Τα χαράματα της 22ας Δεκεμβρίου του 1945, το θρυλικό μεταγωγικό πλοίο MATAROA σηκώνει άγκυρα από το λιμάνι του Πειραιά και με επιβάτες την ελίτ της ελληνικής διανόησης, τέχνης κι επιστήμης φεύγει από τη  – σε λίγο – σπαρασσόμενη από τον εμφύλιο πόλεμο Ελλάδα, με προορισμό τη Γαλλία. Σχεδόν 70 χρόνια μετά, μία ταλαντούχα ομάδα καλλιτεχνών ανοίγει πανιά και φεύγει από τη σπαρασσόμενη από την κρίση Ελλάδα, για να μεταφέρει τη γοητευτική εμπειρία της ιστορικής εκείνης φυγής, στην παράσταση «MATAROA: Η διάτρητη μνήμη», που θα ανέβει στο διάσημο γαλλικό Théâtre du Soleil. Το χθες φωτογραφίζει το σήμερα σε μια πραγματικότητα που παραμένει διαχρονικά ίδια: ο πλούτος της Ελλάδας – τα νιάτα της – αναγκάζονται να την εγκαταλείψουν, ώστε να βρουν το πρόσφορο έδαφος που θα τους δώσει την ευκαιρία να διαπρέψουν.

Ads

Τον Δεκέμβριο του 1945, σε μία από τις πιο σκοτεινές περιόδους της ελληνικής ιστορίας, ο φιλέλληνας διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου Αθηνών, Octave Merlier και ο συνεργάτης του και γενικός γραμματέας Roger Milliex, καταφέρνουν έπειτα από πολλές διπλωματικές περιπέτειες και αναβολές να ναυλώσουν το νεοζηλανδέζικο πλοίο MATAROA, σχεδιάζοντας μια μεγάλη «έξοδο». Όπως γνωρίζαμε μέχρι σήμερα το παράξενο όνομα MATAROA, στα πολυνησιακά σημαίνει «η γυναίκα με τα μεγάλα μάτια». Η Κυβέλη Καστοριάδη, όμως, ηθοποιός και μέλος της ομάδας εργασίας, ενθυμούμενη ότι ο πατέρας της έδινε μια άλλη ερμηνεία στο όνομα MATAROA έκανε μια προσωπική έρευνα και μόλις αυτές τις μέρες ανακάλυψε ότι ΜΑΤΑROA, ήταν ένας ήρωας πολεμιστής της φυλής Maori. Επίσης η Μαλαματένια Γκότση, ηθοποιός της παράστασης, έφερε στο φως ακόμη μια ερμηνεία από το Λεξικό της Ταϊτής, όπου ΜΑΤΑROA σημαίνει να είσαι ανήσυχος, να περιμένεις κάτι επιθυμητό και ως ουσιαστικό αντιπροσωπεύει την αδημονία, την ανησυχία και την ελπίδα! Το ΜΑΤΑROA είχε ήδη χαρακτηριστεί ως «πλοίο της ελπίδας», όταν λίγους μήνες νωρίτερα, είχαν μεταφερθεί με αυτό στην Παλαιστίνη 173 εβραιόπουλα που είχαν γλιτώσει από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπούχενβαλντ, καθώς και 1.200 διασωθέντες από το στρατόπεδο συγκέντρωσης Μπέργκεν-Μπέλζεν. Επιβάτες αυτή τη φορά θα ήταν έλληνες φοιτητές που έχοντας επιβιώσει στην Ελλάδα της Κατοχής, θα έφευγαν από την Ελλάδα του Εμφυλίου με υποτροφίες του γαλλικού κράτους, για να αφήσουν ανεξίτηλο το στίγμα τους στην ευρωπαϊκή σκέψη, επιστήμη και τέχνη.

«Το ταξίδι του MATAROA είναι ένα ιστορικό γεγονός στην πορεία της σύγχρονης Ελλάδας που κάποτε θα πρέπει να γραφτεί», είχε πει ο μεγάλος φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, ένας από τους 130 επιβάτες του πλοίου της πνευματικής φυγής. Σχεδόν σαν ειρωνεία, η πορεία της σύγχρονης Ελλάδας έμελλε να ξαναγράψει την ιστορία του MATAROA, διώχνοντας εκατοντάδες νέους της στο άγνωστο, με «πλοίο» την ελπίδα. Ανάμεσα τους, μια ανοιχτή ομάδα καλλιτεχνών και επιστημόνων, που συσπειρώθηκαν γύρω από τη δύναμη αυτής της εξαιρετικής ιστορίας και ετοιμάζονται, υπό τη σκηνοθεσία της Hélène Cinque, να την ταξιδέψουν στη σκηνή ενός από τα πλέον σημαντικά θέατρα της Ευρώπης, του Théâtre du Soleil της Ariane Mnouchkine, που με πολύ συγκινητικό τρόπο υποδέχεται «τους Έλληνες» για πρώτη φορά στο θέατρο της. Μετά την ολοκλήρωση των παραστάσεων τον ερχόμενο Νοέμβρη και Δεκέμβρη στο Παρίσι, στόχος των συντελεστών είναι να πραγματοποιήσουν ένα συμβολικό ταξίδι επιστροφής, μέσα από τους σταθμούς του πρώτου εκείνου ταξιδιού καταλήγοντας πίσω στην Ελλάδα το καλοκαίρι του 2015, 70 χρόνια μετά την αναχώρηση του θρυλικού πλοίου.

image

Ads

Η απελπισία μπορεί να γεννήσει το όνειρο

«Η απλήρωτη εργασία, η ανεργία, η σταδιακή κατάργηση του μέχρι τότε γνωστού μας κόσμου και η ταυτόχρονη απουσία οράματος ή ελπίδας γύρω μου, με οδήγησαν σε μια τάση φυγής από αυτήν την πραγματικότητα», λέει στο tvxs.gr η ηθοποιός Ελίτα Κουνάδη, η οποία μέσα σε αυτή την κατάσταση, βρήκε το καταφύγιο της στην ιστορία του ΜATAROA και εμπνεύστηκε την ιδέα της παράστασης. «Αν δεν είχα βιώσει την κρίση μάλλον δεν θα έμπαινα κι εγώ στην αναγκαστική διαδικασία να αλλάξω τη ζωή μου στα 40. Συνήθως σε αυτήν την ηλικία δεν έχεις πια τη φλόγα των 20, ώστε να ακολουθήσεις ένα τρελό σου όνειρο. Μοιραία βολεύεσαι σε ό,τι μέχρι στιγμής κατόρθωσες να αποτελεί το ασφαλές περιβάλλον σου», θα πει. «Ευτυχώς είχα την τύχη να μην είμαι μόνη. Σήμερα είμαστε μια μεγάλη ομάδα που μοιραζόμαστε το ίδιο όνειρο», συμπληρώνει.

