Η «Γίδα  ή Ποια είναι η Σύλβια;» υποδεικνύει όχι μόνο το μέλλον των έως τώρα παραδοσιακών δομών της κοινωνίας, αλλά και τα κρίσιμα ερωτήματα που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο.

Ads

Πρόκειται για ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας δραματουργίας και παρουσιάζεται στο θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ, σε μετάφραση-σκηνοθεσία Νικορέστη Χανιωτάκη.

Με αφορμή την επιτυχημένη πορεία της παράστασης ο Νικορέστης Χανιωτάκης, που με τη διπλή ιδιότητα του ηθοποιού – σκηνοθέτη κερδίζει χρόνο με το χρόνο την εμπιστοσύνη όλο και περισσότερων θεατράνθρωπων, μίλησε στο tvxs.gr για το έργο, το θέατρο και την νέα γενιά ηθοποιών.

Η «Γίδα», είναι έργο με έντονο χιούμορ, εκρηκτικούς χαρακτήρες, πανέξυπνους διαλόγους, σκληρότητα, αλλά ταυτόχρονα μεγάλη τρυφερότητα. Ποια είναι η κεντρική ιδέα του έργου;

Ads

Ο Άλμπι δεν είναι από τους συγγραφείς που κάνουν εισαγωγές στα έργα τους. Μπαίνει κατευθείαν στο θέμα. Έτσι συμβαίνει και στην Γίδα. Από την πρώτη στιγμή κιόλας βλέπουμε τον κεντρικό ήρωα, τον Μάρτιν, έναν επιτυχημένο αρχιτέκτονα και οικογενειάρχη να βρίσκεται σε σύγχυση και αμέσως ρίχνει την «βόμβα» στην γυναίκα του και συνεπώς στους θεατές: είναι ερωτευμένος με μία Γίδα ονόματι Σύλβια, την οποία γνώρισε μια μέρα στην εξοχή! Αυτή είναι και η κεντρική ιδέα του έργου, δηλαδή να παρουσιάσει την ακραία σεξουαλική επιλογή ενός ανθρώπου και να δει τι συνέπειες έχει αυτή η αποκάλυψη σε οικογενειακό, αλλά και κοινωνικό πλαίσιο.
 
Γιατί επιλέξατε να ασχοληθείτε με ένα τέτοιο έργο; Τι σας γοήτευσε στον Έντουαρντ Άλμπι;

Δεν θα χρησιμοποιούσα την λέξη «επιλογή» για να περιγράψω την συνάντησή μου με τα έργα. Για μένα είναι όπως οι ανθρώπινες σχέσεις. Γνωρίζεις τυχαία ένα έργο ή κάποιος στο συστήνει, όπως ακριβώς γίνεται με τους ανθρώπους κι από εκεί και πέρα, αν ταιριάξετε, δημιουργείτε μια σχέση λιγότερο ή περισσότερο στενή. Προσωπικά, λοιπόν, ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα το συγκεκριμένο κείμενο του Έντουαρντ Άλμπι! Με γοήτευσε το υπέροχο χιούμορ του, οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες του, ο «τρελός» ρυθμός του, οι ακραίες καταστάσεις που περιγράφει και το αναπάντεχο φινάλε του.

Τι δυσκολίες αντιμετωπίσατε στην παράσταση;

Η αλήθεια είναι ότι την «Γίδα» προσπαθώ να την ανεβάσω από το 2012! Από την ιδέα για την παράσταση μέχρι το ανέβασμά της, δηλαδή, πέρασαν επτά ολόκληρα χρόνια! Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο να πάρουμε τα πνευματικά δικαιώματα του έργου, διότι οι οικονομικές και καλλιτεχνικές απαιτήσεις των δικαιούχων ήταν αρκετά αυστηρές. Έπειτα, χρειαζόταν ο κατάλληλος θεατρικός χώρος, που θα μπορούσε να υποστηρίξει την σκηνοθετική ιδέα των τεσσάρων πλευρών. Τέλος, αυτή η παράσταση δεν θα γινόταν ποτέ αν δεν υπήρχαν τουλάχιστον πέντε «τρελοί» άνθρωποι, τέσσερις ηθοποιοί κι ένας σκηνοθέτης. Ευτυχώς, όλα τα παραπάνω επετεύχθησαν και με το παραπάνω, οπότε φτάσαμε σήμερα στο ευτυχές σημείο το θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ να ανοίξει τις πόρτες του στο κοινό για να δει την «Γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια». 

