Για ν’ αντιληφθεί κανείς το ιστορικό αποτύπωμα της τρέχουσας συγκυρίας, φτάνει να ρίξει μια ματιά στους σχολικούς τοίχους, που εύγλωττα το περιγράφουν με διάφορα συνθήματα.

Ads

 
Στο γυμνάσιο που βρίσκεται απέναντι από το σπίτι μου, εδώ και ένα χρόνο κυριαρχεί η φράση «Η πείνα κόβει τα φτερά του νου» και είναι η μόνη που, όχι μόνο δεν σβήνεται, αλλά και παραμένει επιτακτικά επίκαιρη κι ανυποχώρητα αιχμηρή, θέτοντας ερωτήματα που αφορούν την πνευματική και πολιτιστική μας φτώχεια.
 
Έχοντας καταναλώσει ως πολίτες τα τελευταία χρόνια αμέτρητα πολιτιστικά προϊόντα ως καταναλωτικά αγαθά, φθηνής αισθητικής και συνήθως ολιγοπωλιακής αντίληψης, ζώντας όμως πάντα σ’ ετούτη την πόλη, επανέρχεται το ερώτημα για το πώς αυτή μπορεί να λειτουργήσει ως εστία πολιτισμού.
 
Κι ενώ ταυτόχρονα ζούμε μια διαρκώς επιδεινούμενη, νέα συνθήκη στην Αθήνα, η σχέση μας με την πόλη διαφοροποιήθηκε ραγδαία. Μετά την πολιτιστική φούσκα των ολυμπιακών αγώνων, σε συνδυασμό με την ενεργοποίηση του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας, από την πλευρά των διοικούντων και των κυρίαρχων ΜΜΕ, επιβλήθηκε ένα είδος αντιπαλότητας με την πόλη.
 
Μιλάμε πια για μια πόλη ατομοκεντρική, απολύτως συντονισμένη στους κανόνες του κοινωνικού αυτοματισμού, όπου η περιχαράκωση σε «ακλόνητες βεβαιότητες» (αλλά και η εκ του ασφαλούς απόσταση από κάθε συλλογική συμμετοχή) σε συνδυασμό με τον φόβο, οδηγούν στην ιδιώτευση.
 
Η απαξίωση της ανθρώπινης ζωής, η βία, ο μαρασμός των γειτονιών και η υποβάθμιση της ανθρώπινης δραστηριότητας ‘στέγνωσαν’ την πόλη οδηγώντας τη ζωή, με γνώμονα όλο και πιο συχνά τον φόβο, σε βαθμιαία συντηρητικοποίηση.
 
Όμως από τα ξέφτια της ανθρωπιστικής κρίσης που εξαθλιώνει ολοένα τα πιο αδύναμα στρώματα, διαλύοντας ταυτόχρονα τον κοινωνικό ιστό, μόνο με την ενεργοποίηση μπορούν να γεννηθούν νέες ελπίδες, πολύ περισσότερο αν τη μαγιά τους αποτελούν οι αξίες ενός πολιτιστικού φορτίου, όπου οι πολίτες θα συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων και δεν θα θεωρούνται αποσυνάγωγοι, αλλά και ο πολιτισμός θα έχει καθοριστική σημασία για τη λειτουργία της δημόσιας διοίκησης.
 
Η πολιτιστική δομή του Δήμου της Αθήνας είναι βασική προτεραιότητα για την Ανοιχτή Πόλη. Καταρχήν, σύμφωνα με την  περί του δημόσιου χώρου αντίληψη, στόχος είναι ν’αποκατασταθεί η σχέση ανθρώπου – περιβάλλοντος με νέους όρους που θα ευνοούν την πνευματική και καλλιτεχνική δημιουργία αλλά και θα συνδράμουν στην αποσυντηρητικοποίηση του δημότη που τώρα ζει σε μια πολυκερματισμένη πραγματικότητα.
 
Η αναβάθμιση της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, το άνοιγμα της Δημοτικής Πινακοθήκης στα σχολεία και ο επαναπροσδιορισμός της στην εικαστική αγωγή των μαθητών, αλλά και η διασπορά χώρων γνώσης και δημιουργίας στις γειτονιές, οι δημοτικοί κινηματογράφοι ως χώροι προώθησης εναλλακτικού πολιτισμού κι ακόμα η αναβάθμιση της φιλαρμονικής (έχουμε ξεχάσει αλήθεια την δημόσια διαμαρτυρία της με μαύρα περιβραχιόνια στη διάρκεια της συμμετοχής της στην προ τριετίας παρέλαση, διαμαρτυρία που προκάλεσε απειλές εκ μέρους του κ.Καμίνη για παραπομπή των μουσικών στο πειθαρχικό;) είναι μερικές από τις προτάσεις που θα δώσουν οξυγόνο στην καθημερινή ζωή των πολιτών, γιατί δεν έχουμε ανάγκη μόνο το ψωμί, αλλά και τα τριαντάφυλλα, για να θυμηθούμε και τον Κεν Λόουτς…
 
Η τέχνη λειτουργεί και παρηγορητικά σε περιόδους που ο άνθρωπος βάλλεται με τόση βία σε συνθήκες κοινωνικής αποδόμησης, λειτουργεί όμως καταλυτικά και ως απελευθερωτικός μοχλός για τη δημιουργία νέων εκφραστικών τάσεων μέσα από την αμφισβήτηση. Συνθήκες όπου αισθάνεσαι όλο και πιο εγκλωβισμένος μέσα σε έργα -μακέτες, τα οποία αναδιαμορφώνουν την πόλη,  έτσι ώστε να σε αποκόπτουν από κάθε συλλογική δομή.
 
Ζητούμενο είναι να επανακαθορίσουμε τον δημόσιο χώρο με τους όρους του «συνέρχεσθαι» και όχι με την αντιπαλότητα που έχει επιβληθεί ως απότοκο τόσο του κοινωνικού αυτοματισμού, όσο και των διεκδικήσεων που υπαγορεύονται από ιδρύματα και ποικίλων συμφερόντων φορείς που τον διεκδικούν.
 
Ο πολιτισμός είναι το όπλο μας κατά της διαφθοράς και του εύκολου κέρδους. 

* Η Θάλια Καραμολέγκου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Παιδαγωγικά (Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών) και ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την αισθητική αγωγή στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση. Δίδαξε ελληνική γλώσσα σε προγράμματα αλφαβητισμού ενηλίκων, της λαικής επιμόρφωσης. Από το 1990 εργάζεται ως παραγωγός ραδιοφώνου (Rock FM, Ρόδον, Εν λευκώ ) ενώ τα τελευταία 7 χρόνια ραδιοφωνική της στέγη είναι ο 105,5 στο κόκκινο. Έχει αρθρογραφήσει στον περιοδικό τύπο για θέματα μουσικής και τέχνης, και τα τελευταία χρόνια γράφει για το παιδικό βιβλίο. (Αυγή, Ποπ+Ροκ, ΖΟΟ, Αudio, Οξύ, κ.ά). Είναι υποψήφια με την Ανοιχτή Πόλη για το Δήμο της Αθήνας.