Τα όνειρα όμως συνήθως είναι πολύ καλά για να βγουν αληθινά… στην Ελλάδα. Η ομάδα ξεκίνησε πριν ένα χρόνο με πείσμα κι ενθουσιασμό την προσπάθεια υλοποίησης της ιδέας της, βρίσκοντας όλες τις πόρτες ερμητικά κλειστές. «Εδώ κάποιοι δε μας πίστεψαν, ενώ άλλοι δεν ενδιαφέρθηκαν, ούτε καν από περιέργεια ακόμη κι όταν είχαμε κερδίσει πλέον το ενδιαφέρον του Théâtre du Soleil», περιγράφει η Ελίτα. «Αυτές οι κλειστές πόρτες ήταν και ο λόγος που στραφήκαμε στη Γαλλία, ευελπιστώντας να έχουμε κι εμείς την τύχη εκείνων των επιβατών που ενώ ο τόπος τους, τους έδιωχνε με κάθε τρόπο, ένας άλλος τους επιβράβευε». Η υποψία τους επιβεβαιώθηκε, με την αντιμετώπιση στη Γαλλία να είναι εκ διαμέτρου αντίθετη, καθώς η πρόταση της ελληνικής ομάδας ενθουσίασε τους εκεί ιθύνοντες, αποσπώντας μάλιστα κολακευτικά σχόλια όχι μόνο για την καλλιτεχνική αξία του εγχειρήματος τους, αλλά και για τον επαγγελματισμό τους. «Στα μέιλ που στέλνουμε όλο αυτό το διάστημα λαμβάνουμε άμεσες απαντήσεις και μάλιστα από τον ίδιο τον διευθυντή του κάθε θεάτρου, φορέα, ιδρύματος κλπ. Μπορείς να προγραμματίσεις και να προχωρήσεις τη δουλειά σου, αλλά κυρίως να μην αισθάνεσαι σκουπίδι και αποτυχημένος περιμένοντας ατέρμονα κάποια απάντηση. Το γιατί, είναι μεγάλη κουβέντα. Εγώ παραθέτω μόνο τις διαφορές», λέει με νόημα η νεαρή ηθοποιός.

Σε αυτή την πολύ δύσκολη συγκυρία που βιώνει η χώρα, η σπάνια ευκαιρία του διεθνούς βήματος που δίνεται σε αυτούς τους νέους ανθρώπους μέσα από μια τόσο σημαντική καλλιτεχνική συνεργασία, επιβεβαιώνει για ακόμη μια φορά ότι το όνειρο μπορεί να γίνει πόλος αντίστασης στην απελπισία και ότι, όπως ο Τσε Γκεβάρα είχε πει, πρέπει «να είμαστε ρεαλιστές. Να διεκδικούμε το αδύνατο». «Αν κι όλο αυτό είναι όμορφο και περιπετειώδες, δεν παύει να έχει πίσω του πολύ πόνο, τεράστια απόγνωση και αλλεπάλληλες απογοητεύσεις», τονίζει η Ελίτα, «αλλά η αδυσώπητη πραγματικότητα πρέπει να πάψει να μας λυγίζει».

Ένα πλοίο με πολύτιμο φορτίο

«Μαζί τους κουβαλούν ότι πιστεύουν ότι θα τους είναι απαραίτητο στην ξενιτιά, δηλαδή ότι έχουν και δεν έχουν. Χειρόγραφα, βιβλία, γραφομηχανές, εργαλεία, ρούχα, χράμια, πλάκες γραμμοφώνου, φάρμακα, φωτογραφίες, τα φετίχ τους, τις αρβύλες για τη μακρινή λασπουριά, σκούφους, ομπρέλες, όλα στριμωγμένα ασφυκτικά μέσα στις παλιές βαλίτσες, που τις τυλίγουν προστατευτικά σκοινιά μη διαλυθούν στο δρόμο, σε ξύλινες κάσες, σε σάκους, σακίδια, καλάθια, μπόγους ασήκωτους, σε πρόχειρα μπογαλάκια, με κανένα τρόφιμο για το ταξίδι… Οι περισσότεροι είναι άφραγκοι», έχει γράψει η Νέλλη Ανδρικοπούλου, φωτογραφίζοντας με λέξεις την ίδια και τους συνταξιδιώτες της στο λιμάνι του Πειραιά, λίγο πριν φύγουν. «Όταν έφυγε το πλοίο και βγήκαμε στην ανοιχτή θάλασσα αυτό το γκρίζο πρωινό, άρχισε ένα τρελό πανηγύρι. Χορεύαμε σαν μικρά παιδιά. Εμείς δεν πηγαίναμε απλά να σπουδάσουμε, που ήταν κι ευχάριστο αφού θα πηγαίναμε στο Παρίσι που ήταν η Πόλη του Φωτός και της κουλτούρας, αλλά φεύγαμε κι από έναν κίνδυνο πολύ υπαρκτό και πολύ συγκεκριμένο: να στερηθούμε την ελευθερία μας χωρίς να ξέρει κανείς που αυτό μπορεί να φτάσει», θα πει στην Ελίτα Κουνάδη, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας.

«Δε θα’ χω πια τίποτα δικό μου, τίποτα, ούτε ένα κομμάτι γης ν’ αγαπήσω. Δε θα’ μαι από κανένα τόπο. Μένει μονάχα στον ορίζοντα μια ασπρίλα ορθάνοιχτη – το μέλλον – κι όσα μας περιμένουν εκεί πέρα», θα γράψει η συγγραφέας Μιμίκα Κρανάκη περιγράφοντας το συναίσθημα της φυγής προς το άγνωστο, από την Ελλάδα που ο εμφύλιος δεν την άφησε να χαρεί την Απελευθέρωση σε μια Ευρώπη που αρχίζει να επουλώνει σιγά-σιγά τις πληγές που άφησε πίσω του Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. «Σε πολλούς από μας υπήρχε διπλή απογοήτευση, ως προς την αστική τους καταγωγή, απόρριψη της αστικής τάξης, και απογοήτευση από το κομμουνιστικό κίνημα. Αφήναμε πίσω μας την αστική και την εθνική και την κομμουνισταρέικη Ελλάδα και φεύγαμε προς τα έξω, σε χώρους που έδιναν ευκαιρίες», είναι η αναφορά του φιλόσοφου Κώστα Αξελού, για το ταξίδι του MATAROA, που έμεινε στην ιστορία γνωστό και ως «Υποτροφιάδα».