image

Σας τρόμαξε ποτέ να αναμετρηθείτε με ένα έργο του μεγάλου και βραβευμένου με τρία Πούλιτζερ Έντουαρντ Άλμπι;

Ούτε μία στιγμή δεν τρόμαξα. Αλίμονο.. Να θες να ασχοληθείς με το θέατρο και να φοβάσαι να βουτήξεις το κεφάλι σου στα μεγάλα κείμενα; Είναι δυνατόν; Όταν αναμετριέσαι με τέτοιους συγγραφείς, αν τους σεβαστείς και δεν θεωρήσεις ότι είσαι πάνω από αυτούς, τότε μόνο να εξελιχθείς μπορείς και να κάνεις ένα βήμα παραπέρα.

Ποια θεωρείτε ότι είναι τα κρίσιμα ερωτήματα που βασανίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο;

Δεν μπορώ να μιλήσω γενικά για τον σύγχρονο άνθρωπο. Προσωπικά με βασανίζουν ερωτήματα από το «Γιατί η Ελλάδα έφτασε σε αυτό το σημείο της κρίσης» μέχρι πιο βαθιά πράγματα όπως «Τι είναι ο θάνατος και τι συμβαίνει μετά από αυτόν;».

Πόσο επίκαιρη είναι η «Γίδα» σήμερα;

Τα σπουδαία κείμενα και οι μεγάλοι συγγραφείς δεν έχουν εποχή, δεν έχουν ηλικία. Θα μπορούσαν να παρουσιαστούν πριν διακόσια χρόνια, σήμερα ή διακόσια χρόνια μετά. Σε αυτά τα κείμενα συγκαταλέγω και την «Γίδα». Δεν έχει σημασία ούτε η χρονιά, ούτε το μέρος που διαδραματίζεται η ιστορία. Ένα έργο που μιλάει για την οικογενειακή ευτυχία, τον έρωτα, τις κρυφές επιθυμίες και σκέψεις του ανθρώπου, τα όρια της σύγχρονης κοινωνίας μόνο επίκαιρο θα μπορούσε να είναι.

image

Ο Έντουαρντ Άλμπι έχει πει ότι «Οι άνθρωποι λένε ψέματα στον εαυτό τους για το ποιοι είναι και πώς βλέπουν τον εαυτό τους. Το έργο μου αφορά την ανικανότητά μας να είμαστε αντικειμενικοί με τον εαυτό μας». Τι πιστεύετε εσείς;

Ο Έντουαρντ Άλμπι δεν συνήθιζε να παράγει αποφθέγματα. Αντιθέτως, προτιμούσε να λέει πράγματα που θα προκαλέσουν την σκέψη του κοινού και θα ταρακουνήσουν αυτά που πριν θεωρούσε δεδομένα. Η παραπάνω φράση σχετίζεται με την ανάγκη του ανθρώπου να χτίσει «τοίχους», να δημιουργήσει ισχυρές άμυνες για να επιβιώσει στην σύγχρονη κοινωνία. Κλεινόμαστε σε ένα καβούκι, αλλά αντί να κάνουμε ενδοσκόπηση και να κοιτάξουμε λίγο μέσα μας, βάζουμε μια ταμπέλα στον εαυτό μας και κρίνουμε εκ του ασφαλούς όλους τους γύρω μας. Ο φόβος μας κρατάει μακριά από την αντικειμενικότητα, όσο απλησίαστη κι αν φαντάζει.  

Πως ξεκινήσατε να ασχολείστε με το θέατρο; Υπήρξε κάποιο άτομο που σας παρακίνησε;

Ο άνθρωπος που με έφερε σε επαφή με το θέατρο ήταν η μητέρα μου. Από όταν ακόμα ήμουν πολύ μικρός με έπαιρνε μαζί της σε παραστάσεις, όχι μόνο παιδικές, αλλά και για ενήλικες. Τις βλέπαμε και μετά τις συζητούσαμε σαν δύο καλοί φίλοι. Μέχρι που είδα το 1997 τους «Όρνιθες» του Αριστοφάνη από το Θέατρο Τέχνης στην αναβίωση της σκηνοθεσίας του Καρόλου Κουν και εκεί άλλαξε η ζωή μου.

