Στο πιο διαδεδομένο πρόβλημα υγείας στα βιομηχανικά κράτη αναδεικνύεται η παχυσαρκία, σύμφωνα με τον Οργανισμό Oικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης. Ο ΟΟΣΑ απηύθυνε παράλληλα έκκληση προς τις κυβερνήσεις να δράσουν για να το αντιμετωπίσουν.

Ads

Από το 1980, όταν λιγότεροι από 1 στους 10 ανθρώπους στις χώρες μέλη του ΟΟΣΑ ήταν παχύσαρκοι, τα ποσοστά έχουν διπλασιαστεί, ενώ σε πολλές χώρες έχουν τριπλασιαστεί, σύμφωνα με την έκθεση που παρουσίασε σήμερα στο Παρίσι ο οργανισμός.

«Αν η τωρινή τάση συνεχιστεί περισσότεροι από 2 στους 3 ανθρώπους θα είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι τουλάχιστον σε κάποιες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ τα επόμενα 10 χρόνια, σύμφωνα με τις προβλέψεις» αναφέρεται στην έκθεση υπό τον τίτλο «Παχυσαρκία και η Οικονομία της πρόληψης» του ΟΟΣΑ.

Σύμφωνα με τον Οργανισμό, παχύσαρκος θεωρείται κάποιος του οποίου ο δείκτης μάζας σώματος (BMI) είναι πάνω από 30. Ο δείκτης μάζας σώματος υπολογίζεται αν κανείς διαιρέσει το βάρος του σε κιλά με το τετράγωνο του ύψους του σε μέτρα.

Ads

Οι λόγοι που οδήγησαν στην αύξηση των παχύσαρκων ανθρώπων περιλαμβάνουν: την αλλαγή στην παραγωγή τροφίμων, την αλλαγή του τρόπου ζωής και εργασίας που έχει οδηγήσει στη μείωση της φυσικής δραστηριότητας, τα αυξημένα επίπεδα στρες και οι αυξημένες ώρες εργασίας, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ.

Προς το παρόν το μεγαλύτερο ποσοστό των παχύσαρκων είναι γυναίκες, όμως τα ποσοστά της παχυσαρκίας στους άνδρες αυξάνονται πιο γρήγορα απ’ ότι στις γυναίκες στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ. Επιπλέον η παχυσαρκία παρατηρείται πιο συχνά στους φτωχούς και λιγότερο συχνά στους μορφωμένους. Αυτές οι κοινωνικές διαφορές είναι εμφανείς και στα ποσοστά παχυσαρκίας στα παιδιά, επισημαίνει ο οργανισμός.

Το πρόβλημα είναι περισσότερο έντονο στις ΗΠΑ, όπου το 2008 περίπου 3 στις 4 γυναίκες και 2 στους 3 άνδρες ήταν υπέρβαροι και περίπου το 1/3 όλων των ενηλίκων ήταν παχύσαρκοι. Η παχυσαρκία υπολογίζεται ότι στοιχίζει στις ΗΠΑ το 5 με 10% των συνολικών τους εξόδων για την υγεία, σε σύγκριση με το 1 με 3% που κοστίζει στις περισσότερες χώρες.

Ο ΟΟΣΑ καλεί τις κυβερνήσεις να δράσουν ώστε «να βοηθήσουν τους ανθρώπους να αλλάξουν τρόπο ζωής». Μία τέτοια συνολική στρατηγική θα απέτρεπε 155.000 θανάτους το χρόνο από χρόνιες παθήσεις στην Ιαπωνία, 75.000 στην Ιταλία, 70.000 στη Βρετανία και 40.000 στον Καναδά.