«Ήθελα νέους επιστήμονες που θα πήγαιναν στο Παρίσι, τη Λυών, το Μονπελιέ, τη Νανσύ, το Στρασβούργο, θα παρακολουθούσαν τη γιγαντιαία δουλειά της ανοικοδόμησης και γυρνώντας κατόπιν στην Ελλάδα θα προσφέρανε τη δημιουργική τους εμπειρία», θα πει στη μοναδική του συνέντευξη λίγα χρόνια αργότερα ο από μηχανής θεός της ιστορίας αυτής, Octave Merlier. Παντρεμένος με ελληνίδα, αντιστασιακός και ο ίδιος, ο διευθυντής του Γαλλικού Ινστιτούτου στην Αθήνα διέβλεψε νωρίς το σκοτάδι που θα σκέπαζε την Ελλάδα τα χρόνια που θα ακολουθούσαν και προνόησε να στείλει στο εξωτερικό, τους προοδευτικούς νέους που θα μπορούσαν να φέρουν μελλοντικά το πνευματικό φως στη χώρα.

Στο μεταξύ, οι σκιές των πολιτικών διλημμάτων της Ελλάδας θα έφταναν σύντομα και στη μακρινή Γαλλία με κάποιους από τους επίλεκτους ταξιδιώτες του MATAROA να παίρνουν το δρόμο της επιστροφής, όταν το ΚΚΕ κάλεσε σε ενίσχυση των γραμμών του, λίγο πριν τη λήξη του Εμφυλίου. Κάποιοι προσπάθησαν να γυρίσουν, αλλά δεν τα κατάφεραν λόγω παρανομίας. Μόνο ο Μάνος Ζαχαρίας γύρισε τελικά. Άλλοι έκριναν ότι έπρεπε να συνεχίσουν τον αγώνα τους από το εξωτερικό. «Δεν είχα πλέον καμιά διάθεση να πάω ούτε στο βουνό ούτε στις πολιτικές οργανώσεις, γιατί ήμουν βέβαιος ότι δεν θα πρόσφερα τίποτα το ουσιαστικό. Έκανα ένα είδος επιλογής. Ήμουν σίγουρος ότι η επιστημονική δουλειά που θα έκανα στη Γαλλία θα ωφελούσε το όλο κίνημα περισσότερο από την παρουσία μου στην Ελλάδα», θα διηγηθεί πολλά χρονιά μετά, ο Νίκος Σβορώνος στον Τάσο Γουδέλη.

Επικεφαλής της ομάδας των 130 ήταν ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης. Συνταξιδιώτες οι φιλόσοφοι Κορνήλιος Καστοριάδης, Κώστας Παπαϊωάννου, Κώστας Αξελός και Μιμίκα Κρανάκη, ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος, οι αρχιτέκτονες Αριστομένης Προβελέγγιος, Γιώργος Κανδύλης, Τάκης Ζενέτος, Εμμανουήλ Κινδύνης, Αθανάσιος Γάττος, Κωνσταντίνος Μανουηλίδης, Νικόλας Χατζημιχάλης και Πάνος Τσολάκης, ο κινηματογραφιστής Μάνος Ζαχαρίας, οι γλύπτες Μέμος Μακρής, Κώστας Κουλεντιανός και Νέλλη Ανδρικοπούλου, ο ζωγράφος Ντίκος Βυζάντιος, ο μαέστρος Δημήτρης Χωραφάς, οι ποιητές Μάτση Χατζηλαζάρου και Ανδρέας Καμπάς, η συγγραφέας Έλλη Αλεξίου, οι φιλόλογοι Εμμανουήλ Κριαράς και Σταμάτιος Καρατζάς, οι γιατροί Ανδρέας Γληνός και Ευάγγελος Μπρίκας, και πολλοί άλλοι. Οι επιλογές και οι δρόμοι που ακολούθησαν οι επιβάτες του MATAROA, επιβεβαίωσαν τον Merlier, αποδεικνύοντας ότι το φορτίο που είχε στείλει στη Γαλλία… ήταν πολύτιμο.

image

Όταν η πραγματική ζωή συναντά το θέατρο

Αρχικό έναυσμα για την παράσταση στάθηκε το βιβλίο «Το ταξίδι του MATAROA 1945 – Στον καθρέφτη της μνήμης», της Νέλλης Ανδρικοπούλου  – πρώτης συζύγου του Νίκου Εγγονόπουλου – η οποία διδάχθηκε γλυπτική στο Παρίσι και αργότερα μετέφρασε Χαίλντερλιν, Φόστερ, Τσέλαν και Μπένγιαμιν, και μόλις φέτος είδαμε την πρώτη της προσωπική έκθεση ζωγραφικής στο ΜΙΕΤ, καθώς και το κείμενο της Μιμίκας Κρανάκη, «MATAROA σε δυο φωνές», που γράφτηκε πέντε μόλις χρόνια μετά από το μεγάλο ταξίδι και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Jean-Paul Sartre, «Les Temps Modernes». Αμέσως γεννήθηκε η ιδέα για μια δίγλωσση παράσταση  στην οποία θα συμμετέχουν καλλιτέχνες που ζουν μοιρασμένοι σε Αθήνα και  Παρίσι και η οποία θα στηρίζεται σε ιστορικά ντοκουμέντα, αρχεία, έργα και μαρτυρίες επιβαινόντων και συνεντεύξεις όσων βρίσκονται εν ζωή, γύρω από το ταξίδι αλλά και την εποχή γενικότερα.

«Εκεί αρχίζει ένα καταπληκτικό παράλληλο ταξίδι αναζήτησης των πραγματικών πρωταγωνιστών και των απογόνων όσων δεν είναι πλέον στη ζωή. Έτσι είχα τη μεγάλη τιμή και τύχη να γνωρίσω τη Νέλλη Ανδρικοπούλου και να αρχίσει μία καταπληκτική φιλία, καθώς και τον υπέροχο Μάνο Ζαχαρία. Αυτοί ήταν οι δύο βασικοί επιβάτες-αφηγητές και από κει και πέρα άνοιξαν πολλά μονοπάτια στην έρευνα», λέει η Ελίτα. «Συνάντησα την τραγουδίστρια και ηθοποιό Κυβέλη Καστοριάδη και την γλύπτρια Κλειώ Μακρή, απόγονοι και οι δύο επιβατών του MATAROA, οι οποίες εντάχθηκαν αμέσως στην ομάδα, καθώς και τη σύζυγο του Δημήτρη Χωραφά, Άρτεμη, γονείς του ηθοποιού Γιώργου Χωραφά, ενώ έχουμε αλληλογραφία με τον αξιοθαύμαστο για το έργο του Εμμανουήλ Κριαρά και φυσικά πολλούς ακόμη συγγενείς ή γνωστούς που θα μπορούσαν να διασώσουν πληροφορίες σχετικές με τα πρόσωπα και την εποχή», συνεχίζει. «Παράλληλα η έρευνα κινήθηκε αφ’ ενός στα ντοκουμέντα που φωτίζουν τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, όπως ας πούμε το αυθεντικό ημερολόγιο του ταξιδιού που κατέγραψε ο αρχιτέκτονας Πάνος Τζελέπης, ως αρχηγός της αποστολής, ή η αλληλογραφία του  Octave Merlier με το Υπουργείο Εξωτερικών, που βρήκα στο Παρίσι, καθώς επίσης και στα ίδια τα πρόσωπα που αποτελούν το πολύτιμο φορτίο του MATAROA, δηλαδή στη σκέψη και το έργο τους», συμπληρώνει η Ελίτα που τα τελευταία δύο χρόνια συγκεντρώνει το υλικό για την παράσταση, παίζοντας αυτή τη φορά το «ρόλο» του ιστορικού.

