Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, παίζει και πάλι στην «Λούλου», ετοιμάζεται ξανά για τις «Τρεις Αδελφές», ενώ υποδύθηκε συγκλονιστικά την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου στον κινηματογράφο.

Ads

Η κορυφαία Ελληνίδα ηθοποιός, μιλά εφ’ όλης της ύλης στην Κρυσταλία Πατούλη για το Tvxs.gr. Η παιδική της ηλικία, τα πρώτα χρόνια στο σανίδι, οι παραστάσεις, οι ταινίες και τις τηλεοπτικές σειρές, οι δικοί της ήρωες, αλλά και πώς μπορεί κάποιος να «φωτίσει» το δρόμο της ζωής του… 

  • Μια εικόνα από την παιδική σας ηλικία;

Μεγάλωσα σ’ ένα χωριό στον Έβρο, κοντά στη φύση, με πολύ αγάπη. Θυμάμαι τον πατέρα μου ν’ ανοίγει διάδρομο με το φτυάρι μέσα στα χιόνια, έξω από την πόρτα του σπιτιού μας, για να πάω σχολείο. Ήμουν παιδί, κι όλο αυτό το χιονισμένο τοπίο, ειδικά τις νύχτες με πανσέληνο, ήταν φαντασμαγορικό.
 

  • Και δώδεκα χρονών φύγατε για Θεσσαλονίκη;

Μετά από δύο σταθμούς: Μια στο αστικό κέντρο της περιοχής, κοντά στο χωριό μου, στην πόλη του Διδυμότειχου όπου πήγα στην 6η Δημοτικού, και ένα χρόνο στην Κομοτηνή και πάλι με την οικογένεια μου. Όλα αυτά, γιατί ο πατέρας μου ήθελε ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά του, κι έτσι ξεριζώθηκε από το σπίτι του, τους συγγενείς του, τον τόπο του, για να δώσει αυτό που ονειρευόταν στα παιδιά του.
 

Ads
  • Και στη συνέχεια, μεγαλώνοντας, πως αποφασίζεται να σπουδάσετε στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος;

Υπήρχε έντονη επιθυμία από την παιδική μου ηλικία λόγω των ερεθισμάτων που είχα από τον ελληνικό κινηματογράφο, καθώς έφερναν στο χωριό ένα φορτηγάκι με ντουντούκα κι έκαναν προβολές στο καφενείο του πατέρα μου που ήταν στη πλατεία του χωριού, με μια πρόχειρη οθόνη από σεντόνι. Για μένα ήταν ένας κόσμος μαγικός, πόσο μάλλον που δεν υπήρχε τηλεόραση την δεκαετία του ’60, συν τα ερεθίσματα που έπαιρνα από το ραδιόφωνο που ήμουν κολλημένη σε κάθε θεατρική ραδιοφωνική εκπομπή, και άκουγα μεγάλα έργα, όπως των Ίψεν, Τένεσι Ουίλιαμς, Στρίντμπεργκ, Ευγένιου Ο’ Νιλ, και άλλων, παιγμένα από μεγάλους ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου: την Παξινού, τον Μιλωτή, την Ελένη Χατζηαργύρη, συν κάποιες παιδικές παραστάσεις στο Δημοτικό, στις Εθνικές Επετείους, που μού έδωσαν το πρώτο σκηνικό βάπτισμα και τη μεγάλη συγκίνηση που είχε αυτή η επικοινωνία με τον απλό κόσμο του χωριού. Γι’ αυτούς δεν υπήρχε άλλου τύπου διασκέδαση παρά μόνο εκείνες οι όμορφες, τρυφερές παραστάσεις των παιδιών τους στο σχολείο. Κι έτσι λοιπόν όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, ενώ συνέχισαν αυτές οι παραστάσεις και στα χρόνια του Γυμνασίου, ήθελα τελειώνοντας να γίνω ηθοποιός.

