Όταν συνειδητοποιείς το θυμό σου, εκείνη τη στιγμή που νιώθεις να «βράζεις», να τρέμεις από ένταση και να μην ξέρεις πώς να διαχειριστείς σωστά αυτό που σου συμβαίνει, είναι δύσκολο να αντιληφθείς ποιο βαθύτερο κομμάτι του εαυτού σου έχει «αγγιχτεί» εκείνη τη στιγμή από το ερέθισμα που πυροδότησε το θυμό σου (πρόσωπο, γεγονός, κατάσταση), ιδίως αν δεν έχεις κάνει εξάσκηση και αυτοπαρατήρηση σε αυτόν τον τομέα.

Ads

Η προσοχή σου είναι στραμμένη σε αυτό που σου συμβαίνει εκείνη τη στιγμή, στο τώρα, στις σκέψεις που σαν βροχή καταιγίζουν το μυαλό σου και δυσκολεύεσαι να τις παρακολουθήσεις, να τις πιάσεις και να τις αποκωδικοποιήσεις, γιατί είναι φευγαλέες.

Όμως, αυτό που σου συμβαίνει «τώρα» συνδέεται άρρηκτα με το παρελθόν σου. Με την πρώτη φορά που θύμωσες έντονα, την οποία είναι πολύ πιθανό να δυσκολεύεσαι να θυμηθείς, με τις πεποιθήσεις που είχες αρχίσει να διαμορφώνεις από πολύ μικρή ηλικία για τον εαυτό σου και τον κόσμο, με τον τρόπο που έμαθες ή δεν έμαθες να διαχειρίζεσαι το θυμό σου, και που εν τέλει παγιώθηκε σαν συμπεριφορά μέσα στα χρόνια μέσω της επανάληψης.

Ακόμα κι αν αυτό το συναίσθημα, όπως όλα μας τα συναισθήματα, εκφράζεται με τρόπο δυσλειτουργικό, κάποια ανάγκη σου προσπαθεί να εξυπηρετήσει, η οποία επιζητά να επικοινωνηθεί και να ικανοποιηθεί διακαώς. Μη γνωρίζοντας διαφορετικό τρόπο, συχνά εκφράζεται σαν χείμαρρος με συναισθηματική έκρηξη. Όσο πιο έντονα εκφράζεται τόσο μεγαλύτερη είναι η ένταση που υπάρχει συσσωρευμένη μέσα σου κι επομένως τόσο πιο έντονο είναι αυτό που βαθιά μέσα σου σε πληγώνει και μένει ανικανοποίητο.

Ads

Έτσι, όταν κάποιο ερέθισμα σε ταρακουνάει σε βαθύτερο επίπεδο κι ενεργοποιείται ο θυμός σου, αναβιώνεται αυτό το μοτίβο του θυμού που διαμορφώθηκε σε μια πρώιμη ηλικία και κάθε φορά αναπαράγεται σε διαφορετικές καταστάσεις και πρόσωπα αυτή η πρωταρχική ανάγκη που έμεινε ανεκπλήρωτη ή καλύφθηκε ανεπαρκώς.

Είναι σαν ένα μικρό παιδάκι που κλαίει και χτυπιέται, γιατί κάτι επιθυμεί, κάτι χρειάζεται, και δεν γνωρίζει πως αλλιώς να επιστήσει την προσοχή του ενήλικα-φροντιστή για να του το επικοινωνήσει. Ούτε και πώς να καλύψει αυτήν την ανάγκη που έχει.

Σε κανέναν δεν αρέσει να θυμώνει. Να νιώθει την ένταση που φέρνει αυτό το συναίσθημα, ιδίως αν μιλάμε για άνθρωπο που σωματοποιεί πολύ έντονα τα συναισθήματά του: έντονη ταχυκαρδία, τρέμουλο άκρων, εφίδρωση, κοκκίνισμα, αίσθημα ζάλης, αίσθημα αποσύνδεσης κι απώλειας ελέγχου του εαυτού.

Ενεργοποιείται το σύστημα πάλης-φυγής, το συμπαθητικό νευρικό σύστημα, που «υπερλειτουργεί» όταν αντιλαμβανόμαστε κάποιον κίνδυνο/απειλή για εμάς, κι ας είναι ένας κίνδυνος πλασματικός και κατασκευασμένος, εφόσον δεν απειλούμαστε από κάτι στην πραγματικότητα.