Έχετε ασχοληθεί τόσο με την ηθοποιία όσο και με την σκηνοθεσία. Τελικά άλλη η αγάπη κι άλλη η ερωμένη σας; Τι σας εκφράζει περισσότερο αυτήν την περίοδο;

Έχω σπουδάσει κι έχω αγαπήσει τόσο την υποκριτική, όσο και την σκηνοθεσία. Δεν τα συγκρίνω, ούτε επιλέγω κάποιο από τα δύο έναντι του άλλου. Το αν θα σκηνοθετήσω ή αν θα παίξω σε μία παράσταση έχει να κάνει καθαρά με το έργο. Υπάρχουν κείμενα που με εξιτάρουν να τα σκηνοθετήσω και χαρακτήρες που θέλω σαν τρελός να τους υποδυθώ. Όποια θέση και να κατέχεις σε μία παράσταση, σημασία πάντα έχει η θεατρική πράξη, η σύνδεση της σκηνής με την πλατεία των θεατών και η προσωπική εμπλοκή με την ιστορία που θες να μοιραστείς με τον κόσμο.

Μαζί με τον Γεράσιμο Σκαφίδα έχετε αναλάβει την καλλιτεχνική διεύθυνση του θησείου, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ. Τι οραματίζεστε για το θέατρο;

Με τον Γεράσιμο γνωριστήκαμε πριν από έντεκα χρόνια στην Δραματική Σχολή του Θεάτρου Τέχνης κι έκτοτε δεν έχουμε σταματήσει σχεδόν ποτέ να συνεργαζόμαστε. Το αποκορύφωμα της συνεργασίας μας ήταν η ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης του θησείου, ενός θεάτρου που αγαπήσαμε πάρα πολύ ως θεατές και στην συνέχεια ως δημιουργοί. Η ευθύνη μας μεγάλη, όσο και η πρόκληση. Οραματιζόμαστε ένα ζωντανό θέατρο, ανοιχτό σε νέους θεατές και δημιουργούς που δεν θα είχαν την ευκαιρία να κάνουν αλλού πράξη τις ιδέες τους. Θέλουμε να παρουσιάσουμε καινούργια έργα που δεν έχουν παιχτεί ποτέ στην χώρα μας και κλασικά κείμενα, χωρίς να τα «πειράξουμε». Πιστεύουμε ότι μια παράσταση μπορεί να έχει σύγχρονη πνοή, χωρίς ο θίασος να παραβιάσει τον λόγο του συγγραφέα. Επίσης, φαντασιωνόμαστε ένα θέατρο που ο θεατής θα είναι μέρος του, ζωτικό κομμάτι του. Δεν μας ενδιαφέρει η τελειομανία. Προτιμάμε το λάθος, γιατί δεν μας ενδιαφέρει το κοινό να κρίνει την παράσταση, αλλά την ιστορία που αρχικά συγκινεί εμάς, ώστε να συγκινήσει κι εκείνο. 

Έχετε δείξει, όπως τώρα με τον Μιχαήλ Ταμπακάκη ότι εμπιστεύεστε τη νέα γενιά ηθοποιών. Πιστεύετε ότι έχει πολλά πράγματα να δώσει;

Μα, φυσικά! Αλίμονο αν δεν εμπιστεύομαι εγώ τους νέους ηθοποιούς. Στην ίδια γενιά ανήκουμε, άλλωστε. Πήρα καλό παράδειγμα από σπουδαίους καλλιτέχνες που έχουν δείξει την μεγαλοψυχία και το θάρρος να με τιμήσουν με την εμπιστοσύνη τους, όπως ο Νικήτας Τσακίρογλου, η Λήδα Πρωτοψάλτη, ο Γρηγόρης Βαλτινός, η Πέγκυ Τρικαλιώτη, ο Νίκος Κουρής κ.α. Συγκεκριμένα, πάντως, ο Μιχαήλ Ταμπακάκης είναι ένας πολύ καλός συνεργάτης και ηθοποιός με όρεξη για δουλειά, ανοιχτός σε ιδέες και πειραματισμούς. Δίνεται σε αυτό που κάνει ολόψυχα κι αυτό είναι συγκινητικό. Στο θέατρο, βεβαίως, δεν υπάρχουν ηλικίες, οπότε ως νέους –από την άποψη της ενέργειας και του ανοιχτού μυαλού- βλέπω και τους υπόλοιπους υπέροχους ηθοποιούς της παράστασης, τον Νίκο Κουρή, την Λουκία Μιχαλοπούλου και τον Γιάννη Δρακόπουλο.   

image

Τι θα θέλατε να νιώσει ο θεατής φεύγοντας από την παράσταση; Με τι να προβληματιστεί;