Από τις μαρτυρίες και τα ντοκουμέντα που συλλέχτηκαν στο πλαίσιο αυτής της μεγάλης έρευνας, η αντίθεση μιας προσωπικής μαρτυρίας σε σχέση με ένα επίσημο έγγραφο, ήταν απ’ αυτά που σόκαραν ιδιαίτερα την Ελίτα. Στη συνέντευξη που έδωσε στην ομάδα η Νέλλη Ανδρικοπούλου είπε περιγράφοντας την 12η Οκτωβρίου 1944, ημέρα της Απελευθέρωσης: «Μια μέρα ξυπνήσαμε και βγήκαμε έξω και είδαμε ότι δεν υπήρχαν πια Γερμανοί. Εκείνη ήταν η πιο ευτυχισμένη μέρα της ζωής μου. Δεν υπήρχε κανείς, καμία κυβέρνηση, ούτε οι Έλληνες, ούτε οι Γερμανοί, ούτε οι κομμουνιστές, ούτε οι Άγγλοι. Κανείς, κανείς, κανείς. Ήμασταν ελεύθεροι. Τι ευτυχία! Όλος ο κόσμος μαζεύτηκε στo Σύνταγμα. Οι άνθρωποι ήταν τρελοί από ευτυχία. Τρελοί! Αυτό έγινε τον Οκτώβρη. Ποιος να μας έλεγε, τότε ότι τον Δεκέμβρη θα συνέβαιναν όλα αυτά τα γεγονότα που θα έκαναν την Αθήνα πεδίο μάχης». Λίγες μόνο μέρες μετά, στις 5 Δεκεμβρίου 1944, ένα τηλεγράφημα του του Τσώρτσιλ προς τον στρατηγό Σκόμπυ έγραφε κατά λέξη: «Είσθε υπεύθυνος για την τήρηση της τάξεως στην Αθήνα και πρέπει να εξουδετερώσετε ή να συντρίψετε όλες τις ομάδες του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ που θα πλησιάσουν προς την πόλη… Μην διστάζετε, πάντως, να ενεργείτε σαν να βρίσκεστε σε κατεχόμενη πόλη όπου έχει ξεσπάσει τοπική εξέγερση. Πρέπει να κρατήσουμε και να κυριαρχήσουμε στην Αθήνα. Θα ήταν σημαντικό αν αυτό το πετυχαίναμε χωρίς αιματοχυσία, αν είναι δυνατόν, αλλά επίσης και με αιματοχυσία, αν είναι αναγκαίο». «Αυτή η αίσθηση, η μάλλον η πραγματικότητα του ότι ο άνθρωπος είναι ένα πιόνι στην πιο κυνική σκακιέρα, είτε μιλάμε για τις Τρωάδες, είτε για τη Σμύρνη, τον Εμφύλιο, τη Γιουγκοσλαβία, το Ιράκ, τη Συρία και ό,τι πρόκειται δυστυχώς να ακολουθήσει, δεν θα πάψει πότε να με θυμώνει και να με κάνει να βουρκώνω από οργή. Καθώς και το βλέμμα των ανθρώπων που γνωρίζουν πια ότι έπεσαν θύματα της Ιστορίας για ένα πουκάμισο αδειανό. Αυτές οι ιστορίες με καίνε», θα πει η Ελίτα.

Αν και ο τρόπος που δουλεύεται η παράσταση θυμίζει πολύ τον τρόπο που δουλευει ένας ντοκιμαντερίστας, η ταμπέλα του documentary theater ή του devised δεν ταιριάζει σε αυτό το έργο, που έχει στοιχεία πιο ποιητικά. Το κείμενο της παράστασης γράφεται με τη μέθοδο των επάλληλων αυτοσχεδιασμών των ηθοποιών, οι οποίοι έχοντας πάρει όλο αυτό το χαοτικό υλικό της έρευνας καταθέτουν την δική τους σκηνική εκδοχή σύμφωνα με την απολύτως προσωπική τους πρόσληψη, όντας συνδημιουργοί κι όχι απλά εκτελεστικά όργανα του οράματος ενός σκηνοθέτη. «Το κατεξοχήν γοητευτικό γεγονός, για μένα, σ’ αυτό το είδος είναι το σημείο συνάντησης της πραγματικής ζωής με το θέατρο. Αν δει κανείς τον τρόπο που αφηγούνται οι αληθινοί πρωταγωνιστές μιας τραγωδίας τα γεγονότα, θα καταλάβει πόσο μακριά είμαστε πολλές φορές στην προσέγγιση μας στο θέατρο. Πόσο ψεύτικοι και υπερβολικοί, πράγμα το οποίο τελικά εμποδίζει την επικοινωνία με τον θεατή και την οποιαδήποτε ουσιαστική συγκίνηση. Παραπέμπω στις μαρτυρίες για το Δίστομο, που είναι ότι πιο φρικτό έχω ακούσει. Η λιτότητα, η καθαρότητα, η σχεδόν ακίνητη μάσκα του προσώπου αυτών των ανθρώπων όταν αφηγούνται τι έζησαν είναι συγκλονιστικά», σημειώνει η ταλαντούχα ηθοποιός. «Δεν νομίζω ότι μπορείς να κάνεις θέατρο ή τέχνη γενικότερα, ερήμην της ζωής. Δεν είναι κάτι αυνανιστικό ή αυτοαναφορικό. Είναι ένα ανοιχτό παράθυρο στον κόσμο», θα τονίσει η Ελίτα.