Επειδή δεν γνώριζα ότι υπήρχε Δραματική Σχολή στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, έδωσα εισαγωγικές στο Πολυτεχνείο και δήλωσα πρώτα την Αθήνα γιατί ήθελα να μπω σε σχολή του Εθνικού Θεάτρου ή του Θεάτρου Τέχνης, παράλληλα. Όσο όμως περίμενα να βγουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων στο Πανεπιστήμιο, έμαθα ότι υπάρχει Δραματική Σχολή του ΚΘΒΕ στη Θεσσαλονίκη, οπότε έδωσα εισαγωγικές, πέρασα, και είχα ήδη αρχίσει τα μαθήματα όταν ενημερώθηκα ότι πέρασα και στο Πολυτεχνείο και μάλιστα στην Αθήνα, στο Μετσόβιο, όπως ήταν ο αρχικός μου στόχος. Αλλά δεν υπήρχε πια λόγος να κατέβω στην Αθήνα και έτσι παρέμεινα άλλα τρία χρόνια μέχρι να τελειώσω τις σπουδές μου.
 

  • Και τότε, ξεκινάει η επαγγελματική σας σταδιοδρομία… 

Ναι, εκεί στη Θεσσαλονίκη, με τη «Δραματική Σκηνή» της «Τέχνης». Η λέξη «Τέχνης» μέσα σε εισαγωγικά, γιατί ήταν η «Δραματική Σκηνή» που ανήκε στον όμιλο «Τέχνη». Εκεί, λοιπόν, ήμουν από τα ιδρυτικά στελέχη, γιατί στο έτος το δικό μου, των αποφοίτων της δραματικής σχολής, μαζί με κάποιους απόφοιτους από το προηγούμενο έτος, ιδρύσαμε την «Δραματική Σκηνή».
 

  • Και από εκεί ξεκινάτε μια πολύ μεγάλη πορεία, στο Θέατρο, στον Κινηματογράφο, και με παραστάσεις στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, αλλά και σε μεγάλες σειρές της τηλεόρασης. Ποιες είναι οι σημαντικότερες παραστάσεις που σάς έχουν μείνει;

Τι να πρωτοπώ; Έχω παίξει πολλά έργα των Σαίξπηρ, Τσέχοφ, Μπρεχτ, δηλαδή πολύ κλασικό ρεπερτόριο, φυσικά και σε αρχαίες τραγωδίες, που είπατε. Το θέμα είναι ότι φεύγοντας από τη Θεσσαλονίκη, ήρθα στην Αθήνα συμμετέχοντας αρχικά στον θίασο του “Αεικινήτου”: Ένα θέατρο που φιλοδοξούσε να φέρει την αποκέντρωση στην Ελλάδα, όπου ήταν ο Κώστας Αρζόγλου, η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Μηνάς Χατζησάββας και σκηνοθετούσε ο Γιώργος Σεβαστίκογλου. Εκεί ανεβάσαμε τους «Αλλοπαρμένους» των Μίντλετον και Ρόουλεϋ. Αυτή ήταν και η πρώτη μου παράσταση στην Αθήνα, που γνώρισα τον Μηνά Ζατζησάββα, ο οποίος με σύστησε αργότερα στον Γιώργο Μιχαηλίδη, που εκείνη την εποχή, το 1984, έφτιαχνε το δεύτερο “Ανοιχτό Θέατρο”, Κάλβου και Γκύζη, όπου ξεκινήσαμε με το «Πολύ Κακό για το Τίποτα» του Σαίξπηρ και στη συνέχεια έπαιξα σε εξαιρετικές παραστάσεις, μέσα σε ένα υπέροχο κλίμα.

Εκείνα, ήταν από τα πιο αγαπημένα χρόνια της ζωής μου, με αυτόν τον απίστευτο δάσκαλο, τον πνευματικό μας πατέρα, που υπήρξε ο Γιώργος Μιχαηλίδης, με έναν θίασο «οικογένεια», όπου υπήρχαν τεράστιοι δεσμοί φιλίας, κοινών ονείρων και κοινών στόχων. Τότε παίξαμε και το «Κρίμα που είμαι Πόρνη» του Τζον Φόρντ, την «Λούλου» του Βέντεκιντ, τις «Τρεις Αδελφές» του Τσέχοφ, την «Ανθή» του Αντρέγιεφ, την «Τρικυμία» και τον «Άμλετ» του Σαίξπηρ. Ήταν όλες υπέροχες παραστάσεις με αυτό τον μεγάλο δάσκαλο που είχε τόση μεγάλη σχέση με τις εικαστικές τέχνες, κι όλες αυτές οι παραστάσεις είχαν καταπληκτικά σκηνικά, που έχουν μείνει στην ιστορία του Ελληνικού Θεάτρου. Εκεί παρέμεινα οκτώ χρόνια, και όταν πια έκλεινε αυτός ο κύκλος, προέκυψε η τηλεόραση, μέσα από τον «Κίτρινο Φάκελο» του Καραγάτση το ’90-‘91, και τα «Βαμμένα Κόκκινα Μαλλιά» το ’92-’93, σε σκηνοθεσία και τα δύο του Κώστα Κουτσομύτη. Μετά ήρθε το «Η Αγάπη Άργησε μια Μέρα», το ’96-’97.

