Kανείς δεν το είχε πάρει χαμπάρι. Όταν δύο Αυστριακοί επιστήμονες ανακάλυψαν πέρυσι ότι είναι πιθανό οι περισσότεροι άνθρωποι να έχουμε πλαστικό μέσα στο σώμα μας, δεν ήταν επειδή είχαν εφεύρει κάποια νέα, περίπλοκη επιστημονική μέθοδο. Ήταν επειδή το έλεγξαν πρώτοι.

Ads

Η προσέγγισή τους ήταν απλή. Ζήτησαν από οκτώ άτομα, κυρίως στην Ευρώπη, αλλά και στην Ιαπωνία, να κρατήσουν ένα εβδομαδιαίο ημερολόγιο διατροφής. Στη συνέχεια, εξέτασαν δείγματα κοπράνων τους, ψάχνοντας για πλαστικό.Το βρήκαν σε όλους τους: Κατά μέσο όρο, 20 μικροσκοπικά κομμάτια σε κάθε 10 γραμμάρια κοπράνων. Δεδομένου ότι η ημερήσια ποσότητα των ανθρώπινων κοπράνων είναι μεταξύ 400 με 500 γραμμάρια, αυτό σημαίνει ότι από τα «δείγματα» θα περάσουν κατά πάσα πιθανότητα, από 800 έως 1000 κομμάτια μικροπλαστικών, καθημερινά.

Οι επιστήμονες, Φίλιπ Σβαμπλ (Philipp Schwabl), ερευνητής στο Ιατρικό Πανεπιστήμιο της Βιέννης, και Μπετίνα Λίμπμαν (Bettina Liebmann) της περιβαλλοντικής υπηρεσίας της Αυστρίας, είναι οι πρώτοι που παραδέχονται ότι τα ευρήματά τους είναι στην καλύτερη περίπτωση προκαταρκτικά. Τα αποτελέσματά τους δεν λένε από πού προέρχεται το πλαστικό, τι ακριβώς περιέχει και πώς  επηρεάζει την υγεία μας. Αλλά με βάση αυτές τις αρχικές διαπιστώσεις, οι επιστήμονες εκτιμούν ότι το περισσότερο από το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού ενδέχεται να καταπίνει και να αποβάλλει πλαστικό.

Στη σύντομη ιστορία του, αυτό το συνηθισμένο, πλην θαυμαστό υλικό κατέληξε να αποτελεί την πηγή μιας κλιμακούμενης, παγκόσμιας ανησυχίας. Το πλαστικό βρέθηκε σε ψάρια, χελώνες και φάλαινες και πλέον, μέσα μας. Φαίνεται ότι είναι κυριολεκτικά παντού.

Ads

Όμως πόσο δύσκολο είναι να κάνουμε κάτι γι’ αυτό; Το πλαστικό είναι φτηνό στην παραγωγή του, χρήσιμο σχεδόν παντού και απίστευτα ανθεκτικό. Αυτές οι ιδιότητες το καθιστούν απαραίτητο στη σύγχρονη οικονομία, από τη συσκευασία και τη μόδα έως την ιατρική και τις μεταφορές. Ταυτόχρονα, όπως σημειώνει το Politico, ακόμη και αν η επιστήμη δεν είναι ακόμα σαφής σχετικά με το αποτέλεσμα που έχουν τα πλαστικά στο σώμα μας, οι ανησυχίες αυξάνονται με ραγδαίους ρυθμούς.

Χρειάστηκε λίγο περισσότερο από ένα αιώνα ώστε τα πλαστικά να γίνουν αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής μας, του περιβάλλοντός μας και ίσως ακόμη και του σώματός μας. Το πρώτο πλαστικό μαζικής παραγωγής εφευρέθηκε το 1907 από τον Βέλγο επιστήμονα Λέο Μπέκλαντ (Leo Baekeland). Δημιουργώντας ένα σκληρό και ταυτόχρονα εύκολα επεξεργάσιμο υλικό, ο Μπέκλαντ άνοιξε το Κουτί της Πανδώρας. Η έκρηξη του πλαστικού έγινε μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν η παγκόσμια παραγωγή αυξήθηκε από 1,5 εκατομμύρια τόνους ετησίως το 1950 σε 100 εκατομμύρια τόνους το 1989. Το 2017, περίπου 350 εκατομμύρια τόνοι παράγονταν κάθε χρόνο.