Μνήμη διάτρητη αλλά ζωντανή

Γιατί όμως η μνήμη είναι διάτρητη, όπως καθομολογεί ο τίτλος της παράστασης; Την έμπνευση του τίτλου έδωσε η διαπίστωση που σύντομα έκανε η ομάδα του νέου MATAROA, ότι όσο βαθιά κι αν μπεις στην Ιστορία και προσπαθήσεις να φωτίσεις γεγονότα, είναι αδύνατο να καταλήξεις σε μια και μοναδική καθαρή εικόνα, δυσκολία που δεν έγκειται στην πολιτική διαφοροποίηση των αφηγητών αλλά γενικά στην αφήγηση της μνήμης που είναι απόλυτα υποκειμενική.

«Ακόμη και για την αναχώρηση από το λιμάνι του Πειραιά, εκείνα τα ξημερώματα 22ας Δεκεμβρίου 1945, μια στιγμή δηλαδή που όλοι οι επιβάτες περίμεναν με πολύ μεγάλη λαχτάρα, έχουμε 4 εντελώς διαφορετικές μαρτυρίες. Ας φανταστούμε λοιπόν, τι χαοτικό τοπίο μπορεί να συνθέσουν για την επόμενη γενιά ή για ένα νέο ερευνητή οι αφηγήσεις γύρω από τον Εμφύλιο», υπογραμμίζει η Ελίτα. Για την ηθοποιό το ζήτημα της διατήρησης της ιστορικής μνήμης είναι θεμελιώδες, καθώς όπως λέει «δεν φυτρώσαμε ξαφνικά, είμαστε συνέχεια πολλών πραγμάτων, ανθρώπων, πολιτισμών, τοπίων, έργων, σκέψεων, που όσο καλύτερα γνωρίζουμε τόσο πιο στέρεα θα πατάμε, ειδικά σε τόσο αβέβαιους καιρούς».

Στο πλαίσιο αυτό, η παράσταση για το MATAROA, προσπαθεί μέσα από τη σύνθεση των στοιχείων που έχει συλλέξει να βάλει κι αυτή το λιθαράκι της στην ανάδειξη μιας από τις πλέον μελανές σελίδες της Ιστορίας της Ελλάδας, μιας σελίδας που στα αλήθεια τόσα χρόνια μετά η ιστορία της δεν έχει καθαρογραφτεί κι έχει αφεθεί στη λήθη. Αυτής του Εμφυλίου. «Δε θεωρώ καθόλου τυχαία την προσπάθεια αφανισμού της ιστορικής μνήμης. Είτε παραδίδοντας στους εργολάβους μια ολόκληρη πρωτεύουσα που δεν βομβαρδίστηκε κατά τη διάρκεια του πολέμου, είτε διαγράφοντας επιλεκτικά κεφάλαια της Ελληνικής Ιστορίας από το εκπαιδευτικό πρόγραμμα, είτε  μετατρέποντας τόπους Ιστορικής μνήμης σε resort, είτε κλείνοντας τις τρύπες των Δεκεμβριανών στους τοίχους των κτιρίων της πόλης, είτε μπαζώνοντας τα ποτάμια της πρωτεύουσας, είτε καθιστώντας ντεμοντέ έναν παλιό ήχο ή μια παλιά γλώσσα ή διάλεκτο. Και όταν θα έχουν γίνει όλα αυτά και θα τα έχουμε συνηθίσει και αυτά μπορούν πια να ξεπουληθούν τα πάντα. Η ανοχή μας δοκιμάστηκε επί μακρόν και αποδείχτηκε πολύ ελαστική. Η λήθη βοηθάει πολύ σ’ αυτό», σημειώνει η Ελίτα Κουνάδη.

Αναφορικά δε με την τάση που η Ιστορία έχει να καταδικάζει όποιον δεν την γνωρίζει να την ζήσει για να την μάθει, η Ελίτα τονίζει πως «για να μην το ξαναζήσουμε δεν ωφελεί να το θάψουμε στη λήθη όπως έγινε από τη μεταπολίτευση και μετά. Γιατί δυστυχώς είδαμε, ειδικά τον τελευταίο καιρό, πόσο εύκολα και ακαριαία δημιουργήθηκε ένα κλίμα με εμφυλιοπολεμικούς όρους και πρακτικές». «Σ’έναν τόπο που έχει ταλαιπωρηθεί στην ελάχιστη ιστορία του των ούτε 200 χρόνων, από τον διχασμό, η λύση δεν είναι να θάψουμε το πρόβλημα αλλά να έχουμε την γενναιότητα και την ψυχραιμία να το δούμε κατάματα, σχεδόν χειρουργικά, ώστε να μην ξανασυμβεί ποτέ», καταλήγει.

image

Η μεταπολίτευση που έφερε το «περίπου»

Εν μέσω της οικονομικής αλλά κυρίως κοινωνικής και πολιτισμικής κρίσης που η πρώτη έχει επιφέρει, έντονη είναι η κριτική που ασκείται στους ανθρώπους των Τεχνών και των Γραμμάτων για το γεγονός ότι δεν έχουν βγει μπροστά να διατυπώσουν θέση, όπως οι προγενέστεροι τους είχαν κάνει δρομολογώντας εξελίξεις μάλιστα, κατά την Κατοχή, τον Εμφύλιο κι αργότερα κατά τη Δικτατορία.

«Η εποχή του Εμφυλίου δεν ήταν αποκομμένη από την αμέσως προηγούμενη, της Κατοχής και της Αντίστασης, ούτε και τις λίγο προγενέστερες, της Μεταξικής Δικτατορίας, της Μικρασιατικής Καταστροφής, των Βαλκανικών. Οι άνθρωποι αναγκάστηκαν να βγουν τους δρόμους και στα βουνά για να υπερασπιστούν την πατρίδα τους, το σπίτι τους, τη ζωή τους. Σε ένα τέτοιο κλίμα έχεις μάθει λοιπόν να παίρνεις θέση καθημερινά. Και στη Δικτατορία έγινε το ίδιο, αν και οχι τόσο μαζικά. Δεν νομίζω πάντως ότι σε τέτοιες εποχές ήταν πολύ εύκολο να είσαι «περίπου», εξηγεί η Ελίτα.