  • Ιστορικές σειρές της ελληνικής τηλεόρασης…

…που δυστυχώς δεν γίνονται σήμερα αντίστοιχες παραγωγές. Γιατί ήταν όλες μεταφορές λογοτεχνικών έργων, μυθιστορημάτων, έργα εποχής με καταπληκτική αναπαράσταση, με τρομερά σκηνικά, με φοβερούς ηθοποιούς και υπέροχα σενάρια. Ήταν η χρυσή εποχή της ελληνικής τηλεόρασης που δυστυχώς δεν υπάρχει πια. Μετά ήρθε και η κρίση και τα ισοπέδωσε όλα.   Ήταν εκείνες οι σειρές κάτι το ξεχωριστό και ξεχώριζαν σαν διαμάντια, μέσα σε ένα γενικά μέτριο προς κακό επίπεδο της τηλεόρασης γενικότερα, γι’ αυτό έχουν μείνει και κλασικές. Μετά στο θέατρο, συνέχισα με τον «Γλάρο» του Τσέχοφ, στον θίασο της Κάτιας Δανδουλάκη, όπου έπαιξα την Νίνα. Είχε προηγηθεί και η «Όπερα της Πεντάρας». Μετά έκανα με τον Κιμούλη την «Δεσποινίδα Τζούλια» σε σκηνοθεσία του Ανδρέα Βουτσινά και τον «Μάκβεθ» σε σκηνοθεσία του Άντριου Βισνιέφσκι, ενός Πολωνού σκηνοθέτη που δουλεύει στην Αγγλία. Και εκεί, το καλοκαίρι του ’95 ήρθε η πρώτη Τραγωδία, η πρώτη πρόταση από το Εθνικό Θέατρο και τον Μίνω Βολανάκη για την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή.

Την επόμενη χρονιά το ’96 ήταν η «Ελένη» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία του Χουβαρδά με το Θέατρο του Νότου, στην Επίδαυρο. Το ’97 ήταν η «Μήδεια» του Ευριπίδη, με το Εθνικό Θέατρο, μια παράσταση που περιόδευσε σ’ όλο τον κόσμο για τρία χρόνια από το ’97 μέχρι το ’99, σε Ευρώπη, Αμερική, Αυστραλία, Κίνα, Ιαπωνία, Καναδά. Και μετά, μια συνεχής παρουσία στην Επίδαυρο όπου έκανα την «Ηλέκτρα» του Ευριπίδη, αργότερα τις «Κλυταιμνήστρες», την «Ορέστεια» και την «Ιφιγένεια εν Αυλίδη».
 

  • Και κάπως έτσι γίνατε η Ιέρεια του ποιείν ήθος…

Με την ευκαιρία, επειδή είναι κοινή παρεξήγηση, δεν είναι από το ήθος με την έννοια της ηθικής, αλλά τον χαρακτήρα. Ήθος, ίσον χαρακτήρας. Ηθοποιός είναι, λοιπόν, αυτός που πλάθει έναν χαρακτήρα. Χαρακτήρα, πάλι, εννοούμε έναν ήρωα σε ένα θεατρικό έργο έτσι όπως τον έχει αναπτύξει ένας συγγραφέας, όχι με την έννοια «αυτός ο άνθρωπος έχει καλό ή κακό χαρακτήρα». Αυτές είναι οι θεατρικές ορολογίες.
 

  • Και στη συνέχεια έρχεται και ο κινηματογράφος, με ταινίες που επίσης άφησαν το στίγμα τους.

Παλιότερα ήμουν σε ταινίες όπως ο «Μελισσοκόμος» του Αγγελόπουλου, το «Black Out» του Καραμαγγιώλη, τον «Εργένη» του Παναγιωτόπουλου, την «Ελεύθερη Κατάδυση» του Πανουσόπουλου.
 