Στις διάφορες μορφές του αντικατέστησε τον χάλυβα στα αυτοκίνητα, το ξύλο στα έπιπλα, το χαρτί και το γυαλί σε συσκευασίες και το βαμβάκι στα ρούχα. Έτσι, δεν χρειάστηκε πολύς χρόνος για να εισβάλει στο περιβάλλον, αν και, από μια άποψη, προέρχεται από αυτό, αφού η πρώτη ύλη του είναι το πετρέλαιο. Ωστόσο, στη διαδικασία κατασκευής του στρεβλώνει μεμονωμένα χημικά συστατικά που βρίσκονται στο πετρέλαιο, βοηθώντας τα να σχηματίσουν εξαιρετικά ισχυρούς δεσμούς άνθρακα σε σχέση με οτιδήποτε άλλο παράγεται στη φύση. Εξαιτίας αυτής της μοναδικότητας, οι οργανισμοί που αποσυνθέτουν οργανική ύλη δεν γνωρίζουν πώς να διαλύσουν το πλαστικό. Αυτή η ιδιότητα, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι πολλά πλαστικά αντικείμενα χρησιμοποιούνται μία φορά και πετάγονται, σημαίνει ότι η μεγάλη πλειοψηφία του πλαστικού που έχει παραχθεί είναι ακόμα κάπου εκεί έξω…

Από τα πάνω από 6 δισεκατομμύρια τόνους πλαστικών αποβλήτων που έχουν παραχθεί από τη δεκαετία του 1950, μόνο το 9% έχει ανακυκλωθεί και το 12% έχει καεί. Κάποιοι από τους υπόλοιπους 4,7 δισεκατομμύρια τόνους πλαστικών αποβλήτων βρίσκονται σε χώρους υγειονομικής ταφής απορριμμάτων, δημιουργώντας «βουνά» που συσσωρεύονται σε όλες τις χώρες του κόσμου. Μερικά από αυτά επιπλέουν στους ωκεανούς, δημιουργώντας τεχνητές ατόλες επιπλεόντων σκουπιδιών που συσσωρεύονται και μετακινούνται αενάως με τα ωκεάνια ρεύματα. Το υπόλοιπο μας περιβάλλει με τη μορφή μικροπλαστικών, σωματίδια μεγέθους έως 5 χιλιοστά.

Ο όρος «μικροπλαστικά» δημιουργήθηκε το 2004 από τον Ρίτσαρντ Τόμσον (Richard Thompson), καθηγητή θαλάσσιας βιολογίας στο Πανεπιστήμιο του Πλίμουθ. Παρατήρησε ότι οι ακτιβιστές που προσπαθούν να καθαρίσουν την πλαστική ρύπανση στις παραλίες αναζητούσαν κυρίως αντικείμενα όπως ελαστικά και αλιευτικά δίχτυα. Έτσι αποφάσισε να κοιτάξει λίγο πιο κοντά. «Βρήκαμε μικρά κομμάτια ανάμεσα στους κόκκους άμμου… που έμοιαζαν με κόκκους άμμου», λέει. «Επιβεβαιώσαμε ότι ήταν πλαστικά».

Τα μικροπλάσματα ποικίλλουν στο μέγεθος και την προέλευση. Μερικά δημιουργήθηκαν εξαρχής σε πολύ μικρό μέγεθος – όπως οι μικρές χάντρες στα απολεπιστικά καλλυντικά – αλλά τα περισσότερα από αυτά είναι αποτέλεσμα μεγαλύτερων πλαστικών αντικειμένων που διασπώνται σε μικρότερα και μικρότερα κομμάτια. Οι δύο μεγαλύτερες πηγές μικροπλαστικών είναι τα ελαστικά από συνθετικό καουτσούκ και πλαστικές ίνες που απελευθερώνονται από την πλύση πολυεστερικών ή νάιλον ρούχων.

Η έρευνα του Τόμσον έδειξε ότι η ποσότητα του μικροπλαστικού στις παραλίες έχει αυξηθεί σημαντικά από τη δεκαετία του 1960. Και έκανε μια άλλη ανακάλυψη: «Δείξαμε ότι μια σειρά από οργανισμούς μπορούν να καταπιούν αυτό το υλικό». Στα χρόνια που ακολούθησαν, τα ευρήματα του Τόμσον επιβεβαιώνονται συνεχώς: Πλαστικά έχουν βρεθεί σε σχεδόν όλα τα ψάρια και τα υδρόβια ζώα που έχουν ελεγχθεί.

Μελέτες έχουν δείξει ότι τα θαλασσοπούλια και τα θαλάσσια ζώα όπως οι φάλαινες που οξυγονώνονται με φίλτρο μπορούν να καταναλώσουν τόσα μικροπλαστικά, που συσσωρεύονται στο πεπτικό τους σύστημα και εμποδίζουν την ικανότητα πέψης των τροφίμων. Διαπιστώθηκε επίσης, ότι τα πλαστικά μπορούν να καταλήξουν στα όργανα των ψαριών, προκαλώντας φλεγμονές και βλάβες όπως διάτρηση.

