Τα 60 του χρόνια γιορτάζει φέτος το διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, που αρχίζει την Πέμπτη περιλαμβάνοντας όχι μόνο νέες ταινίες, αλλά και αφιερώματα, ειδικές εκδόσεις και άλλα εντυπωσιακά προγράμματα, ανάμεσά τους κι ένα για το τμήμα του Φόρουμ του Νέου Κινηματογράφου – φέτος γιορτάζει κι αυτό τα 40 του χρόνια. Του Νίνου Φενεκ Μικελίδη από το «7» της «Κυριακάτικης Ελευθεροτυπίας».

Ads

Από τις ταινίες του διαγωνιστικού που αναμένονται με ενδιαφέρον αναφέρω το «Shutter Island» του Μάρτιν Σκορσέζε, «Ο συγγραφέας φάντασμα» του Ρόμαν Πολάνσκι, «Ο δολοφόνος μέσα μου» του Μάικλ Γουιντερμπότομ, «Μία γυναίκα, ένα όπλο κι ένα μαγαζί για νουντλς» του Ζανγκ Γιμού και το «Submarino» του Τόμας Βίντερμπεργκ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν θα υπάρξουν, όπως πάντα, και εκπλήξεις.

Εκτός από τους σκηνοθέτες αναμένονται και πρωταγωνιστές όπως οι Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Πίαρς Μπρόσναν, Μπεν Κίνγκσλεϊ, Τζέσικα Αλμπα, Κέιτ Χάντσον, Εμιλι Μόρτιμερ, Ζεράρ Ντεπαρντιέ, Ιζαμπέλ Ατζανί, Τζουλιάν Μουρ, Ανέτ Μπένινγκ και πολλοί άλλοι, με πρόεδρο της κριτικής επιτροπής τον Βέρνερ Χέρτσοκ.

Χωρίς τους Ανατολικούς

Πριν από 60 χρόνια, το 1951, τη χειρότερη περίοδο του ψυχρού πολέμου, το φεστιβάλ ξεκίνησε στο Δυτικό Βερολίνο, σαν αντίβαρο σ’ εκείνα του Κάρλοβι Βάρι και της Μόσχας, γι’ αυτό και, για αρκετά χρόνια, η Ανατολική Γερμανία, όπως και όλες οι χώρες του ανατολικού μπλοκ, δεν συμμετείχαν -μ’ εξαίρεση τη Γιουγκοσλαβία, επειδή τότε ο Τίτο είχε έρθει σε ρήξη με τη Μόσχα.

Ads

Αρχικά, τα βραβεία χωρίζονταν σε είδη, με διάφορες Χρυσές Αρκτους να απονέμονται στις καλύτερες ταινίες: δραματικής, αστυνομικής, κωμωδίας, ντοκιμαντέρ μεγάλου και μικρού μήκους. Ηδη, από τα πρώτα κιόλας χρόνια, μεγάλοι σκηνοθέτες του παγκόσμιου κινηματογράφου άρχισαν να συμμετέχουν στην Μπερλινάλε: από τους Τζον Φορντ, Ακίρα Κουροσάουα και Λουίς Μπουνιουέλ μέχρι τους Αλφρεντ Χίτσκοκ, Λουκίνο Βισκόντι και Μπίλι Γουάιλντερ.

Το 1957 συμμετέχει πρώτη φορά και ελληνική ταινία, η κωμωδία «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες» του Γιάννη Πετροπουλάκη, ενώ, την επόμενη χρονιά, ο Νίκος Κούνδουρος παρουσιάζει τους «Παράνομους». Η Ελλάδα εκπροσωπείται ξανά, το 1959, με την «Αστέρω» του Ντίνου Δημόπουλου, χρονιά που κάνει θριαμβευτική εμφάνιση και η γαλλική νουβέλ βαγκ με τα «Ξαδέρφια» του Κλοντ Σαμπρόλ, που κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο. Τον Κούνδουρο ακολουθεί το 1960 ο Μιχάλης Κακογιάννης με «Το τελευταίο ψέμα», ενώ ο Ζαν-Λικ Γκοντάρ παρουσιάζει την εμβληματική ταινία του «Με κομμένη την ανάσα». Ενα χρόνο αργότερα χτίζεται το «τείχος της ντροπής», ο Μικελάντζελο Αντονιόνι κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο με το «Η νύχτα», ενώ ο Γιώργος Τζαβέλας παρουσιάζει την «Αντιγόνη» με την Ειρήνη Παπά.