  • Για τους ανθρώπους που σας επηρέασαν;

Η Μάγια Λυμπεροπούλου, ο Μιχαηλίδης, στον χώρο της τηλεόρασης ο Κουτσομύτης, ο Μηνάς Χατζησάββας εξαίρετος φίλος και συνάδελφος με τον οποίο παίξαμε πάρα πολλά έργα και ωριμάσαμε υποκριτικά και ως άνθρωποι μαζί, ήταν ο ηθοποιός με τον οποίο είχα την πιο ονειρεμένη σκηνική χημεία. Λείπει από όλους μας, λείπει από το ελληνικό θέατρο και τον κινηματογράφο και ειδικά στους ανθρώπους που έτυχε να τον έχουμε γνωρίσει και να είμαστε φίλοι μαζί του, σε ανθρώπινο επίπεδο. Αλλά και όλοι οι δάσκαλοι και σκηνοθέτες με τους οποίους συνεργάστηκα, από όλους πήρα και έμαθα πολλά. Από τον Μίνω Βολονάκη, τον Χουβαρδά με τον οποίο συνεχίζω την συνεργασία μου τα τελευταία χρόνια ακόμα πιο εντατικά, με τον Δημήτρη Καρατζά από τη νεότερη γενιά, με τον οποίο είμαι σε πρόβα για τις «Τρείς Αδελφές» στο θέατρο Βεάκη που ανεβαίνουν 5 μέρες μετά το κατέβασμα της Λούλου, δηλαδή 12 Ιανουαρίου 2020, κατεβαίνει η Λούλου, και τη Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2020, ανεβαίνουν οι «Τρεις Αδελφές», οπότε τώρα τρέχω από το ένα θέατρο στο άλλο.

Και βέβαια με τον Άρη Μπινιάρη, με τον οποίο έκανα τις «Βάκχες» στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, πριν από 2 χρόνια. Από όλους είχα να διδαχτώ πράγματα, και με επηρέασαν ο καθένας με τη δική του αισθητική, τη δική του θεατρική οπτική, για να δημιουργηθεί μέσα μου μια συνεχής μαθητεία και η οποία δεν τελειώνει ποτέ. Είμαστε ακόμα στη διαδρομή.
 

  • Για την ταινία «Ευτυχία»; Τι θα θέλατε να πείτε για αυτή τη γυναίκα;

Με όλα τα στοιχεία του χαρακτήρα της και με τις αντιφάσεις της, με τη μεγάλη της ψυχή, με το πνεύμα ελευθερίας που την διακατείχε, με το χιούμορ, με το γεγονός ότι υπερασπιζόταν ανθρώπους από περιθωριακές ομάδες, ότι βοηθούσε φτωχότερους ανθρώπους και ας μην είχε η ίδια να φάει, που είχαν μεγαλύτερη ανάγκη από την ίδια, το γεγονός ότι είχε ζήσει αυτές τις μεγάλες τραγωδίες τόσο σε επίπεδο ιστορικό όπως η Μικρασιατική καταστροφή, ο ξεριζωμός, η προσφυγιά, η φτώχεια, όσο και σε επίπεδο προσωπικό, όπως οι απώλειες των δικών της ανθρώπων και κυρίως της μεγαλύτερης κόρης της από καρκίνο στον εγκέφαλο, το οποίο είναι μια αξεπέραστη τραγωδία για κάθε μητέρα, όλα αυτά τα στοιχεία, ήταν που συνέθεταν αυτό το μεγάλο παζλ της προσωπικότητας της και η έκφραση ήταν ένα από αυτά τα στοιχεία που συνυπήρχε ταυτόχρονα, γιατί ήταν ποιήτρια, ήδη, από νωρίς.

Διάβαζε ποίηση, ήταν ένας πολύ μορφωμένος άνθρωπος, υπήρξε και δασκάλα, ήξερε ποιητές, ενώ την ίδια ώρα άλλοι αντίστοιχοι στιχουργοί  τής εποχής της δεν γνώριζαν καν τα ονόματα τους. Αγαπούσε, για παράδειγμα, πολύ, τον Νίκο Καββαδία, και έλεγε «Τι ποιητής είναι αυτός!» και «Θα ήθελα να γράφω σαν αυτόν», και στον Κώστα Κρυστάλλη είχε αφιερώσει ένα ποίημα της. Η γραφή, ήταν η τέχνη μέσα από την οποία διαμόρφωνε όλα αυτά τα συναισθήματα που αντλούσε από τη ζωή της, από τον περίγυρο της, από τους ανθρώπους του λαού, του οποίου ήταν και η ίδια κομμάτι και γνώριζε τους καημούς, τα προβλήματα του, αλλά τα περνούσε και μέσα από αυτή την απίστευτη αίσθηση του χιούμορ που είχε και έτσι αλάφραινε τις καταστάσεις και για τους γύρω της. Και επίσης αντιμετώπιζε τη ζωή σαν ένα πετεινό του ουρανού, που δε το νοιάζει το αύριο αλλά ζει το τώρα, το σήμερα, που είναι τόσο έντονο και δυνατό, και “για το αύριο βλέπουμε”. Έτσι ζούσε τη ζωή της.
 

