Στις 9 Ιουλίου 1943 εισδύει στο νομό Ιωαννίνων, μέσω της Αλβανίας, η 1η Ορεινή Μεραρχία του γερμανικού στρατού, η οποία στη συνέχεια με άλλες παρεμφερείς μονάδες θα συγκροτήσει το 22ο Ορεινό Σώμα Στρατού, που θα έχει ως έδρα του τα Ιωάννινα. Η 1η Ορεινή Μεραρχία προέρχεται από τη Ρωσία· είχε φθάσει μέχρι και τις ορεινές κορυφές του Καυκάσου, ενώ ακολούθως αποσύρθηκε στη Γιουγκοσλαβία για να επιδοθεί σε πόλεμο εναντίον των Σέρβων και Μαυροβούνιων ανταρτών. Σε όλους αυτούς τους πολέμους της διακρίθηκε για τον απηνή και ανελέητο τρόπο με τον οποίο μεταχειρίστηκε τους γηγενείς άμαχους πληθυσμούς, με μαζικές εκτελέσεις και με πυρπόληση αναρίθμητων χωριών.

Ads

Πράγματι, εισερχόμενη η 1η Ορεινή Μεραρχία από τα ελληνοαλβανικά σύνορα στην περιοχή Πωγωνίου, άρχισε να εκτελεί αδιάκριτα, δεξιά και αριστερά στο πέρασμά της άμαχο πληθυσμό, με πρώτο μεγάλο θύμα για την Ήπειρο το χωριό Κεφαλόβρυσο, στις 9 Ιουλίου 1943, με 22 νεκρούς, εγκλωβισμένους και πυρπολημένους μέσα σε ένα σπίτι.

Αλλά, προηγουμένως, ας σημειώσουμε την πορεία της 1ης Ορεινής Μεραρχίας και των παρεμφερών σωμάτων της (ελαφρά τμήματα, ορεινό πυροβολικό, βοηθητικά τμήματα, κ.ο.κ.), τα οποία, αφού έχουν εγκατασταθεί στα Γιάννενα, συνεχίζουν τις κινήσεις τους προς νότια του νομού Ιωαννίνων. Κατ’ αυτό τον τρόπο επιτελούν μια σειρά λεγόμενων εκκαθαριστικών επιχειρήσεων, και στην ουσία εφαρμόζουν μια τακτική καμένης γης, καθόσον στο πέρασμά τους αφήνουν αναρίθμητους νεκρούς και πυρπολημένα χωριά. Στις επιχειρήσεις αυτές, κατά τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1943, τα γερμανικά τμήματα λειτουργούν δεξιά και αριστερά του άξονα Ιωαννίνων – Πρεβέζης, διεισδύουν στις περιοχές των Δωδωνοχωρίων και Δερβιζιάνων, όπου και το αρχηγείο του ΕΔΕΣ, το απωθούν στη συνέχεια στην περιοχή των Τζουμέρκων, ενώ τις ίδιες μέρες πυρπολούν τη Μουσιωτίτσα.

Έχοντας ξεκαθαρίσει πλέον ο γερμανικός στρατός τον οδικό άξονα Ιωαννίνων – Πρεβέζης από κάθε «πιθανή» ανταρτική παρενόχληση, στρατοπεδεύει στον ποταμό Λούρο. Είμαστε στα τέλη Ιουλίου με αρχές Αυγούστου, και από εδώ αρχίζει συμβατικά το ολοκαύτωμα του Κομμένου, στις 16 Αυγούστου, ενώ είχαν προηγηθεί μαζικές εκτελέσεις στη Μουσιωτίτσα στις 16 Ιουλίου, με 136 νεκρούς.