Το ιδιαίτερο αυτής της παράστασης είναι ότι ο κάθε θεατής νιώθει διαφορετικά πράγματα, αναλόγως με τις προσλαμβάνουσές του, με τις εμπειρίες του ακόμα και με την θέση που κάθεται στο θέατρο! Δεν με ενδιαφέρει να αισθανθούν όλοι το ίδιο βλέποντας την «Γίδα». Σίγουρα, όμως, δεν θέλω να μείνει κανείς απαθής μπροστά σε αυτό που γίνεται μπροστά του. Θα είχε πολύ ενδιαφέρον αν σκεφτεί κανείς τα δικά του όρια, τις δικές του σχέσεις με τους ανθρώπους και την φύση και την δική του θέση απέναντι στο ασύλληπτο συναίσθημα του διπλανού του.

Πιστεύεται ότι η κρίση έχει βοηθήσει την τέχνη;

Είμαι της άποψης ότι μέσα από την μαυρίλα μπορεί να ξεπηδήσει το πιο λαμπερό φως. Οι κρίσεις ανέκαθεν αποτελούσαν πηγή έμπνευσης για τους καλλιτέχνες και εφαλτήριο για δημιουργία. Βεβαίως, μια τόσο σοβαρή οικονομική κρίση δεν βοηθά τους ανθρώπους της τέχνης να επιβιώσουν, αλλά τους δίνει ένα ερέθισμα ότι έχουν σοβαρό λόγο ύπαρξης. Για εμένα, το ότι η χώρα μου περνούσε μια απίστευτα δύσκολη περίοδο ήταν η αιτία που δεν σκέφτηκα να μείνω Λονδίνο μετά τις σπουδές μου, αλλά επέστρεψα εδώ.

Τι σχέδια έχετε για το μέλλον;

Προς το παρόν, η «Γίδα» θα συνεχίσει μέχρι 5 Μαΐου τις sold out παραστάσεις της στο θησείον, ΕΝΑ ΘΕΑΤΡΟ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΕΧΝΕΣ και στην συνέχεια θα ταξιδέψει με προορισμό το Θέατρο Αμαλία στην Θεσσαλονίκη (9-12 Μαΐου). «Ο καλός άνθρωπος του Σετσουάν» θα ολοκληρώσει την χειμερινή του περιοδεία επίσης στην Θεσσαλονίκη (Θέατρο Αυλαία, 4-7 Απριλίου & 11-14 Απριλίου). Το «Κάθε Τρίτη με τον Μόρι» με τους Γρηγόρη Βαλτινό και Γιάννη Σαρακατσάνη θα παίζεται στο θέατρο Ιλίσια Βολανάκης και μετά το Πάσχα. Το «Matilda  the Musical», στο οποίο συμμετέχω ως ηθοποιός, θα τελειώσει την Κυριακή των Βαΐων (21 Απριλίου). Επίσης, είμαι τρομερά ευτυχής που η δημοφιλής αγγλική σειρά «The Durrells», που παίζω εδώ και τέσσερα χρόνια, ξεκίνησε πριν λίγες μέρες να προβάλλεται στο ελληνικό κοινό από την τηλεόραση της ΕΡΤ2. Τέλος, είμαι ιδιαιτέρως χαρούμενος που την επόμενη θεατρική περίοδο, θα επαναλάβουμε το θρίλερ «Η Γυναίκα με τα Μαύρα» με τους Νίκο Κουρή και Κωνσταντίνο Ασπιώτη, ενώ θα σκηνοθετήσω στο θησείον την «Μήδεια» του Μποστ και την «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Ουάιλντερ.

Συντελεστές:
Μετάφραση – Σκηνοθεσία: Νικορέστης Χανιωτάκης
Σκηνικά – Κοστούμια: Αρετή Μουστάκα
Πρωτότυπη μουσική-Επιμέλεια Ήχων: Γιάννης Μαθές
Φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα
Βοηθός Σκηνοθέτη: Τόνια Καζάκου
Οργάνωση παραγωγής: Μαριάννα Παπασάββα
Μακιγιάζ: Ηλίας Λιατσόπουλος
Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ
Παραγωγή: Μυθωδία
Επικοινωνία: BrainCo

Παίζουν: Νίκος Κουρής, Λουκία Μιχαλοπούλου, Γιάννης Δρακόπουλος, Μιχαήλ Ταμπακάκης

Πληροφορίες

Θησείον, Ένα Θέατρο για τις Τέχνες
Πρεμιέρα: Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2019
Έως 23 Απριλίου 2019

Παραστάσεις
Δευτέρα: 21:15
Τρίτη 21:15