  • Και μέσα από αυτή την εξάρτηση του τζόγου, μπορούσε συγχρόνως να δημιουργεί αριστουργήματα. Παρόλα αυτά, έζησε χάνοντας. Χρήματα, τα πνευματικά της παιδιά, αγαπημένους ανθρώπους…

Το μυαλό, όμως, το πνεύμα της ήταν διαυγές. Η χαρτοπαιξία, όπως το δηλώνει και η ίδια στην ταινία, ήταν το καταφύγιο της, η παρηγοριά της, ειδικά μετά το θάνατο της κόρης της. Ξεχνιόταν εκεί, γι’ αυτό ίσως αναπτύχθηκε έντονα, αυτό το πάθος μέσα της.
 

  • Εσείς που έχετε υποδυθεί ήρωες αρχαίων Τραγωδιών, που έχετε πει πόσο ξεπερνάτε τον εαυτό σας όταν τους υποδύεστε, θεωρείται ότι και η Ευτυχία ήταν ένα τραγικό πρόσωπο;

Ναι, βεβαίως, αν και με έναν διαφορετικό τρόπο. Η Ευτυχία ήταν ένα πραγματικό πρόσωπο, ενώ τα πρόσωπα μιας  τραγωδίας είναι γραφή ενός μεγάλου συγγραφέα, είναι καλλιτεχνικά δημιουργήματα. Οπότε, υπάρχουν διαφορές. Σε ένα τραγικό ήρωα τα πάντα έχουν συμπυκνωθεί μέσα σε δύο ώρες ενός θεατρικού κειμένου. Η Ευτυχία έζησε 75 χρόνια μιας πολυτάραχης ζωής, με πολλές τραγικές στιγμές κατά τη διάρκεια αυτού του βίου. Αλλά από τη μια το γεγονός της καλλιτεχνικής διεξόδου, της ελευθερίας πνεύματος από την άλλη, αυτού του χιούμορ που διέσωζε, έδινε μια ελαφράδα στα πράγματα. Περισσότερο μάς μένει και γι’ αυτά τα στοιχεία. Και κυρίως φυσικά μέσα από το έργο της το οποίο ακριβώς λόγω αυτής της προσωπικότητας που διέθετε, είχε τέτοια δύναμη και μπορούσε να συνδυάσει κοινωνικό και ερωτικό στοιχείο μέσα σε τρία τετράστιχα και να μιλήσει με πολύ δυνατές λέξεις, που τις έβαζε δίπλα-δίπλα και δημιουργούσε συγκλονιστικά νοήματα. Το «Κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω από τη ζωή όλους τους συγχωρνάω», για παράδειγμα, είναι πολύ μεγάλη κουβέντα, δείχνει ένα μεγαλείο ψυχής απίστευτο.
 

  • Έχετε πει, ότι ήταν το πρώτο τραγούδι της Παπαγιαννοπούλου που ακούσατε μικρή;

Ναι, και πραγματικά ήταν αποκαλυπτικό, γιατί αυτοί οι στίχοι, ένα κομμάτι τέχνης, με έφεραν σε επαφή με το θάνατο. Τότε που στην παιδική μου ηλικία πρωτοβίωσα και γω το θάνατο, μέσα στο χωριό, με κάποιους θανάτους συγγενικών και φιλικών προσώπων. Αλλά μέσα από την τέχνη, ήταν αυτό το τραγούδι που το άκουσα και δεν ήξερα καν ποιος το είχε γράψει, και να που τόσα χρόνια μετά έχω την τιμή να την υποδυθώ.
 