Το τοπίο από τη μεταπολίτευση και μετά διαφοροποιήθηκε τελείως όμως. Την αλλαγή που συντελέστηκε η Ελίτα τη συμπυκνώνει σε μία τοποθέτηση του Κορνήλιου Καστοριάδη, ο οποίος μιλώντας στην εκπομπή «Παρασκήνιο», είχε πει: «Κάθε φορά που άρχιζε να γίνεται κάτι, κάθε φορά συνετρίβη από ιστορικά γεγονότα, από διάφορες καταστροφές, που δίνουν το ρυθμό – θα μπορούσε να πει κάποιος – της νεοελληνικής ιστορίας. Και η τελευταία από αυτές τις καταστροφές είναι φυσικά η αθρόα και ραγδαία εισβολή του σύγχρονου δυτικού καταναλωτικού πολιτισμού, όπου ένας τόπος που δεν είχε –  με μια έννοια – αλλάξει από 25 αιώνες έγινε σμπαράλια μέσα σε 20 χρόνια. Και όταν λέω ένας τόπος δεν εννοώ μόνο τα τοπία, εννοώ κυρίως τους ανθρώπους και την ποιότητα και τη στάση των ανθρώπων».

«Το γεγονός ότι η εκπομπή είναι του 1984, όταν ξεκινάει η ανέμελη εποχή της φούσκας, του πλούτου, των τζιπ και του life style, και ο Καστοριάδης θεωρεί  ήδη ότι έχει επέλθει η καταστροφή νομίζω ότι είναι αρκετά σοκαριστικό», παρατηρεί η ηθοποιός.

image

Η ιστορία του MATAROA επαναλαμβάνεται

Το 1945, οι περισσότεροι επιβάτες του  MATAROA έφυγαν κυνηγημένοι, χωρίς να έχουν καμία άλλη επιλογή. Κάποιοι άλλοι ήθελαν απλώς να φύγουν απ’ αυτό το μπαρουτοκαπνισμένο λασποχώρι, όπου κάθε προσπάθεια τους πήγαινε στο βρόντο και να ανοίξουν τα φτερά τους στην Ευρώπη. Σήμερα – 2014 – και η ιστορία του MATAROA επαναλαμβάνεται. Με την επίσημη ανεργία περίπου στο 30%, αλλά κυρίως με την έλλειψη αισιόδοξης προοπτικής, χιλιάδες νέοι έχουν περάσει τα τελευταία χρόνια τα σύνορα της Ελλάδας για να διεκδικήσουν το μέλλον που τους αξίζει. Πρόκειται ίσως για την πιο σοβαρή επίπτωση αυτής της κρίσης, σε βάθος χρόνου.

Οι εποχές σίγουρα έχουν διαφορετικά διλήμματα, τα προσωπικά διλήμματα των ανθρώπων όμως μοιάζουν να έχουν πολλές ομοιότητες.  «Σήμερα εμάς δεν μας απειλεί η κάνη του Γερμανού ή του δοσίλογου, άμεσα τουλάχιστον, ούτε η εξορία ακόμα, θέλω να ελπίζω. Μας απειλεί όμως μια ζωή ευτελής, χωρίς μέλλον, χωρίς όνειρα, χωρίς χαρά. Η κουβέντα γυρίζει πάντα στο οικονομικό, όλα κινούνται σ’ έναν μικρόκοσμο, δεν υπάρχουν πια μεγέθη, δεν υπάρχει ένα κοινό όραμα, μια ελπίδα, ένα κίνητρο για να ξυπνήσεις την άλλη μέρα. Δεν γελάμε πια, δεν τραγουδάμε στους δρόμους, δεν ερωτευόμαστε, δεν καιγόμαστε για κάτι. Κάτι που να σε πυρπολήσει. Αυτό είναι η ζωή. Αυτή η φλόγα.», θα πει η Ελίτα Κουνάδη.

«Παρατηρώντας νέους ανθρώπους που αποφασίζουν να αφήσουν πίσω τη χώρα τους, μια χώρα της δύσης, καταλήγω στο σύνθετο συμπέρασμα ότι κάποιοι φεύγουν γιατί θέλουν να εργαστούν, γιατί  δεν αντέχουν την οικονομική εξαθλίωση και τον εργασιακό μεσαίωνα, κάποιοι απ’ αυτούς μάλιστα απογοητευμένοι από το ‘80 και το ‘90, τις υποσχέσεις και τα σαθρά πλάνα για ευμάρεια, ενώ κάποιοι άλλοι χωρίς ποτέ να τα έχουν πιστέψει και επιδοκιμάσει και υπομένοντας όλη την προηγούμενη περίοδο να χαρακτηρίζονται γραφικοί από τους πρώτους», σχολιάζει η ηθοποιός Τατιάνα Άννα-Πίττα, που συμμετέχει στην παράσταση. «Κάποιοι φεύγουν ψάχνοντας αυτή την ανάπτυξη που τους υποσχέθηκαν και ευελπιστούν ότι θα τη βρουν σε μια απόλυτη νεοφιλελεύθερη συνθήκη και όχι ετσι μετριοπαθή όπως θεωρούν αυτή όπου ζούμε, κάποιοι φεύγουν τυχοδιωκτικά, κάποιοι επειδή νιώθουν πολίτες του κόσμου και αγαπάνε τα ταξίδια και την εξοικείωση με τις ξένες κουλτούρες, κάποιοι φεύγουν γιατί φοβούνται ότι σύντομα θα ανήκουν σε αυτούς που λέμε στοχοποιημένους και θα διώκονται για τα φρονήματά τους, το χρώμα τους, τις σεξουαλικές τους προτιμήσεις κ.ο., κάποιοι δεν αντέχουν που βλέπουν τους ήδη στοχοποιημένους και διωκώμενους σε κίνδυνο», συμπληρώνει. «Κάποιοι δεν αντέχουν πλέον το φόβο, κάποιοι δεν αντέχουν το γεγονός ότι συνηθίζουν την αδικία και τη συνεπακόλουθη άνθρωπινη δυστυχία σε καθημερινή πια βάση και συνεχίζουν να ζουν στο δικό της αποτρόπαιο καθεστώς και είτε φαντάζονται ότι εκεί μακριά θα ησυχάσουν επιτέλους (αν και δε νομίζω πως δεν υποψιάζονται ότι όπου βρεθούν, θα συναντήσουν πάνω κάτω αντίστοιχες καταστάσεις, τα καλά της παγκοσμιοποίησης και του καπιταλισμού), είτε φεύγουν ελπίζοντας ότι θα την καταπολεμήσουν την αδικία πιο ψύχραιμα από την εκεί θέση τους. Κάποιοι φεύγουν ανώδυνα, κάποιοι απ’ αυτούς έχουν κι αρκετά χρήματα να διαθέσουν, κάποιοι φεύγουν γιατί δεν μπορούν να κάνουν αλλιώς, αναγκάζονται, επείγει, κάποιοι ανήκοντας σε ελίτ, κάποιοι όχι ελίτ, κάποιοι φεύγουν με πολιτική συνείδηση, κάποιοι παραμένοντας απολιτίκ, κάποιοι φεύγουν γιατί έτυχε, συγκυριακά». «Και βέβαια κάποιοι φεύγουν για πολλούς από τους παραπάνω λόγους μαζί, ή και για άλλους που μου διαφεύγουν αυτή τη στιγμή. Μωσαϊκό. Και βλέπεις την αλήθεια στο ότι τέτοιες μετακινήσεις διαμόρφωσαν τελικά την ανθρωπότητα», θα καταλήξει η Τατιάνα.