Ads

Εδώ υπεισέρχεται και το παράδειγμα των Λυγκιάδων. Η συγκέντρωση στοιχείων μας οδηγεί στο γεγονός της ύπαρξης εμπορίου, το οποίο παρέκαμπτε τις επίσημες δημόσιες οδούς που ελέγχονται από το γερμανικό στρατό. Αυτό το εμπόριο συμπεριλάμβανε διάφορα αγαθά, όπως για παράδειγμα το αλάτι, που, προερχόμενο από τις ακτές της Ηπείρου, κατευθυνόταν πίσω από τα ηπειρωτικά βουνά, καθώς επίσης τον καπνό, τα τσιγαρόχαρτα, έως ακόμη και φαρμακευτικά είδη. Αυτά τα είδη περνούσαν από τις ανταρτοκρατούμενες περιοχές της Πίνδου και κατέληγαν σε ευρύτερες περιοχές, όπως και στις περιοχές της Θεσσαλίας. Προφανέστατα ο γερμανικός στρατός γνώριζε το εμπόριο και τις κινήσεις αυτές, και αυτό το εντοπίζουμε στη μεσημεριανή αναφορά της 1ης Ορεινής Μεραρχίας, στις 3 Οκτωβρίου 1943:

«Ανατολικά της Λίμνης των Ιωαννίνων στο χώρο Στρούνι – Λυγκιάδες παρατηρείται έντονη κινητικότητα ανταρτών με μεταγωγικά ζώα. Αντίμετρα υπό εξέλιξη με την ευθύνη του 79ου τάγματος υπό τη διοίκηση του FELDER. Τα χωριά θα πυρποληθούν».

Η πρόταξη κλειδί εδώ είναι ότι «παρατηρείται έντονη κινητικότητα ανταρτών με μεταγωγικά ζώα», ή άλλως, ότι οι αντάρτες ανεφοδιάζονται από τους Λυγκιάδες. Την ίδια μέρα, και ταυτόσημα ως προς το περιεχόμενο αυτής της αναφοράς, επιτελείται ήδη η καταστροφή αυτού του χωριού με ακριβώς ίδιες μεθόδους αφανισμού του άμαχου πληθυσμού, όπως και σε όλα τα χωριά του νομού Ιωαννίνων.

Είναι γεγονός όμως, ότι μέρος των «παράνομων» αγαθών που περνούσαν από τα Γιάννενα και κατευθύνονταν στους Λυγκιάδες, κατέληγαν στους αντάρτες του ΕΛΑΣ, όπως ακόμη και φαρμακευτικό υλικό που προοριζόταν για το νοσοκομείο του ΕΛΑΣ στο Γρεβενίτι.

Και συμπερασματικά, με πρόφαση την αντιμετώπιση κάποιων ουσιαστικά αδύναμων ανταρτικών μονάδων του ΕΛΑΣ ή του ΕΔΕΣ, με τη δημιουργία ζωνών καμένης γης, ή γης του κανενός, ή άλλως δημιουργίας ενός ζωτικού στρατιωτικού χώρου, τα χωριά της Ηπείρου κατακαίονται με αναρίθμητους άμαχους νεκρούς. Ένας επίσημος απολογισμός για τις καταστροφές στην Ήπειρο της Γερμανικής Κατοχής, μας δίδει 12.978 πυρπολημένες οικίες και 1.936 εκτελεσθέντες. Αν δε συνυπολογισθούν και τα περί τα 2.000 μέλη των εβραϊκών Κοινοτήτων της Ηπείρου που εξοντώθηκαν στα Στρατόπεδα της Γερμανίας, οι απώλειες ανέρχονται τουλάχιστον σε 4.000 χαμένες ψυχές, πέραν από τους εκατοντάδες ομήρους που δούλεψαν καταναγκαστικά στα στρατόπεδα της χώρας αυτής.

Εν κατακλείδι, μπορούμε να πούμε ότι η ιδεολογία των «αντιποίνων» λειτούργησε ως πρόφαση των γερμανικών δυνάμεων κατοχής για τη λαφυραγωγία του πλούτου της Ηπειρωτικής  γης, ενώ από την άλλη, οι ίδιοι οι κατακτητές προχωρούν στην ανηλεή εκτέλεση του άμαχου πληθυσμού, και τον υποχρεώνουν, σε αναρίθμητες περιπτώσεις, να καταφύγει σε τόπους αφιλόξενους, μακριά από τις εστίες του, μέσα σε πρωτόγονες συνθήκες διαβίωσης.