Εν προκειμένω, η απειλή που αντιλαμβανόμαστε και μας κινητοποιεί να (αντι)δράσουμε, μπορεί να αφορά το φόβο μας μήπως μας αδικήσουν, μας διαβάλλουν, μας εκμεταλλευτούν, μας επιρρίψουν ευθύνες που δεν μας αναλογούν, μας απορρίψουν, εγκαταλείψουν, χλευάσουν, αγνοήσουν, υποτιμήσουν, χειριστούν…

Ο θυμός φωνάζει όταν σύμφωνα με το αξιακό σύστημα και τις πεποιθήσεις μας για εμάς και τους άλλους, κάποια επιθυμία μας ακυρώνεται, δεν γίνεται κατανοητή, σεβαστή, αποδεκτή ή δεν ικανοποιείται όπως θα θέλαμε. Ή όταν η ανάγκη μας για κυριαρχία κι έλεγχο του εαυτού μας, των άλλων, μιας κατάστασης, ματαιώνονται.

Θιγόμαστε, κλωνίζεται το «εγώ» μας, θλιβόμαστε και θυμώνουμε. Δεν θέλουμε να βρεθούμε ξανά στη δυσφορική θέση που βιώσαμε όπως σ’ εκείνη την πρωταρχική εμπειρία που μας θύμωσε. Ο θυμός και το πλήγωμα πάνε πακέτο. Το πλήγωμα σαν συναίσθημα μας τρώει εσωτερικά, συχνά μας ακινητοποιεί, και μας «εγκλωβίζει». Ο θυμός βγάζει αυτήν την ενέργεια προς τα έξω.

Όταν πονάμε είμαστε σαν ένα πληγωμένο, αδύναμο κουτάβι. Και για να πάψουμε να αισθανόμαστε αδύναμοι κι ευάλωτοι, «γαυγίζουμε», περνάμε στην αντεπίθεση, στο κομμάτι του θυμού, που μας «θωρακίζει» και μας μετατοπίζει από την αίσθηση της παθητικότητας που βρισκόμασταν προηγουμένως στην επιθετικότητα, για να μας αποτρέψει από το να δούμε το εύθραυστο εγώ μας, που ζητάει, που έχει προσδοκίες, επιθυμίες, ανάγκες, που συχνά δεν εκφράζονται με τον πιο λειτουργικό τρόπο και που ματαιώνονται ανεξαρτήτως αυτού.

Αναμφίβολα η επιθετικότητα γεννά την ψευδαίσθηση του δυναμισμού, εφόσον την αντιλαμβανόμαστε ως αντίδραση σε μια κατάσταση, σε αντίθεση με την τήρηση μιας παθητικής στάσης. Ωστόσο τόσο η επιθετικότητα όσο και η παθητικότητα είναι αντιδράσεις, είναι συμπεριφορές που επιλέγουμε και μάλιστα είναι τοποθετημένες στα άκρα ενός συνεχούς. Η μέση λύση, είναι πάντα η πιο θεμιτή, γιατί είναι και η πιο λειτουργική. Δεν επιτυγχάνεται εύκολα ούτε την καταφέρνουμε πάντα. Δεν είναι όμως και κάτι ανέφικτο.

Αυτό που σε θυμώνει στη συμπεριφορά των άλλων, είναι συνήθως κι αυτό που πιστεύεις εσύ ο ίδιος βαθιά για τον εαυτό σου. Έτσι, κάθε φορά που τα λόγια ή οι πράξεις των άλλων σε θυμώνουν είναι γιατί σου ξυπνάνε αυτό που κι εσύ ο ίδιος πιστεύεις για σένα και με τον τρόπο που ερμηνεύεις τη συμπεριφορά τους, είναι σαν να σου το επιβεβαιώσουν.

Τείνουμε να εξισώνουμε το συναίσθημά μας με την αντίδρασή μας και τη συμπεριφορά μας. Και γι’ αυτό θεωρούμε τον θυμό μας ένα «κακό» συναίσθημα που δεν πρέπει να νιώθουμε και μόλις αντιληφθούμε την ύπαρξή του, το αποφεύγουμε, το πνίγουμε, το θάβουμε, προσπαθούμε να το αρνηθούμε.

Όμως, όλα τα συναισθήματα υπάρχουν μέσα σε όλους μας. Δεν μπορούμε να τα καταστρέψουμε και να τα σκοτώσουμε. Όπως, έχει επισημανθεί, το συναίσθημα είναι ενέργεια και δεν καταστρέφεται. Αλλάζει μορφή. Και συνήθως, όταν προσπαθείς να πνίξεις ένα συναίσθημα, φέρνεις το αντίθετο αποτέλεσμα.

Μέχρι να αντιληφθείς το λόγο που κινητοποιήθηκε το «τάδε» συναίσθημα που σε ταλαιπωρεί και δυσφορείς, ποια πεποίθησή σου άγγιξε και ποια ανάγκη σου ζητά να ικανοποιηθεί, πάλι μπροστά σου θα το βρίσκεις, με διαφορετικές μορφές και τρόπους.

