Σαν σήμερα σις 21 Νοεμβρίου 1955, στον κινηματογράφο “Ορφέας”, κάνει πρεμιέρα η εμβληματική ταινία του ελληνικού κινηματογράφου “Στέλλα”. Οι πρώτες πληροφορίες για αυτήν ξεκινούν τον Οκτώβριο του 1954 όταν υπογράφεται συμβόλαιο πενταετούς συνεργασίας μεταξύ των εταιριών “Μήλας Φιλμ” και “Στούντιο Κόσμος” πρώτη παραγωγή των οποίων αποτελεί, όπως γράφεται τότε, το “σεξουαλικό δράμα “Η Στέλλα με τα κόκκινα γάντια”, τα γυρίσματα της οποίας ξεκινούν τον Δεκέμβριο.    

Ads

Επιστρέφοντας στην Κυριακή 21 Νοεμβρίου, η βραδιά θυμίζει φαντασμαγορικές επίσημες πρεμιέρες στο εξωτερικό, αφού σε αυτή προσκαλείται ο (μόλις ενός μήνα διορισμένος από τον βασιλιά Παύλο πρωθυπουργός) Κωνσταντίνος Καραμανλής μαζί με πολλά μέλη του υπουργικού συμβουλίου, παρευρίσκονται οι συντελεστές της ταινίας -άπαντες με αντίστοιχο βραδινό ντύσιμο- και φυσικά πλήθος κόσμου που κατακλύζει κάθε θέση του πανέμορφου κινηματογράφου της πρωτεύουσας. Την πρώτη εβδομάδα η ταινία παίζεται με τεράστια επιτυχία και στους κινηματογράφους “Τιτάνια”, “Κοτοπούλη” και “Μαξίμ”, ενώ αναδεικνύεται εμπορικότερη της σεζόν 1955-1956 κόβοντας 134.142 εισιτήρια.

Στην επιτυχία της συντελεί και η επιτυχημένη παρουσία στο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Κανών του 1955 (στο οποίο μάλιστα γίνεται και η “μοιραία” γνωριμία της Μελίνας Μερκούρη και του Ζυλ Ντασέν), η Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξένης Ταινίας που κατακτά από την Επιτροπή Ανταποκριτών Ξένου Τύπου στο Χόλιγουντ, η ελληνική υποβολή για Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 1956, και η πρόταση για Όσκαρ ενδυματολογίας. Μα πάνω από όλα η ίδια η ταινία που μόνο η παράθεση των συντελεστών αρκεί για να σηματοδοτήσει τη διαχρονικότητά της :Σκηνοθεσία Μιχάλη Κακογιάννη, σενάριο βασισμένο στο θεατρικό έργο του Ιάκωβου Καμπανέλλη “Η Στέλλα με το κόκκινα γάντια”, μουσική Μάνου Χατζιδάκι με συνεργασία Βασίλη Τσιτσάνη στο μουσικό θέμα των τίτλων, σκηνικά Γιάννη Τσαρούχη, κοστούμια Ντένυς Βαχλιώτη, την αφίσα φιλοτεχνεί ο Γιώργος Βακιρτζής, ενώ τελευταίους αφήνουμε τους ηθοποιούς : Μελίνα Μερκούρη, Γιώργος Φούντας, Σοφία Βέμπο, Βούλα Ζουμπουλάκη, Αλέκος Αλεξανδράκης, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος, Τασσώ Καββαδία και Κώστας Κακκαβάς. Αρκούν αυτά τα ονόματα ; Όχι για όλους εκείνη την εποχή…  

Οι κριτικοί αντιμετωπίζουν την ταινία που ξεφεύγει από τα κινηματογραφικά στερεότητα και τη θεματολογία της εποχής με αμηχανία. Οι καλές κριτικές είναι λίγες, ενώ οι αρνητικές περισσεύουν. Στις πρώτες ανήκει το “Βήμα” που μιλά για ¨Μια μεγάλη ηθοποιό, ένα πολύ καλό σενάριο, μια καλή σκηνοθεσία” , αλλά και αυτή στην “Καθημερινή” από δύο γυναίκες :η κριτικός αναφέρει ότι την είδε πέντε φορές, και η εκδότης  Ελένη Βλάχου γράφει για “καλοχτισμένο μελόδραμα που διηγείται με ευφυΐα και αίσθημα την ιστορία μιας ατίθασης, υπερήφανης και αρκετά άτακτης κοπέλας, της “Στέλλας” που ζητεί να συνδυάσει τον έρωτα και την ελευθερία και να βρει μια ευτυχία χωρίς δεσμούς”.