  • Έχετε πει πως «αυτήν τη γραμμή ανάμεσα στη γέννηση και στον θάνατο να προσπαθείς να την κάνεις όσο πιο φωτεινή και σημαντική γίνεται». Η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου οτιδήποτε την βασάνιζε το έκανε τέχνη, το μετουσίωνε, αυτό είναι κάτι που κάνετε και εσείς;

Για μένα η τέχνη είναι μια ευλογία, είναι μια διέξοδος, είναι το καταφύγιο, είναι το σημείο που αντλώ δύναμη και αισθάνομαι ότι προσφέρω με τον τρόπο μου στο κοινωνικό σύνολο. Γιατί η Τέχνη, πραγματικά, προσπαθεί να σκαλίσει τα μεγάλα υπαρξιακά ερωτήματα. Δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις, θέτει όμως ερωτήματα και σίγουρα δημιουργεί ένα πλαίσιο στο οποίο συναντιούνται οι άνθρωποι για να βιώσουν κάτι κοινό, που θα τους δώσει συγκίνηση και αφορμή για σκέψη. Είναι ένας χώρος επικοινωνίας και έστω μιας στιγμιαίας λύτρωσης, μιας κάθαρσης που την έχουμε ανάγκη, γιατί μια τελική κάθαρση δεν μπορούμε να την έχουμε, η ζωή μάς φέρνει συνέχεια μπροστά σε αδιέξοδα, σε οδύνες, έχει τα πάνω και τα κάτω της, αλλά χρειαζόμαστε αυτές τις μικρές ανάσες που θα μας δώσουν δύναμη για να αντιμετωπίσουμε τα παρακάτω, να πάμε παρακάτω. Απλώς, όταν εγώ έλεγα «να την κάνεις όσο πιο φωτεινή» εννοούσα κι άλλα πράγματα, όχι μόνο μέσα από την τέχνη, ως προσωπικός μου δρόμος, αλλά κυρίως μέσα από την αγάπη, την καλοσύνη, την ευγένεια και τον σεβασμό απέναντι στους άλλους ανθρώπους. Να μην επιτρέπουμε στον εαυτό μας να γίνεται φορέας αρνητικών συναισθημάτων, να υποκύπτει σε μίση, στη βία, στην επιθετικότητα, στο ρατσισμό, στη μισαλλοδοξία, σε όλα αυτά τα πράγματα που είναι δηλητήριο για τον κόσμο των ανθρώπων.
 

  • Θα μας πείτε για τη «Λούλου» του Φρανκ Βέντεκιντ, που ξαναπαίζετε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, σε διασκευή και σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά;

Ενώ πριν από 30 χρόνια υποδυόμουν την ίδια την Λούλου, το ’88-‘89, τώρα υποδύομαι μια ομοφυλόφιλη αριστοκράτισσα την κόμισσα Γκέσβιτς, η οποία ερωτεύεται παράφορα την Λούλου και θυσιάζει τα πάντα σε αυτόν τον ανεκπλήρωτο έρωτα, γιατί η Λούλου δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε αυτόν τον έρωτα. Και θυσιάζει την κοινωνική της θέση και όλη της την περιουσία, την ίδια της τη ζωή. Το 1893 όταν άρχιζε να γράφει το έργο ο Βέντεκιντ, συνέχισε για πολλά χρόνια να το αλλάζει, να το συμπληρώνει, ήταν μια επαναστατική πράξη για την αστική κοινωνία της εποχής του, να παρουσιάσει επί σκηνής μια ομοφυλόφιλη γυναίκα.

Στις μέρες μας, που έχουν γίνει πια θύματα ως προς την αποδοχή από ένα μεγαλύτερο ποσοστό ανθρώπων, ο Γιάννης Χουβαρδάς ήθελε να εστιάσει σ’ αυτό που δυνητικά σοκάρει σήμερα, άρα λοιπόν, όχι μια γοητευτική ομοφυλόφιλη γυναίκα αλλά ένα πλάσμα σχεδόν τερατικό, που είναι στα όρια των φύλων, εγκλωβισμένο σε λάθος σώμα, μέσα στο οποίο ασφυκτιά και δεν το έχει αποδεχτεί. Αυτό που στις μέρες μας γίνεται μεγάλη κουβέντα: το gender fluid και το non binary, που λένε. Μιλάω μέσα από την Γκέσβιτς για τα δικαιώματα αυτών των περιθωριακών ανθρώπων διεκδικώντας ακριβώς για τον κάθε άνθρωπο ανεξαρτήτως φύλου, καταγωγής, σεξουαλικού προσανατολισμού, φυλής, ράτσας, εθνικότητας, την ισοτιμία κάτω από τον ήλιο.
 