Στα επόμενα χρόνια, η ελληνική συμμετοχή γίνεται ακόμη πιο τακτική. Με ταινίες από μεγάλους σκηνοθέτες συναγωνίζεται το 1962 ο Ελληνοαμερικανός Τζον Κόντες με την ταινία του «Τα χέρια». Ενώ, το 1963, ο Νίκος Κούνδουρος επιστρέφει και κερδίζει την Αργυρή Αρκτο καλύτερης σκηνοθεσίας με τις «Μικρές Αφροδίτες» -πρώτη βράβευση ελληνικής ταινίας στην Μπερλινάλε. Το 1966, χρονιά που ο Πολάσνσκι τιμάται με τη Χρυσή Αρκτο για τη «Νύχτα των δολοφόνων», η Ελλάδα εκπροσωπείται με το «Ο φόβος» του Κώστα Μανουσάκη. Ενώ, το 1967, χρονιά της επιβολής της δικτατορίας, ο Νίκος Κούνδουρος προλαβαίνει να υποβάλει την ταινία του «Το πρόσωπο της Μέδουσας».

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’60, ο Ούλριχ και η Ερικα Γκρέγκορ ιδρύουν το Φόρουμ του Νέου Κινηματογράφου, τμήμα πρωτοποριακό, με πολιτική φυσιογνωμία. Το Φόρουμ αρχικά παρουσιάζεται ανεξάρτητα, σαν είδος αντι-φεστιβάλ, από το 1970 όμως εντάσσεται στις επίσημες εκδηλώσεις της Μπερλινάλε και εξελίσσεται σ’ ένα από τα πιο ενδιαφέροντα, συχνά προκλητικά, τμήματα της Μπερλινάλε.

Πολιτιστική συμφιλίωση

Παρ’ όλο που η Γιουγκοσλαβία εκπροσωπείτο σχεδόν κάθε χρόνο, κερδίζοντας μάλιστα, το 1969, και Χρυσή Αρκτο, οι υπόλοιπες χώρες του σοβιετικού μπλοκ αρχίζουν να συμμετέχουν μόνο από το 1974, με πρώτη τη Σοβιετική Ενωση. Την ίδια χρονιά, στο τμήμα του Φόρουμ, προβάλλεται «Το προξενιό της Αννας» του Παντελή Βούλγαρη και κερδίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας των Καθολικών Κριτικών. Την επόμενη χρονιά θ’ ακολουθήσουν ταινίες από τη Δημοκρατία της Κίνας, την Ουγγαρία, την Τσεχοσλοβακία, τη Ρουμανία, την Πολωνία κ.ά. Χρονιά, που μπορεί να θεωρηθεί απαρχή μιας συμφιλίωσης -τουλάχιστον πολιτιστικής- των δύο Γερμανιών.