Το ότι θυμώνουμε δεν σημαίνει ότι αρχίζουμε να φωνάζουμε, να βρίζουμε, να προσβάλλουμε, να κατηγορούμε, να σπάμε πράγματα και να χτυπάμε ό, τι ή όποιον βρεθεί μπροστά μας για να αποφορτίσουμε την έντασή μας. Άλλο το να βιώνω ένα συναίσθημα και άλλο τι επιλέγω να κάνω με αυτό το συναίσθημα που βιώνω.

Το πώς αποφασίζω να το διαχειριστώ. Και το γεγονός πως έχω συνηθίσει όλη μου τη ζωή ή το μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου να διαχειρίζομαι ένα συναίσθημα με λανθασμένο τρόπο, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν τρόποι να αλλάξει αυτό, εφόσον το επιθυμώ.

Το να γνωστοποιούμε σε κάποιον την ενόχλησή μας για κάτι που έκανε ή είπε δεν σημαίνει ότι καυγαδίζουμε μαζί του ή ότι έχουμε τέτοια πρόθεση. Φυσικά, ο τρόπος που γνωστοποιούμε τη δυσαρέσκειά μας ενδεχομένως να είναι τέτοιος που να περάσει την εντύπωση της αντιπαράθεσης ή είναι πιθανόν ο αποδέκτης του μηνύματός μας να παρερμηνεύσει τα λεγόμενά μας και να θεωρήσει πως δέχεται επίθεση, οπότε και να μπει στη θέση του αμυνόμενου, συχνά με τη μορφή αμυντικής επίθεσης.

Γι΄αυτό κι έχουμε συνηθίσει να καταπίνουμε το θυμό μας και να μην τον επικοινωνούμε με τον κατάλληλο τρόπο, στο σωστό τόπο και χρόνο και στο(α) πρόσωπο(α) που εμπλέκονται στην κατάσταση. Κι όσο καταπιέζουμε το θυμό μας, απλώς αναβάλλουμε την εξωτερίκευσή του για αργότερα.

Μόνο που αργότερα αυτός ο θυμός που συσσωρεύτηκε και δεν επικοινωνήθηκε όταν ήταν η στιγμή του, θα έρθει με μεγαλύτερη ορμή από αυτή που του αντιστοιχούσε αρχικά και θα εξωτερικευτεί ως ξέσπασμα, συχνά με αφορμή ήσσονος σημασίας (αφορμή κι όχι αιτία), και ως προς τα λάθος άτομα.

Μια τέτοια εξωτερίκευση του θυμού μας, όπως μπορείτε να αντιληφθείτε, λόγω των συνεπειών που θα έχει, θα μας επιβεβαιώσει πανηγυρικά πόσο λάθος είναι να «μιλάμε» και να «εκφραζόμαστε» τελικά.

Κι έτσι, προκειμένου να αποτρέψουμε τέτοιου είδους ξεσπάσματα στο μέλλον, τόσο περισσότερο θα προσπαθούμε να κρύψουμε το θυμό μας, γιατί είναι ένα κακό συναίσθημα, που βγάζει προς τα έξω μια πλευρά μας, που δεν μας αρέσει και μας δυσκολεύει. Όταν εκφραζόμαστε με μη λειτουργικό τρόπο, προσβλητικό, ειρωνικό, κατηγορώντας και επιρρίπτοντας ευθύνες ναι, η ένταση αντί να πέσει, θα γιγαντωθεί και θα μεταφερθεί και σε άλλους.

Σκοπός της έκφρασης, οποιουδήποτε συναισθήματος, είναι η επικοινωνία και ο διάλογος. Όχι να βγάλουμε μια μεζούρα και να μετρήσουμε το σωστό και το λάθος του καθενός ή να αποφανθούμε ποιος έχει «δίκιο» και ποιος «άδικο». Από τη δική του σκοπιά ο καθένας θεωρεί πως έχει δίκιο και φταίνε οι άλλοι. Δεν υπάρχει νόημα σε τέτοιες συζητήσεις. Δεν είναι πάλη «επικράτησης». Ποιος θα φωνάξει περισσότερο ή ποιος θα έχει τα καλύτερα επιχειρήματα για να «κερδίσει» στον καυγά.

Ανεξάρτητα με το ποιος παίρνει την πρωτοβουλία να ξεκινήσει μια συζήτηση, για να υπάρχει διάλογος, πρέπει να μπορέσουν όλοι οι συμμετέχοντες να εκφραστούν, και να εισακουστούν, ο καθένας με τη σειρά του και σεβόμενος την άλλη πλευρά. Αλλιώς δεν μιλάμε για επικοινωνία και συζήτηση, αλλά για ένα τεράστιο «κατηγορώ» που εξαπολύει η μια μεριά προς την άλλη χωρίς κάποια ουσιαστική διαχείριση της κατάστασης.

Πηγή: psychologynow.gr