  • Και για τις «Τρεις Αδελφές» που έρχονται σύντομα στο Θέατρο Βεάκη;

Είναι κι αυτό ένα έργο που είχαμε ανεβάσει παλιά με τον Γιώργο Μιχαηλίδη. Είναι ένα από τα πολύ αγαπημένα έργα που είχαμε κάνει, και τότε ερμήνευα τη Μάσα, ενώ τώρα στη σκηνοθεσία του Δημήτρη Καρατζά παίζω την Όλγα, και παρόλο που τώρα πια έχω απομακρυνθεί από την ηλικία των “Τριών Αδελφών”, όπως άλλωστε και οι άλλες δυο συνάδελφοι, η Μαρία Κεχαγιόγλου και η Αθηνά Μαξίμου, που είμαστε μεγαλύτερες από τις ηλικίες των 20-28 χρόνων, που είναι οι ηρωίδες στην Πρώτη Πράξη… Επίτηδες όμως έχει πάρει εμάς στο καστ, ακριβώς επειδή η παράσταση του στηρίζεται στην έννοια της μνήμης, του περάσματος του χρόνου, και της ματαίωσης της ύπαρξης. Είναι δηλαδή τρεις αδελφές πολύ μεγάλες πια σε ηλικία, δεν γνωρίζω βέβαια ακριβώς, γιατί έχουμε ακόμα αρκετό καιρό μέχρι την πρεμιέρα, αλλά απ’ ότι φαίνεται θα βγαίνουμε ακόμα πιο γερασμένες ηλικιακά.

Το λέω επιφυλακτικά γιατί μπορεί τελικά να μην ακολουθηθεί αυτό το στοιχείο, αλλά υπάρχει αυτή η σκέψη. Το θέμα είναι, πως ούτως ή άλλως είμαστε σε τόσο διαφορετικές ηλικίες από τις ηρωίδες αυτές, που όλο αυτό συμβαίνει σε ένα τοπίο μνήμης. Ανατρέχουμε σε εκείνο το χρονικό σημείο όπου υπήρχε ελπίδα και προσδοκία για τη ζωή και γι’ αυτά που μπορεί να φέρει: Οι τρεις αδελφές είχαν όνειρα, υπήρχε η προσδοκία του έρωτα, όλα αυτά, τα οποία όμως με το πέρασμα του χρόνου ένα-ένα διαψεύδονται, και στη Μόσχα δεν θα πάνε ποτέ… Το μόνο που τους μένει τώρα πια, είναι το να επιστρέφουν σ’ αυτή τη χρονική στιγμή αναπαράγοντας την και προσπαθώντας μέσα από ένα ταξίδι μνήμης να αναβιώσουν κάτι που δεν υπάρχει πια.
 

  • Μέσα από τους ρόλους σας, θα έλεγα, πως εμπνέετε και συγκλονίζετε ακατάπαυστα το κοινό, σαν όλους τους ανθρώπους που με το παράδειγμα του έργου τους δίνουν δύναμη και ελπίδα.

Τα λόγια σας με συγκινούν πολύ. Πολλοί άνθρωποι είναι έτσι, Νομίζω είμαστε πολύ περισσότεροι και δεν είναι μόνο αυτοί που φαίνονται, αλλά είναι και οι αφανείς ήρωες. Εκείνοι που δίνουν αγάπη, που ζουν δύσκολα, όπως οι εργαζόμενες μητέρες, οι μονογονεϊκές οικογένειες, που έχουν ήθος, έχουν ανθρωπιά. Υπάρχουν εθελοντές που προσφέρουν κοινωνικό έργο, φιλόζωοι, ακτιβιστές σε πολλούς τομείς, είτε κοινωνικά είτε για το περιβάλλον, αλλά και με πολλούς άλλους τρόπους, όπως, για παράδειγμα, οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα. Αυτοί είναι οι ήρωες μου! Οι άνθρωποι που δεν είναι στα φώτα της δημοσιότητας, αλλά οι ζωές τους είναι πολύ σημαντικές και πολύ ουσιαστικές.

