Αμελείς και ανεπαρκώς ενημερωμένες πάνω στο σοβαρότατο θέμα της πρόληψης του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, εμφανίζει τις Ελληνίδες η έρευνα του προγράμματος «Λυσιστράτη». Σύμφωνα με το ειδικό θέμα που παρουσίασε το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων, λίγες συγκριτικά γυναίκες γνωρίζουν επαρκώς τις επιπτώσεις του ιού HPV, ενώ χαμηλά είναι και τα ποσοστά των γυναικών που κάνουν τακτικά τεστ Παπανικολάου.

Ads

Ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας, που προκαλείται από τον ιό των ανθρωπίνων θηλωμάτων (HPV), είναι σήμερα η δεύτερη συχνότερη αιτία θανάτου γυναικών από καρκίνο. Όπως αποκαλύπτουν τα αποτελέσματα της έρευνας, το ποσοστό κάλυψης των γυναικών φτάνει μόλις στο 32,3%, σε σχέση με υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές χώρες, όπου λειτουργούν κρατικά προγράμματα πρόληψης και τα αντίστοιχα ποσοστά κυμαίνονται από 50% έως 93%.

Ο ιός HPV υψηλού ρίσκου ανιχνεύτηκε στο 5,78% των γυναικών που συμμετείχαν στην έρευνα, με τον συχνότερο καρκινογόνο υπότυπο του ιού να είναι ο 16 (24,81%), και επόμενος ο 31 (8,81%).

Επιπλέον, τα κρούσματα εμφανίζονται πιο συχνά σε αστικές περιοχές της χώρας, και συγκεκριμένα –κατά σειρά συχνότητας- στην Αθήνα (10,14%), την Αλεξανδρούπουλη (9,67%), το Ναύπλιο (8,0%), την Καστοριά (7,5%), την Ορεστιάδα (7,5%), τη Θεσσαλονίκη (6,9%), το Άργος (6,6%), την Κεφαλλονιά (6,38%), την Κοζάνη (6,25%), τη Βέροια (6,12%), τη Σκιάθο (5,8%), τη Δράμα (5,80%), τη Φλώρινα (5,88%), τα Τρίκαλα (5,55%), τον Πειραιά (5,55%) και την Κέρκυρα (4,66%).

Ads

Σύμφωνα με το δημοσίευμα του ΑΠΕ, οι Ελληνίδες αμελούν σε μεγάλο ποσοστό να κάνουν τεστ Παπανικολάου, παρότι το 84,2% γνωρίζει ότι ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας μπορεί να προληφθεί, ενώ το 77,2% των ερωτηθέντων γνωρίζει το λόγο που διενεργείται το τεστ.

Συγκεκριμένα, μόνο το 32,3% των γυναικών κάνει τακτικά τεστ Παπανικολάου, τη στιγμή που ένα 12% δεν έχει κάνει ποτέ. Ιδιαίτερα χαμηλά (44,6%) εμφανίζονται τα ποσοστά των γυναικών που δηλώνουν επαρκώς ενημερωμένες για τον ιό HPV, με το 43,2% να γνωρίζει πως ο ιός μεταδίδεται σεξουαλικά και μόλις το 40% ότι μπορεί να προκαλέσει καρκίνο.

Όσον αφορά το εμβόλιο κατά του HPV, τα ποσοστά των γυναικών που εμφανίζονται θετικές ως προς αυτό, παρέμειναν σταθερά κατά τα έτη 2005, 2006, 2007 και 2008 (89,9%, 85,7%, 85%, 88,6%), ενώ παρουσίασε σημαντική πτώση κατά τα έτη 2009 και 2010 (64,4%, 60,5%, αντίστοιχα).

«Ο εμβολιασμός κατά της HPV λοίμωξης, δυστυχώς, και σε αντίθεση με όσα σημείωνε η πρώτη σχετική έκθεση του προγράμματος ‘Λυσιστράτη’, δεν φαίνεται πως είναι μια ευρέως αποδεκτή ιατρική παρέμβαση μεταξύ των Ελληνίδων», τονίζει ο επιστημονικά υπεύθυνος του προγράμματος, καθηγητής μαιευτικής γυναικολογίας στο ΑΠΘ, Θεόδωρος Αγοραστός.

«Είναι ενδιαφέρον να παρατηρεί κανείς ότι πριν από την κυκλοφορία του εμβολίου, δηλαδή κατά τα έτη 2005-2008, η αποδοχή της προοπτικής του HPV- εμβολιασμού, τόσο προσωπικά όσο και για τα υποτιθέμενα παιδιά, ήταν ιδιαίτερα υψηλή (70-80%)», συνεχίζει ο κ. Αγοραστός. «Μετά, όμως, την κυκλοφορία του εμβολίου, δηλαδή κατά τα έτη 2009 και 2010, η αποδοχή αυτή ελαττώνεται εντυπωσιακά, σε επίπεδα περί το 50%. Παράλληλα, η μελέτη των απαντήσεων των γυναικών σχετικά με την αιτιολογία της άρνησής τους να εμβολιαστούν, βεβαιώνει ότι είναι και πάλι, όπως και προηγουμένως, η έλλειψη ενημέρωσης και ο φόβος των παρενεργειών, αλλά αποκτά ιδιαίτερη σημασία το γεγονός ότι, ενώ με την πάροδο των ετών η ενημέρωση αυξάνει, αυξάνει παράλληλα και ο φόβος των παρενεργειών, κάτι που γίνεται ιδιαίτερα εμφανές κατά τα τελευταία έτη! Εάν σκεφθεί κανείς ότι, με την ίδια πάροδο των ετών και μετά τη χορήγηση, παγκοσμίως, πέραν των 120.000.000 δόσεων του HPV- εμβολίου πιστοποιείται και επιβεβαιώνεται διεθνώς ότι το εμβόλιο αυτό δεν παρουσιάζει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον, παρενέργειες πέραν των αναμενόμενων, τοπικών, καθίσταται σαφής η σημασία και οι συνέπειες της στρεβλής πληροφόρησης του κοινού μέσω κυρίως των μέσων μαζικής επικοινωνίας, αλλά και των επαγγελματιών υγείας, πάνω σ’ ένα τόσο σημαντικό θέμα δημόσιας υγείας».

Τα δεδομένα αυτά προκύπτουν από στοιχεία έρευνας, που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος «Λυσιστράτη» (Οκτώβριος 2005-Ιανουάριος 2011) της Α΄και της Δ΄ Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) και παρουσιάζονται στο πλαίσιο του συνεδρίου, με θέμα «Πρωτογενής και δευτερογενής πρόληψη του γυναικολογικού καρκίνου-Τελευταίες εξελίξεις», που διεξάγεται στη Θεσσαλονίκη.