«Μιλώντας με τους επιβάτες του MATAROA, αλλά και με τους ανθρώπους που αφήνουν σήμερα τη χώρα, βλέπουμε ότι τα ζητούμενα τους είναι πολλά. Ναι, η επιβίωση. Ναι, η στοιχειώδης οικονομική εξασφάλιση και η έγνοια για το μέλλον των παιδιών που μπορεί να έχει κάποιος. Αλλά επίσης, η διάθεση για έργο και δουλειά ουσίας. Ή μάλλον όχι απλώς η διάθεση. Η ανάγκη. Η λυσσασμένη, πρωταρχική ανάγκη αυτή η ζωή να είναι μια ζωή δημιουργίας και προσφοράς, μάθησης και εμπειριών», σχολιάζει ο επίσης ηθοποιός και μέλος της ομάδας εργασίας, Δημήτρης Ντάσκας. «Να μην είναι ένα μίζερο πράγμα, με το μόνιμο φόβο και την ανασφάλεια που τρώνε τα σωθικά. Να είναι ζωή», τονίζει. Ο Δημήτρης υπενθυμίζει ότι στο MATAROA υπήρχαν επιβάτες που ήταν ακόμα και πενηντάρηδες, σε μια εποχή μάλιστα που τα πενήντα ήταν πολύ πιο κοντά στο προσδόκιμο ζωής από σήμερα. «Έτσι και τώρα. Δεν είναι μόνο οι νέοι, που φεύγουν για σπουδές, σε μια ηλικία που τα πάντα μοιάζουν εύκολα και πιθανά, και η ζωή κυλάει με μια άφοβη ορμητικότητα, σαν από κεκτημένη ταχύτητα», λέει. «Είναι και άνθρωποι με ‘στρωμένες’ ζωές, που συνειδητοποιούν ότι η μόνη σωτηρία και η μόνη λύση είναι να ανατρέψουν ό,τι είχαν σίγουρο και δεδομένο στη ζωή τους, καθώς η ίδια η ζωή τους έχει ανατρέψει ό,τι νόμιζαν σίγουρο και δεδομένο στη ζωή τους. Σε αυτές τις περιπτώσεις, η επιλογή της μετανάστευσης, και τότε και τώρα, είχε και έχει μεγαλύτερο κόστος και βάρος», θα καταλήξει ο Δημήτρης.

«Αυτή η χώρα απ’ τα τραγούδια της μέχρι την ξενιτιά κάποτε κόμπαζε για την ανθρωπιά και τη λευτεριά της. Τώρα οι νέοι άνθρωποι εγκαταλείπουν έναν τόπο διπλά ηττημένο, χωρίς περηφάνια, ρημαγμένο από την ανομία και τη συνθηκολόγηση», σχολιάζει η η Ιωάννα Κανελλοπούλου, μέλος της ομάδας εργασίας και ηθοποός της παράστασης. Η Ιωάννα διατυπώνει την άποψη ότι ζούμε έναν πόλεμο στον οποίο δεν έχουμε δώσει το πραγματικό του όνομα και που τον ονομάζουμε «κρίση» γιατί δε θέλουμε να δούμε όσα γκρεμίστηκαν ή κουκουλώθηκαν κατά τη διάρκεια της τεχνητής μας ευημερίας. Πιστεύει πως υπό το πέπλο της «κρίσης» κρύβουμε το γεγονός ότι δεν έχουμε να υπερασπιστούμε ούτε την ίδια μας τη ζωή, έτσι όπως έχει μικρύνει από το φόβο που μεταμορφώνεται σιγά-σιγά τώρα και πάλι σε μίσος για τον άλλον. «Όμως όπως και τότε έτσι και τώρα ο καταλύτης μπορεί να είναι ο άνθρωπος που ονειρεύεται και ρίχνει το φως του στα σκοτάδια. Κι αυτός ο άνθρωπος εν δυνάμει είναι ο καθένας μας είτε μένει, είτε φεύγει, είτε διαπερνά αυτό που ορίζουμε ως φυσικό μας όριο, όπως έκαναν οι επιβάτες του MATAROA», θα πει.

«Το θρυλικό ταξίδι του MATAROA και όλη εκείνη η ιστορική περίοδος έρχεται μέσα από αυτήν την παράσταση να ξαναθυμίσει, να ξαναδείξει ότι όλα είναι εφικτά», θα πει ο επίσης ηθοποιός Πολύδωρος Βογιατζής. «Εκείνη η γενιά των επιβατών του MATAROA, που διέπρεψε σε κάθε τομέα, μας δείχνει ότι όλα μπορούν να γίνουν και μας ξανάγεμίζει πίστη και ελπίδα. Το αδύνατο μπορεί να γίνει δυνατό. Το MATAROA είναι φάρος πίστης, δύναμης, ελπίδας!», επισημαίνει.

«Τι κρίμα να λες πως το ταξίδι του MATAROA είναι επίκαιρο όσο ποτέ! Τι κρίμα να νιώθεις πως αυτά που ανάγκασαν “τα παιδιά” του MATAROA να φύγουν, στην ουσία δεν είναι πολύ διαφορετικά από αυτά που μας οδηγούν και σήμερα να θέλουμε να “το σκάσουμε”, να “διαφύγουμε”. Τι κρίμα να μην έχεις άλλα κουράγια και να θες να εγκαταλείψεις τον τόπο σου στους αντιδραστικούς, τους ολιγάρχες και τους πλιατσικολόγους”, θα σχολιάσει από την πλευρά του o Παντελής Δεντάκης, ηθοποιός και μέλος της ομάδας εργασίας. «Οι επιβάτες του MATAROA οραματίστηκαν μια καλύτερη, πιο δίκαιη, πιο ελεύθερη ζωή. Το ίδιο όραμα έχουμε κι εμείς σήμερα. Και πιστεύουμε πως αυτή τη ζωή πρέπει να την διεκδικήσουμε εδώ και όχι αλλού. Για μας το ταξίδι του MATAROA δεν είναι ένα ταξίδι φυγής. Είναι ένα ταξίδι επιστροφής, ένα ταξίδι παραμονής», υπογραμμίζει.