image

Φρανκ Βέντεκιντ

LULU

Διασκευή-Σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς
Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας
Σκηνικά: Εύα Μανιδάκη
Κοστούμια: Ιωάνννα Τσάμη
Μουσική: Θοδωρής Οικονόμου
Φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος
Βοηθός σκηνοθέτη: Ειρήνη Φαναριώτη
Β’ Βοηθός σκηνοθέτη: Ιωάννα Πιταούλη

Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Γιώργος Μπινιάρης, Άλκηστις Πουλοπούλου, Άκης Σακελλαρίου, Αλέκος Συσσοβίτης, Χάρης Φραγκούλης, Νίκος Χατζόπουλος 

Info: Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Πειραιώς 206, (ύψος Χαμοστέρνας, Ταύρος, +302103418550 , mcf.gr) 6 Νοεμβρίου – 12 Ιανουαρίου 2020 – Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή & Κυριακή στις 20:30, Σάββατο στις 18:00 & στις 20:30, Τιμή εισιτηρίου: Είσοδος 17 – 25 ευρώ
 
image

Anton Chekhov

ΤΡΕΙΣ ΑΔΕΛΦΕΣ

Μετάφραση: Αλέξανδρος Ίσαρης, Γιώργος Δεπάστας
Σκηνοθεσία: Δημήτρης Καραντζάς

Παίζουν: Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Αιμίλιος Χειλάκης, Αθηνά Μαξίμου, Μαρία Κεχαγιόγλου, Ορφέας Αυγουστίδης, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης, Σύρμω Κεκέ, Γιάννης Κλίνης, Αινείας Τσαμάτης, Ευδοξία Ανδρουλιδάκη, Νίκος Μάνεσης, Υβόννη Μαλτέζου, Δημήτρης Πιατάς
 
Βοηθός Σκηνοθετη: Ασημίνα Αναστασοπούλου
Σκηνικά: Μαρία Πανουργιά
Κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη
Μουσική: Δημήτρης Καμαρωτός
Φωτισμοί: Αλέκος Αναστασίου
Χορογραφία: Χρήστος Παπαδόπουλος
Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα

Info: Από 17 Ιανουαρίου 2020 στο Θέατρο ΒΕΑΚΗ, Στουρνάρη 32 – 104 33 Αθήνα, 21 0522 3522. Τιμές Εισιτηρίων: 15€ – 25€. Παραστάσεις: Τετάρτη στις 19.00, Πέμπτη στις 20.00, Παρασκευή στις 21.00, Σάββατο στις 18.00 & στις 21.00, Κυριακή στις 19.00

image

ΕΥΤΥΧΙΑ

Eλληνική ταινία (δράμα – βιογραφία), σκηνοθεσία Άγγελος Φραντζής με τους: Κάτια Γκουλιώνη, Πυγμαλίωνα Δαδακαρίδη, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Ντίνα Μιχαηλίδου, Θάνο Τοκάκη

Η Tanweer Productions και ο βραβευμένος Έλληνας σκηνοθέτης Άγγελος Φραντζής παρουσιάζουν την Ευτυχία, την μεγαλύτερη ελληνική παραγωγή του 2019.

Βασισμένη στον ταραχώδη βίο και το σπουδαίο έργο που κληρονόμησε η ελληνική μουσική από τη μεγαλειώδη πένα της στιχουργού Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου, η ταινία, σε σενάριο της Κατερίνας Μπέη, αντλεί έμπνευση από τα πάθη και τις αδυναμίες αυτής της πληθωρικής, αντισυμβατικής και πρωτοπόρου γυναίκας, που άφησε ανεξίτηλο το σημάδι της στο λαϊκό τραγούδι. Η μοναδική της προσωπικότητα αποτυπώθηκε στους στίχους της που έγιναν μερικές από τις μεγαλύτερες και διαχρονικότερες επιτυχίες, όπως τα «Περασμένες μου αγάπες», «Όνειρο απατηλό», «Είμαι αϊτός χωρίς φτερά», «Ηλιοβασιλέματα», «Η φαντασία», «Είσαι η ζωή μου», «Μαντουμπάλα», «Στ΄ Αποστόλη το κουτούκι», «Πετραδάκι, πετραδάκι», «Μου σπάσανε τον μπαγλαμά», «Δύο πόρτες έχει η ζωή» («Το τελευταίο βράδυ μου»), «Ρίχτε στο γυαλί φαρμάκι».