Προκαλούν όμως και έμμεσες βλάβες: Η έρευνα έχει δείξει ότι τα μικροπλαστικά μπορούν να λειτουργήσουν ως «όχημα» για μερικά από τα πιο επιβλαβή χημικά πρόσθετα, μεταφέροντάς τα απευθείας στο σώμα των ζώων. Αυτή μικροπλαστική μόλυνση έχει βρεθεί σε μεγάλα και μικρά θαλάσσια ζώα και έχει συνδεθεί με πλήθος προβλημάτων, από την παρεμπόδιση της εγκεφαλικής δραστηριότητας στα ψάρια, έως τον πρώιμο θάνατο των φαλαινών.

Σε ό,τι αφορά όμως τις επιπτώσεις του στον άνθρωπο οι ερευνητές εξακολουθούν να είναι πιο προσεκτικοί. Το πλαστικό έχει βρεθεί στα κόπρανα πολλών εμπορεύσιμων αλιευθέντων ειδών, αλλά επειδή οι άνθρωποι δεν καταναλώνουμε γενικά τα στομάχια των ψαριών, οι επιστήμονες πίστευαν ότι ήταν πιθανό πως δεν το αφομοιώνουμε. Το πλαστικό επίσης εμφανίζεται σε μια σειρά από προϊόντα διατροφής – από το επιτραπέζιο αλάτι έως το πόσιμο νερό και την μπύρα – αλλά μέχρι που οι Σβαμπλ και Λίμπμαν άρχισαν να εξετάζουν δείγματα κοπράνων, τίποτα δεν έδειχνε ότι υπήρχε στο σώμα μας σε μεγάλες ποσότητες.

Μερικοί επιστήμονες αναρωτήθηκαν εάν τα θαλασσινά που τρώμε ολόκληρα, όπως τα μύδια, θα μπορούσαν να μεταφέρουν χημικά από τα πλαστικά στο σώμα μας, αλλά διαπίστωσαν ότι είμαστε εκτεθειμένοι στα περισσότερα από αυτά από τόσες άλλες πηγές, που τα μικροπλαστικά από την κατανάλωση θαλασσινών είναι πραγματικά αμελητέος παράγοντας. Η μελέτη Σβαμπλ και Λίμπμαν βοήθησε στη συνέχιση της έρευνας, εν μέρει επειδή άφησε δύο αναπάντητα ερωτήματα:

  • Πρώτον, δεν λέει τίποτα για την προέλευση του πλαστικού. Θα μπορούσε να προέρχεται από κάτι που οι άνθρωποι έτρωγαν ή έπιναν, ή θα μπορούσαν να έχουν μεταφερθεί από υλικά συσκευασιών, ή πιρούνια.
  • Δεύτερον, δεν λέει τίποτα για το αν το πλαστικό στο έντερό μας, προκαλεί κάποια βλάβη.

Η γαστρεντερική οδός χρησιμεύει ως εμπόδιο ανάμεσα σε αυτό που τρώμε και στο εσωτερικό του οργανισμού μας. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι όσο τα πλαστικά απλά περνούν από το πεπτικό μας σύστημα και αποβάλλονται, μπορεί να μην υπάρχει πρόβλημα.

Η πλαστική ρύπανση δεν έχει τις γνωστές θανατηφόρες επιπτώσεις που προκαλούν άλλες περιβαλλοντικές καταστροφές. Η ατμοσφαιρική ρύπανση συμβάλλει σε 7 εκατομμύρια θανάτους ετησίως, ενώ οι ασθένειες που σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή μπορούν να στοιχίζουν κάθε χρόνο περίπου 250.000 ζωές. Η πλαστική ρύπανση δεν έχει κατηγορηθεί ποτέ για ένα θάνατο. «Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ του μεγέθους αυτής της συζήτησης και των πραγματικών επιστημονικών ευρημάτων, τα οποία απλώς έδειξαν την παρουσία μικροπλαστικών σε ορισμένα προϊόντα», λέει η Σίνγια Ριστ (Sinja Rist), ερευνήτρια  του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου της Δανίας.

Φέτος, ο επιστημονικός συμβουλευτικός φορέας της ΕΕ, «Science Advice for Policy by European Academies (SAPEA)» δημοσίευσε μια ανάλυση όλων των διαθέσιμων μελετών για τα μικροπλαλαστικά. Το συμπέρασμά του: «Δεν αποτελούν ευρύτατο κίνδυνο για τον άνθρωπο ή το περιβάλλον», ισχυρίστηκε.  Ωστόσο επισημαίνει, ότι τα πλαστικά μπορεί να είναι επιβλαβή σε μερικές τοποθεσίες με υψηλές συγκεντρώσεις και ότι αυτές οι συγκεντρώσεις μικροπλαστικών στο περιβάλλον αυξάνονται. Ο Μπαρτ Κόλμανς (Bart Koelmans), επικεφαλής της ομάδας εργασίας  του SAPEA δήλωσε  ότι «αν συνεχίσουμε να ρυπαίνουμε με τον τρέχοντα ρυθμό, θα έχουμε ένα πραγματικό πρόβλημα στο μέλλον».