«Το θέμα είναι τι αφήνεις πίσω και τι πηγαίνεις να συναντήσεις. Οι δυσκολίες προφανώς πάντα παροτρύνουν τα κύτταρα μας να επαναφέρουμετους ευατούς μας, τις σταθερές μας, την ίδια την αντίληψη για τη ζωή. MATAROA υπάρχουν πολλά στη ζωή μας. Άλλοτε τα ακολουθούμε, άλλοτε όχι.Το να αφήσουμε τη βάση μας, δε σημαίνει αυτόματα ότι την εγκαταλείπουμε. Η μνήμη είναι εκεί. Η ευτυχία μπορεί και να μην έχει πατρίδα. Το νόημα είναι να είμαστε παρόντες, είτε εδώ, είτε αλλού, για να την ζήσουμε», θα πει επιλογικά ο ηθοποιός Γιώργος Στάμος.
image

Μέχρι το τέλος

Με δεδομένη την έλλειψη κρατικών χρημάτων στον χώρο του Πολιτισμού, και την άρνηση των σχετικών ιδιωτικών φορέων να αναλάβουν την παραγωγή της παράστασης η ομάδα του MATAROA είχε μόνο δύο λύσεις. Ή να τα παρατήσει ή να φτάσει μέχρι το τέλος. Με δεδομένο ότι το Τhéâtre du Soleil σου ανοίγει μία φορά τις πόρτες του ή καμία, η ομάδα δεν είχε πια την επιλογή να κάνει πίσω. Έτσι στράφηκε στη λύση της χρηματοδότησης από το κοινό (crowd funding) για να συγκεντρώσει το ποσό των 20.000 ευρώ που χρειάζεται για να μπορέσει να καλύψει τα στοιχειώδη έξοδα της 4μηνης παραμονής της στο Παρίσι και να κάνει το όνειρο της πραγματικότητα.

«Σκεφτήκαμε αυτόν τον καινούριο τρόπο χρηματοδότησης που στην Ευρώπη και στην Αμερική λειτουργεί και είπαμε να το δοκιμάσουμε. Υπάρχουν project που έχουν χρηματοδοτηθεί 100%  από το κοινό. Το θέμα δεν είναι μόνο να μαζευτεί το ποσό αλλά και ο τρόπος που αυτό θα γίνει. Το να βάλει ο καθένας, που συγκινείται από αυτήν την ιστορία και αυτή την προσπάθεια από 10€ για να είναι συμμέτοχος, «συνένοχος», συνεπιβάτης σ’ αυτήν την περιπέτεια μου φαίνεται καταπληκτικό και σαφώς το προτιμώ. Τότε θα σημαίνει ότι λέμε την ιστορία πολλών ανθρώπων. Είναι κι αυτό ένα πείραμα και είμαι πραγματικά περίεργη να δω αν θα έχει ανταπόκριση», θα πει η Ελίτα.

Η καμπάνια της ομάδας τρέχει ήδη στην πλατφόρμα indiegogo και θα είναι ενεργή μέχρι τις 26 Ιουλίου, με περίπου 4.000 ευρώ υποστήριξης να έχουν συγκεντρωθεί μέχρι στιγμής. Οι συντελεστές της παράστασης «MATAROA: Η διάτρητη μνήμη» θεωρούν πολύτιμη την υποστήριξη όσων συμμερίζονται το όνειρο τους ακόμα κι αν δεν μπορούν να συμβάλλουν οικονομικά και τους καλούν να επικοινωνήσουν την προσπάθεια τους, ενημερώνοντας ανθρώπους που ίσως ενδιαφέρονται και κοινοποιώντας τη σελίδα τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σε κάθε περίπτωση θα χαρούν να σας συναντήσουν στις παραστάσεις τους.

image

«MATAROA: Η διάτρητη μνήμη»

«Είμαστε μια ανοιχτή ομάδα καλλιτεχνών και επιστημόνων. Συσπειρωθήκαμε γύρω από την ιδέα του MATAROA συγκινημένοι από τη δύναμη αυτής της εξαιρετικής ιστορίας, Μας ενώνει η ανάγκη να δημιουργήσουμε από κοινού κάτι μέσα σε ένα κόσμο που κατακερματίζεται καθημερινά. Θέλουμε να μιλήσουμε γι’ αυτό που συμβαίνει σήμερα στη χώρα μας, αλλά και να την υπερασπιστούμε απαντώντας έμπρακτα με ό,τι καλύτερο πιστεύουμε ότι διαθέτει. Σκέψη, Τέχνη, Πολιτισμό».

  • Ιδέα, Έρευνα, Οργάνωση: Ελίτα Κουνάδη
  • Προσαρμογή κειμένου, σκηνοθεσία: Hélène Cinque
  • Μεταφράσεις: Δημήτρης Αλεξάκης, Κυβέλη Καστοριάδη
  • Ομάδα εργασίας: Παντελής Δεντάκης, Ιωάννα Κανελλοπούλου, Κυβέλη   
  • Καστοριάδη, Ελίτα Κουνάδη, Δημήτρης Ντάσκας
  • Μουσική: Νίκος Κυπουργός 
  • Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
  • Kοστούμια: Γιώργος Βαφιάς
  • Video: Στυλιανός Πάγκαλος
  • Φωτισμοί: Vincent Lefèvre 
  • Ηθοποιοί: Πολύδωρος Βογιατζής, Μαλαματένια Γκότση, Παντελής Δεντάκης, Ιωάννα Κανελλοπούλου, Κυβέλη Καστοριάδη, Ελίτα Κουνάδη, Δημήτρης Ντάσκας, Τατιάνα-Άννα Πίττα, Harold Savary, Γιώργος Στάμος.

Η Κλειώ Μακρή, γλύπτρια, ο Τάσος Σακελλαρόπουλος, ιστορικός, και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, συνθέτης, συμπληρώνουν την ομάδα.
Κατά τη διάρκεια των παραστάσεων, στο φουαγιέ του Théâtre du Soleil η Κλειώ Μακρή, θα δημιουργήσει μια παράλληλη εικαστική εγκατάσταση, εμπνευσμένη και αφιερωμένη στο  MATAROA La mémoire trouée – Η διάτρητη μνήμη.

* Υστερόγραφο

«Δυστυχώς φοβάμαι ότι αν δεν ειχα φύγει, ασφαλώς δε θα μπορούσα να έχω κάνει αυτά τα οποία νομιζω ότι μπόρεσα κι έκανα φύγοντας έξω. Δε θέλω να πω ότι φοβάμαι ότι θα με είχε φάει η Ελλάδα, αλλά… περίπου το αίσθημα είναι αυτό» Κορνήλιος Καστοριάδης – φιλόσοφος