Στη δεκαετία του ’80, η Μπερλινάλε μεταφέρει την ημερομηνία του φεστιβάλ από την άνοιξη που διεξαγόταν μέχρι τότε, στο Φεβρουάριο, με κύριο στόχο να απομακρυνθεί από το ανταγωνιστικό φεστιβάλ των Κανών. Το 1980 είναι και η χρονιά που αρχίζω κι εγώ να ταξιδεύω, χωρίς διακοπή σ’ όλα τα 30 χρόνια, στο Βερολίνο. Η κατάσταση στο Ανατολικό, όπου φτάνω με άλλους συναδέλφους, με την Interflug, για να περάσουμε στο Δυτικό, είναι άχαρη και καταπιεστική. Μια μέρα πηγαίνουμε στο Ανατολικό Βερολίνο με τούς φίλους και συναδέλφους Βασίλη Ραφαηλίδη, Δημήτρη Δανίκα και Κώστα Σταματίου για να ψωνίσουμε φτηνούς δίσκους. Τέλος καταφεύγουμε για καφέ στο «Σπίτι του Λαού», ένα τεράστιο σοσιαλιστικού τύπου οικοδόμημα. Περιμένουμε στην ουρά αρκετή ώρα για να φτάσει η σειρά μας. Οταν τελικά μπαίνουμε στην αίθουσα, κατευθυνόμαστε σ’ ένα τραπέζι με τρεις καρέκλες, παίρνοντας μια τέταρτη από ένα διπλανό. Ξαφνικά, όμως, σπεύδει μια γκαρσόνα με όψη δεσμοφύλακα για να μας ξαναστείλει στην ουρά ώσπου να αδειάσει τραπέζι με τέσσερις καρέκλες! Η αναμονή κρατάει άλλη μισή ώρα. Είναι πια αργά και υπάρχει μόνο σκέτος καφές. Παρ’ όλο που είχε αρχίσει να χιονίζει, μόλις επιστρέφουμε στο Δυτικό Βερολίνο, το χιόνι σταματάει. «Ακόμη και ο καιρός από αυτή την πλευρά είναι καλύτερος», φωνάζει ειρωνικά ο μαρξιστής Ραφαηλίδης, γονατίζει στο χώμα και αναφωνεί: «Επιτέλους ελευθερία!»

Η δεκαετία του ’80, όπως και η προηγούμενη, εξακολουθεί να είναι για το Βερολίνο δεκαετία της αμφισβήτησης, των αγώνων των φοιτητών. Το κύριο στέκι των ελλήνων φοιτητών του Βερολίνου είναι η ελληνική ταβέρνα «Terzo Mondo» του Ελληνα Κώστα και της γερμανίδας γυναίκας του, Μόνικας. Στη διάρκεια του φεστιβάλ, η ταβέρνα, που βρίσκεται κοντά στο Delphi, όπου προβάλλονται οι ταινίες του Φόρουμ, μετατρέπεται και σε στέκι των κινηματογραφιστών (ανάμεσά τους και του Ράινερ Βέρνερ Φάσμπιντερ, του Μπέρνχαρτ Βίκι και πολλών άλλων, ιδιαίτερα γερμανών σκηνοθετών) και, βέβαια, των ελλήνων δημοσιογράφων. Μετά τις βραδινές προβολές, μάλιστα, το τόσο φιλικό και ζεστό «Τέρτζο Μόντο» μετατρέπεται σε κέντρο τραγουδιού και χορού.

Την επόμενη χρονιά, γνωρίζω τον Μάρτιν Σκορσέζε, όταν προβάλλεται η ταινία του «Οργισμένο είδωλο». Η συνέντευξη τύπου δίνεται, πρώτη φορά, μεταμεσονύχτια σε μια υπόγεια αίθουσα ενός κεντρικού καφέ στην Κουρφούστενταμ, που κατακλύζεται από δημοσιογράφους. Προσφέρονται σάντουιτς και καφέδες, μερικοί μάλιστα καταφέρνουμε να πάρουμε και μπίρες, ενώ ακολουθεί μία από τις πιο φιλικές σε φεστιβάλ κουβέντα με τον διάσημο σκηνοθέτη, που, όπως μας αποκαλύπτει, είναι η πρώτη φορά που έρχεται στην Ευρώπη και δη στο Βερολίνο. Ομως είναι ο ισπανός σκηνοθέτης Κάρλος Σάουρα που κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο για την ταινία του «Deprisa, Deprisa», ενώ η αριστουργηματική ταινία του Σκορσέζε δεν κερδίζει τίποτα!