Ads

Αντίθετα η κριτική των υπόλοιπων – και ειδικά των ανδρών- είναι εξαιρετικά σκληρή :O Κώστας Σταματίου αφού χαρακτηρίζει τους χαρακτήρες των πρωταγωνιστών ως “παθιασμένους ήρωες του αστυνομικού δελτίου” συνεχίζει στην “Αυγή” “…ξεδιάντροπο μελόδραμα, που προβάλλει ό,τι χαμηλότερο, ό,τι πιο “λούμπεν”, ό,τι πιο χυδαίο και καθυστερημένο στοιχείο υπάρχει στη σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα. Είναι ένα καλομελετημένο συνονθύλευμα χυδαίου νατουραλισμού, μοιρολατρίας γαλλικής σχολής(της προπολεμικής εποχής), ψευτοελληνικού λαογραφικού στοιχείου (σερβίρει στους ξένους για Ελλάδα τα τουρκοανατολίτικα μπουζούκια -που κι εδώ πέρασε η μόδα τους-, το νταηλίκι, την σεξουαλική ασυδοσία, το σουγιάδιασμα, την αλητεία κλπ.) ψεύτικης τολμηρότητας. Λευτεριά λοιπόν στις γυναίκες να πηγαίνουν με τον πρώτο που θα τους αρέσει, και πετύχαμε την ανεξαρτησία μας! Δυστυχώς, θα ‘ναι πολλά τα θύματα της τολμηρότητας του Κακογιάννη”.

Στην ίδια γραμμή η, συντηρητικότατη, “Εστία” : “Κακοηθέστατον σενάριον που εμφανίζει ένα βρωμερόν γύναιον ως πρόμαχον της ελευθερίας των ηθών και ως εκ πεποιθήσεως εχθρόν του γάμου, τον οποίον θεωρεί απαράδεκτον φυλακήν”.

Σίγουρα όμως η άποψη που ξεχωρίζει είναι αυτή του δημοσιογράφου Αντώνη Μοσχοβάκη στην “Επιθεώρηση Τέχνης”.  Την ονομάζουμε άποψη και όχι κριτική, γιατί αποτελεί λιβελογράφημα κατά της ταινίας, που αν ο “Μίλτος” μαχαιρώνει μια φορά τη “Στέλλα” για τις δραματουργικές σεναριακές ανάγκες, ο πολύ καλός -αλλά σε πολύ κακή στιγμή- κριτικός κινηματογράφου “μαχαιρώνει” με πολλαπλά χτυπήματα όλους τους συντελεστές της, πλην των ηθοποιών.

“Η χυδαιότητα και η ξετσιπωσιά παρουσιάζονται σαν ηρωισμός, η μαγκιά και το σερετιλίκι σαν παλικαριά”. Ως επιχείρημα για τους βαρύς αυτούς χαρακτηρισμούς αναφέρει τους στίχους του, εξίσου κλασικού, τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι “Επτά τραγούδια θα σου πω” :“Δηλαδή ή οι αλήτες που παίζουν ζάρια είναι παλικάρια, ή η νεολαία της Αθήνας και του Πειραιά  δεν κάνει τίποτα άλλο παρά να παίζει όλη μέρα μπαρμπούτι και παρατάει τα ζάρια όταν έρχεται η ώρα για έρωτα. Ο κ. Κακογιάννης καλά θα έκανε να κάνει ένα βράδυ τα μεσάνυχτα μια βόλτα στις οδούς Αγίου Κωνσταντίνου, Σοφοκλέους και Σωκράτους για να δει από κοντά τα “παλικάρια” του και ποιες είναι οι “κοπέλες με τ’ άσπρα” του”.  