Δράσεις και αντιδράσεις

Οι χώρες έχουν υιοθετήσει πρόστιμα ή απαγορεύσεις για πλαστικά προϊόντα μιας χρήσης. Κυβερνήσεις 127 χωρών έχουν αρχίσει να απαγορεύουν ή να περιορίζουν τις πλαστικές τσάντες από τον περασμένο Ιούλιο. Αλλά όταν πρόκειται ειδικά για τα μικροπλαστικά,  τα πράγματα δυσκολεύουν. Μόνο οκτώ χώρες έχουν απαγορεύσει τις μικροσκοπικές πλαστικές μπάλες που προσθέτονται στα καλλυντικά, αλλά πρόκειται για μια αμελητέα ποσότητα στη μικροπλαστική ρύπανση. Η χημική υπηρεσία της ΕΕ τον Ιανουάριο πρότεινε την απαγόρευση σχεδόν όλων των μικροπλαστικών που προστίθενται στα προϊόντα. Αλλά ακόμη και αυτή η πρόταση αφορά μόνο ένα μικρό μέρος του μικροπλακτικού προβλήματος. Από τα 11,7 εκατομμύρια τόνους μικροπλαστικών που εκτιμάται ότι εισέρχονται στο περιβάλλον κάθε χρόνο, μόνο 3 εκατομμύρια από αυτά ξεκίνησαν ως μικροσκοπικά σωματίδια. Τα υπόλοιπα προέκυψαν από αντικείμενα όπως ελαστικά ή ρούχα.

Δεδομένου ότι τα πλαστικά αποτελούν παγκόσμιο πρόβλημα, ορισμένοι ζητούν μια παγκόσμια λύση. Ορισμένες παράκτιες χώρες, συμπεριλαμβανομένψν της Νορβηγίας και της Ιαπωνίας, πρότειναν στα Ηνωμένα Έθνη να εξεταστεί το ενδεχόμενο δημιουργίας μιας παγκόσμιας, νομικά δεσμευτικής συμφωνίας για τη μείωση της πλαστικής ρύπανσης. Η πρόταση, η οποία συζητήθηκε σε συνεδρίαση των υπουργών περιβάλλοντος, προτείνει τη σύσταση επιστημονικού συμβουλευτικού φορέα που θα επικεντρώνεται αποκλειστικά στα απορρίμματα στη θάλασσα και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζουν την υγεία του ανθρώπου και το περιβάλλον. Κάλεσε επίσης τον ΟΗΕ να εξετάσει το ενδεχόμενο θέσπισης μιας νομικά δεσμευτικής συμφωνίας, όπως αυτή για τα επικίνδυνα χημικά απόβλητα. Το βασικό επιχείρημα είναι ότι ακόμη και αν η επιστήμη εξακολουθεί να είναι ασαφής σε ό,τι αφορά στην επίδραση στην ανθρώπινη υγεία, οι επιπτώσεις στο περιβάλλον είναι σαφώς αρνητικές και αυτό αρκεί.

Ωστόσο, οι βιομηχανίες που επιβαρύνονται με το κόστος των απαγορευτικών κανονισμών αντιδρούν. Ο John Chave, γενικός διευθυντής της Cosmetics Europe, ο οποίος εκπροσωπεί τη βιομηχανία καλλυντικών λέει ότι οι εταιρείες έχουν ήδη σταδιακά καταργήσει κάποια εύκολα αφαιρούμενα μικροπλαστικά. Για άλλα προϊόντα, ωστόσο, αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι πρέπει να ανατρέχουν ολοκληρωτικά τη σχεδίασή τους, για κάτι «που είναι μόνο ένα μικρό υποσύνολο του προβλήματος». Πριν περάσουν απαγορεύσεις, λένε οι εταιρείες, πρέπει να συμπληρωθούν τα επιστημονικά κενά. «Πρέπει να είστε σε θέση να προσδιορίσετε τους κινδύνους για τη θέσπιση αναλογικής νομοθεσίας», δήλωσε η Anne-Gaelle Collot, διευθύντρια περιβαλλοντικών υποθέσεων στον βιομηχανικο φορέα «Plastics Europe». «Στο τέλος της ημέρας, δεν υπάρχουν ακόμη στοιχεία ότι υπάρχει κίνδυνος για την υγεία», ισχυρίζονται οι βιομηχανίες…