Το Φεβρουάριο του 1982 συναντώ και τον Φασμπίντερ στο «Τέρτζο Μόντο», μετά την προβολή της ταινίας του, «Βερόνικα Φος» που του χαρίζει τη Χρυσή Αρκτο. Κάθεται σ’ ένα διπλανό τραπέζι με φίλους του, αλλά κατορθώνουμε εύκολα να μιλήσουμε μαζί του και να πιούμε και τη ρετσίνα που μας προσφέρει ο Κώστας. Κανένας μας δεν γνώριζε πως αυτή θα ήταν και η τελευταία φορά που τον βλέπουμε, κι ήταν μεγάλη η θλίψη όλων μας όταν, λίγους μήνες αργότερα, πληροφορούμαστε πως πέθανε από ναρκωτικά.

Το 1984 είναι η χρονιά του Τζον Κασσαβέτη που κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο για την «Ερωτική θύελλα», και του Κώστα Φέρρη που κερδίζει την Αργυρή Αρκτο με το «Ρεμπέτικο». Παρούσα στο φεστιβάλ και η τότε υπουργός Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Ο Φλεβάρης της χρονιάς εκείνης ήταν από τους πιο κρύους στην ιστορία του φεστιβάλ, με χιόνια καθημερινά και θερμοκρασία 10-15 υπό το μηδέν! Η Μελίνα μάς ζητά να της συμπαρασταθούμε στις προσπάθειες της να πετύχει την αποφυλάκιση ενός έλληνα πολιτικού κρατούμενου. Κυριακή πρωί, ενώ εξακολουθεί να χιονίζει, μαζευόμαστε στο τσουχτερό κρύο, μαζί με άλλους δημοσιογράφους και αρκετούς έλληνες φοιτητές του Βερολίνου, για να διαδηλώσουμε στην παγωνιά, έξω από τις φυλακές. Υστερα από αρκετή ώρα, ευτυχώς η αποστολή της Μελίνας στέφεται με πλήρη επιτυχία!

Καιρός για περεστρόικα

Το 1985 ξεκινά ένα νέο, παράλληλο τμήμα του φεστιβάλ, το «Πανόραμα», για ταινίες ειδικού ενδιαφέροντος, που δεν μπορούν να συμπεριληφθούν στο διαγωνιστικό τμήμα. Στα επόμενα χρόνια θα συμπεριλάβει και αρκετές ελληνικές ταινίες. Το 1986, ενώ η «Μανία» του Γιώργου Πανουσόπουλου προβάλλεται στο διαγωνιστικό, στο «Πανόραμα» συμμετέχουν το «Βαριετέ» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Το άρωμα της βιολέτας» της Μαρίας Γαβαλά και το «Σενάριο» του Ντίνου Μαυροειδή. Στο «Πανόραμα», την επόμενη χρονιά, κάνει την πρώτη της εμφάνιση και η Κύπρος, με το ντοκιμαντέρ μεγάλου μήκους «Λεπτομέρεια στην Κύπρο» του Πανίκκου Χρυσάνθου. Το 1988, στο διαγωνιστικό θα δούμε από την Ελλάδα τον «Θεόφιλο» του Λάκη Παπαστάθη, και στο «Πανόραμα» τις ταινίες: «Τεριρέμ» του Απόστολου Δοξιάδη, «Δοξόμπους» του Φώτου Λαμπρινού, «120 ντεσιμπέλ» του Βασίλη Βαφέα και «Γενέθλια πόλη» του Τάκη Παπαγιαννίδη. Η ελληνική παρουσία συνεχίζεται με τη «Φανέλα με το εννιά» του Παντελή Βούλγαρη και με τον «Λιποτάκτη» των Γιώργου Κόρρα και Χρήστου Βούπουρα. Ενώ το 1990, ο Νίκος Αντωνάκος συμμετέχει στο διαγωνιστικό με το «Δεξιότερα της δεξιάς».

