την Καραϊνδρου έως τον Νικολόπουλο. Εσείς τι αγαπάτε να τραγουδάτε περισσότερο. Είστε ένας λαϊκός, ένας λυρικός ερμηνευτής;

Νομίζω ότι ο μοναδικός χαρακτηρισμός που πρέπει να αποδοθεί στο τραγούδι είναι ο επιθετικός προσδιορισμός «καλό». Και αυτό είναι που αγαπώ να ερμηνεύω, ένα καλό τραγούδι, ασχέτως είδους ή εποχής.

Έχοντας στις αποσκευές μου σπουδές από την ενασχόλησή μου με το κλασικό τραγούδι, αλλά και τη βυζαντινή μουσική, πάντα στόχευα να μπορώ να παντρέψω αυτές τις δυο ετερόκλητες σχολές, ώστε να μπορώ να υποστηρίξω, με επάρκεια, οποιοδήποτε είδος.

  • Τραγουδάτε στο Ραντάρ από νέα τραγούδια του Π. Καρασούλου έως παλαιότερα ήδη συνυφασμένα με σπουδαίες ερμηνείες. Ποια είναι η πρόκληση για εσάς και πως κάνετε ένα τραγούδι «δικό σας»;

Η πρόκληση είναι με τον εαυτό μου, κάθε φορά. Για μένα δεν έχει σημασία αν κάποιο τραγούδι είναι πρωτοερμηνευμένο από κάποιον άλλον, όσο σπουδαίος κι αν είναι αυτός ο άλλος, ή αν είναι καινούριο. .

Η πρόσκληση είναι να το κάνω «δικό μου», παλεύοντας με εμένα. Εννοώ, να καταφέρνω κάθε φορά να κινητοποιώ όλα τα εκφραστικά μου μέσα, να ανακαλύπτω καινούργιες δυνατότητες εξέλιξης τους, ώστε να είμαι «ολόκληρος», πειστικός και ακέραιος στην ερμηνευτική απόδοση που απαιτεί ένα τραγούδι. Και γι αυτό, ευτυχώς ή δυστυχώς, δεν υπάρχει συνταγή.

  • Τι σημαίνει «μεγάλο τραγούδι» για εσάς;

Το ευτυχές γεγονός μίας πετυχημένης ένωσης. Απόλυτο πάντρεμα μουσικής, στίχου, ενορχήστρωσης και ερμηνείας. Και εκείνο το υπερβατικό «κάτι», σαν μεταφυσικό πέμπτο στοιχείο, σαν το ραβδάκι της καλής νεράιδας, που θα το κάνει διαχρονικό και αθάνατο.

  • Γιατί τραγουδάτε;

Γιατί αυτό θέλει πάνω από όλα η ψυχή μου. Γιατί αυτό με εκφράζει περισσότερο από κάθε τι στη ζωή μου. Γιατί είναι ο δικός μου τρόπος να μιλώ και να επικοινωνώ με τον κόσμο. Νιώθω πως είναι μια πράξη βαθιά πολιτική, άρα συμπεριέχει τον σεβασμό, τη συνέπεια και το ήθος των υποχρεώσεων και των αξιών προς τον εαυτό μου και τους άλλους.

Δύο ανέκδοτα κείμενα του Παρασκευά Καρασούλου που ακούγονται στην παράσταση

Ο Αλεξανδρίτης

Όσο κράτησε η αφήγησή  του,  το μάτι μου δεν ξεκόλλησε από το δαχτυλίδι στο χέρι του.

Όπως άλλαζε χρώματα  η πέτρα καθώς προχωρούσε η ώρα, προσπαθούσα να θυμηθώ το όνομά της.  Ήξερα πως η  εκδοχή του ακουμπούσε την αλήθεια αλλά  αν φωτίζονταν διαφορετικά,  το χρώμα της θα άλλαζε όπως του δαχτυλιδιού του. Το πρόσεξε.

Όταν τελείωσε, με την χροιά κυνισμού που διατηρούσε πάντα η ήρεμη φωνή  του, γύρισε προς το μέρος μου: «Πρόσεξα πως κοιτούσατε το δαχτυλίδι». μου είπε. «Είναι οικογενειακό κειμήλιο. Αλεξανδρίτης η πέτρα. Στην αγορά συχνά συναντάμε συνθετικό αλεξανδρίτη, εργαστηριακά παραγόμενο. Ο φυσικός αλεξανδρίτης είναι πιθανόν η ακριβότερη πολύτιμη πέτρα. Ορυκτό της οικογένειας του χρυσοβήρυλλου. Μεταβάλλει το χρώμα του, ανάλογα με το είδος του φωτός που πέφτει πάνω του. Στο φως του κεριού ο αλεξανδρίτης είναι κόκκινος. Κάτω από μία λάμπα φθορισμού γαλαζοπράσινος.». 

Τον κοίταξα στα μάτια.  Χαμογέλασε.  «Ναι, ακριβώς, όπως το σκέφτεστε» πρόσθεσε σα να διάβασε τη σκέψη μου. «Όπως αλλάζει χρώμα η αλήθεια, αναλόγως ποια ζωή τη φωτίζει».

Το Σώμα

Θα μπορούσε να του είχε συμβεί σ’ ένα λεωφορείο εν κινήσει, γεμάτο  ορθίους ενώ γύριζε σπίτι απ’ τη δουλειά ή  σ’ ένα πολυκατάστημα ημέρες Χριστουγέννων.

Θα μπορούσε να  του τύχει στο μετρό σε ώρα αιχμής ή σε μια διαδήλωση τον καιρό της μεγάλης κρίσης. Θα μπορούσε ακόμη  να το ζούσε τη στιγμή που  περνούσε  το απέναντι πεζοδρόμιο για να αγοράσει τσιγάρα· τόσα και τόσα παράλογα χωράνε σε μια λάθος στιγμή.

Βρισκόταν όμως στη μέση μιας ακατανόητης  μάχης, οι σφαίρες ξύριζαν τα γένια του χρόνου του κι ο πόλεμος απαιτούσε το συμφωνημένο αίμα, όταν, όταν ο στρατιώτης John Smith πέταξε έξω από το σώμα του για λίγα μόλις δευτερόλεπτα κι είδε το σφιγμένο του πρόσωπο ξένο με τα ίδια, τα δικά  του μάτια. Έβλεπε τον εαυτό του, τον στρατιώτη John Smith  με παγερή  αδιαφορία· το φόβο του θανάτου να τον ακουμπά στο πρόσωπο σα  σφαίρα που λάθεψε, τους συντρόφους  του  νικημένους από το μάταιο να προσεύχονται σιωπηλά και τους εχθρούς απέναντι, ακατανίκητα  οικείους να καταβροχθίζουν  την  ίδια σιωπή σε άνισες φέτες.

Ήταν στη μέση μιας ήδη χαμένης μάχης· κι αυτό τελικά τον απέτρεψε απ’ το  να καταλάβει πως ήταν ώρα να ξαναγυρίσει στη φθαρτή πατρίδα του.

Ίσως  γιατί δεν  είχε κάπου να  πιαστεί, ένα σημάδι ή έναν λόγο επιστροφής. Έμεινε έτσι  ακίνητος ο στρατιώτης John Smith, ένα φάντασμα  ν’ αναρωτιέται αιωρούμενο, για το ζωτικό χώρο της στιγμής στους αιώνες των αιώνων.