Συντελείται έτσι, πέρα από τα άγρια εγκλήματα κατά του άμαχου πληθυσμού, και μια πολιτισμική καταστροφή. Δηλαδή, δεν ομιλούμε μόνον για εκτελέσεις αμάχων, αδιακρίτου ηλικίας και φύλου, αλλά και για πλήρη αποστέρηση κάποιων πληθυσμών από την ίδια τη διαβίωσή τους. Σπίτια, ό,τι υπήρχε μέσα σε αυτά, γεωργοκτηνοτροφικός πλούτος, κ.λπ., λεηλατήθηκαν ολοκληρωτικά.

Όμως, η βιοτική και παράλληλα πολιτισμική καταστροφή σημάδεψε και το μέλλον των τόπων αυτών. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι και αυτό που αφορά εκείνα τα χωριά που πυρπολήθηκαν, με το πλούσιο αρχιτεκτονικό και ευρύτερο πολιτισμικό περιεχόμενο τους. Και έτσι αναφερόμαστε εδώ ενδεικτικά, αφ’ ενός στα χωριά του βορειοδυτικού, τα οποία έχουν αναπτύξει σήμερα μια ανθηρή επισκεψιμότητα και έχουν αξιοποιηθεί τουριστικά λόγω και του παραδοσιακού τους αρχιτεκτονικού πλούτου, αφ’ εταίρου δε στα υπόλοιπα χωριά του Ζαγορίου, τα οποία καταστράφηκαν από τις γερμανικές επιδρομές, και παραμένουν αναπτυξιακά ερημωμένα και αναξιοποίητα. Οι κάτοικοι που επανεγκαταστάθηκαν στις τελευταίες αυτές περιοχές, μετά από το καταστροφικό πέρασμα του γερμανικού στρατού, ως επί το πλείστον στεγάσθηκαν σε τσιγκοσκεπή δωμάτια, κατοικώντας στα απομεινάρια των πυρπολημένων οικιών τους· και σχεδόν, αυτή η ίδια κατάσταση επικρατεί έως τις μέρες μας λόγω της ιστορικής πτώχευσης αυτών των οικισμών.

Παρ’ όλα αυτά, το ελληνικό κράτος, με γνωστό νόμο του 1958, αποποιήθηκε του δικαιώματός του να δικάζει γερμανούς εγκληματίες πολέμου (βλ. περίπτωση Max Merten), καθόσον οι σχετικοί φάκελοι απεστάλησαν προς αρχειοποίηση στη Δυτική Γερμανία. Ήδη, από το 1947, στη δίκη της Νυρεμβέργης, γερμανοί στρατιωτικοί, υπεύθυνοι για εγκλήματα πολέμου στην Ελλάδα καταδικάστηκαν σε ολιγοετείς φυλακίσεις, ώστε στη δεκαετία του ’50 να μην ομιλούμε πλέον για τις καταστροφές που υπέστησαν τα Βαλκάνια κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Αλλά και πάλι, το 1968 με 1972, επανήλθε το θέμα με σχετικές ανακρίσεις που έγιναν στην Αυστρία και τη Γερμανία για την περίπτωση του Κομμένου, χωριό το οποίο μόνο αυτό εκπροσωπήθηκε για όλη την Ήπειρο ως μαρτυρικό στο κατηγορητήριο της Δίκης της Νυρεμβέργης. Αλλά, και τούτες οι ανακρίσεις δεν κατέληξαν πουθενά…
Σε γενικές γραμμές μπορούμε να στοιχειοθετήσουμε ότι η δικαιοσύνη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας ουδέποτε μπόρεσε να «εντοπίσει» εγκλήματα πολέμου, διαπραχθέντα στην Ελλάδα κατά τη λογική των «αντιποίνων», είτε διότι οι άμεσα υπεύθυνοι «σκοτώθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου» είτε ακόμη διότι «δεν υπήρξαν στέρεες αποδείξεις» από τους καταθέτοντες αμφότερων των πλευρών!