Προς το τέλος της δεκαετίας του ’80 εμφανίζονται και οι ταινίες της περεστρόικα, σοβιετικές ταινίες που είχαν απαγορευτεί από τις αρχές και κλειδωθεί στα υπόγεια της Μόσφιλμ. Ανάμεσά τους και ταινίες που αποκομίζουν και βραβεία, από σκηνοθέτες όπως οι Γκλεμπ Παμφίλοφ, Αλεξάντερ Ασκόλντοφ και Αντρέι Μιχάλκοφ-Κοντσαλόφσκι.

Για ένα κομμάτι Τείχους

Το γκρέμισμα του Τείχους, το 1989, χαρακτηρίζει την Μπερλινάλε του Φεβρουάριου του 1990. Μαζί με τον Κώστα Σταματίου πηγαίνουμε στην Πύλη του Βρανδεμβούργου, όπου ακόμη στεκόταν όρθιο ένα μεγάλο τμήμα του Τείχους. Γύρω του είχαν μαζευτεί δεκάδες άτομα και προσπαθούσαν, με διάφορα κοφτερά αντικείμενα, να αφαιρέσουν κομμάτια. Οταν πλησιάζουμε, ένας Γερμανός μάς προσφέρει ένα σφυρί. Χρειαστήκαμε πάνω από μισή ώρα για να κόψουμε από ένα τόσο δα κομματάκι, ενώ, πιο κάτω, ευρηματικοί πωλητές πρόσφεραν για μερικά μάρκα αναμνηστικά κομμάτια σε σακουλάκια.

Από τότε, η πορεία του φεστιβάλ συνεχίζεται απρόσκοπτα, με τους διοργανωτές του να επιδιώκουν κάθε χρόνο να αυξήσουν την αίγλη του τόσο με νέες ταινίες και υποσχόμενους σκηνοθέτες όσο και με την παρουσία προσωπικοτήτων απ’ όλο τον κόσμο, ιδιαίτερα όμως από το Χόλιγουντ. Το πιο σημαντικό γεγονός της τελευταίας δεκαετίας είναι η μετακόμιση του φεστιβάλ από το Δυτικό στο Ανατολικό Βερολίνο: από το Ζοο Palast της Κουρφούστενταμ στο νέο υπερσύγχρονο Μέγαρο του φεστιβάλ στην πλατεία Postdamer του Sony Centre, με κτίρια που μοιάζουν να βγήκαν κατευθείαν από τις εικόνες της «Μητρόπολης» του Φριτς Λανγκ.

Η ελληνική παρουσία εξακολουθεί να είναι σημαντική. Αναφέρω χαρακτηριστικά: Στο διαγωνιστικό τμήμα του 1990, ο Παντελής Βούλγαρης με τις «Ησυχες μέρες του Αυγούστου» συναγωνίζεται σκηνοθέτες όπως ο Μάρκο Φερέρι, ο Τζόναθαν Ντέμι και ο Κέβιν Κόστνερ με τον Φερέρι τελικά να κερδίζει τη Χρυσή Αρκτο. Ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης πρωτοεμφανίζεται στο διαγωνιστικό τμήμα, το 2002, με τον «Δεκαπενταύγουστο». Το 2004 είναι η χρονιά του Θόδωρου Αγγελόπουλου, που παρουσιάζει το πρώτο μέρος της τριλογίας του, «Το λιβάδι που δακρύζει». Ενώ, το 2005, ο Κωνσταντίνος Γιάνναρης επιστρέφει, τη φορά αυτή στο «Πανόραμα», με την ταινία του «Ομηρος». Τέλος, η πιο πρόσφατη ελληνική συμμετοχή παραμένει η «Στρέλλα» του Πάνου Κούτρα, που προβλήθηκε πέρσι στο «Πανόραμα» και προκάλεσε πολύ καλές εντυπώσεις. *