Χαρακτηρίζει τη “Στέλλα” ως “Ξετραχηλισμένο γύναιο, η γυναίκα που δεν θέλει να παντρευτεί για να έχει το χρόνο να γλεντάει τη ζωή της, είναι ένας χαρακτήρας ;Πιστεύουν πως η προσπάθειά της, η “πάλη” της για να προασπιστεί μια ανήθικη, μια διεστραμμένη ασυδοσία μπορεί να κινήσει τη συμπάθεια και το θαυμασμό, ή ότι το μαχαίρωμά της από έναν αλήτη είναι τραγωδία ;” 

Συνεχίζει με νέα επίθεση κατά του ρεμπέτικου τραγουδιού : “Μπορεί η μαγκιά, το σερετιλίκι το ρεμπέτικο τραγούδι, ο χορός και τα μπουζούκια ν’ ανέβηκαν για μια στιγμή στην επιφάνεια από το σνομπισμό μιας διεφθαρμένης αριστοκρατίας, ή εξ αιτίας της αθλιότητας και της απογοήτευσης που δημιούργησαν δέκα μαρτυρικά χρόνια για την χώρα μας, όμως ποτέ δεν ήταν κι ούτε και σήμερα είναι ελληνική πραγματικότητα. Κι ούτε υπήρχε λόγος να μεταφερθούν και στις Κάννες. Η μοιρολατρία, η δουλικότητα, η απαισιοδοξία και η απόγνωση αυτών των τραγουδιών, χαρακτηριστικά των καταγωγίων που τα γέννησε, έχει πάψει να συντονίζεται με υγιή συναισθήματα του λαού μας”.   

Δεν αφήνει “αλώβητο” ούτε τον Μάνο Χατζιδάκι και την μουσική του : “Ο Μάνος Χατζιδάκις μπορεί να φτιάχνει καλά τραγούδια στο κακό είδος που υπηρετεί, η μουσική του όμως είναι κακή όταν πρόκειται να συνοδέψει την εικόνα. Η κινηματογραφική μουσική δεν είναι ούτε γλυκερά ακομπανιαμέντα, ούτε σπαραξικάρδιες πενιές”.

Αφήνοντας πίσω την, μνημειακά επιθετική, θέση του Αντώνη Μοσχοβάκη, και για να ελαφρύνουμε το κλίμα αφήνουμε τελευταία μια γλαφυρή περιγραφή του φινάλε της αριστουργηματικής ταινίας, όπως περιγράφεται σε εφημερίδα των ημερών : “Το ίδιο βράδυ ο Μίλτος, μένεα πνέων εναντίον της για την άρνησή της, την παραφυλά στο σπίτι της. Και πολύ αργότερα, καθώς τη βλέπει να έρχεται, της φωνάζει ν’ αλλάξει γνώμη γιατί θα την σκοτώσει. Μα η Στέλλα, σαν να μην ακούει τίποτα από όλα αυτά, προχωρεί αμίλητη προς αυτόν με ήρεμο περπάτημα. Και καθώς ο Μίλτος γεμάτος λαχτάρα την αγκαλιάζει και την γεμίζει φιλιά της καρφώνει το μαχαίρι του στην καρδιά”. 

image
Η Στέλλα έτοιμη για το φινάλε μπροστά στο κέντρο “Ο Παράδεισος” …

image

Η διαφήμιση της πρεμιέρας (“σε πανελλήνιο προσκύνημα…¨)  τονίζει την επιτυχία της στο εξωτερικό, ενώ αναφέρει ότι σε αυτή έχει προσκληθεί ο πρωθυπουργός και το υπουργικό συμβούλιο.

image
Διαφημιστική αφισσέτα της ταινίας.

image
Εισαγωγή της επιθετικής κριτικής της ταινίας στην “Επιθεώρηση Τέχνης” της εποχής.