Ο τραγικός απολογισμός της Κατοχής βρίσκεται καταχωρημένος από ελληνικής πλευράς σε 38 φακέλους του Υπουργείου Εξωτερικών της Ελλάδος, ο οποίος και έχει δοθεί στη δημοσιότητα (βλ. εφ. Καθημερινή, Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 1997, σελ.24). Έτσι βλέπουμε τις καταστροφές σε αριθμούς και σε ποσοστά για όλη τη χώρα. Ήτοι:

  • Στον τομέα της γεωργικής παραγωγής οι ζημιές που προκλήθηκαν μείωσαν την παραγωγή προϊόντων κατά 75%.
  • Στο δασικό πλούτο, από ξύλευση και σχεδιασμένους εμπρησμούς, τα δάση της χώρας μειώθηκαν κατά 25%.
  • Στην κτηνοτροφία, ο αριθμός των μικρών και μεγάλων ζώων μειώθηκε από 50% – 80%.
  • Στο εξωτερικό εμπόριο οι καταστροφές που προκλήθηκαν ήταν ανυπολόγιστες, καθώς τα αγαθά έβγαιναν από τη χώρα με τη διαδικασία των επιτάξεων.
  • Στα μεταλλεία, το ήδη εξορυγμένο υλικό που βρήκαν οι κατακτητές μεταφέρθηκε στη Γερμανία.
  • Στο σιδηροδρομικό δίκτυο της χώρας, μήκους 2.679 χλμ. το 1940, έμειναν άθικτα το 1945, μόνον τα 680 χλμ..
  • Στο τροχαίο υλικό, από τα 7.708 τεμάχια τροχαίου υλικού αρπάχθηκαν ή καταστράφηκαν 7.011 τεμάχια και απέμειναν μόνο 607 σε πολύ κακή κατάσταση.
  • Στο οδικό δίκτυο, οι ζημιές εξοπλισμού υπολογίζονται σε 4,2 εκατομμύρια Δολάρια, και οι ζημιές οδών, οδοστρωμάτων, υποδομών, υπολογίζονται συνολικά σε 54,4 εκ. Δολάρια.
  • Στα λιμάνια της χώρας οι ζημιές υπολογίζονται σε 8,6 εκ. Δολάρια εποχής και το εμπορικό ναυτικό διαλύθηκε, αφού από τα 583 εμπορικά πλοία που είχε η Ελλάδα χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου τα 434, μαζί με 3.000 έλληνες ναυτικούς.
  • Στο τηλεφωνικό και τηλεγραφικό δίκτυο η ζημιά ήταν ολοκληρωτική.
  • Στις οικοδομές, ειδικότερα στις βόρειες επαρχίες της χώρας, καταστράφηκαν από βομβαρδισμούς και εμπρησμούς περίπου 79.000 κατοικίες και η χώρα έχασε το 23% του οικοδομικού της πλούτου, ενώ περίπου 1,2 εκ. άνθρωποι βρέθηκαν άστεγοι, 16.000 αγροτικές οικογένειες αναγκάστηκαν να κατοικούν σε ερείπια σπιτιών και 100.000 οικογένειες πόλεων στεγάζονταν υπό άθλιες συνθήκες.
  • Στα σχολεία: από τα γερμανικά στρατεύματα κατοχής επιτάχθηκαν 2.529 σχολεία, 156 λεηλατήθηκαν, 492 βομβαρδίστηκαν και κάηκαν.

Κλείνοντας αυτόν τον απολογισμό, οφείλουμε να σημειώσουμε τέλος: Η σημερινή επίκληση συγνώμης εκ μέρους της επανενωμένης Γερμανίας δεν αποκαθιστά τα πράγματα, καθόσον ταυτόσημα, η ίδια αυτή χώρα, επισήμως λειτουργεί κατ’ Έφεση των εγκλημάτων αυτών, μη αποδεχόμενη το δεδικασμένο, και κατά τούτο τον τρόπο αποποιείται της ιστορικής πραγματικότητας.

Σε παλαιότερή του δήλωση, ο Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, κ. Κάρολος Παπούλιας, επισήμανε ότι: «Το θέμα των αποζημιώσεων για την Ελλάδα δεν έχει κλείσει»· «Τα εγκλήματα πολέμου κατά του άμαχου πληθυσμού δεν παραγράφονται».

Ομιλία της Ελένης Κουρμαντζή στις Λυγκιάδες, 4 Οκτωβρίου 2000

*Η Ελένη Κουρμαντζή είναι καθηγήτρια Ιστορίας στο πανεπιστήμιο Ιωαννίνων